Κεφάλαιο 4 (Ντεσμέρα)
Μετά από μια ολόκληρη μέρα στο δάσος, για να βρει τα μπλε μανιτάρια που της είχε ζητήσει η Ραζιγιέ, το μόνο που ήθελε η Ντεσμέρα ήταν να ξεκουραστεί. Στην πραγματικότητα, το μόνο που ήθελε ήταν να κλείσει τα μάτια της και να μη σκέφτεται. Όμως τα χρόνια την είχαν διδάξει πως τίποτα δεν μπορούσε να σε προφυλάξει από τις αναμνήσεις του παρελθόντος.
Αυτό ήταν προτού ακούσει τα χτυπήματα στην πόρτα.
Μουρμούρισε κάτι για την ανυπομονησία της Ραζιγιέ και πως θα της γκρέμιζε την πόρτα έτσι όπως χτυπούσε, καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της, για να ανοίξει. Είχε καθίσει για αρκετή ώρα μπροστά από το αναμμένο τζάκι και, τώρα που το σώμα της απομακρυνόταν από τη ζέστη του, ένιωθε το υπόλοιπο σπίτι παγωμένο παρόλο που δεν έκανε τόσο κρύο.
«Έρχομαι» φώναξε στη Ραζιγιέ που εξακολουθούσε να κλοτσάει την πόρτα της λες και είχε κάτι προσωπικό μαζί της. Τι την είχε πιάσει; Όποιο κι αν ήταν αυτό το τόσο επείγον ξόρκι που ήθελε να κάνει, ήξερε πως τα μανιτάρια έπρεπε να αποξηραθούν πρώτα και να γίνουν σκόνη προτού τα χρησιμοποιήσει. Στην καλύτερη περίπτωση θα περνούσαν μερικές μέρες μέχρι να είναι έτοιμα.
«Δε με νοιάζει αν είσαι αρχηγός της Σύναξης, αν σπάσεις την πόρτα μου θα τη φτιάξεις!» είπε απότομα και άνοιξε.
Όμως δεν ήταν η Ραζιγιέ αυτή που στεκόταν στο κατώφλι της.
Για μερικές στιγμές η Ντεσμέρα ξέχασε πώς να αναπνέει.
Ένας νεαρός άντρας στεκόταν μπροστά της κρατώντας στα χέρια του μια αναίσθητη κοπέλα. Ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερος από εκείνη, κάνοντας την κοπέλα που κρατούσε να φαίνεται ακόμα πιο μικρή, όμως το μόνο που μπορούσε να δει η Ντεσμέρα ήταν ένα αγοράκι που σήκωνε το κεφάλι του, για να την κοιτάξει κρατώντας το χέρι της με το μικροσκοπικό δικό του σαν να φοβόταν πως αν την άφηνε θα χανόταν. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα σαν να είχε ιππεύσει πολύ γρήγορα και τα καλοραμμένα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Ένα ζευγάρι χρυσά μάτια ολόιδια με τα δικά της της ανταπέδιδαν το βλέμμα.
«Ντέβαν» ψέλλισε η μάγισσα. Πόσα χρόνια είχε να πει δυνατά το όνομα του γιου της; Ο Ντέβαν ήταν ο πρώτος που ξεπέρασε το σοκ.
«Δεν ήξερα πού αλλού να πάω».
«Ούτε εδώ μπορείς να έρθεις» είπε βιαστικά η Ντεσμέρα, πιάνοντας την πόρτα για να τη κλείσει. «Δε θα δεχθώ Ντρόγκομιρ κάτω από τη στέγη μου. Πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ;» Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γινόταν να ακουστεί κάποια τόσο σκληρή ενώ την ίδια στιγμή ένιωθε κάτι να την κομματιάζει μέσα της. Όμως η καρδιά της είχε ραγίσει ήδη μια φορά όταν εγκατέλειψε τα παιδιά της και δεν είχε καταφέρει να γιατρευτεί ποτέ ολοκληρωτικά. Αν επέτρεπε στον γιο της να την πλησιάσει, ήξερε πως θα ξαναπερνούσε το ίδιο μαρτύριο για δεύτερη φορά, επειδή θα ήταν αναπόφευκτο να τον διώξει ξανά, και δεν μπορούσε να το αντέξει αυτό. Καλύτερα να το τελείωνε πριν καν αρχίσει, για να γλιτώσουν και οι δυο τους λίγο από τον πόνο.
«Σε παρακαλώ» την ικέτεψε, κοιτάζοντας την κοπέλα που ανασάλεψε ανήσυχα στην αγκαλιά του, χωρίς ωστόσο να ξυπνήσει. «Χρειάζεται τη βοήθειά σου».
Η Ντεσμέρα δεν ήξερε πώς ο Ντέβαν είχε καταλήξει με τη συγκεκριμένη κοπέλα, όμως κατάλαβε αμέσως ποια ήταν. Μόνο μια κοπέλα σε ολόκληρη τη Ναβίντια είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να κρυφτεί από τους Ντρόγκομιρ που θα έφτανε στο σημείο να μπει μέσα στα εδάφη των μαγισσών.
Η Ντεσμέρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Δεν έχω καμία σχέση με τους Ντρόγκομιρ». Όχι πια τουλάχιστον. «Είναι όλοι βάρβαρα κτήνη. Όπου βαδίζουν αφήνουν πίσω τους στάχτη, και ό,τι αγγίζουν ματώνει».
Η εικόνα του Αίρυς ήρθε στο μυαλό της. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε δει τα παιδιά της, τη νύχτα που είχε αφήσει όλη τη ζωή της πίσω της και είχε φύγει. Είχε σταθεί στην πόρτα του δωματίου τους και τα παρακολουθούσε να κοιμούνται, ενώ σκεφτόταν πως ίσως, αν τα ξυπνούσε και προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως υπήρχαν λόγοι που την ανάγκαζαν να φύγει, ίσως καταλάβαιναν και αποφάσιζαν να την ακολουθήσουν. Εκείνα ήταν το μόνο καλό πράγμα που υπήρχε στη ζωή της ως Ντρόγκομιρ και για αυτό και μόνο δε μετάνιωνε την απόφασή της να μπει σε αυτή την οικογένεια. Αυτό ήταν μέχρι που ο Αίρυς εμφανίστηκε πίσω της. Η Ντεσμέρα είχε παραξενευτεί επειδή ο σύζυγός της δεν ήταν από εκείνους τους πατεράδες που έμεναν ξύπνιοι απλά και μόνο, για να παρακολουθήσουν τα παιδιά τους να κοιμούνται, να βεβαιωθούν ότι ανέπνεαν και πως ήταν καλά ή να τους διαβάσουν μια ιστορία για καληνύχτα, αλλά εκείνο το βράδυ στάθηκε για πολλή ώρα δίπλα της με τα μάτια του καρφωμένα στον Ντέβαν και την Ορόρα που κοιμόντουσαν ήρεμα στα κρεβάτια τους.
Η Ντεσμέρα γινόταν όλο και πιο ανήσυχη με κάθε στιγμή που περνούσε, αλλά στάθηκε παγωμένη εκεί, μην τολμώντας να κουνηθεί από τη θέση της. Τελικά ο Αίρυς έκανε να φύγει και η μάγισσα πίστεψε πως θα μπορούσε να αναπνεύσει ξανά, αλλά τότε ο Αίρυς έγειρε στο αυτί της και της ψιθύρισε σιγανά: «Τα παιδιά μου θα είναι πάντα στο πλάι μου» πριν χαθεί μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους του κάστρου.
Τα λόγια ήταν σαν μαχαιριά, κόβοντας βαθιά μέσα της, επειδή με κάποιο τρόπο είχε καταλάβει τις προθέσεις της και το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Δε θα της επέτρεπε ποτέ να πάρει τα παιδιά μαζί της. Εκείνη ήταν η μέρα που η καρδιά της έχασε την ικανότητα να νιώθει, επειδή ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος, για να τον αντέξει, και η ψυχή της έσπασε σε χίλια κομμάτια.
Προσπάθησε να καταλάβει πώς είχε παγιδευτεί σε αυτή τη ζωή. Από την αρχή ήξερε πως δεν ήταν η αγάπη αυτό που είχε οδηγήσει τον Αίρυς να την παντρευτεί, πιο πολύ μια πράξη ανυπακοής προς τον πατέρα του, επειδή του είχε απαγορεύσει να εκδικηθεί τον χαμό της αγαπημένης του, αλλά τα πρώτα χρόνια είχε προσπαθήσει να είναι σωστός σύζυγος. Η αλλαγή είχε έρθει τόσο σιγά που η Ντεσμέρα δεν είχε συνειδητοποιήσει πότε ο στοργικός και προστατευτικός άντρας που είχε δίπλα της είχε σταματήσει να υπάρχει και στη θέση του είχε εμφανιστεί ένα τέρας.
Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει και κορόιδευε τον εαυτό της πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όμως από τη μέρα που ο Αίρυς έγινε άρχοντας του Οίκου τα πράγματα χειροτέρευσαν. Κόσμος εκτελούταν χωρίς λόγο, άνθρωποι βασανίζονταν για πταίσματα, ο Αίρυς δε δίσταζε να ρίξει στα μπουντρούμια όσους θεωρούσε ότι συνωμοτούσαν ενάντια στον Οίκο του, ακόμα κι αν το μόνο που είχε ήταν φήμες και ψίθυροι χωρίς αποδείξεις. Τον είχε δει να κόβει τις γλώσσες μαγισσών που είχαν βρει μέσα στα σύνορα της Ναβίντια «για να μην μπορέσουν να ξανακάνουν ξόρκια».
Η Ντεσμέρα δεν άντεχε να κοιμάται και να ξυπνάει δίπλα σε έναν άντρα που διέπραττε τόσες φρικαλεότητες, χωρίς καν να χάσει έστω και ένα βράδυ από τον ύπνο του. Είχε προσπαθήσει να τον κάνει να αλλάξει συμπεριφορά αλλά η αδιαφορία του για εκείνη είχε καταστήσει σαφές ότι πλέον δεν άξιζε τίποτα για εκείνον, ήταν μια γυναίκα που απλά έφερε τον τίτλο της συζύγου του, αλλά χωρίς τη σημασία της λέξης. Και αφού η Ντεσμέρα δεν μπορούσε να κάνει κάτι, για να το σταματήσει όλο αυτό, τουλάχιστον δε θα ήταν μέρος του.
Εκείνη τη νύχτα είχε φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο;» Ο πόνος στη φωνή του επιβεβαίωσε τον μεγαλύτερο φόβο της, ότι μπορούσε ακόμα να νιώσει, επειδή καμία μητέρα δεν μπορούσε να μείνει απαθής, όταν έβλεπε ότι το παιδί της υπέφερε. Ωστόσο, έκανε μια τελευταία ανόητη προσπάθεια να διατηρήσει τα τείχη που είχε υψώσει γύρω της όλα αυτά τα χρόνια, αν και είχαν ήδη αρχίσει να ραγίζουν.
Η κοπέλα έβγαλε έναν μικρό πονεμένο ήχο τραβώντας την προσοχή του Ντέβαν.
«Αν δεν τη βοηθήσεις θα πεθάνει».
«Κανείς δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Ξέρεις τι θα κάνουν οι Ντρόγκομιρ μόλις τη βρουν; Φυσικά και δεν ξέρεις, ο Αίρυς δε θα σ' το έλεγε. Αφότου της κόψεις τον λαιμό, θα μαζέψουν το αίμα της σε ένα κύπελλο και θα σε αναγκάσουν να το πιείς, επειδή η κατάρα μπορεί να σπάσει μόνο όταν το αίμα των Ντρόγκομιρ ενωθεί με το αίμα των Σέλτιγκαρ».
«Όχι» είπε με φρίκη ο Ντέβαν κουνώντας το κεφάλι του. «Δε θα το κάνω».
«Δε θα σου δώσουν περιθώρια επιλογής. Αυτή είναι η οικογένειά σου».
Αηδία την πλημμύρισε για τον άντρα που κάποτε πίστευε ότι θα περνούσε τη ζωή της μαζί του. Ήταν απόλυτα σίγουρη ήταν ικανός να αναγκάσει τον γλυκό της γιο να κάνει κάτι τόσο απαίσιο αν πίστευε πως αυτό θα του έδινε μεγαλύτερη εξουσία. Επειδή η λαχτάρα για δύναμη ήταν το μόνο που είχε απομείνει μέσα στην παγωμένη καρδιά του Αίρυς.
«Δεν είναι μόνο αυτοί η οικογένειά μου. Είσαι Θεραπεύτρια, εσύ μπορείς να τη βοηθήσεις. Σε παρακαλώ, δεν μπορώ να χάσω και αυτήν».
Το πρόσωπο της Ντεσμέρας παραμορφώθηκε από μια προβληματισμένη έκφραση. Είχε δώσει μεγάλο αγώνα, για να σταθεί ξανά στα πόδια της την πρώτη φορά που τους άφησε, και αν του έδινε καταφύγιο τώρα ήξερε πως όλες οι άμυνές της θα κατέρρεαν. Και όταν αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αποχωριστεί ξανά το παιδί της ίσως να μην κατάφερνε να γιατρευτεί ξανά.
Όμως δεν μπορούσε να του κλείσει την πόρτα. Ήξερε τι μέλλον θα τον περίμενε αν επέστρεφε στον Οίκο του, τις σκληρές τιμωρίες που θα του επέβαλε ο Αίρυς και την αναπόφευκτη μοίρα του κοριτσιού. Αν τον άφηνε να μπει μέσα στο σπίτι της, θα ρίσκαρε να ραγίσει ξανά την καρδιά της, αν όμως τον άφηνε έξω θα την ξερίζωνε εκείνη τη στιγμή μόνη της.
Άνοιξε τελείως την πόρτα και του έκανε νόημα να περάσει.
«Φέρ' τη μέσα» του είπε και έκανε πέρα για να περάσουν, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω τους. «Άφησέ την μπροστά στο τζάκι».
Ο Ντέβαν έκανε αυτό που του υπέδειξε και άφησε το κορίτσι στο πάτωμα μπροστά από τη φωτιά. Σηκώθηκε από δίπλα της κάνοντας χώρο στην Ντεσμέρα που πήρε τη θέση του. Η κοπέλα μουρμούρισε κάτι αδιευκρίνιστο. καθώς το αγόρι σηκωνόταν. Το πιο πιθανό ήταν να είχε παραισθήσεις και να παραμιλούσε. Η Ντεσμέρα ακούμπησε τα χέρια της στα πλευρά της ψηλαφώντας και πιέζοντας, για να δει αν είχαν σπάσει. Παρά την ελάχιστη πίεση, το κορίτσι τινάχτηκε από τον πόνο.
«Τα περισσότερα οστά της είναι ραγισμένα, μπορεί και σπασμένα. Αν έχει περάσει το μεδούλι στο αίμα, θα είναι νεκρή πριν γεμίσει το φεγγάρι».
«Όμως μπορείς να το φτιάξεις, έτσι δεν είναι;»
Ένας μικρός ειρωνικός ήχος βγήκε από τον λαιμό της, πριν προλάβει να τον συγκρατήσει. Ήταν μια από τις καλύτερες Θεραπεύτριες της γενιάς της, φυσικά και μπορούσε να τα φτιάξει.
«Μόλις βελτιωθεί θα την πάρεις από εδώ. Δε θα επιτρέψω να διαβεί αυτό το κατώφλι άλλος Ντρόγκομιρ».
Ψέματα. Δεν έχεις τη δύναμη να εγκαταλείψεις τον γιο σου για δεύτερη φορά.
«Ούτε η Ορόρα;»
Η Ντεσμέρα δεν απάντησε. Η αναφορά στην κόρη της ήταν υπερβολική, για να την αντέξει. Προσπάθησε να παραμερίσει όλες τις σκέψεις από το μυαλό της και να επικεντρωθεί στο έργο της. Ακούμπησε τα χέρια της στα πλευρά της κοπέλας και άρχισε να ψέλνει. Το κορίτσι άρχισε να ουρλιάζει τόσο δυνατά μέχρι που δεν έμεινε άλλος αέρας στους πνεύμονες της και έμεινε τελείως ακίνητη.
«Σταμάτα!» της φώναξε ο Ντέβαν πίσω της.
«Τα σπασμένα οστά δεν είναι σαν το κρυολόγημα» αποκρίθηκε απλά και σηκώθηκε όρθια. «Η επούλωσή τους είναι μια επώδυνη διαδικασία αλλά θα γίνει καλά».
Η έκφραση του Ντέβαν μαρτυρούσε ότι δεν είχε πειστεί, αλλά δεν είπε τίποτα άλλο. Γονάτισε ξανά δίπλα της κοιτώντας την ανήσυχα, όμως ήταν κάπως πιο ήρεμος. Μια βαριά σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους, αλλά τι θα μπορούσαν να πουν μετά από τόσα χρόνια;
Η Ντεσμέρα πήγε βιαστικά στην κουζίνα αν και ο Ντέβαν δεν της έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Θυμήθηκε πως έπαιζε κρυφτό με τα παιδιά της, πως ενώ ήξερε πάντα τις κρυψώνες που θα διάλεγαν (ο Ντέβαν μέσα στα ντουλάπια του μαγειρείου και η Ορόρα πάνω σε κάποιο δέντρο στους κήπους) προσποιούταν πως ήταν τόσο δύσκολο να τους βρει μόνο και μόνο για να δει τη χαρά και την ικανοποίηση στα πρόσωπά τους όταν της ανακοίνωναν πως κέρδισαν. Ένας κόμπος σχηματίστηκε στον λαιμό της και ξαφνικά η αναπνοή της έγινε δύσκολη, αλλά έδιωξε τα δάκρυα που έκαιγαν στο πίσω μέρος των ματιών της.
Ώρες αργότερα, βρήκε το θάρρος να επιστρέψει στο σαλόνι. Ο Ντέβαν καθόταν ακόμα στην ίδια θέση δίπλα στην κοπέλα, χωρίς να έχει κουνήσει καθόλου από δίπλα της. Η Ντεσμέρα τον πλησίασε αργά, κρατώντας μια κούπα με ζεστό τσάι στο ένα χέρι της, και ακούμπησε τον ώμο του. Ο Ντέβαν τινάχτηκε ελαφρά από την έκπληξη και γύρισε το κεφάλι του, για να την κοιτάξει.
«Πώς τη λένε;» τον ρώτησε και έτεινε το τσάι προς το μέρος του.
Ο Ντέβαν κοίταξε την κούπα στο χέρι της σαν να ήταν κάποιο άγνωστο αντικείμενο που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του και την αγνόησε.
«Κίρα» αποκρίθηκε κουρασμένα και έστρεψε ξανά την προσοχή του στην κοπέλα. Ήταν λες και όλη η ενέργεια είχε στερέψει από μέσα του και σίγουρα η διάθεσή του ήταν ακόμα πιο βαριά. Η Ντεσμέρα ήθελε να βρει κάτι να πει, για να τον παρηγορήσει, αλλά τι αποτέλεσμα θα είχαν τα λόγια παρηγοριάς που προερχόντουσαν από μια μητέρα που τον είχε εγκαταλείψει πριν από δέκα χρόνια; Άραγε τη θεωρούσε ακόμα μητέρα του ή είχε έρθει σε εκείνη μόνο και μόνο επειδή δεν είχε άλλη επιλογή; Η σκέψη τη γέμιζε με μια θλίψη που δεν είχε δικαίωμα να νιώθει.
«Έλα» του είπε απαλά, με έναν τόνο που δεν είχε χρησιμοποιήσει σε κανέναν εδώ και πάρα πολύ καιρό. «Ας την πάμε σε ένα δωμάτιο».
Ο Ντέβαν την κοίταξε για λίγο σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τις προθέσεις της, αλλά στο τέλος σήκωσε την Κίρα στα χέρια του και την ακολούθησε σε ένα από τα δωμάτια που είχε, για να μένουν όσοι ήταν πολύ άρρωστοι και χρειαζόντουσαν μεγαλύτερη προσοχή και φροντίδα. Το δωμάτιο ήταν λυτό, μονάχα ένα μονό κρεβάτι και μια πολυθρόνα όπου καθόταν η Ντεσμέρα, για να προσέχει τους ασθενείς της.
«Μην ανησυχείς» είπε ο Ντέβαν ξαφνιάζοντάς την. «Μόλις ξυπνήσει θα φύγουμε»
«Όχι».
Η λέξη βγήκε μέσα από τα χείλη της προτού το μυαλό της προλάβει να την επεξεργαστεί.
Ο Ντέβαν την κοίταξε μπερδεμένος.
«Προηγουμένως είπες...»
«Ξέρω τι είπα» τον διέκοψε, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του. «Και ξέρω πως έκανα πολλά λάθη στη ζωή μου, με το μεγαλύτερο να είναι πως δε βρήκα το θάρρος να κόψω τον λαιμό του Αίρυς και να σας πάρω μαζί μου». Άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το μάγουλο του γιου της. «Δεν έχω το δικαίωμα να ζητήσω τη συγχώρεσή σου ή της Ορόρας, αλλά σου ζητάω την ευκαιρία να με αφήσεις να αποτρέψω ένα ακόμα λάθος».
Ο Ντέβαν απέστρεψε το βλέμμα του, χωρίς όμως να αποτραβηχτεί από το άγγιγμά της. «Πάντα πίστευα πως αν σε ξανάβλεπα θα ένιωθα οργή επειδή μας άφησες, αλλά τώρα.... Τώρα δεν ξέρω πώς νιώθω ή πώς πρέπει να νιώσω» παραδέχθηκε.
Ήξερε πως δεν είχε δικαίωμα να απογοητευτεί από την απάντησή του ούτε να προσδοκάει ότι θα ξεχνούσαν το παρελθόν και θα ξεκινούσαν μια νέα σχέση από την αρχή, όμως ήταν σίγουρη για ένα πράγμα: δε θα επέτρεπε στον Αίρυς να βλάψει τον γιο της, ακόμα κι αν χρειαζόταν να εξαπολύσει την κόλαση στο κατώφλι του. Δε θα εξιλεωνόταν για τα σφάλματά της, αλλά θα κρατούσε τον Ντέβαν ασφαλή.
Αυτό τουλάχιστον μπορούσε να το υποσχεθεί.
Φαίη
Μετά από μια ολόκληρη μέρα στο δάσος, για να βρει τα μπλε μανιτάρια που της είχε ζητήσει η Ραζιγιέ, το μόνο που ήθελε η Ντεσμέρα ήταν να ξεκουραστεί. Στην πραγματικότητα, το μόνο που ήθελε ήταν να κλείσει τα μάτια της και να μη σκέφτεται. Όμως τα χρόνια την είχαν διδάξει πως τίποτα δεν μπορούσε να σε προφυλάξει από τις αναμνήσεις του παρελθόντος.
Αυτό ήταν προτού ακούσει τα χτυπήματα στην πόρτα.
Μουρμούρισε κάτι για την ανυπομονησία της Ραζιγιέ και πως θα της γκρέμιζε την πόρτα έτσι όπως χτυπούσε, καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα της, για να ανοίξει. Είχε καθίσει για αρκετή ώρα μπροστά από το αναμμένο τζάκι και, τώρα που το σώμα της απομακρυνόταν από τη ζέστη του, ένιωθε το υπόλοιπο σπίτι παγωμένο παρόλο που δεν έκανε τόσο κρύο.
«Έρχομαι» φώναξε στη Ραζιγιέ που εξακολουθούσε να κλοτσάει την πόρτα της λες και είχε κάτι προσωπικό μαζί της. Τι την είχε πιάσει; Όποιο κι αν ήταν αυτό το τόσο επείγον ξόρκι που ήθελε να κάνει, ήξερε πως τα μανιτάρια έπρεπε να αποξηραθούν πρώτα και να γίνουν σκόνη προτού τα χρησιμοποιήσει. Στην καλύτερη περίπτωση θα περνούσαν μερικές μέρες μέχρι να είναι έτοιμα.
«Δε με νοιάζει αν είσαι αρχηγός της Σύναξης, αν σπάσεις την πόρτα μου θα τη φτιάξεις!» είπε απότομα και άνοιξε.
Όμως δεν ήταν η Ραζιγιέ αυτή που στεκόταν στο κατώφλι της.
Για μερικές στιγμές η Ντεσμέρα ξέχασε πώς να αναπνέει.
Ένας νεαρός άντρας στεκόταν μπροστά της κρατώντας στα χέρια του μια αναίσθητη κοπέλα. Ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερος από εκείνη, κάνοντας την κοπέλα που κρατούσε να φαίνεται ακόμα πιο μικρή, όμως το μόνο που μπορούσε να δει η Ντεσμέρα ήταν ένα αγοράκι που σήκωνε το κεφάλι του, για να την κοιτάξει κρατώντας το χέρι της με το μικροσκοπικό δικό του σαν να φοβόταν πως αν την άφηνε θα χανόταν. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα σαν να είχε ιππεύσει πολύ γρήγορα και τα καλοραμμένα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Ένα ζευγάρι χρυσά μάτια ολόιδια με τα δικά της της ανταπέδιδαν το βλέμμα.
«Ντέβαν» ψέλλισε η μάγισσα. Πόσα χρόνια είχε να πει δυνατά το όνομα του γιου της; Ο Ντέβαν ήταν ο πρώτος που ξεπέρασε το σοκ.
«Δεν ήξερα πού αλλού να πάω».
«Ούτε εδώ μπορείς να έρθεις» είπε βιαστικά η Ντεσμέρα, πιάνοντας την πόρτα για να τη κλείσει. «Δε θα δεχθώ Ντρόγκομιρ κάτω από τη στέγη μου. Πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ;» Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς γινόταν να ακουστεί κάποια τόσο σκληρή ενώ την ίδια στιγμή ένιωθε κάτι να την κομματιάζει μέσα της. Όμως η καρδιά της είχε ραγίσει ήδη μια φορά όταν εγκατέλειψε τα παιδιά της και δεν είχε καταφέρει να γιατρευτεί ποτέ ολοκληρωτικά. Αν επέτρεπε στον γιο της να την πλησιάσει, ήξερε πως θα ξαναπερνούσε το ίδιο μαρτύριο για δεύτερη φορά, επειδή θα ήταν αναπόφευκτο να τον διώξει ξανά, και δεν μπορούσε να το αντέξει αυτό. Καλύτερα να το τελείωνε πριν καν αρχίσει, για να γλιτώσουν και οι δυο τους λίγο από τον πόνο.
«Σε παρακαλώ» την ικέτεψε, κοιτάζοντας την κοπέλα που ανασάλεψε ανήσυχα στην αγκαλιά του, χωρίς ωστόσο να ξυπνήσει. «Χρειάζεται τη βοήθειά σου».
Η Ντεσμέρα δεν ήξερε πώς ο Ντέβαν είχε καταλήξει με τη συγκεκριμένη κοπέλα, όμως κατάλαβε αμέσως ποια ήταν. Μόνο μια κοπέλα σε ολόκληρη τη Ναβίντια είχε τόσο μεγάλη ανάγκη να κρυφτεί από τους Ντρόγκομιρ που θα έφτανε στο σημείο να μπει μέσα στα εδάφη των μαγισσών.
Η Ντεσμέρα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Δεν έχω καμία σχέση με τους Ντρόγκομιρ». Όχι πια τουλάχιστον. «Είναι όλοι βάρβαρα κτήνη. Όπου βαδίζουν αφήνουν πίσω τους στάχτη, και ό,τι αγγίζουν ματώνει».
Η εικόνα του Αίρυς ήρθε στο μυαλό της. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε δει τα παιδιά της, τη νύχτα που είχε αφήσει όλη τη ζωή της πίσω της και είχε φύγει. Είχε σταθεί στην πόρτα του δωματίου τους και τα παρακολουθούσε να κοιμούνται, ενώ σκεφτόταν πως ίσως, αν τα ξυπνούσε και προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως υπήρχαν λόγοι που την ανάγκαζαν να φύγει, ίσως καταλάβαιναν και αποφάσιζαν να την ακολουθήσουν. Εκείνα ήταν το μόνο καλό πράγμα που υπήρχε στη ζωή της ως Ντρόγκομιρ και για αυτό και μόνο δε μετάνιωνε την απόφασή της να μπει σε αυτή την οικογένεια. Αυτό ήταν μέχρι που ο Αίρυς εμφανίστηκε πίσω της. Η Ντεσμέρα είχε παραξενευτεί επειδή ο σύζυγός της δεν ήταν από εκείνους τους πατεράδες που έμεναν ξύπνιοι απλά και μόνο, για να παρακολουθήσουν τα παιδιά τους να κοιμούνται, να βεβαιωθούν ότι ανέπνεαν και πως ήταν καλά ή να τους διαβάσουν μια ιστορία για καληνύχτα, αλλά εκείνο το βράδυ στάθηκε για πολλή ώρα δίπλα της με τα μάτια του καρφωμένα στον Ντέβαν και την Ορόρα που κοιμόντουσαν ήρεμα στα κρεβάτια τους.
Η Ντεσμέρα γινόταν όλο και πιο ανήσυχη με κάθε στιγμή που περνούσε, αλλά στάθηκε παγωμένη εκεί, μην τολμώντας να κουνηθεί από τη θέση της. Τελικά ο Αίρυς έκανε να φύγει και η μάγισσα πίστεψε πως θα μπορούσε να αναπνεύσει ξανά, αλλά τότε ο Αίρυς έγειρε στο αυτί της και της ψιθύρισε σιγανά: «Τα παιδιά μου θα είναι πάντα στο πλάι μου» πριν χαθεί μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους του κάστρου.
Τα λόγια ήταν σαν μαχαιριά, κόβοντας βαθιά μέσα της, επειδή με κάποιο τρόπο είχε καταλάβει τις προθέσεις της και το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Δε θα της επέτρεπε ποτέ να πάρει τα παιδιά μαζί της. Εκείνη ήταν η μέρα που η καρδιά της έχασε την ικανότητα να νιώθει, επειδή ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος, για να τον αντέξει, και η ψυχή της έσπασε σε χίλια κομμάτια.
Προσπάθησε να καταλάβει πώς είχε παγιδευτεί σε αυτή τη ζωή. Από την αρχή ήξερε πως δεν ήταν η αγάπη αυτό που είχε οδηγήσει τον Αίρυς να την παντρευτεί, πιο πολύ μια πράξη ανυπακοής προς τον πατέρα του, επειδή του είχε απαγορεύσει να εκδικηθεί τον χαμό της αγαπημένης του, αλλά τα πρώτα χρόνια είχε προσπαθήσει να είναι σωστός σύζυγος. Η αλλαγή είχε έρθει τόσο σιγά που η Ντεσμέρα δεν είχε συνειδητοποιήσει πότε ο στοργικός και προστατευτικός άντρας που είχε δίπλα της είχε σταματήσει να υπάρχει και στη θέση του είχε εμφανιστεί ένα τέρας.
Στην αρχή δεν ήθελε να το πιστέψει και κορόιδευε τον εαυτό της πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όμως από τη μέρα που ο Αίρυς έγινε άρχοντας του Οίκου τα πράγματα χειροτέρευσαν. Κόσμος εκτελούταν χωρίς λόγο, άνθρωποι βασανίζονταν για πταίσματα, ο Αίρυς δε δίσταζε να ρίξει στα μπουντρούμια όσους θεωρούσε ότι συνωμοτούσαν ενάντια στον Οίκο του, ακόμα κι αν το μόνο που είχε ήταν φήμες και ψίθυροι χωρίς αποδείξεις. Τον είχε δει να κόβει τις γλώσσες μαγισσών που είχαν βρει μέσα στα σύνορα της Ναβίντια «για να μην μπορέσουν να ξανακάνουν ξόρκια».
Η Ντεσμέρα δεν άντεχε να κοιμάται και να ξυπνάει δίπλα σε έναν άντρα που διέπραττε τόσες φρικαλεότητες, χωρίς καν να χάσει έστω και ένα βράδυ από τον ύπνο του. Είχε προσπαθήσει να τον κάνει να αλλάξει συμπεριφορά αλλά η αδιαφορία του για εκείνη είχε καταστήσει σαφές ότι πλέον δεν άξιζε τίποτα για εκείνον, ήταν μια γυναίκα που απλά έφερε τον τίτλο της συζύγου του, αλλά χωρίς τη σημασία της λέξης. Και αφού η Ντεσμέρα δεν μπορούσε να κάνει κάτι, για να το σταματήσει όλο αυτό, τουλάχιστον δε θα ήταν μέρος του.
Εκείνη τη νύχτα είχε φύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο;» Ο πόνος στη φωνή του επιβεβαίωσε τον μεγαλύτερο φόβο της, ότι μπορούσε ακόμα να νιώσει, επειδή καμία μητέρα δεν μπορούσε να μείνει απαθής, όταν έβλεπε ότι το παιδί της υπέφερε. Ωστόσο, έκανε μια τελευταία ανόητη προσπάθεια να διατηρήσει τα τείχη που είχε υψώσει γύρω της όλα αυτά τα χρόνια, αν και είχαν ήδη αρχίσει να ραγίζουν.
Η κοπέλα έβγαλε έναν μικρό πονεμένο ήχο τραβώντας την προσοχή του Ντέβαν.
«Αν δεν τη βοηθήσεις θα πεθάνει».
«Κανείς δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Ξέρεις τι θα κάνουν οι Ντρόγκομιρ μόλις τη βρουν; Φυσικά και δεν ξέρεις, ο Αίρυς δε θα σ' το έλεγε. Αφότου της κόψεις τον λαιμό, θα μαζέψουν το αίμα της σε ένα κύπελλο και θα σε αναγκάσουν να το πιείς, επειδή η κατάρα μπορεί να σπάσει μόνο όταν το αίμα των Ντρόγκομιρ ενωθεί με το αίμα των Σέλτιγκαρ».
«Όχι» είπε με φρίκη ο Ντέβαν κουνώντας το κεφάλι του. «Δε θα το κάνω».
«Δε θα σου δώσουν περιθώρια επιλογής. Αυτή είναι η οικογένειά σου».
Αηδία την πλημμύρισε για τον άντρα που κάποτε πίστευε ότι θα περνούσε τη ζωή της μαζί του. Ήταν απόλυτα σίγουρη ήταν ικανός να αναγκάσει τον γλυκό της γιο να κάνει κάτι τόσο απαίσιο αν πίστευε πως αυτό θα του έδινε μεγαλύτερη εξουσία. Επειδή η λαχτάρα για δύναμη ήταν το μόνο που είχε απομείνει μέσα στην παγωμένη καρδιά του Αίρυς.
«Δεν είναι μόνο αυτοί η οικογένειά μου. Είσαι Θεραπεύτρια, εσύ μπορείς να τη βοηθήσεις. Σε παρακαλώ, δεν μπορώ να χάσω και αυτήν».
Το πρόσωπο της Ντεσμέρας παραμορφώθηκε από μια προβληματισμένη έκφραση. Είχε δώσει μεγάλο αγώνα, για να σταθεί ξανά στα πόδια της την πρώτη φορά που τους άφησε, και αν του έδινε καταφύγιο τώρα ήξερε πως όλες οι άμυνές της θα κατέρρεαν. Και όταν αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να αποχωριστεί ξανά το παιδί της ίσως να μην κατάφερνε να γιατρευτεί ξανά.
Όμως δεν μπορούσε να του κλείσει την πόρτα. Ήξερε τι μέλλον θα τον περίμενε αν επέστρεφε στον Οίκο του, τις σκληρές τιμωρίες που θα του επέβαλε ο Αίρυς και την αναπόφευκτη μοίρα του κοριτσιού. Αν τον άφηνε να μπει μέσα στο σπίτι της, θα ρίσκαρε να ραγίσει ξανά την καρδιά της, αν όμως τον άφηνε έξω θα την ξερίζωνε εκείνη τη στιγμή μόνη της.
Άνοιξε τελείως την πόρτα και του έκανε νόημα να περάσει.
«Φέρ' τη μέσα» του είπε και έκανε πέρα για να περάσουν, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω τους. «Άφησέ την μπροστά στο τζάκι».
Ο Ντέβαν έκανε αυτό που του υπέδειξε και άφησε το κορίτσι στο πάτωμα μπροστά από τη φωτιά. Σηκώθηκε από δίπλα της κάνοντας χώρο στην Ντεσμέρα που πήρε τη θέση του. Η κοπέλα μουρμούρισε κάτι αδιευκρίνιστο. καθώς το αγόρι σηκωνόταν. Το πιο πιθανό ήταν να είχε παραισθήσεις και να παραμιλούσε. Η Ντεσμέρα ακούμπησε τα χέρια της στα πλευρά της ψηλαφώντας και πιέζοντας, για να δει αν είχαν σπάσει. Παρά την ελάχιστη πίεση, το κορίτσι τινάχτηκε από τον πόνο.
«Τα περισσότερα οστά της είναι ραγισμένα, μπορεί και σπασμένα. Αν έχει περάσει το μεδούλι στο αίμα, θα είναι νεκρή πριν γεμίσει το φεγγάρι».
«Όμως μπορείς να το φτιάξεις, έτσι δεν είναι;»
Ένας μικρός ειρωνικός ήχος βγήκε από τον λαιμό της, πριν προλάβει να τον συγκρατήσει. Ήταν μια από τις καλύτερες Θεραπεύτριες της γενιάς της, φυσικά και μπορούσε να τα φτιάξει.
«Μόλις βελτιωθεί θα την πάρεις από εδώ. Δε θα επιτρέψω να διαβεί αυτό το κατώφλι άλλος Ντρόγκομιρ».
Ψέματα. Δεν έχεις τη δύναμη να εγκαταλείψεις τον γιο σου για δεύτερη φορά.
«Ούτε η Ορόρα;»
Η Ντεσμέρα δεν απάντησε. Η αναφορά στην κόρη της ήταν υπερβολική, για να την αντέξει. Προσπάθησε να παραμερίσει όλες τις σκέψεις από το μυαλό της και να επικεντρωθεί στο έργο της. Ακούμπησε τα χέρια της στα πλευρά της κοπέλας και άρχισε να ψέλνει. Το κορίτσι άρχισε να ουρλιάζει τόσο δυνατά μέχρι που δεν έμεινε άλλος αέρας στους πνεύμονες της και έμεινε τελείως ακίνητη.
«Σταμάτα!» της φώναξε ο Ντέβαν πίσω της.
«Τα σπασμένα οστά δεν είναι σαν το κρυολόγημα» αποκρίθηκε απλά και σηκώθηκε όρθια. «Η επούλωσή τους είναι μια επώδυνη διαδικασία αλλά θα γίνει καλά».
Η έκφραση του Ντέβαν μαρτυρούσε ότι δεν είχε πειστεί, αλλά δεν είπε τίποτα άλλο. Γονάτισε ξανά δίπλα της κοιτώντας την ανήσυχα, όμως ήταν κάπως πιο ήρεμος. Μια βαριά σιωπή απλώθηκε ανάμεσά τους, αλλά τι θα μπορούσαν να πουν μετά από τόσα χρόνια;
Η Ντεσμέρα πήγε βιαστικά στην κουζίνα αν και ο Ντέβαν δεν της έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Θυμήθηκε πως έπαιζε κρυφτό με τα παιδιά της, πως ενώ ήξερε πάντα τις κρυψώνες που θα διάλεγαν (ο Ντέβαν μέσα στα ντουλάπια του μαγειρείου και η Ορόρα πάνω σε κάποιο δέντρο στους κήπους) προσποιούταν πως ήταν τόσο δύσκολο να τους βρει μόνο και μόνο για να δει τη χαρά και την ικανοποίηση στα πρόσωπά τους όταν της ανακοίνωναν πως κέρδισαν. Ένας κόμπος σχηματίστηκε στον λαιμό της και ξαφνικά η αναπνοή της έγινε δύσκολη, αλλά έδιωξε τα δάκρυα που έκαιγαν στο πίσω μέρος των ματιών της.
Ώρες αργότερα, βρήκε το θάρρος να επιστρέψει στο σαλόνι. Ο Ντέβαν καθόταν ακόμα στην ίδια θέση δίπλα στην κοπέλα, χωρίς να έχει κουνήσει καθόλου από δίπλα της. Η Ντεσμέρα τον πλησίασε αργά, κρατώντας μια κούπα με ζεστό τσάι στο ένα χέρι της, και ακούμπησε τον ώμο του. Ο Ντέβαν τινάχτηκε ελαφρά από την έκπληξη και γύρισε το κεφάλι του, για να την κοιτάξει.
«Πώς τη λένε;» τον ρώτησε και έτεινε το τσάι προς το μέρος του.
Ο Ντέβαν κοίταξε την κούπα στο χέρι της σαν να ήταν κάποιο άγνωστο αντικείμενο που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του και την αγνόησε.
«Κίρα» αποκρίθηκε κουρασμένα και έστρεψε ξανά την προσοχή του στην κοπέλα. Ήταν λες και όλη η ενέργεια είχε στερέψει από μέσα του και σίγουρα η διάθεσή του ήταν ακόμα πιο βαριά. Η Ντεσμέρα ήθελε να βρει κάτι να πει, για να τον παρηγορήσει, αλλά τι αποτέλεσμα θα είχαν τα λόγια παρηγοριάς που προερχόντουσαν από μια μητέρα που τον είχε εγκαταλείψει πριν από δέκα χρόνια; Άραγε τη θεωρούσε ακόμα μητέρα του ή είχε έρθει σε εκείνη μόνο και μόνο επειδή δεν είχε άλλη επιλογή; Η σκέψη τη γέμιζε με μια θλίψη που δεν είχε δικαίωμα να νιώθει.
«Έλα» του είπε απαλά, με έναν τόνο που δεν είχε χρησιμοποιήσει σε κανέναν εδώ και πάρα πολύ καιρό. «Ας την πάμε σε ένα δωμάτιο».
Ο Ντέβαν την κοίταξε για λίγο σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τις προθέσεις της, αλλά στο τέλος σήκωσε την Κίρα στα χέρια του και την ακολούθησε σε ένα από τα δωμάτια που είχε, για να μένουν όσοι ήταν πολύ άρρωστοι και χρειαζόντουσαν μεγαλύτερη προσοχή και φροντίδα. Το δωμάτιο ήταν λυτό, μονάχα ένα μονό κρεβάτι και μια πολυθρόνα όπου καθόταν η Ντεσμέρα, για να προσέχει τους ασθενείς της.
«Μην ανησυχείς» είπε ο Ντέβαν ξαφνιάζοντάς την. «Μόλις ξυπνήσει θα φύγουμε»
«Όχι».
Η λέξη βγήκε μέσα από τα χείλη της προτού το μυαλό της προλάβει να την επεξεργαστεί.
Ο Ντέβαν την κοίταξε μπερδεμένος.
«Προηγουμένως είπες...»
«Ξέρω τι είπα» τον διέκοψε, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του. «Και ξέρω πως έκανα πολλά λάθη στη ζωή μου, με το μεγαλύτερο να είναι πως δε βρήκα το θάρρος να κόψω τον λαιμό του Αίρυς και να σας πάρω μαζί μου». Άπλωσε το χέρι της και ακούμπησε το μάγουλο του γιου της. «Δεν έχω το δικαίωμα να ζητήσω τη συγχώρεσή σου ή της Ορόρας, αλλά σου ζητάω την ευκαιρία να με αφήσεις να αποτρέψω ένα ακόμα λάθος».
Ο Ντέβαν απέστρεψε το βλέμμα του, χωρίς όμως να αποτραβηχτεί από το άγγιγμά της. «Πάντα πίστευα πως αν σε ξανάβλεπα θα ένιωθα οργή επειδή μας άφησες, αλλά τώρα.... Τώρα δεν ξέρω πώς νιώθω ή πώς πρέπει να νιώσω» παραδέχθηκε.
Ήξερε πως δεν είχε δικαίωμα να απογοητευτεί από την απάντησή του ούτε να προσδοκάει ότι θα ξεχνούσαν το παρελθόν και θα ξεκινούσαν μια νέα σχέση από την αρχή, όμως ήταν σίγουρη για ένα πράγμα: δε θα επέτρεπε στον Αίρυς να βλάψει τον γιο της, ακόμα κι αν χρειαζόταν να εξαπολύσει την κόλαση στο κατώφλι του. Δε θα εξιλεωνόταν για τα σφάλματά της, αλλά θα κρατούσε τον Ντέβαν ασφαλή.
Αυτό τουλάχιστον μπορούσε να το υποσχεθεί.
Φαίη