Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 18)

Μπορεί να είναι άραγε αυτό πραγματικότητα; Το είδα με τα μάτια μου˙ ο Nebula εξαφανίστηκε πριν από τρία χρόνια. Αυτό όμως είπε και ο Ale: πως τότε τον βρήκε… Πώς στο καλό ήρθε εδώ;

Μπροστά μου είναι ο Ale και πίσω του η Τερψιχόρη. Μπορώ να τον δω να δείχνει απειλητικά τα δόντια του, πάνω από τον ώμο της Τερψιχόρης. Φαίνεται τόσο επιθετικός. Τι του συνέβη; Το γρύλισμά του γίνεται όλο και πιο δυνατό, καθώς ο Ale προσπαθεί να τον πλησιάσει αργά και σταθερά, σαν να προσπαθεί να δαμάσει ένα σκυλάκι.

«Ηρέμησε, αγόρι μου! Έλα στον μπαμπά... Τι έπαθες;» του λέει με ήρεμη φωνή και απλώνει το χέρι του προσεκτικά προς το μέρος του. Ο Nebula εκνευρίζεται και πάει να τον δαγκώσει. «Σιωπή!» βρυχάται ο Ale και την επόμενη στιγμή μεταμορφώνεται σε μια τεράστια αρκούδα.

Από την αλλαγή αυτή σπρώχνει με δύναμη την Τερψιχόρη και πέφτει πάνω μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη τη διώχνω απότομα από πάνω μου και πάω τρέχοντας πιο κοντά τους να δω τι γίνεται. Ο Nebula του επιτίθεται. Τον αρπάζει από το πόδι. Τον τραβάει με λύσσα προσπαθώντας να τον βγάλει από την άκρη. Ο Ale τον χτυπάει με τα τεράστια νύχια του και πέφτει με φόρα πάνω στον τοίχο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, ο Nebula παίρνει ξανά επιθετική στάση απέναντί μας και ο Ale μεταμορφώνεται σε έναν νεαρό άντρα. Κρατάει το χτυπημένο χέρι του και από μέσα του βγαίνει κατάμαυρο αίμα.

«Παλιόσκυλο» αναθεματίζει ο Ale και η Τερψιχόρη πάει από πάνω του και κοιτάζει το λαβωμένο του χέρι.

«Αφήστε με να δοκιμάσω» του λέει με ανήσυχο ύφος και ο Ale την κοιτάζει σκεπτικός.

«Αποκλείεται! Θα σε κάνει μια χαψιά!» πετάγεται ο Ηρακλής και κάνουμε όλοι ένα βήμα πίσω καθώς ο Nebula μας δίνει άλλο ένα προειδοποιητικό γαύγισμα.

«Έχει δίκιο. Δεν μπορώ να σε αφήσω να το κάνεις αυτό. Τι θα έλεγες να πας εσύ;» λέει στον Ηρακλή και εγώ γουρλώνω τα μάτια μου, όπως και η Τερψιχόρη.

«Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα, άρχοντά μου» λέει όσο πιο ήρεμη μπορεί η Τερψιχόρη καθώς τον βοηθάει να σηκωθεί στα πόδια του.

Ο Nebula βλέπει ότι δεν τον προσέχουμε πλέον και κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μας. Κατευθείαν μπαίνω εγώ μπροστά, για να προστατέψω όλους τους υπόλοιπους. Τεντώνω αργά το χέρι μου προς τη μεριά του και βλέπω τα σάλια του να τρέχουν από το ανοικτό στόμα του. Τον πλησιάζω πολύ αργά και με ήρεμες κινήσεις. Δεν μπορεί να με έχει ξεχάσει. Εκτός εάν δεν είναι αυτός που νομίζω. Γίνεται να πέφτω τόσο έξω;

«Ει, φίλε... Ηρέμησε... Με θυμάσαι; Ο Μαξ είμαι...» του λέω όσο πιο ήρεμα μπορώ. Φαίνεται να διστάζει. Δε μου επιτίθεται, αλλά δεν έχει αλλάξει την εχθρική του στάση. Με κοιτάζει στα μάτια. «Εγώ είμαι... Ο φίλος της Εχεκράτειας...» Μόλις αναφέρω το όνομά της, ο Nebula κάνει ένα βήμα πίσω και βγάζει μια κραυγή. Ουρλιάζει όπως οι λύκοι όταν καλούν την αγέλη τους σε κυνήγι και αμέσως μετά... Αμέσως μετά μου επιτίθεται.

«Mortem!» ακούω τον Ηρακλή να φωνάζει. Πέφτω με δύναμη στο πάτωμα και χτυπάω το κεφάλι μου.

Βλέπω τον άγριο λύκο ακριβώς από πάνω μου να με καρφώνει στα μάτια. Βλέπω τα μάτια του να γίνονται ανθρώπινα και να με ρουφάνε. Χάνω τις αισθήσεις μου και ένας οξύς πόνος στη βάση του κρανίου μου εμφανίζεται. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και παίρνω μια βαθιά ανάσα σαν να ξυπνάω από εφιάλτη ή σαν να προσπαθεί κάποιος να με πνίξει. Το λευκό φως γύρω μου είναι δυνατό, αλλά δεν με ενοχλεί. Όχι, αυτό που βλέπω δεν είναι φως. Είναι το χρώμα του χώρου. Δεν εκπέμπει φως. Δεν υπάρχει πηγή. Είναι σαν ένα λευκό κενό. Είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος και νιώθω τα χέρια μου υγρά. Τα κοιτάζω και βλέπω όλο το πάτωμα να είναι γεμάτο νερό. Σηκώνομαι όρθιος και το επεξεργάζομαι σαστισμένος. Πού βρίσκομαι;

Ο χώρος φαίνεται άπειρος. Ναι, είναι ένα άπειρο λευκό δωμάτιο που έχει πλημμυρίσει μέχρι περίπου τον αστράγαλό μου. Ξαφνικά το δωμάτιο -για μια στιγμή μονάχα- από λευκό γίνεται κατάμαυρο, πριν επανέλθει στο άσπρο του χρώμα. Ήταν σαν να έγιναν ηλεκτρικές εκκενώσεις. Ένας βαρύς ήχος ακούγεται κάθε φορά που το μαύρο χρώμα κάνει την εμφάνισή του. Ξανά και ξανά. Κοιτάζω γύρω μου και κάνω κύκλους καθώς δεν υπάρχει κάτι, για να προσανατολιστώ σε αυτό το μέρος. Ζαλίζομαι από όλη αυτή την κατάσταση και ξαφνικά μέσα στη μαύρη στιγμή, βλέπω μια αστραπή να διαπερνά την απουσία των χρωμάτων. Τρέχω προς την αστραπή. Εμφανίζεται μόνο όταν ο κόσμος γίνεται μαύρος. Ή μήπως ο κόσμος σκοτεινιάζει όταν εμφανίζεται η αστραπή;

Τρέχω όλο και πιο γρήγορα καθώς έχω βρει την ευθεία που θα ακολουθήσω, για να φτάσω στην αστραπή. Πλησιάζω όλο και πιο πολύ και βλέπω την αντανάκλασή της στο νερό. Τρέχω στο ατελείωτο λευκό μέχρι που τα κόκκινα μαλλιά της Εχεκράτειας κάνουν τη διαφορά μέσα στον ουδέτερο κόσμο. Βρίσκεται αναίσθητη, πεσμένη η μισή μέσα στο νερό. Μια ακόμα αστραπή κάνει την εμφάνισή της. Βγαίνει από μέσα της και σε κάθε της χτύπημα ολόκληρο το σώμα της τραντάζεται. Το πρόσωπό της είναι τόσο συνοφρυωμένο που μοιάζει να υποφέρει από τους πόνους. Προσπαθώ να την πλησιάσω, αλλά μια περίεργη αίσθηση με σταματάει. Νιώθω σαν να με πιέζουν σε όλο το σώμα με τεράστια δύναμη και δεν μπορώ να κουνηθώ. Η Εχεκράτεια ανοίγει τα μάτια της και με κοιτάζει εξαντλημένη. Στο βλέμμα της διαγράφεται το συναίσθημα της ελπίδας. Απλώνει αργά το χέρι της προς το μέρος μου με δυσκολία.

«Βοήθησέ με...» Καταφέρνω να διαβάσω στα χείλη της και μια αστραπή βγαίνει ξανά από μέσα της. Ο πόνος που νιώθει την κάνει να μαζευτεί. Με το ζόρι τολμάει να σηκώσει το βλέμμα της ξανά. Η καρδιά μου σπαράζει και απεγνωσμένα προσπαθώ να την πλησιάσω. «Mortem... Με σκοτώνουν...» μου λέει και βάζω όλη μου τη δύναμη, για να τη φτάσω.

Νιώθω όλο μου το σώμα να συνθλίβεται από την πίεση και φωνάζω από τον πόνο. Αλλά δε με νοιάζει τίποτα. Πολύ αργά καταφέρνω να την πλησιάσω. Απλώνω το χέρι μου και προσπαθώ να ακουμπήσω το δικό της. Θα σε πάρω από εδώ μέσα. Περίμενέ με. Μην το βάζεις τώρα κάτω. Όχι τώρα. Το βλέμμα της γίνεται όλο και πιο λυπημένο μέχρι που το νερό στα πόδια μας ανοίγει και την καταπίνει απότομα μέσα του, αφήνοντας τα ουρλιαχτά της φωνής της πίσω...

«Όχι!»

«M
ortemTα μάτια μου ανοίγουν ξανά και η ηχώ της φωνής της ηχεί ακόμα μέσα στα αυτιά μου.

«Mortem!» ακούω τον Ηρακλή να φωνάζει όπως άκουσα την Εχεκράτεια πριν λίγα δευτερόλεπτα. Όπως τον άκουσα και τον ίδιο πριν από λίγη ώρα. Πριν δω όλα αυτά τα περίεργα πράγματα.

O Nebula με κρατάει ακόμη ακινητοποιημένο με τα τεράστια νύχια του. Αλλά την επόμενη στιγμή φεύγει από πάνω μου και μου σκουντά το χέρι μου με τη μουσούδα του. Βγάζει έναν περίεργο ήχο από μέσα του σαν να κλαίει.

Εσύ μου το έδειξες αυτό. Για αυτό θες να ξεφύγεις τον τελευταίο καιρό. Ήρθε πάλι πίσω η φίλη σου και πρέπει να τη σώσεις, το ξέρω. Μαζί θα τη σώσουμε, φίλε μου... Μαζί... Χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω.

Τον χαϊδεύω καθησυχαστικά στο κεφάλι. Η επόμενή μου κίνηση είναι να κοιτάξω με πανικό τον Ηρακλή. Τι έκανε μόλις; Φανέρωσε το όνομά μου μπροστά σε όλους αυτούς! Κοιτάζω τον Ale και φαίνεται σαν να μην άκουσε τίποτα. Κοιτάζει έκπληκτος τον Nebula που συνεχίζει να με σκουντά στο χέρι. Και μετά κοιτάζω την Τερψιχόρη. Ωχ ,όχι... Αυτή τα κατάλαβε όλα. Άκουσε πεντακάθαρα τι είπε ο Ηρακλής. Εκείνη δεν κοιτάζει τον λύκο αλλά εμένα. Με κοιτάζει με έκπληξη και μπορώ να πω με φόβο.

«Μάλλον, νεαρέ μου, έχεις χάρισμα με τα πνεύματα!» λέει ένας άντρας περίπου εβδομήντα χρόνων καθώς καπνίζει μια πίπα. Δεν παίρνω τα μάτια μου πάνω από την Τερψιχόρη αλλά ούτε και εκείνη τα δικά της πάνω από εμένα. Πραγματικά αυτή τη στιγμή δεν ξέρω τι να κάνω. «Από τότε που έφεραν αυτό το πλάσμα εδώ μέσα όλα έχουν αναστατωθεί. Αλλά αυτός εδώ... Έχει σαλέψει τελείως!» λέει απηυδισμένος ο άντρας καθώς σηκώνει νευρικά τα χέρια του προς το ταβάνι.

«Σε ποιο πλάσμα αναφέρεστε, άρχοντά μου;» ρωτάει με ταπεινότητα ο Ηρακλής και για μια στιγμή το βλέμμα μου αλλάζει... Δεν μπορεί...

«Για το δοχείο της αστραπής μιλάω, φυσικά! Έχει βουίξει ο τόπος! Ο ίδιος ο Primus είπε πριν από λίγο ότι χρειάζονται βοήθεια... Πόσο άχρηστοι μπορεί να είναι οι δαίμονες, μου λες;» συνεχίζει την υστερία ο Ale. Το δοχείο της αστραπής... Εχεκράτεια! Αυτόματα τα βλέμματά μας με τον Ηρακλή διασταυρώνονται.

«Και τι βοήθεια θέλουν από εσάς, άρχοντά μου;» τον ρωτάω εγώ ήρεμος καθώς σκύβω, για να έρθω πιο κοντά στον Nebula.

«Την παντοδύναμη ενέργειά μου, φυσικά, ηλίθιε! Έφτασαν τόσο κοντά στο να πάρουν αυτή τη χαζή αστραπή και δεν μπορούν να σπάσουν το δοχείο! Πόσο ανόητο είναι αυτό; Είναι, δε συμφωνείς;» λέει και δείχνει τη Vita. Εκείνη εκνευρισμένη νεύει θετικά. Ο Ale μεταμορφώνεται ξανά σε έναν άντρα ψηλό, γεροδεμένο. Μπορώ να πω ότι μοιάζει στον Ηρακλή εμφανισιακά μόνο που είναι πιο ανοικτός στα χρώματά του. Ελέγχω να δω αν η Τερψιχόρη ακόμα με κοιτάζει. Το βλέμμα της επικεντρώνεται τώρα στον Ale.

«Και πού βρίσκεται αυτό το δοχείο, άρχοντά μου;» ρωτάει λίγο απότομα η Τερψιχόρη αλλά ο Ale δε φαίνεται να δίνει σημασία.

«Στο κέντρο των Ταρτάρων, φυσικά! Όλοι οι μεγάλοι ηγέτες βρίσκονται εκεί! Πρέπει να πάμε και εμείς!» Με έχει πιάσει σύγχυση και δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά. Μισό λεπτό. Ναι, μπορεί να με οδηγήσει στην Εχεκράτεια, αλλά δεν μπορώ να συγκρουστώ με τόσους δαίμονες ταυτόχρονα! Αλλά δεν υπάρχει και άλλος τρόπος... Μου το είπε ξεκάθαρα... Τη σκοτώνουν... Εάν δε βιαστώ θα χαθούν όλα. Και η αστραπή και η Εχεκράτεια...

«Άρχοντά μου, θα μπορούσατε να πάρετε μαζί σας τους φίλους μου; Μάλλον θέλουν πολύ να το δουν αυτό από κοντά» λέει η Τερψιχόρη και μια ανατριχίλα με διαπερνά. Κάτι δεν πάει καλά... Θέλει να μας ξεφορτωθεί!

«Μα φυσικά!» λέει με χαρά ο Ale. Με μια δυνατή κίνηση μας αρπάζει από τους ώμους και μας σφίγγει κοντά του σαν να μας αγκαλιάζει. «Αλλά εσύ, γλυκιά μου, τι θα κάνεις;» τη ρωτάει ανήσυχος.

«Εγώ Άρχοντά μου θέλω μόνο μια χάρη από την υπέρτατη ύπαρξή σας». Η Τερψιχόρη κάνει και θεατρική υπόκλιση και κοιτάζει με βλέμμα πονηρό τον Ale.

«Και τι είναι αυτό που θα σε ευχαριστούσε;» τη ρωτάει εκείνος.

«Θα ήθελα να με βοηθήσετε να φτάσω στην πραγματική Vita χωρίς να με καταλάβει κανείς. Βλέπετε, άρχοντά μου, η Vita έμεινε πολύ καιρό μακριά μου και πονάει... Πρέπει να την πάμε πίσω στο σπίτι της. Το ξέρετε ότι αυτό είναι το σωστό...» του λέει ικετευτικά και εγώ ανταλλάσσω κλέφτες ματιές με τον Ηρακλή. Δεν είμαι σίγουρος εάν κατάλαβα σωστά... Είναι η Vita αλλά δεν είναι... Και η πραγματική Vita είναι φυλακισμένη. Αλλά πρέπει να τη βοηθήσει να βγει... Όχι... Τελικά δεν κατάλαβα τίποτα...

«Τι έχεις σκοπό να κάνεις με αυτή;» ρωτάει ο Ale εξεταστικά καθώς την πλησιάζει.

«Κάτι που έπρεπε να είχα κάνει πριν από πολύ καιρό... Κάτι που δε μου δίδαξε ποτέ κανείς... Θα ανοίξω τα φτερά μου...» απαντάει εκείνη και θέλω απλώς να σφίξω τα μάτια μου και όταν τα ανοίξω να έχουν όλα εξαφανιστεί. Να είναι όλα ένα όνειρο και η Εχεκράτεια να είναι καλά...

Μόνο αυτό...

Δε με νοιάζει η Τερψιχόρη ή η Vita, τέλος πάντων...

Δε με νοιάζει που θέλει να καταστρέψει τον κόσμο. Δεν έχω χρόνο να ασχολούμαι μαζί της... Πρέπει να βιαστούμε...

Εχεκράτεια... Κρατήσου...

 

Παρασκευή Γκύζη