Storm II (Κεφάλαιο 5)

Το κεφάλι της πονούσε. Τι συνέβη; αναρωτήθηκε μορφάζοντας. Προσπάθησε να φέρει το ένα της χέρι στο κεφάλι, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς να σηκώσει και το άλλο. Τελικά υπέκυψε και έπιασε το κεφάλι της και με τα δυο της χέρια. Έτριψε απαλά τα μάτια της και τα άνοιξε αργά. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το λευκό ταβάνι. Πού είμαι; Έφυγα από το ξενοδοχείο χθες το βραδάκι, σωστά; σκέφτηκε μπερδεμένη.

Όταν σήκωσε τα χέρια της ψηλά και τα κοίταξε τότε κατάλαβε πως ήταν δεμένα με βραχιόλι περιορισμού. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και προσπάθησε να λυθεί. Δεν το κατάφερε όμως. Όσο περισσότερο προσπαθούσε τόσο πιο πολύ στένευε το βραχιόλι γύρω της.

Κοίταξε τριγύρω της. Βρισκόταν σε ένα μικρό δωμάτιο. Ο τοίχος απέναντί της ήταν ένα μαύρο τζάμι.

Με βρήκε. Εκείνος με βρήκε! σκέφτηκε τρομοκρατημένη.

***

Ο Κρίστοφερ Ντάνιελς πηγαινοερχόταν στη βιβλιοθήκη έξω φρενών.

«Τι στον διάολο κάνατε στο αυτοκίνητο; Είστε κουφοί; Είστε ηλίθιοι;»

Ο Μάικλ, ο Άλεξ και η Ντέμυ καθόντουσαν στον καναπέ μαζεμένοι. Κανένας τους δε μίλησε. «Δε μου απαντάτε, έτσι; Πώς μπορέσατε να παρακούσετε τη διαταγή μου; Τη δική μου διαταγή! Τη διαταγή του Αρχηγού σας! Με εκθέσατε στους Σκοτεινούς» συνέχισε ακάθεκτος.

Ο Μάικλ σηκώθηκε εκνευρισμένος από τον καναπέ.

«Τι θα είχε συμβεί αν δεν ήμασταν εκεί;» είπε προσπαθώντας να μην ανεβάσει τον τόνο της φωνής του. «Πήγες απροετοίμαστος. Αν δεν ήμουν εκεί… Τι θα είχε συμβεί; Α, ναι! Ξέρω! Η Έμιλι θα είχε καεί ζωντανή. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, αυτό ήθελες, έτσι δεν είναι;» είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Ο Κρίστοφερ γύρισε προς την πόρτα.

 «Δεν το εννοούσα. Το είπα μόνο και μόνο, για να της δείξω πως η Έμιλι δεν είναι πολύτιμη για εμάς πλέον».

Ο Μάικλ σταμάτησε απότομα και γύρισε να κοιτάξει τον πατέρα του απογοητευμένος. «Δε σε πιστεύω. Αυτή τη στιγμή, ό,τι και να πεις θα είναι απλά ένα ψέμα για εμένα. Θέλεις την Έμιλι νεκρή επειδή έχει γίνει Σκοτεινή, κάτι για το οποίο φταίω εγώ. Μην μπαίνεις στον κόπο να δικαιολογηθείς» είπε και βγήκε.

Καθώς περπατούσε στον διάδρομο είδε την Ρέιτσελ να τρέχει προς τη βιβλιοθήκη.

«Ρέιτσελ, τι συμβαίνει;» τη σταμάτησε.

«Η Έμιλι…» είπε λαχανιασμένη. «Ξύπνησε!»

«Πήγαινε να το πεις στον πατέρα μου. Αλλά μη βιάζεσαι τόσο πολύ. Η Έμιλι δε θα πάει πουθενά» της είπε.

Ήξερε πως υπήρχε κάτι που εκείνος δεν ήξερε. Αλλά ήρθε η ώρα να το μάθει.

***

Είχε ανακαθίσει στο καθόλου αναπαυτικό κρεβάτι όπου είχε ξυπνήσει πριν λίγη ώρα. Τον περίμενε να εμφανιστεί από στιγμή σε στιγμή. Είδε την πόρτα να ανοίγει αργά.

Είμαι νεκρή! σκέφτηκε απελπισμένα.

Περίμενε να δει το πρόσωπό του, αλλά αντί για εκείνον μπροστά της εμφανίστηκε… ο Κρίστοφερ Ντάνιελς.

«Εσύ» είπε γεμάτη απέχθεια προσπαθώντας να κρύψει την έκπληξή της.

«Γεια σου, Έμιλι» αποκρίθηκε ανέκφραστα εκείνος. «Περίμενες κάποιον άλλο;»

«Η αλήθεια είναι πως περίμενα τον απελπισμένο γιο σου».

«Ο γιος μου είναι πολλά πράγματα… Δεν είναι όμως απελπισμένος».

«Ίσως είσαι τόσο απασχολημένος που δεν το έχεις προσέξει. Μπορεί να μην είναι τώρα… αλλά θα γίνει απελπισμένος… Θα θέλει να με αλλάξει ξανά σε Φωτεινή, έτσι δεν είναι; Δε νομίζω πως θα το καταφέρει. Δε νομίζω πως θα μπει καν στον κόπο να το προσπαθήσει βασικά. Θα έχει γίνει κι εκείνος Σκοτεινός. Μόλις μάθει πως εσύ έστειλες εκείνον τον άντρα στο πάρτι των γενεθλίων μου, και πως μετά τον καθάρισες κιόλας, θα σε σκοτώσει».

Ο Κρίστοφερ προσπαθούσε να ηρεμήσει.

Η Έμιλι έγειρε το κεφάλι της κοιτάζοντας προς το τζάμι σε ένα απροσδιόριστο σημείο. «Έχω την εντύπωση πως κάποιος μας παρακολουθεί πίσω από το τζάμι. Γεια σου, Μάικ» είπε χαμογελώντας διαβολικά.

Και είχε δίκιο. Ο Μάικλ βρισκόταν εκεί και τα άκουγε όλα.

Όλες αυτές τις μέρες που η Έμιλι τον κρατούσε, του πετούσε σπόντες. Νόμιζε πως εκείνος τα ήξερε όλα. Όμως δεν ήξερε τίποτα. Ο πατέρας του του ήταν ένας άγνωστος. Βγήκε από το δωματιάκι και κατευθύνθηκε στο κελί της Έμιλι. Ο πατέρας του μόλις έβγαινε.

«Μάικλ, περίμενε».

Ο Μάικλ τον κοίταξε γεμάτος μίσος και τον προσπέρασε μπαίνοντας στο κελί.

«Α, μάλιστα. Θα μπείτε όλοι εδώ μέσα. Ένας ένας… για να θαυμάσετε το έκθεμα, έτσι;» σχολίασε ειρωνικά η Έμιλι.

«Ποιος σε κυνηγάει, Έμιλι;» τη ρώτησε αγνοώντας τα λόγια της.

«Κανένας».

«Και τότε ποιος ήταν στο άλλο τζιπ;»

Η Έμιλι σήκωσε χαλαρά τους ώμους της. «Δεν ξέρω».

«Για όνομα του Θεού, Έμιλι! Προσπαθούμε να σε βοηθήσουμε και εσύ...»

Η Έμιλι σήκωσε το βλέμμα της στο ταβάνι. Τι ακούω; σκέφτηκε γελώντας.

«Εσείς; Προσπαθείτε να με βοηθήσετε εσείς; Τα ίδια άτομα που έστειλαν έναν άντρα στα γενέθλιά μου να απειλήσει μια κοπέλα μόνο και μόνο, για να εκδηλώσω τις δυνάμεις μου και να έρθω μαζί σας. Δεν μπορώ να καταλάβω τι θα αποκομίσετε από το να με βοηθήσετε. Και δε με νοιάζει κιόλας. Θα σ’ το κάνω εύκολο. Δε. Θέλω. Τη. Βοήθειά. Σας. Το κατάλαβες ή μήπως θέλεις να το πω και σε κάποια άλλη γλώσσα;»

«Δεν το ήξερα».

«Τι σε κάνει να νομίζεις πως σε πιστεύω;»

«Ποτέ δε θα σου έκανα κάτι τέτοιο».

«Αυτό είναι λιγάκι δύσκολο να το πιστέψω».

«Γιατί δε μου το είπες;»

«Γιατί δεν το ήθελα;»

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Σημαίνει πως περίμενα να το ανακαλύψεις μόνος σου, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται είσαι πιο ηλίθιος απ’ όσο νομίζεις. Βασικά, τώρα που το σκέφτομαι, περίμενα να σου το πω εγώ, για να δω την φάτσα σου όταν ανακαλύψεις πως ο αγαπητός σου πατερούλης θα έπρεπε να είναι Αρχηγός των Σκοτεινών και όχι των Φωτεινών».

«Δε σε αναγνωρίζω πλέον, Έμιλι. Μπορεί να έγινες Σκοτεινή, μπορεί να άλλαξες μέσα σου. Αλλά αυτό που έχεις γίνει τώρα… Το σιχαίνομαι».

«Έτσι θα είμαι από εδώ και πέρα και καλά θα κάνετε να το αποδεχτείτε… Όλοι σας. Ειδάλλως… Μπορείτε απλά να το βουλώσετε».

Ο Μάικλ την κοίταξε επίμονα. Ο εκνευρισμός φούντωνε μέσα του. Πήγε προς την πόρτα και την άνοιξε.

«Ξέρω πως κάποιος σε κυνηγάει, Έμς… Και πίστεψε με… Θα μάθω ποιος είναι θες δε θες».

***

«Είναι ανώφελο» είπε ο Μάικλ.

Είχαν πάει στην τραπεζαρία του Αρχηγείου με τον Άλεξ και την Ντέμυ .

Ο Μάικλ είχε βολευτεί σε μια πολυθρόνα ενώ οι δυο τους είχαν καθίσει μαζί σε έναν καναπέ.

«Γιατί το κάνει αυτό;» ρώτησε ο Άλεξ.

Ο Μάικλ κατέβασε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν ξέρω».

Ό,τι ήξερε τόσο καιρό, ό,τι πίστευε είχε απλά χαθεί. Ο πατέρας του ήταν ένας δολοπλόκος ψεύτης, ενώ η Έμιλι είχε μετατραπεί σε μια κακιασμένη έκδοση του παλιού της εαυτού.

«Δε θέλει να μάθουμε την αλήθεια» είπε ξαφνικά η Ντέμυ.

Ο Άλεξ την κοίταξε μπερδεμένος. «Τι εννοείς;»

Η Ντέμυ κάθισε στην πλάτη του καναπέ προσπαθώντας να εξηγήσει στον Άλεξ και στον Μάικλ τη θεωρία της. «Δε νομίζω πως έτρεχε να ξεφύγει από εμάς. Νομίζω πως έτρεχε να ξεφύγει από το άλλο τζιπ. Και νομίζω… Νομίζω πως τα πράγματα είναι πιο σοβαρά απ’ όσο νομίζουμε. Δε θέλει να μάθουμε ποιος την κυνηγάει γιατί είναι επικίνδυνα. Δε θέλει να βάλει κι εμάς σε κίνδυνο».

Ο Μάικλ σήκωσε αδύναμα τους ώμους τους. «Δεν ξέρω. Ίσως και να έχεις δίκιο».

«Τόσο πολύ έχει αλλάξει;» ρώτησε ο Άλεξ.

Ο Μάικλ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει σηκώσει ένα τείχος γύρω της… Και δεν πρόκειται να αφήσει κανέναν να περάσει στην άλλη μεριά. Και εδώ που τα λέμε… κανείς δε θέλει πραγματικά να περάσει».

«Εγώ θέλω. Και είμαι διατεθειμένη να μάθω ποιος κυνηγάει την κολλητή μου» είπε η Ντέμυ και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Ακόμα κι αν χρειαστεί να κάτσω εκεί μέσα μαζί της για πάντα».

***

Η Ντέμυ κάθισε για αρκετή ώρα έξω από την πόρτα μέχρι να αποφασίσει αν όντως ήθελε να μπει ή όχι. Τελικά γύρισε το πόμολο και μπήκε μέσα διστακτικά. Η Έμιλι σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε με κενό βλέμμα.

Καμία τους δε μίλησε. Απλώς κοιτούσαν η μια την άλλη.

«Σοβαρά τώρα, Ντι; Δεν είμαι και καμία ξένη. Μπορείς να μου μιλήσεις» είπε η Έμιλι σπάζοντας τη σιωπή.

«Είσαι τόσο σίγουρη για αυτό;»

«Επειδή έγινα Σκοτεινή δε σημαίνει πως έχω γίνει και άλλος άνθρωπος».

«Για αυτό είμαι εδώ… Για να το διαπιστώσω μόνη μου. Γιατί ξέρεις τι λένε για εσένα; Λένε πως έχεις γίνει άλλος άνθρωπος και πως δε σε αναγνωρίζουν. Ακόμα και ο Μάικλ το ίδιο πιστεύει».

«Καρφί δε μου καίγεται για το τι πιστεύει ο Μάικλ».

«Γιατί τον τιμωρείς; Ξέρεις πως δεν νιώθει τίποτα για την Ντενίζ και πως για όλα φταίει η Κέιτ… Γιατί του το κάνεις αυτό;»

Η Έμιλι κατέβασε το κεφάλι της μορφάζοντας ελαφρά. Με το που έφερνε στο μυαλό της το σκηνικό με το φιλί η καρδιά της ράγιζε. «Δεν τον τιμωρώ που φίλησε την Ντενίζ».

«Και τότε γιατί του το κάνεις αυτό;»

«Τον τιμωρώ γιατί είναι γιος του πατέρα του» είπε η Έμιλι σηκώνοντας το κεφάλι της και κοιτάζοντας κατάματα την Ντέμυ.

«Δεν καταλαβαίνω» είπε μπερδεμένη η Ντέμυ.

«Ο Κρίστοφερ έστειλε εκείνον τον άντρα στο πάρτι των γενεθλίων μου και αφού εκπλήρωσε την αποστολή του… τον σκότωσε».

Η Ντέμυ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πώς το ξέρεις εσύ αυτό;»

«Έχει σημασία; Σας διοικεί ένας ψεύτης. Πώς νιώθεις για αυτό; Εγώ νόμιζα πως οι Φωτεινοί Αρχηγοί είναι ειλικρινείς… Και δεν κάνουν τέτοια πράγματα».

«Πιστεύεις πως το ήξερε και ο Μάικλ; Το σχέδιο του Κρίστοφερ για τα γενέθλιά σου, εννοώ».

«Όχι. Δεν είχε ιδέα… Αλλά τώρα ξέρει».

«Του το είπες;»

«Με άκουσε που το έλεγα στον Κρίστοφερ».

Για μια ακόμα φορά επικράτησε σιωπή.

Η Ντέμυ σταύρωσε τα χέρια της. «Έμς, τι συμβαίνει; Ποιος σε κυνηγάει; Και μη μου πεις κανένας γιατί σίγουρα δεν έτρεχες να ξεφύγεις από εμάς χθες το βράδυ».

Η Έμιλι έστρεψε το βλέμμα της αλλού. «Δε θέλεις να ξέρεις από τι ή ποιον τρέχω. Θα έπρεπε κι εσύ να τρέχεις. Και πίστεψέ με… Θα το κάνεις. Όλοι μας θα τρέξουμε».

Η Ντέμυ σήκωσε το βλέμμα της στο ταβάνι. «Μπορείς να μου πεις απλά τι συμβαίνει; Σταμάτα να μιλάς με γρίφους».

«Δε θέλεις να μάθεις, Ντέμυ… Παράτα το».

«Γιατί δε μου λες τι συμβαίνει; Είμαι η κολλητή σου…»

«Δε χρειάζομαι φίλες» της φώναξε απότομα διακόπτοντάς την.

Η Ντέμυ την κοίταξε σοκαρισμένη. «Ουάου, Έμς… Πραγματικά έχεις γίνει άλλος άνθρωπος. Εντάξει… Κράτα το για τον εαυτό σου. Και μπορείς να συνεχίσεις να διώχνεις από κοντά σου όσους σε νοιάζονται για να μείνεις μόνη σου... Ούτως ή άλλως αυτό θες» είπε και βγήκε εκνευρισμένη από το δωμάτιο.

***

«Άσε με να μαντέψω!» είπε εξουθενωμένος ο Άλεξ. «Δεν έβγαλες άκρη».

Η Ντέμυ κάθισε δίπλα του. «Ειλικρινά, δεν την αναγνωρίζω. Δεν έχω ιδέα τι της συμβαίνει».

Ο Μάικλ καθόταν ήσυχος και άκουγε όσα έλεγε η Ντέμυ. Χτύπησε απαλά το χέρι του στο τραπέζι και σηκώθηκε από την πολυθρόνα στη οποία καθόταν αρκετές ώρες τώρα. «Λοιπόν αυτό ήταν… Εγώ φεύγω».

«Γιατί;» ρώτησε ο Άλεξ.

«Αρκετά κουραστική ήταν η σημερινή μέρα, δε νομίζεις;» αποκρίθηκε ο Μάικλ και έφυγε.

«Έχει χάσει τις ελπίδες του» είπε η Ντέμυ βλέποντας τον Μάικλ να βγαίνει από την τραπεζαρία.

«Εγώ δε θα τις έχανα» είπε σκυθρωπά ο Άλεξ.

«Γιατί; Έχει αλλάξει, φέρεται άσχημα σε όλους και προφανώς δε θέλει να τη βοηθήσουμε».

«Αν ήμουν ο Μάικλ… Και αγαπούσα τόσο πολύ την Έμιλι… Δεν θα έχανα τόσο εύκολα τις ελπίδες μου σε εκείνη. Θα έκανα τα πάντα για να την κάνω ξανά Φωτεινή… Όσο κι αν διαρκούσε αυτό. Και αν δεν ήθελε, τότε και μόνο τότε, θα έχανα τις ελπίδες μου σε εκείνη».

«Δεν ξέρω… Ίσως και να έχεις δίκιο. Τέλος πάντων… Κι εγώ νιώθω κουρασμένη, οπότε θα φύγω».  

Η Ντέμυ και ο Άλεξ σηκώθηκαν και έφυγαν από την τραπεζαρία.

***

Ο Μάικλ καθόταν και κοιτούσε την Έμιλι πίσω από το τζάμι διπλής όψεως. Ήταν ήρεμη, αλλά το πρόσωπό της ήταν σκυθρωπό. Είχε κατεβάσει το κεφάλι της και σκεφτόταν. Σκεφτόταν αν έπρεπε να πατήσει το κουμπί, για να της μιλήσει. Αλλά τι μπορούσε να της πει; Τι θα την έκανε να αλλάξει γνώμη;

Όταν είδε πως τα μάτια της βούρκωσαν πάτησε το κουμπί.

Για λίγα δευτερόλεπτα δε μίλησε.

Η Έμιλι σήκωσε το βλέμμα της κοιτάζοντας στο τζάμι.

«Σε παρακαλώ, πες μου τι συμβαίνει. Ξέρω πως θες να μου πεις… Σε παρακαλώ» είπε με τρεμάμενη φωνή.

Η Έμιλι έστρεψε το βλέμμα της αλλού.

Κάποια στιγμή θα του το πεις ούτως ή άλλως, σκέφτηκε.

Ο Μάικλ πήρε μια βαθιά ανάσα απογοητευμένος.

«Καληνύχτα, Έμιλι» είπε και έφυγε.

***

Ο Μάικλ κατευθυνόταν στην είσοδο της πύλης. Άκουσε πίσω την πόρτα του γραφείου του πατέρα του να ανοίγει, αλλά δεν έδωσε σημασία.

Επιτάχυνε το βήμα του.

«Μάικλ» φώναξε ο πατέρας του εκατό μέτρα πίσω.

Ο Μάικλ δεν του απάντησε. Δεν ήθελε να του μιλήσει.

Έφτασε στο ασανσέρ και το κάλεσε. Δεν ήταν εδώ.

«Γαμώτο» είπε χαμηλόφωνα.

«Μάικλ» φώναξε ο Κρίστοφερ Ντάνιελς.

«Τι;» φώναξε εκνευρισμένος ο Μάικλ γυρίζοντας να τον κοιτάξει.

«Μπορούμε να μιλήσουμε;»

«Δεν υπάρχει τίποτα να πούμε» τον διέκοψε ο Μάικλ.

«Υπάρχει» του φώναξε ο Κρίστοφερ επιτακτικά.

Το Αρχηγείο ήταν έρημο. Όλοι είχαν φύγει οπότε μπορούσαν να μιλήσουν ελεύθερα.

«Τότε δεν θέλω να σου μιλήσω!» του φώναξε ο Μάικλ πιο δυνατά. «Δε σε ξέρω πλέον. Ποτέ μου δε σε ήξερα πραγματικά. Το ήξερα πως είσαι απόμακρος, κλειστός, αυστηρός. Αλλά αυτό; Σκότωσες έναν άνθρωπο. Έβαλες κάποιον να σκοτώσει έναν δικό μας χωρίς καν να το σκεφτείς. Είσαι ο Αρχηγός των Φωτεινών, για όνομα του Θεού. Πώς περίμενες να αντιδράσω; Θες να σε συγχαρώ επειδή φέρθηκες σαν Σκοτεινός; Να χαρώ για αυτό που έκανες;»

«Περίμενα να με καταλάβεις».

«Γιατί να το κάνω αυτό;»

«Επειδή είμαι ο πατέρας σου».

«Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα; Δε σε νιώθω σαν πατέρα μου. Ίσως και να μην ένιωσα ποτέ γιος σου επειδή μου φερόσουν σαν όλους τους άλλους. Αλλά αυτή τη στιγμή… Που ξέρω ποιος είσαι πραγματικά, που ξέρω τον τρόπο που σκέφτεσαι και δρας… Αναρωτιέμαι… Πώς γίνεται αυτός ο άνθρωπος να είναι πατέρας; Πώς γίνεται να είναι δικός μου πατέρας; Πώς στον διάολο σου ήρθε η ιδέα να πάρεις με το μέρος σου κάποιο παιδί με το να το τρομοκρατήσεις και να το κάνεις να νομίζει πως σκότωσε κάποιον χωρίς να το θέλει;»

«Χειρίζεται όλα τα στοιχεία».

«Σοβαρά τώρα; Έχεις την εντύπωση πως αυτό αποτελεί δικαιολογία για τις πράξεις σου; Δε θέλω να σε ξέρω πλέον».

Το ασανσέρ έφτασε και η πόρτα άνοιξε.

Ο Μάικλ γύρισε και μπήκε στο ασανσέρ.

Ο Κρίστοφερ έβαλε το χέρι του σταματώντας τις πόρτες από το να κλείσουν. «Δε θα φύγεις αν δε σου εξηγήσω…»

«Αυτό θα το αποφασίσω εγώ… Αν κάνεις κάτι τέτοιο ξανά… Σου υπόσχομαι πως θα ζήσεις να το μετανιώσεις. Βασικά σε προκαλώ να κάνεις ξανά κάτι τέτοιο, για να καλέσω το συμβούλιο των γηραιών… Και τότε θα λογοδοτήσεις για όλα όσα έχεις κάνει. Θέλω να δω τι θα κάνεις αν σου αναιρέσουν την αρχηγεία και τη θέση σου στο συμβούλιο».

«Μάικλ…»

«Δε θέλω να ακούσω καμία ηλίθια δικαιολογία σου. Δε σε θέλω δίπλα μου. Είσαι τοξικός. Και δε θέλω τέτοιους ανθρώπους κοντά μου. Τώρα πάρε τα χέρια σου από το ασανσέρ».

Ο Κρίστοφερ έκανε πίσω αφήνοντας το ασανσέρ να κλείσει.

Ο Μάικλ βγήκε από το ασανσέρ. Θα μάθαινε τι έκρυβε η Έμιλι. Θα την έκανε ξανά Φωτεινή. Και όταν τελείωνε απ’ όλα αυτά θα ξέφευγε. Θα ξέφευγε από την τρέλα των Σκοτεινών και των Φωτεινών. Από τον πατέρα του. Αυτά σκεφτόταν όταν έβγαινε από την αποθήκη στη φωτισμένη βραδινή πόλη.

Rene Rafael