Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 20)

Όχι. Όχι. Όχι. Όχι! Ξεχάστε το! Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση! Πρώτα από όλα, δεν μπορούμε να την εμπιστευτούμε. Πώς θα είμαστε σίγουροι ότι δε θα μας χρησιμοποιήσει για μια ακόμη φορά; Και γιατί έχει πάθει τέτοια ψύχωση με τις δυνάμεις της; Ένα τέτοιο άτομο με τόσο μεγάλες δυνάμεις μπορεί να φανεί καταστροφικό! Όλες αυτές οι σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Είμαι έτοιμος να χωρίσω τη χειραψία τους. Κάνω ένα βήμα μπροστά και ξαφνικά όλα γύρω μου σκοτεινιάζουν. Νιώθω έναν τεράστιο πονοκέφαλο στο κέντρο του μετώπου μου και εμβολές ηχούν μέσα στα αυτιά μου. Ο κόσμος χάνεται και χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι για αυτό νιώθω το σώμα μου να χτυπάει με δύναμη πάνω στην πέτρα. Το κεφάλι μου όμως προσγειώνεται απαλά πάνω σε ένα χέρι. Διακρίνω τη φωνή του Ηρακλή αλλά δεν καταλαβαίνω τίποτα άλλο... Δε νιώθω τίποτα άλλο...

Τα μάτια μου ανοίγουν σαν να με αναγκάζει κάποιος να το κάνω. Πετάγομαι ολόκληρος˙ το θέαμα με έκανε να τρομάξω για μια στιγμή. Βρίσκομαι στον ουρανό. Διακρίνω παντού γύρω μου πλανήτες και αστέρια και εγώ είμαι ακίνητος στο κενό. Δεν μπορώ να μετακινηθώ και δεν ακούω κάτι μέχρι που μπροστά μου εμφανίζονται δύο σχεδόν λευκά μάτια και με κοιτάζουν με την πανέμορφη γαλήνη τους. Spero... Τι συμβαίνει; Κοιτάζω γύρω μου και ξεχωρίζω σε κύκλο τα μάτια όλου του Συμβουλίου.

«Mortem, δεν υπήρχε άλλη λύση. Πού βρίσκεσαι; Έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε όλη τη δύναμή των ουρανών, για να μπορέσω να σου μιλήσω...» μου λέει ανήσυχη η Spero και νιώθω τις μεγάλες δυνάμεις να με περικυκλώνουν. Δε μιλάει κανείς. Έχουν ενωθεί όλοι μαζί για να φτάσουν μέχρι εδώ...

Κάτι κακό συμβαίνει.

«Βρίσκομαι στα Τάρταρα. Εδώ βρίσκεται η Εχεκράτεια και... και η Vita» της απαντάω όσο πιο ψύχραιμος μπορώ.

«Η Vita! Πώς είναι δυνατόν;» Τα μάτια της τεντώνονται και μία χρυσή γραμμή τα διαπερνά στιγμιαία. Γνωρίζει για τη Vita...

«Είναι πολύ μεγάλη ιστορ-»

«Δεν έχουμε χρόνο τότε. Πρέπει να γυρίσεις πίσω. Οι ουρανοί ματώνουν και μαζί τους και οι ελπίδες μας να μείνουμε ζωντανοί... Πρέπει να βρεις την αστραπή» μου λέει επιβλητικά και νιώθω να πνίγομαι. Εάν είχα έρθει εξαρχής μόνος μου εδώ πέρα, μέσα από την πύλη που θα έφτιαχνα, τώρα όλα θα είχαν τελειώσει...

«Μάλιστα, αρχόντισσα των Ουρανών» της απαντάω με στρατιωτικό τόνο και τα μάτια της στενεύουν. Φαίνεται σαν να με εξετάζει και νιώθω λίγο αμήχανα. Έχω κάτι περίεργο;

«Τι είναι αυτό;» λέει και τα τεράστια μάτια της χάνονται από μπροστά μου όπως και των υπολοίπων.

Ολόκληρη η φιγούρα της σε μέγεθος σπιτιού εμφανίζεται μπροστά μου. Κάνω ένα βήμα πίσω σαστισμένος και απλώνει αργά το χέρι της προς το μέρος μου. Με το δάχτυλό της ακουμπάει το στέρνο μου στο σημείο της καρδιάς και ένα δυνατό ρεύμα με τραντάζει. Τραβάει απότομα το χέρι της μακριά μου και η όψη της γίνεται φως λαμπερό. Βάζω το χέρι μου μπροστά από τα μάτια μου για να τα προστατέψω και ακούω μόνο τη φωνή της.

«Πώς τολμάς να μου λες ψέματα! Δεν καταλαβαίνεις ότι πεθαίνουμε όλοι!» βρυχάται και αισθάνομαι ολόκληρο το σώμα μου να τραντάζεται από τη δύναμη που μου στέλνει.

«Τι εννοείς; Εγώ δεν...» πάω να απολογηθώ αλλά με διακόπτει.

«Ανόητε! Νόμιζες ότι δε θα έβλεπα την αστραπή μέσα σου; Σε ποιον νομίζεις ότι μιλάς;» φωνάζει και εγώ τα έχω χαμένα...

Τι εννοεί την αστραπή μέσα μου;... Για μισό λεπτό... Η Εχεκράτεια... Τότε... Στο όραμά μου, όταν ήρθα εδώ κάτω... Τι έκανε; Η Spero μικραίνει σε μέγεθος και έρχεται προς το μέρος μου. Η μορφή της είναι ακόμη λουσμένη με χρυσό φως. Με πλησιάζει με γοργές δρασκελιές και με δύναμη βάζει το χέρι της μέσα στην καρδιά μου. Η ανάσα μου κόβεται απότομα και ο πόνος που νιώθω είναι σαν να μου παίρνουν την ίδια μου τη ζωή. Ο κόσμος γύρω μου γίνεται τελείως μαύρος και βρίσκομαι μέσα στην ίδια μου την καρδιά. Μπροστά μου ένα χέρι κρατάει μια υπόλευκη γυναικεία φιγούρα που κάθεται σε εμβρυακή στάση. Το χέρι είναι η Spero και η γυναίκα στο κέντρο είναι η Εχεκράτεια... Από μέσα της βγαίνουν μικρές δέσμες ηλεκτρισμού και δυνατές βροντές ακούγονται σε όλο τον χώρο. Το χέρι της απομακρύνεται αργά και σταθερά.

«Καταλαβαίνω...» λέει η Spero σαν να απαντάει σε κάποιον ή κάτι και επανέρχομαι πάλι πίσω στο διάστημα. Μπροστά μου αντικρίζω τη Spero στην κανονική της μορφή να με κοιτάζει κουρασμένη. «Κάνε γρήγορα... Αλλιώς όλοι μας είμαστε χαμένοι. Η αστραπή είναι ασφαλής όσο τρέφεται η Εχεκράτεια από εσένα για να μείνει σταθερή. Δε θα αντέξει για πολύ ακόμα όμως...» μου λέει και εξαφανίζεται από μπροστά μου. Μαζί της και η σύνδεσή μας.

Η επιστροφή μου στα Τάρταρα ήταν ομαλή. Τα νεύρα μου όμως έχουν τεντωθεί για τα καλά. Μέχρι και σε αυτή την κατάσταση μπορεί ακόμα να μας προστατεύει όλους... Δε χρειαζόμαστε κανέναν για να την αναστήσει. Είναι ακόμα δίπλα μας και ας μην τη βλέπουμε έτσι όπως θα θέλαμε να τη δούμε... Σηκώνομαι όρθιος και πάω προς την έξοδο κάνοντας στην άκρη την Τερψιχόρη που με κοιτάζει με αγωνία.

«Δε χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου. Τα παιχνίδια τελείωσαν» της λέω καθώς απομακρύνομαι και τα μάτια της γουρλώνουν.

«Τι; Όχι περίμενε! Τι σε έπιασε;» μου φωνάζει και τρέχει από πίσω μου. Με τραβάει από την μπλούζα απότομα και γυρνάω με φορά για να την απομακρύνω. Εκείνη βγάζει επιτόπου το σπαθί της και κάνει ένα βήμα πίσω. «Δεν μπορείς να φύγεις έτσι. Όχι πάλι...» μου λέει με το σοβαρό της βλέμμα με απειλεί με το σπαθί της.

«Περιμένετε! Δεν είναι ανάγκη να γίνει αυτό! Μπορούμε να βρούμε μια λύση. Μαζί ήρθαμε μαζί θα φύγουμε» μας λέει ο Ηρακλής και μπαίνει ανάμεσά μας για να μας χωρίσει.

«Δεν έχουμε χρόνο για παιχνίδια, Ηρακλή. Κάποιος μας περιμένει» του λέω και γυρνάω την πλάτη μου για να φύγω. Κάνω νόημα στον Nebula να με ακολουθήσει και χωρίς δεύτερη φορά βρίσκεται στο πλευρό μου.

«Δεν μπορείς να φύγεις!» ωρύεται η Τερψιχόρη με βαριά και επιβλητική φωνή.

«Κοίτα με» της λέω και βάζω το χέρι μου στον τοίχο.

Εκείνος βγάζει χρυσές λουρίδες ανάμεσα στις πέτρες και σιγά σιγά ανοίγει. Το επόμενο δευτερόλεπτο ένας δυνατός ήχος ακούγεται ακριβώς από πίσω μου και γυρνάω να κοιτάξω τι τον προκάλεσε. Ο Ηρακλής έχει βγάλει την ασπίδα της θεάς Αθηνάς και με προστατεύει καθώς η Τερψιχόρη έχει ρίξει το ξίφος της προς τα πάνω μου με δύναμη. Η σύγκρουση των δύο όπλων κάνει τόσο μεγάλο θόρυβο. Τα μάτια της σοκαρισμένα ανοίγουν διάπλατα καθώς κοιτάζει την ασπίδα. Πάω δίπλα στον Ηρακλή και τον ακουμπάω στον ώμο για να του πω να κάνει πίσω. Το βλέμμα της σταματάει ξανά σε εμένα και με μια πολύ γρήγορη κίνηση μου επιτίθεται ξανά. Το όπλο μου όμως είναι έτοιμο για το επόμενο χτύπημα. Το δόρυ βρίσκεται στα χέρια μου και με μια κίνηση αποφεύγω το χτύπημά της. Η μεγάλη αυτή σύγκρουση ηχεί σε όλο το τούνελ και έρχεται πάλι πίσω σε εμάς. Τη σπρώχνω και την κολλάω στον τοίχο καθώς χρησιμοποιήσει το σπαθί της, για να μου φέρει αντίσταση.

«Δεν έχω χρόνο για παιχνίδια. Βρες την άκρη μόνη σου. Δε σε χρειαζόμαστε... Είσαι ένα τίποτα» της ψιθυρίζω και σχεδόν φτύνω αυτές τις λέξεις από το στόμα μου.

Το πρόσωπό της στην αρχή ήταν σχεδόν φοβισμένο αλλά τώρα αναβλύζει θυμό. Με αδιανόητη δύναμη με σπρώχνει μακριά της και το όπλο μου αλλάζει όψη. Στη θέση του έρχεται το δρεπάνι μου και με ένα μικρό σπρώξιμο ακόμα, το σπαθί της γίνεται χίλια κομμάτια. Ηττημένη και σχεδόν σε κατάσταση πανικού πέφτει πάνω από το σπασμένο σπαθί της. Με τρεμάμενα χέρια πιάνει τα κομμάτια του και δάκρυα πέφτουν στο πάτωμα. Βάζω το δρεπάνι ξανά στην πλάτη μου και το ίδιο κάνει και ο Ηρακλής. Καθώς την αφήνουμε πίσω μας, την ακούω να κλαίει βουβά.

«Φύγετε...» ψιθυρίζει ενώ βρισκόμαστε ήδη έξω από το δωμάτιο. «Φύγετε!» ουρλιάζει και ρίχνει προς το μέρος μας μερικά θραύσματα τα οποία έχουν ματώσει τα χέρια της.

Η πύλη κλείνει και την αφήνω να σπαράζει μόνη της στις σκέψεις και τη σχιζοφρένειά της. Προχωράμε σιωπηλοί προς την έξοδο αυτού του τούνελ και βρισκόμαστε πάλι στον λαβύρινθο. Σκύβω πάνω από τον Nebula και τον χαϊδεύω προσεκτικά στο κεφάλι. Ξέρεις τι να κάνεις, φίλε μου. Οδήγησέ μας στην Εχεκράτεια. Ο Nebula αρχίζει και περπατάει μπροστά μας οδηγώντας μας μέσα στις στοές. Πού και πού σταματάει και μοιράζει ενέργεια γύρω μας. Το ξέρω, φίλε μου, είναι πολύ δύσκολο αυτό που σου ζητάω αυτή τη στιγμή. Αλλά πιστεύω σε εσένα. Όλα θα πάνε καλά. Νιώθω ότι ακούει αυτά που λέω παρόλο που δε χρησιμοποιώ κάποιου είδους τηλεπάθεια. Σίγουρα νιώθει την ενθαρρυντική ενέργειά μου απέναντί του. Ο Ηρακλής προχωράει στο πλευρό μου και το βλέμμα του είναι καρφωμένο στο πάτωμα. Δεν του δίνω σημασία˙ ξέρω τι τον απασχολεί. Τελικά, μετά από λίγο δεν αντέχει και ανοίγει το στόμα του.

«Δε νομίζεις ότι της φέρθηκε πολύ άδικα;» μου λέει χωρίς να με κοιτάξει.

«Όχι» του απαντάω ήρεμος και σταματάει απότομα το βήμα του.

«Εγώ πιστεύω πως ήσουν πολύ άδικος και σκληρός!» μου λέει απότομα. Έχω περπατήσει μερικά βήματα μπροστά και με το που τελειώνει την πρότασή του γυρνάω με επιθετικότητα προς το μέρος του.

«Μας εξαπάτησε και μας είπε ψέματα ούτε και εγώ ξέρω πόσες φορές! Μας έφερε με ένα σχέδιο το οποίο η ιδία διέλυσε! Είναι ερωτευμένη με έναν δαίμονα που έχει τις δυνάμεις της! Ποιος μου λέει ότι δε θα πέσει ξανά σε παγίδα; Ή ότι δε θα ξανά πέσουμε εμείς στη δική της;» σχεδόν του φωνάζω αλλά εκείνος συνεχίζει να με κοιτάζει με παγερό και θυμωμένο ύφος.

«Μην την κατηγορείς. Εσύ αψήφησες τις εντολές των ουρανών για να σώσεις μια δαίμονα που αγαπούσες...»

«Η Spero δεν ήταν δαίμονας! Όλα ήταν στημένα, δεν καταλαβαίνεις;» τον διακόπτω και έχω αρχίσει και εκνευρίζομαι.

«Στο κάτω κάτω της γραφής, ήσουν απλώς τυχερός που σε πήρε εκείνη τη μέρα πρώτο. Μπορεί να ήσουν εσύ τώρα στη θέση της...» Δεν απαντάω. Έχει δίκιο. Αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι. Ό,τι έγινε έγινε. Αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να τη βοηθήσω.
«Δεν ξέρεις τι έχει περάσει πραγματικά. Δεν μπορείς να την κρίνεις. Εάν ήταν πραγματικά τόσο κακή, δε θα είχαμε φτάσει μέχρι εδώ» μου λέει και αρχίζω να προχωράω προς τον Nebula αφήνοντας πίσω μου τον Ηρακλή. «Έλα τώρα! Εάν δεν έβρισκες τυχαία τον σκύλο αρκούδα σου, ποτέ δε θα σκεφτόσουν να την αφήσεις πίσω! Δεν έχεις ιδέα πού να πας!» μου φωνάζει καθώς έρχεται προς το μέρος μας.

«Και τις θες να κάνω; Να γυρίσω πίσω και να της ζητήσω συγγνώμη;» του λέω εκνευρισμένος.

«Δεν είπα κάτι τέτοιο. Το τι θα μπορούσε να συμβεί δεν αναιρεί το γεγονός του τι συνέβη, αλλά χρειάζεται βοήθεια και δε νομίζω ότι υπάρχει πιο σωστό πλάσμα στους κόσμους από εσένα για να το κάνει αυτό».

Ο Nebula σταματάει σε μια γωνιά και κοιτάζει μπροστά του. Αρχίζει να γαυγίζει προς την κατεύθυνση που κοιτάζει και πάω τρέχοντας για να δω τι συμβαίνει. Στρίβω στη γωνία και βλέπω μπροστά μου αδιέξοδο. Έναν κενό τοίχο. Ο Nebula γρυλίζει προς τα εκεί και για μια στιγμή με κοιτάζει. Μάλλον είναι ένα ακόμα πέρασμα. Ένα χτύπημα στην καρδιά μου μου λέει ότι είμαι κοντά. Σηκώνω το χέρι μου και ακουμπάω τον τοίχο αλλά δεν ανοίγει τίποτα. Σκέψου, Mortem... Υποτίθεται ότι είναι το κέντρο των Ταρτάρων. Πώς θα μπορούσε κάποιος να ανοίξει μια τέτοια πύλη; Ο Ηρακλής έρχεται στο πλευρό μου και εξετάζει τον τοίχο με το χέρι στο πηγούνι του.

«Είναι το κέντρο του κακού σωστά; Άρα μόνο κακό μπορεί να την ανοίξει. Νομίζω ότι έχουμε έναν δαίμονα μαζί μας εάν δεν κάνω λάθος» μου λέει και γυρνάει και μου χαμογελάει.

Εννοεί εμένα. Είμαι μισός δαίμονας. Σηκώνω ξανά το χέρι μου και βγάζω ένα μαύρο νέφος από αυτό. Δε χρησιμοποιώ σχεδόν ποτέ τις σκοτεινές δυνάμεις μου. Δεν ξέρω πώς να τις χρησιμοποιώ αλλά τουλάχιστον πρέπει να προσπαθήσω. Ο Nebula αγριεύει καθώς βγάζω από μέσα μου όλο και πιο πολύ σκοτάδι. Το νέφος στο χέρι μου μαυρίζει μέχρι μου γίνεται εν τέλει κόκκινο. Ακουμπάω την πύλη και ο χώρος γύρω μας σείεται ολόκληρος αλλά η πύλη δεν ανοίγει. Δεν είναι αρκετό. Βάζω όση δύναμη μπορώ. Νιώθω τα αφτιά μου να έχουν βουλώσει και συναισθήματα κυριαρχίας και μίσους με κατακλύζουν. Τα μάτια μου θολώνουν και τρομάζω με τη δύναμή που βγάζω από μέσα μου. Φοβάμαι μήπως δεν μπορώ να την ελέγξω. Για μια στιγμή διστάζω αλλά δεν το βάζω κάτω.

Η πύλη τραντάζεται και ανοίγει. Ένα κύμα κρύου και δυνατού αέρα βγαίνει από τις σχισμές της. Ένας δυνατός ήχος έρχεται από μέσα και φώτα αναβοσβήνουν. Κάνω ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο και κάθε τι σκοτεινό που είχα μέσα μου εξαφανίζεται. Το φως που έβλεπα ήταν αστραπές που σαν δέσμες ηλεκτρισμού έχουν περικυκλώσει το δωμάτιο. Πηγάζουν από την πηγή τους η οποία φαίνεται πραγματικά σαν να σπάει. Η Εχεκράτεια βρίσκεται στο κέντρο του δωματίου και από μέσα της αναβλύζει με επιθετικότητα η αστραπή. Ο χώρος είναι άδειος και τρέχω προς το μέρος της. Επιτέλους σε βρήκα.

«Mortem! Περίμενε! Είναι παγίδα!» ακούω τον Ηρακλή πίσω μου να φωνάζει και την επόμενη στιγμή όλα μαυρίζουν...

 

Παρασκευή Γκύζη