Storm II (Κεφάλαιο 7)

Η Έμιλι καθόταν σε μια από τις πολυθρόνες της βιβλιοθήκης. Δίπλα της σε δύο ίδιες πολυθρόνες καθόταν ο Μάικλ και η Αμάντα Σίμονς.

Ο Κρίστοφερ την κοιτούσε επίμονα από την απέναντι μεριά όπου καθόταν.

«Λοιπόν;» είπε τελικά ανυπόμονος.

«Ξεχάσατε να μου βγάλετε αυτά από τα χέρια» είπε η Έμιλι δείχνοντας τα δεμένα της χέρια.

«Αυτά θα μείνουν εκεί μέχρι να μας πεις όσα ξέρεις» της διευκρίνισε ο Κρίστοφερ.

Η Έμιλι του χαμογέλασε ψεύτικα.

«Έχεις δύο επιλογές. Ή θα μου βγάλεις τις μαγεμένες σου χειροπέδες και θα μάθεις ότι ξέρω ή απλά θα κοιτιόμαστε για την υπόλοιπη αιωνιότητα. Εσύ διαλέγεις».

«Αυτή είναι καθαρόαιμη Σκοτεινή» είπε περήφανη η Αμάντα.

«Για όνομα του Θεού» είπε εκνευρισμένος ο Μάικλ και σηκώθηκε από την πολυθρόνα.

«Σου είπα να τις βγάλεις;» αποκρίθηκε εκνευρισμένος ο Κρίστοφερ κοιτάζοντας γεμάτος έκπληξη και θυμό τον Μάικλ.

Ο Μάικλ είχε σκύψει πάνω από τα χέρια της Έμιλι και έλυνε τις χειροπέδες.

«Τι σου δίνει την εντύπωση πως θα σε ακούσω;» του απάντησε. Έλυσε τις χειροπέδες και τις πέταξε στο γραφείο μπροστά του.

Η Αμάντα κοίταξε αρκετές φορές τον Μάικλ και τον Κρίστοφερ.

«Αισθάνομαι μια ένταση στην ατμόσφαιρα ή είναι η ιδέα μου;» σχολίασε χαμογελώντας διαβολικά.

Ο Κρίστοφερ κοίταξε εκνευρισμένος τον Μάικλ. Αυτή τη φορά το παράκανε, σκέφτηκε. Γύρισε το βλέμμα του στην Έμιλι.

«Μίλα».

Η Έμιλι κούνησε τα χέρια της ανακουφισμένη, για να τα ξεμουδιάσει. Οι χειροπέδες είχαν αφήσει στα χέρια της ένα αμυδρό σημάδι.

«Ξέρετε ήδη πως όλοι όσοι αγνοούνται είναι Χαρισματικοί».

«Πώς εξαφανίστηκαν; Ποιος τους απήγαγε; Αυτό θέλουμε να μάθουμε» είπε ο Μάικλ.

Η Έμιλι τον κοίταξε επίμονα λιγάκι ενοχλημένη. Έπειτα γύρισε ξανά το κεφάλι της προς τον Κρίστοφερ. «Δεν ξέρω ποιος τους απαγάγει. Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν εξαφανίστηκαν ήταν μόνοι τους. Ήταν κάπου έξω».

«Μόνο αυτό;» ρώτησε ο Κρίστοφερ.

Η Έμιλι σήκωσε χαλαρά τους ώμους της. «Ναι. Μόνο αυτά ξέρω».

«Πώς τα έμαθες όλα αυτά;» ρώτησε η Αμάντα.

«Έχει σημασία; Αυτά που μας είπες δε μας βοηθούν σε τίποτα» είπε ο Κρίστοφερ.

«Δε με ενδιαφέρει» είπε ξερά η Έμιλι.

«Θα μας βοηθήσεις να βρούμε κι άλλα στοιχεία;» ρώτησε η Αμάντα.

Η Έμιλι γέλασε. «Δε βοηθάω ψεύτες και δολοπλόκους κάτι που είστε και οι δυο σας» είπε η Έμιλι δείχνοντας τον Κρίστοφερ και την Αμάντα. Έπειτα σταμάτησε και κοίταξε τον Κρίστοφερ. «Έχεις την καρδιά ενός Σκοτεινού… Παρόλα αυτά όμως τα δικά μου μάτια είναι μαύρα».

Ο Κρίστοφερ την κοίταξε γεμάτος μίσος. «Είχαμε μια συμφωνία».

Η Έμιλι σηκώθηκε από την πολυθρόνα όπου καθόταν. «Σας είπα όσα ξέρω. Αυτή ήταν η συμφωνία. Συμφωνήσαμε ότι θα σας πω ό,τι ξέρω για τις εξαφανίσεις και ότι εσείς θα με αφήσετε να φύγω. Τήρησα τη δική μου υπόσχεση. Ελπίζω να τηρήσετε κι εσείς τη δική σας» είπε και βγήκε από τη βιβλιοθήκη.

 

 

«Έμιλι!»

Ο Μάικλ είχε βγει από την βιβλιοθήκη και την ακολουθούσε.

«Τι θες;» τον ρώτησε σταματώντας μπροστά από το ασανσέρ. Πάτησε το κουμπί και γύρισε να τον κοιτάξει.

«Πού θα πας;»

«Σπίτι μου;»

«Ξέρεις… Πιστεύω πως δεν ήσουν ειλικρινής εκεί μέσα».

«Εγώ ξέρεις τι πιστεύω; Πως άνθρωποι σαν τον πατέρα σου δεν πρέπει να έχουν οποιαδήποτε μορφή εξουσίας. Και να που είμαι εδώ και λογοδοτώ σε αυτόν».

«Ξέρεις ποιος είναι ο απαγωγέας. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν το λες».

Το ασανσέρ έφτασε και οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα.

«Δε με νοιάζει τι πιστεύεις, Μάικλ. Θέλω όμως να μου κάνεις μια μικρή χάρη. Να μείνεις μακριά μου για λίγο καιρό και εσύ και ο πατερούλης σου γιατί έχω χορτάσει αρκετά την οικογένεια Ντάνιελς. Εντάξει;»

***

Είχε ήδη βραδιάσει όταν η Έμιλι έφτασε στο σπίτι της. Πρώτα είχε πάει για να πάρει το αυτοκίνητό της, το οποίο είχε κρύψει καλά μέσα στο δάσος.

Το σπίτι της ήταν γεμάτο φώτα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βγήκε από το αυτοκίνητο. Το φόρεμα που φορούσε στον χορό κρεμόταν από τα χέρια της σε μια σακούλα, ενώ τα ρούχα που είχε κλέψει από τα μαγαζιά βρισκόντουσαν σε έναν μεγάλο σάκο.

Έβγαλε τα κλειδιά της, για να ξεκλειδώσει αλλά η πόρτα είχε ανοίξει πριν καν βρεθεί στο κατώφλι.

Ο πατέρας της στεκόταν και την κοιτούσε νευριασμένος.

**

«Πού στον διάολο είχες πάει;» ρώτησε ο πατέρας της.

Με το που η Έμιλι μπήκε στο σπίτι και η πόρτα έκλεισε πίσω της οι γονείς της ξέσπασαν.

«Κι εγώ χαίρομαι που σας βλέπω» είπε η Έμιλι.

«Πού πας;» φώναξε η μητέρα της.

«Στο δωμάτιό μου; Δεν ξέρω αν βλέπετε αλλά κουβαλάω κάποια πράγματα» απάντησε και ανέβηκε στο δωμάτιό της.

Κάθισε για λίγα λεπτά πίσω από την πόρτα και αναρωτιόταν αν έπρεπε να κατέβει κάτω.

Θα έχουν τρελαθεί από την αγωνία τους. Πρέπει να κατέβεις κάτω, Έμς. Τους χρωστάς μια εξήγηση, είπε στον εαυτό της.

«Για να δω τι θα τους πω» ψιθύρισε βγαίνοντας.

Κατέβηκε στο σαλόνι όπου οι γονείς της την περίμεναν ακόμα εκνευρισμένοι.

«Μπορείς να μας εξηγήσεις τι έκανες στον Μάικλ;» ρώτησε η μητέρα της.

«Ορίστε;» ρώτησε η Έμιλι ξαφνιασμένη.

«Για όνομα του Θεού, Έμιλι… Τον απήγαγες» φώναξε ο πατέρας της.

«Ποιος το είπε αυτό;» ρώτησε εκνευρισμένη η Έμιλι.

«Ο Κρίστοφερ» απάντησε ο πατέρας της.

Στο άκουσμα του ονόματός του, η Έμιλι νευρίασε τόσο πολύ που ήθελε να τα σπάσει όλα μέσα στο σπίτι.

«Σοβαρά τώρα; Μιας και είναι μωρό ο Μάικλ και εγώ τον απήγαγα χωρίς τη θέλησή του. Μήπως σας πέρασε από το μυαλό το ενδεχόμενο να το σκάσαμε και οι δυο κρυφά; Αλλά όλοι πιστεύετε τον ψεύτη… Τον Κρίστοφερ. Αν σας αρέσουν τα ψέματα που σας λέει καλώς» τους φώναξε εκνευρισμένη.

Ο πατέρας της σηκώθηκε από τον καναπέ έξω φρενών. «Αυτό ήταν! Για το υπόλοιπο καλοκαίρι θα είσαι τιμωρημένη. Στο δωμάτιό σου. Τώρα».

Η Έμιλι έφυγε και ανέβηκε στο δωμάτιό της.

Είμαι μόνη μου, σκεφτόταν η Έμιλι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Όλοι μου έχουν γυρίσει την πλάτη. Οι γονείς μου πιστεύουν έναν ψεύτη, η Ντέμυ έχει σπαστεί μαζί μου και ο Μάικλ… είναι ο Μάικλ.

Κοιτούσε το ταβάνι και απορούσε αν φταίει εκείνη για όλα αυτά, αν η αλλαγή της σε Σκοτεινή την είχε αλλάξει τόσο πολύ που κανένας δεν την αναγνώριζε. 

Δε με νοιάζει τι πιστεύουν για εμένα, σκέφτηκε τελικά. Υποτίθεται πως θα ήταν δίπλα μου και στα δύσκολα. Πως δε θα με εγκατέλειπαν ακόμη κι αν τους έδιωχνα από κοντά μου. Αλλά εδώ είμαι τώρα. Μόνη μου. Και όλοι μου έχουν γυρίσει την πλάτη. Σειρά μου να τους γυρίσω κι εγώ τη δική μου.

 

Rene Rafael