Εξόριστοι (Κεφάλαιο 31)

Λαμπρινή

Ένας βόμβος επικρατούσε μέσα στο κεφάλι της, μια μαυρίλα. Ήταν αποπροσανατολισμένη, χαμένη, μα ταυτόχρονα ένα κύμα ευτυχίας τη διαπερνούσε. Ένιωθε πως επέπλεε στον αέρα, δεν υπήρχε βαρύτητα, ούτε αέρας, παρά μόνο ένα απέραντο κενό και μια αίσθηση γαλήνης. Ο χρόνος δεν υφίστατο, μα ούτε που την ένοιαζε. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν πως δεν πονούσε πια. Δε φοβόταν.
 
Κάπου στο άκρη αυτής της υπερβατικής της εμπειρίας, άρχισε να διαφαίνεται μια μικρή λευκή κουκίδα, σαν ένα άστρο που απείχε εκατομμύρια έτη φωτός. Η αδύναμη φωτεινή κουκίδα σιγά σιγά μεγάλωσε, έγινε ένας τεράστιος λευκός ήλιος που την τύφλωσε. Ένα άσπρο πέπλο την τύλιξε και ξαφνικά έγινε ολόκληρη φως…

Άνοιξε τα μάτια της αργά. Ίσως ακόμα τυφλωμένη από τη λάμψη, η όρασή της τη γελούσε, μα έβλεπε απέναντί της ένα πρόσωπο οικείο με γλυκιά και ήρεμη έκφραση. Ήταν το πρόσωπο του Χριστού εκείνο που την κοιτούσε.

Είχε πεθάνει και παραδόξως είχε πάει στον παράδεισο. Χαμογέλασε ευτυχισμένη.
-Στέλλα, ψιθύρισε.

Ο άντρας που στεκόταν δίπλα της την ακούμπησε στο μπράτσο και μια γλυκιά θέρμη την πλημύρισε. Το θεϊκό αυτό του άγγιγμα είχε απαλύνει όλους τους πόνους και τις στεναχώριες της.

-Ηρέμησε, της είπε και ένιωσε τη θεία πνοή στο πρόσωπό της. Όλα τελείωσαν πια.

Προσπάθησε να σηκώσει το χέρι της για να τον αγκαλιάσει, μα ένας οξύς πόνος στο μπράτσο την απέτρεψε από το να το κάνει. Παραξενεύτηκε, κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι σε όλο αυτό ήταν απλά λάθος.

Το σώμα της και οι αισθήσεις της άρχισαν να προσαρμόζονται στην πραγματικότητα. Η ακοή της συλλάμβανε υπόκωφους ήχους και μακρινές φωνές, η όσφρησή της διέκρινε μια έντονη μυρωδιά αντισηπτικού να πλανάται στον αέρα.

Κοίταξε έντρομη γύρω της. Βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Στο αριστερό της χέρι, καρφωμένη η βελόνα του ορού, την έτσουζε. Πανικοβλήθηκε. Στρέφοντας το κεφάλι της, είδε τον πατήρ Θεόκλητο να την κοιτά χαμογελώντας με οίκτο. Γύρισε απότομα το κεφάλι της αλλού, για να μη δει τα μάτια της που γέμισαν με δάκρυα.

-Όχι, ψέλλισε. Όχι.

Ο Θεόκλητος έκανε να της πιάσει το χέρι, μα εκείνη τραβήχτηκε.

-Καταλαβαίνω πως είσαι ταραγμένη. Καλύτερα να σ’ αφήσω να ηρεμήσεις.

Κοντοστάθηκε για μια στιγμή.

-Σου έφερα την τσάντα σου, την είχες ξεχάσει στον ναό.

Βγήκε από το δωμάτιο, καθώς η Λαμπρινή αναλύθηκε σε ένα βουβό θρήνο. Ένιωσε ντροπή, εκτεθειμένη στα μάτια του, στα μάτια όλων. Πονούσε το στήθος της, κάθε της ανάσα έβγαινε με κόπο. Ήταν ανίκανη τελικά για οτιδήποτε. Για σύζυγος, μητέρα, φίλη, ακόμα και για να πεθάνει.

Τύψεις και ενοχές τύλιξαν το βασανισμένο της σαρκίο που δεν είχε πλέον κανένα λόγο ύπαρξης. Τι της είχε απομείνει αλήθεια; Τίποτα, όλοι την είχαν προδώσει και εκείνη πάνω από όλους, είχε προδώσει τον εαυτό της. Αφέθηκε να βυθιστεί σε ένα βαθύ αίσθημα εγκατάλειψης. Ήταν μόνη πλέον. Κανείς δεν είχε έρθει να τη δει, προσπάθησε να τους δικαιολογήσει, λέγοντας στον εαυτό της ότι ίσως δεν το ήξεραν ακόμη. Ούτε ο Θάνος, ούτε η επιστήθια φίλη της, η Λίλιαν.

Χαμογέλασε πικραμένη, η «φίλη» της είχε κρατήσει τον καλύτερο ρόλο για πάρτη της, εκείνον του Ιούδα. Γύρισε το κεφάλι της και είδε την άδεια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της. Ο μόνος που της στάθηκε με πραγματική ανιδιοτέλεια ήταν στην ουσία ένας ξένος. Ήταν ζαλισμένη ακόμα, θολωμένη, μα μόνο με την εικόνα του μέσα στο μυαλό της, η συνείδησή της ησύχαζε κάπως.

Η καρδιά της σφίχτηκε, μια φευγαλέα σκέψη την έκανε να κοκκινίσει από συστολή. Η στοργική και αισθησιακή έκφανση της αγάπης που της έδειχνε άρχισαν να μπερδεύονται μέσα στο κεφάλι της. Νόμιζε πως είχε πυρετό, ένιωθε τα χείλη της στεγνά, σκασμένα. Μια εσωτερική φωτιά την κατέκαιγε όσο προσπαθούσε να διακρίνει το σωστό από την αλήθεια. Μα τι να είναι πιο σωστό από αυτό που εξυψώνει την ψυχή σου με οποιοδήποτε κόστος; Ηλίας Στεργίου