Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 19)

Μόνο αφού ο Ale μάς αφήνει ελεύθερους, καταλαβαίνω πόσο πολύ μας έσφιγγε πάνω του. Η μορφή του δεν αλλάζει αυτή τη φορά. Βάζει το χέρι του σκεπτικός στο πηγούνι του και κάνει μερικά αργά βήματα προς την Τερψιχόρη. Δε μιλάει κανείς. Περιμένουμε την απάντησή του.

«Για μισό λεπτό... Τα πράγματα είναι απλά. Θα έρθεις μαζί μας» της λέει και χαμογελάει καθώς ανοίγει τα χέρια του προς τη μεριά της

«Τι!» ξεφεύγει από το στόμα της λέξη. «Μα... Άρχοντά μου... Εάν έρθω μαζί σας, τότε πώς θα πάρω πίσω τις δυνάμεις μου;» τον ρωτάει όσο πιο ήρεμα μπορεί αλλά στη φωνή της φαίνεται η ταραχή της.

«Χαζό μου κορίτσι... Ο Donum βρίσκεται στο ίδιο μέρος που θέλουμε να πάμε και εμείς, φυσικά!» της απαντάει. Ποιος είναι αυτός και τι σχέση έχει με εμάς; Έπρεπε να είχα ερευνήσει περισσότερο αυτή την κοπέλα. Δε θα τη βγάλουμε καθαρή...

«Τι δουλειά έχει εκεί; Ο Donum θα έπρεπε να βρίσκεται υπό κράτηση! Γιατί τον αφήσατε ελεύθερο;» λέει σαστισμένη η Τερψιχόρη.

«Μα ποιος θα μπορούσε να βγάλει έξω την αστραπή; Ποιος άλλος παρά ένας άγγελος;» Έχω μπερδευτεί τόσο πολύ! Υπάρχει άγγελος εδώ κάτω; Και μάλιστα φυλακισμένος; Γιατί δεν το ξέρουμε αυτό στους ουρανούς; Και εάν το ξέρουμε, γιατί δεν κάνουμε κάτι για να τον βοηθήσουμε;

«Δεν είναι άγγελος... Είναι κλέφτης... Όχι... Δε φταίει αυτός... Αυτοί φταίνε!» Η Τερψιχόρη έχει εκνευριστεί πολύ και έχει αρχίσει να χάνει τον έλεγχο. Ο Ale σιγά σιγά χάνει το χαμόγελό του και το πρόσωπό του σοβαρεύει.

«Σε ποιον νομίζεις ότι απευθύνεσαι;» της λέει με βαριά και επιβλητική φωνή. Μόλις η Τερψιχόρη συνειδητοποιεί τι έκανε τα μάτια της γουρλώνουν και κοκαλώνει. Τα έκανε θάλασσα. Το δωμάτιο σκοτεινιάζει και ο Ale αλλάζει μορφή. Μεγαλώνει όλο και πιο πολύ και βγάζει μια απαίσια δυσοσμία από το σώμα του. Ο Ηρακλής μπαίνει τρέχοντας ανάμεσα στην Τερψιχόρη και τον Ale και σκύβει υποτακτικά μπροστά του.

«Σας παρακαλώ, άρχοντά μου. Είναι κουρασμένη και δεν ξέρει τι κάνει. Συγχωρέστε τη. Θα την πάρω αμέσως από μπροστά σας» του λέει και ο Ale σταματάει την απαίσια μεταμόρφωσή του.

«Φύγετε!» βρυχάται και όλοι μαζί αποχωρούμε σχεδόν τρέχοντας από τη σπηλιά του.

«Πού είναι η Kiyohime;» ρωτάω καθώς ανεβαίνουμε τα σκαλιά.

«Δεν ξέρω... Δεν την έχω δει εδώ και αρκετή ώρα...» λέει ο Ηρακλής καθώς σπρώχνει την Τερψιχόρη να πάει πιο γρήγορα.

Εκείνη δε μιλάει˙ πάρα μόνο προχωράει. Βγαίνουμε από τη σπηλιά και πίσω μας οι πόρτες κλείνουν απότομα. Βγάζω ένα δυνατό φως από το χέρι μου και μας οδηγώ προς την έξοδο. Βγαίνουμε από το σκοτεινό μονοπάτι πολύ γρήγορα και βρισκόμαστε πάλι πίσω στον λαβύρινθο. Για μια στιγμή ανταλλάσσουμε ανήσυχες ματιές. Για λίγο νομίζαμε ότι ξεφύγαμε, αλλά στην πραγματικότητα, όσο βρισκόμαστε εδώ κάτω, δεν είμαστε ασφαλείς ούτε λεπτό. Τέλεια... Και τώρα τι κάνουμε; Δεν ξέρω ούτε πώς να πάω στην Εχεκράτεια. Ούτε καν προς τα πού είναι! Κοιτάζω εκνευρισμένος την Τερψιχόρη απαιτώντας μια λύση εδώ και τώρα!

«Ακολουθήστε με» μας λέει σιγανά και προχωράει μέσα στις στοές. Και να θέλαμε, δηλαδή, δεν έχουμε και άλλη επιλογή.

«Τι ήταν όλο αυτό;» τη ρωτάω εκνευρισμένος καθώς προχωράμε. Έχει το κεφάλι της σκυμμένο και δεν απαντάει. «Ποιος είναι ο Donum; Τελικά, ποια είναι η Vita;» συνεχίζω να τη ρωτάω και σταματάει απότομα σε μια γωνιά.

Σπρώχνει με προσοχή τον τοίχο και ένα ακόμα πέρασμα ανοίγει. Αυτός ο λαβύρινθος είναι έτσι φτιαγμένος ώστε να μην μπορείς να βγεις. Υπάρχουν μυστικά περάσματα παντού τριγύρω αλλά δε θέλω να μάθω πού οδηγούν όλα. Μπαίνουμε για μια ακόμα φορά σε ένα σκοτεινό τούνελ και η Τερψιχόρη βγάζει ένα αχνό φως από το χέρι της που τρέμει. Με το ζόρι είναι αρκετό για να μπορέσουμε να δούμε το πάτωμα. Δεν μιλάει καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής μας και δεν έχω ιδέα προς τα πού μας οδηγεί. Φτάνουμε στο τέλος του τούνελ και μπροστά μας υπάρχει μόνο ένας μεγάλος πέτρινος τοίχος. Η Τερψιχόρη τον ακουμπάει και ξαφνικά ολόκληρη η πέτρα φωτίζεται με χρυσό χρώμα και ανοίγει στη μέση. Μόλις ανοίγει τελείως, η Τερψιχόρη μπαίνει μέσα και εμείς την ακολουθούμε.

Οι πέτρες πίσω μας ενώνονται ξανά και το δωμάτιο φωτίζεται. Αυτό που βλέπω με κάνει να σαστίσω για μια στιγμή. Πού βρισκόμαστε; Είμαστε σε ένα μικρό σαλόνι. Υπάρχει ένας μεγάλος καναπές στη μέση σε χρώματα του καφέ και του κόκκινου και ένα τραπέζι. Μια καμάρα στα δεξιά μάς οδηγεί σε ένα ακόμα δωμάτιο. Πώς γίνεται κάτι τέτοιο να υπάρχει εδώ κάτω; Ένας δυνατός ήχος πίσω μας μας τραβάει την προσοχή. Η Τερψιχόρη σαν λαγωνικό πετάγεται ολόκληρη και βγάζει το σπαθί της από τη θήκη του. Ο ήχος ήρθε από το πέρασμα. Η Τερψιχόρη μάς κάνει νόημα να κάνουμε πίσω και παίρνει αμυντική θέση με το σπαθί στα χέρια της. Σηκώνει το ένα της χέρι και ακουμπάει την πέτρινη πύλη, η οποία ανοίγει. Είμαστε έτοιμοι να μας επιτεθεί κάποιος ή κάτι. Παίρνω και εγώ αμυντική στάση και είμαι έτοιμος να αρπάξω το όπλο μου εάν χρειαστεί. Δε βλέπουμε τίποτα στον ορίζοντα. Κοιτάζουμε με προσοχή το πέρασμα αλλά δεν μπορούμε να διακρίνουμε το παραμικρό. Μέχρι που η Τερψιχόρη αντιλαμβάνεται κάτι. Σφίγγει το σπαθί στα χέρια της και εκείνο φαίνεται σαν να βγάζει ένα αχνό φως από μέσα του. Ένα γρύλισμα ακούγεται και αμέσως τραβάω την Τερψιχόρη προς τα πίσω.

«Περίμενε!» της λέω απότομα. «Nebula;» λέω με σταθερή φωνή και μέσα από τις σκιές εμφανίζεται ο λευκός λύκος. Μια ανάσα ηρεμίας βγαίνει από μέσα μου και ο Nebula με πλησιάζει. Μόλις μπαίνει μέσα οι πύλες κλείνουν ξανά. Αυτό είναι! Ο Nebula Πρέπει να ξέρει πού να πάει! Μπράβο, φίλε μου! Τα κατάφερες και πάλι! Τον χαϊδεύω ενθουσιασμένος και οι άλλοι δύο με κοιτάζουν περίεργα. «Παλιοί φίλοι» τους εξηγώ και σταματάω να παινεύω τον Nebula. «Λοιπόν; Θα μου πεις τι συμβαίνει;»

«Είσαι πράγματι αυτός που άκουσα;» με διακόπτει απότομα.

«Ναι αλλά αυτό δεν έχει καμία ση-»

«Γιατί έφυγες!» Τα μάτια της φαίνονται θυμωμένα και πληγωμένα μαζί.

«Τι;» τη ρωτάω εξεταστικά. Από πού έφυγα; Τι την έπιασε;

«Γιατί με άφησες; Πού ήσουν τόσο καιρό!» μου φωνάζει με παράπονο και τα μάτια της έχουν βουρκώσει.

«Εγώ... Δεν...»

«Σωστά... Εσύ ήσουν τυχερός... Σε πήρε εκείνη η άγγελος. Εσύ πήγες σε καλά χέρια...» Δεν καταλαβαίνω τίποτα... Την κοιτάζω σαστισμένος και μπορώ να πω ενοχλημένος.

«Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς. Ειλικρινά». Προσπαθώ να την ηρεμίσω. Τα μάτια της στενεύουν και τώρα με κοιτάζει με μίσος.

«Σωστά. Πού να ξέρεις; Εσύ πάντα έκανες το σωστό. Είχες την ξανθιά άγγελο να σε αγαπάει. Εγώ όμως πήρα μόνο φόβο, πόνο και ταπείνωση» μου λέει και ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό της. Νομίζω ότι η ξανθιά άγγελος που αναφέρει είναι η Spero.

«Κοίτα. Καταλαβαίνουμε ότι είσαι ταραγμένη αλλά, πραγματικά, μόνο εάν μας μιλήσεις ξεκάθαρα, θα μπορέσουμε να σε βοηθήσουμε. Δεν έχουμε ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς» της λέει ο Ηρακλής καθώς την πλησιάζει ήρεμα και την ακουμπάει καθησυχαστικά στον ώμο.

Σαν να βγαίνει από έναν εφιάλτη, μόλις το χέρι του ακουμπάει το δέρμα της, πετάγεται και τον κοιτάζει με πικραμένο βλέμμα. Τον κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια και τότε ηρεμεί. Το βλέμμα της σοβαρεύει ξανά και το αποστρέφει μακριά μας. Κάνει μερικά βήματα πίσω για να απομακρυνθεί και κοιτάζει τον Nebula που την ακολουθεί συνεχώς με το βλέμμα του. Τείνει το χέρι της προς αυτόν αλλά εκείνος δεν κάνει βήμα για να την πλησιάσει. Η Τερψιχόρη παίρνει μια βαθιά ανάσα και κλείνει τα μάτια της.

«Δε θυμάσαι... Καταλαβαίνω... Ήταν πολύ επώδυνη στιγμή και για τους δύο...» μου λέει πιο ήρεμη και πάει προς τον καναπέ. Σωριάζει το σώμα της πάνω του και παίρνει άλλη μία βαθιά ανάσα.

«Τι να θυμάμαι;» τη ρωτάω και κάθομαι δίπλα της. Ο Ηρακλής έρχεται και ακουμπάει στην πλάτη του καναπέ δίπλα μου και ο Nebula κάθεται στα πόδια μου. Η Τερψιχόρη σαρώνει για μια στιγμή και τους τρεις μας και ένα πικραμένο χαμόγελο βγαίνει από τα χείλη της.

«Όταν ο Πατέρας μάς έπλασε, μας έριξε μέσα στη Γη κατ' ευθείαν. Εσένα σε βρήκε μια πανέμορφη άγγελος με ξανθά μαλλιά που βαστούσε ένα χρυσό τόξο μαζί της. Από τότε μέχρι σήμερα ήταν ό,τι πιο όμορφο είχα δει ποτέ μου. Τη δική σου όψη μπορεί να την είχα ξεχάσει μετά από τόσα καιρό. Τη δική της όμως, όχι. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα και ήμουν σε κατάσταση σοκ. Εσύ ήσουν χτυπημένος και δεν ξέρω εάν είχες τις αισθήσεις σου. Εκείνη η γυναίκα ήρθε από πάνω μου και με άγγιξε καθώς μου έλεγε κάτι. Νομίζω ότι μου είπε να κάνω κουράγιο. Τότε σε πήρε αγκαλιά και εξαφανίστηκε. Το επόμενο δευτερόλεπτο ο κόσμος γύρω μου σκοτείνιασε και βρέθηκα εδώ. Εσύ πρόλαβες να φύγεις. Εγώ όμως... Εγώ έμεινα πίσω...» μου λέει και την κοιτάζω σοκαρισμένος. Όχι. Δε θυμάμαι πράγματι τίποτα. Μου είχε πει στο παρελθόν η Spero ότι με είχε βρει όταν έπεσα στη Γη, αλλά δεν μου είχε πει ποτέ ότι ήταν μαζί μου και μια ακόμα κοπέλα! Πώς μπόρεσε να μου το κρατήσει μυστικό;

«Τι σου συνέβη;» τη ρωτάει ήρεμος ο Ηρακλής.

«Οι δαίμονες εδώ μέσα ήξεραν τι είμαι. Ήξεραν για το τι προοριζόμουν να κάνω σε αυτόν τον κόσμο και έτσι με εκμεταλλεύτηκαν. Ήθελαν να με χρησιμοποιήσουν για θάνατο και όχι για ζωή. Όμως έκαναν λάθος. Πήραν το λάθος άτομο» του απαντάει και τώρα με κοιτάζει και πάλι με μίσος. «Όταν είδαν ότι δεν μπορούσα να τους βοηθήσω αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή μου. Για πολλά χρόνια με έκαναν να υπομείνω βασανιστήρια, πόνο και ταπείνωση. Αλλά ούτε αυτό τους βγήκε τελικά σε καλό. Βλέπεις οι φύσεις μας είναι ακριβώς αντίθετες. Εσύ παρασύρεσαι από το κακό και εγώ από το καλό. Πάντα το φως ζούσε μέσα μου όσο άσχημα και εάν ήμουν». Όπως και εμένα πάντα το σκοτάδι ήταν μέσα μου όσο όμορφες στιγμές και εάν περνούσα. Πόσο δίκιο έχει... «Με τον καιρό παρέσυρα δαίμονες με το φως μου. Τους έπαιρνα μακριά από το σκοτάδι. Αντί για να με ρίχνουν μέσα στις σκιές εγώ τους έδειχνα το φως. Πολλοί με μίσησαν˙ άλλοι πάλι θέλησαν να πάνε πάλι προς το φως. Αυτό όμως ήταν αδύνατο.

Αυτοί που με μίσησαν ήταν πολλοί περισσότεροι από εκείνους που με αγάπησαν. Μέσα τελευταίους ήταν και ο Donum. Έτσι βασικά τον ονόμασα εγώ. Ήταν ένας πανίσχυρος δαίμονας˙ είχε όμως καρδιά. Όσο και εάν το έκρυβε, εγώ μπορούσα να δω μέσα του την αγάπη που έτρεφε για τον κόσμο που είχε χάσει πριν γίνει δαίμονας. Τον αγάπησα και τελικά έπεσα μέσα στα δίχτυα του. Τον χρησιμοποίησαν για να με παρασύρει και να του δώσω τη δύναμή μου. Τον αγάπησα τόσο πολύ που θέλησα να του δώσω ό,τι φωτεινό είχα μέσα μου, για να γίνει άγγελός ξανά. Για να του δώσω πίσω την ευτυχία του». Έχω μείνει και την κοιτάζω έκπληκτος. Ποτέ δε θα περίμενα ότι η Τερψιχόρη μπορεί να αγαπήσει κάποιον τόσο πολύ... Βγάζει ένα αποδοκιμαστικό γελάκι από μέσα της και σφίγγει τα μάτια της με το χέρι της.

«Τι χαζή... Τελικά, όπως βλέπετε τα κατάφερε... Αλλά μάλλον τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα ήθελαν οι δαίμονες. Με έριξαν πίσω στη Γη καθώς ήμουν πλέον άχρηστη για αυτούς μαζί με όλους όσους είχαν αποστατήσει από τους κώδικές τους. Αλλά ο Donum δε δέχτηκε να δώσει τις δυνάμεις μου. Τις κράτησε για τον εαυτό του. Όταν σκότωσες τους φίλους μου ήξερα τι ήσουν» μας λέει και νιώθω ξαφνικά εκτεθειμένος. Ήξερε ότι εγώ τους σκότωσα;

«Μα πώς;» τη ρωτάω.

«Όλα τα στοιχεία οδηγούσαν σε εσάς. Δε θέλει πολύ μυαλό. Τέλος πάντων. Ήσουν η μόνη μου ελπίδα για να γυρίσω πίσω. Χρειαζόμουν έναν άγγελο και έναν δαίμονα για να φτιάξω τη γέφυρα! Είχα τον δαίμονα. Ο άγγελος όμως; Ορίστε» μου λέει και σηκώνει τα χέρια της υποδεικνύοντας εμένα. «Ποιος να το φανταζόταν ότι δε θα χρειαζόμουν ούτε καν τον δαίμονα! Πού να το ξέρω ότι είσαι ο Mortem!» λέει και βάζει τα γέλια.

«Και τώρα δηλαδή τι θα κάνεις;» τη ρωτάει ο Ηρακλής και εκείνη σταματάει απότομα το ψεύτικο γέλιο της.

«Θα σκοτώσω τον Donum, φυσικά, και θα πάρω πίσω τις δυνάμεις μου...» μας λέει λες και ήταν αυτονόητο ότι πρέπει να καταλάβουμε πόσο τρελή είναι για να κάνει κάτι τέτοιο. «Λοιπόν, αδερφέ μου; Θα με συνοδέψεις;» μου λέει ειρωνικά και σηκώνεται όρθια. Για μια στιγμή διστάζω.«Έλα τώρα... Θα πάμε απλώς μαζί. Εσύ θα πάρεις την αστραπή σου και θα σώσεις τον κόσμο και μπλα μπλα μπλα... Και εγώ θα πάρω πίσω τις δυνάμεις μου. Τέλος καλό όλα καλά. Πάμε τώρα» μου λέει και αρχίζει και προχωράει προς τις πέτρινες πύλες.

Κοιτάζω τον Nebula σαν να προσπαθώ να πάρω έγκριση. Ή συμβουλή. Ή κάτι, τέλος πάντων!

«Θα σε βοηθήσουμε να πάρεις τις δυνάμεις σου» πετάγεται ο Ηρακλής και τον αρπάζω από την μπλούζα. Μου κάνει νόημα να ηρεμίσω. Η Τερψιχόρη έχει σταματήσει να κινείται και μας κοιτάζει.

«Και τι θέλετε ως αντάλλαγμα;» μας ρωτάει και ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του Ηρακλή.

«Αν αυτός είναι ο Θάνατος και εσύ η Ζωή τότε αυτό σημαίνει ότι εκείνος παίρνει και εσύ δίνεις. Σωστά;» Πού το πάει; «Αν αναστήσεις το δοχείο της αστραπής τότε θα σε βοηθήσουμε να πάρεις και τις δυνάμεις σου» της λέει ήρεμος και τείνει το χέρι του προς τη μεριά της. Είναι παλαβός! Θα κλείσουμε συμφωνία με τον Διάβολο αυτοπροσώπως! Ούτε οι ίδιοι οι δαίμονες δεν την ήθελαν εδώ μέσα! Γιατί να θέλουμε να τη βοηθήσουμε;

Η Τερψιχόρη το σκέφτεται και τελικά διστακτικά σφίγγει το χέρι του Ηρακλή.

«Σύμφωνοι!»

 Παρασκευή Γκύζη