Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 4)

Ορόρα

Η Ορόρα δεν θυμόταν να έχει σηκωθεί από το κρεβάτι της, ούτε ήξερε πως είχε βρεθεί μακριά από το δωμάτιό της μέσα στη μέση της νύχτας.

Περπατούσε στους σκοτεινούς διαδρόμους του κάστρου φορώντας το νυχτικό της, ακολουθώντας τη μαυροντυμένη φιγούρα που προπορευόταν αρκετά μέτρα μπροστά της. Ο φαρδύς μαύρος μανδύας της σερνόταν στο πάτωμα και τα μανίκια του ήταν αρκετά μακριά ώστε τα χέρια του να χάνονται μέσα στο ύφασμα, ενώ η κουκούλα του ήταν σηκωμένη κρύβοντας το πρόσωπο του. Η Ορόρα δεν ήξερε ποιος ήταν, ούτε καν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν άντρας ή γυναίκα, αλλά δεν ένιωθε την ανάγκη να της φωνάξει ή να ρωτήσει. Απλά ακολουθούσε.

Ο νυχτερινός αέρας έμπαινε μέσα από τα αψιδωτά παράθυρα κατά μήκος του διαδρόμου σπρώχνοντας προς τα πίσω τα λυτά μαλλιά της, αλλά η Ορόρα δεν μπορούσε να τον νιώσει πάνω στο δέρμα της. Ήταν περίεργο, αλλά σύντομα η σκέψη χάθηκε από το μυαλό της, όπως η άμμος κυλούσε και χανόταν μέσα από ένα κόσκινο. Η φιγούρα με τον μαύρο μανδύα έστριψε στα δεξιά του διαδρόμου και το ίδιο έκανε και εκείνη. Θα περίμενε κανείς πως θα ήταν δύσκολο να ακολουθήσει κάποιον που ήταν ντυμένος στα μαύρα μέσα στο σκοτάδι αλλά η νεαρή Ντρόγκομιρ μπορούσε να νιώσει την παρουσία του. Ήξερε πως έπρεπε να τον ακολουθήσει.


Η φιγούρα έστριψε ξανά και η Ορόρα την ακολούθησε σε έναν διάδρομο που της ήταν άγνωστος. Υπήρχαν πόρτες κατά μήκος και των δυο τοίχων του διαδρόμου που εκτείνονταν σε μια ατελείωτη σειρά. Κάθε πόρτα ήταν φτιαγμένη από βαρύ σκουρόχρωμο ξύλο που είχε πάνω του σκαλισμένες εικόνες και ρούνους, που της θύμιζαν τα σύμβολα έξω από την κρυφή σπηλιά όπου γινόντουσαν τα συμβούλια των Ημισελήνων, αλλά κάθε φορά που η Ορόρα προσπαθούσε να τα κοιτάξει καλύτερα τα μάτια της πονούσαν, αναγκάζοντάς την να αποστρέψει το βλέμμα της πριν προλάβει να ξεχωρίσει τις λεπτομέρειες.

Όλες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Τα βήματά τους δεν έκαναν κανέναν ήχο πάνω στο πάτωμα, καθώς προχωρούσαν στον διάδρομο. Δεν υπήρχαν πυρσοί ή παράθυρα, αλλά η Ορόρα μπορούσε να δει καθαρά τα πάντα γύρω της. Θα μπορούσαν να περπατάνε ολόκληρη τη νύχτα ή μονάχα μερικά λεπτά, ο χρόνος κυλούσε περίεργα σε εκείνον τον διάδρομο.

Ξαφνικά η φιγούρα με τον μαύρο μανδύα σταμάτησε και έστριψε το κεφάλι της προς τα αριστερά, στη μοναδική ανοιχτή πόρτα σε ολόκληρο τον διάδρομο. Έμεινε ακίνητη για μερικές στιγμές, σαν να περίμενε την Ορόρα να την προφτάσει, και μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή πριν την ακολουθήσει, το δωμάτιο σίγουρα δεν ανήκε στο κάστρο των Ντρόγκομιρ. Το πάτωμα ήταν ξύλινο και γυμνό, ενώ όλα στο κάστρο ήταν φτιαγμένα από πέτρα και μάρμαρο, καλυμμένα με παχιά χαλιά. Επίσης δεν υπήρχε τζάκι, κάτι που ήταν λογικό, αφού η θερμοκρασία είχε αυξηθεί δραματικά, αν και η Ορόρα εξακολουθούσε να μη μπορεί να την νιώσει. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό, αφήνοντας το απαλό αεράκι που έκανε τις κουρτίνες να κυματίζουν να μπει μέσα στο δωμάτιο. Τα έπιπλα ήταν λίγα και χωρίς πολλές διακοσμήσεις, μια ξύλινη ντουλάπα και μια ψηλή συρταριέρα, ένα τραπέζι με ένα βάζο με πολύχρωμα αγριολούλουδα και ένα μισοάδειο ποτήρι νερό που κάποιος είχε ξεχάσει, κι ένα βιβλίο ήταν ακουμπισμένο πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας στην άλλη πλευρά του δωματίου, ανοιχτό και αναποδογυρισμένο για να μη χαθεί η σελίδα.

Ο Ντέβαν και η Κίρα κοιμόντουσαν στο κρεβάτι, με τον Ραίγκαρ ανάμεσα τους. Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της Ορόρας μόλις τους αντίκρισε. Της είχαν λείψει τόσο πολύ! Πως είχαν βρεθεί εδώ;

«Ντέβαν!» φώναξε, αλλά ούτε ο αδελφός της, ούτε η Κίρα, ούτε το μωρό ξύπνησαν. Και ο ανιψιός της είχε αλλάξει, φαινόταν λιγάκι μεγαλύτερος. Κοιμόταν κολλημένος πάνω στη μητέρα του, ζητώντας τη ζεστασιά της. Η Ορόρα αμφέβαλλε αν είχε κοιμηθεί έστω και μια νύχτα μακριά της από τη μέρα που γεννήθηκε.

Ένα ρίγος τη διαπέρασε, ξαφνικά η παρουσία της μαυροντυμένης φιγούρας μέσα στο δωμάτιο είχε γίνει υπερβολικά έντονη. Η Ορόρα γύρισε το κεφάλι της και την είδε να στέκεται δίπλα στη συρταριέρα, ακίνητη σαν άγαλμα και απόλυτα σιωπηλή. Ήταν λες και συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το αλλόκοτο πλάσμα που ακολουθούσε τόση ώρα. Οι μικρές τριχούλες στα χέρια της σηκώθηκαν όρθιες. Πώς είχε βρεθεί εκεί; Πώς ήταν δυνατόν να βλέπει τον αδελφό της, όταν βρισκόντουσαν μίλια μακριά ο ένας από τον άλλο;

Η μαυροντυμένη φιγούρα σήκωσε το χέρι της και το ύφασμα του μανδύα έπεσε προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας λευκά σκελετωμένα δάχτυλα, κι η Ορόρα κάλυψε το στόμα της με το χέρι της για να καταπνίξει μια μικρή κραυγή. Ο σκελετός πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από ένα κολιέ που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο έπιπλο, χωρίς ωστόσο να το αγγίζει, και το ζαφείρι που κρεμόταν από την αλυσίδα εξέπεμψε μια ανεπαίσθητη λάμψη στο σκοτάδι. Χαμήλωσε το χέρι του και άρχισε να περπατάει προς το κρεβάτι όπου ο αδελφός της και η οικογένεια του κοιμόντουσαν γαλήνια, χωρίς να αντιλαμβάνονται τη φρίκη που παραμόνευε από πάνω τους. Η Ορόρα προσπάθησε να τους φωνάξει να ξυπνήσουν και να τρέξουν μακριά από τη μαυροντυμένη φιγούρα, που μόνο θάνατο και δυστυχία μπορούσε να σημαίνει, αλλά η φωνή της δεν έβγαινε. Τα πόδια της δεν υπάκουγαν, το σώμα της είχε μαρμαρώσει κι εκείνη μπορούσε μονάχα να παρακολουθεί, ανίκανη να κουνηθεί ή να αντιδράσει. Ο σκελετός πέρασε το χέρι του πάνω από το πρόσωπο του Ντέβαν και όλο το χρώμα στράγγισε από το δέρμα του αδελφού της. Η αναπνοή του έγινε ασταθής και δύσκολη, σαν να υπήρχε κάτι βαρύ πάνω στο στήθος του που τον εμπόδιζε να πάρει αέρα, όλο και πιο αργή μέχρι που σταμάτησε τελείως, και απέμεινε να κείτεται άψυχος δίπλα στην Κίρα και το παιδί τους.



Ξύπνησε ουρλιάζοντας. Ανακάθισε απότομα στο κρεβάτι, νιώθοντας στάλες κρύου ιδρώτα να κυλούν στην πλάτη της, και τις κουβέρτες να έχουν σχηματίσει ένα κουβάρι γύρω από τη μέση της. «Ήταν μόνο ένα όνειρο, ένας εφιάλτης που δε σήμαινε τίποτα « μουρμούρισε στον εαυτό της σαν να έλεγε μια προσευχή. Ήταν ακόμα βράδυ, και παρόλο που η Ορόρα δεν φοβήθηκε ποτέ της το σκοτάδι, έπρεπε να παραδεχθεί ότι θα ένιωθε καλύτερα αν είχε βγει το φως του ήλιου. Παραμέρισε τις υγρές τούφες των μαλλιών της που είχαν κολλήσει πάνω στους κροτάφους της και πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει την καρδιά της που βροντοχτυπούσε μέσα στο στήθος της.

Ήταν μόνο ένας εφιάλτης, επανέλαβε στον εαυτό της. Το μυαλό της της έπαιζε παιχνίδια, επειδή είχε πολλούς μήνες να τους δει και ανησυχούσε, αυτό ήταν όλο. Αλλά δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί, το γράμμα που της είχαν στείλει πριν από δεκαπέντε μέρες καθόταν ακόμα πάνω στο κομοδίνο της. Της έγραφαν για όλα τα μέρη που είχαν επισκεφτεί και πως σκεφτόντουσαν να επιστρέψουν σύντομα, πως κυνηγούσαν συνέχεια τον Ραίγκαρ που μπουσουλούσε σε ολόκληρο το σπίτι και έμπαινε κάτω από τα τραπέζια και τις καρέκλες, πως ήταν πολύ χαρούμενοι αλλά τους έλειπαν εκείνη και η Ντεσμέρα και πως είχαν αρχίσει να νοσταλγούν το σπίτι. Ορίστε, όλα ήταν μια χαρά. Όμως γιατί δεν μπορούσε να αποτινάξει την ανάμνηση του εφιάλτη;

Πέταξε τα σκεπάσματα στην άκρη και σηκώθηκε από το κρεβάτι, αφού ο ύπνος δεν αποτελούσε επιλογή. Ίσως μια βόλτα στους κήπους να την ηρεμούσε, ή τουλάχιστον να την κούραζε αρκετά ώστε να μπορέσει να ξανακοιμηθεί. Ήθελε να βγει στον καθαρό αέρα όσο πιο γρήγορα γινόταν, ωστόσο αφιέρωσε μερικά λεπτά για να ντυθεί, θα ήταν λίγο άβολο αν την έβλεπε κάποιος να τριγυρνάει στο κάστρο μόνο με το νυχτικό της στη μέση της νύχτας... Διάλεξε ένα απλό, λινό, καφέ φόρεμα με μανίκια μέχρι τους καρπούς, που έπεφτε χαλαρό πάνω στο σώμα της, χωρίς κορδόνια, κορσέ ή υπερβολικές στρώσεις ύφασμα για να φουσκώνει, άνετο και ευκολοφόρετο, το ίδιο που έβαζε και όταν πήγαινε για ιππασία. Έψαξε λίγο στο σκοτεινό δωμάτιο μέχρι να βρει που είχε αφήσει τις μπότες της και βγήκε έξω.

Ήταν μόνο ένα όνειρο, ήταν μόνο ένα όνειρο, ήταν μόνο ένα όνειρο...

Έπρεπε να σταματήσει να το σκέφτεται. Λίγο ακόμα και θα τρελαινόταν! Πέρασε από τον διάδρομο με τα πορτρέτα των Ντρόγκομιρ νιώθοντας τα ζωγραφισμένα μάτια τους καρφωμένα πάνω της. Την προστάτευαν ή την κατέκριναν; Τι θα της έλεγε η θεία Νάιρα αν ήταν εκεί; Άραγε θα την κατηγορούσε για τον θάνατο του Νάριαν όπως η Νερίσσα; Ο Κλάους δεν είχε πορτρέτο, η συγγενοκτονία ήταν το πιο έσχατο έγκλημα και δεν του άξιζε τέτοια τιμή.

Για μια στιγμή σκέφτηκε να πετάξει μέχρι το Νιέζντιελ για να βεβαιωθεί ότι ο αδελφός της ήταν καλά, αλλά η ιδέα ήταν ανόητη. Άλλωστε, δε μπορούσε να αφήσει τον πατέρα της. Αναστέναξε. Ακόμα δεν είχε σκεφτεί κάτι για να σταματήσει αυτή την τρέλα. Πώς σταματούσες έναν πόλεμο που ήταν έτοιμος να ξεσπάσει; Πώς εμπόδιζες κάποιον που ήθελε να πολεμήσει να το κάνει;

Το κεφάλι της άρχισε να πονάει, και η νεαρή Ντρόγκομιρ κατευθύνθηκε προς τη σκάλα για να κατέβει στους κήπους. Πάγωσε όταν αντίκρισε μια μαυροντυμένη φιγούρα να κατεβαίνει τις σκάλες και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από τον φόβο καθώς το όνειρο επαναλαμβανόταν στο μυαλό της. Μήπως είχε έρθει για τον αδελφό της;

Τα γρανάζια του μυαλού της άρχισαν να γυρίζουν ξανά, διαπιστώνοντας πως οι ψηλές κυνηγητικές μπότες από καφέ δέρμα ανήκαν στον Έντγκαρ. Κρύφτηκε γρήγορα στην άκρη του διαδρόμου πριν την αντιληφθεί. Ποιος θα της το 'λεγε ότι θα ένιωθε τόση ανακούφιση που έβλεπε τον ξάδελφό της;

Αμέσως όμως μόλις το σοκ υποχώρησε, αντικαταστάθηκε από περιέργεια. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο ξάδελφος της έβγαινε κρυφά τη νύχτα, για την ακρίβεια η Ορόρα γνώριζε πως ήταν ένα συχνό φαινόμενο. Το περίεργο ήταν πως εδώ και πάνω από ενάμισι χρόνο, ο Έντγκαρ επισκεπτόταν το ίδιο μικρό σπίτι στο Κάρχολντ. Και αν ήταν κάποιο από τα κακόφημα σπίτια της πόλης, η Ορόρα θα το καταλάβαινε, αλλά ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που πήγαινε ο ξάδελφός της ήταν μια νεαρή μοδίστρα. Μιας και ήταν ξεκάθαρο λοιπόν πως δε θα μπορούσε να ξανακοιμηθεί, και χρειαζόταν κάτι περισσότερο από μια βόλτα στους κήπους για να καθαρίσει το μυαλό της από εικόνες με πόρτες με περίεργα σκαλίσματα και σκελετούς, αποφάσισε να τον ακολουθήσει.

Τα βήματα της ήταν ελαφριά και αθόρυβα σαν γάτας, κάτι που την είχε εξυπηρετήσει πολλές φορές στο παρελθόν, και τα μάτια του δράκου έβλεπαν το ίδιο καλά στο σκοτάδι όσο και στο φως. Σχεδόν είχε μάθει τη διαδρομή απ' έξω από τις τόσες φορές που είχε ακολουθήσει κρυφά τον ξάδελφό της προσπαθώντας να καταλάβει τι το τόσο ξεχωριστό είχε αυτή η κοπέλα που τον έκανε να επιστρέφει συνέχεια σε εκείνη. Ανακάλεσε στο μυαλό της την ανάμνηση μιας μέρας, σχεδόν πριν από δυο χρόνια, που η περιέργεια της είχε υπερισχύσει και είχε αποφασίσει να χτυπήσει την πόρτα της κοπέλας, με την πρόφαση ότι ήθελε να ράψει μερικά νέα φορέματα. Η επίσκεψη την είχε αφήσει ακόμα πιο μπερδεμένη απ' ότι πριν, σίγουρα η κοπέλα ήταν χαριτωμένη, αλλά υπερβολικά ντροπαλή και συνεσταλμένη για τα γούστα του ξαδέλφου της...

Μπαίνοντας στην πόλη, ο Έντγκαρ βγήκε από τη διαδρομή που ακολουθούσε συνήθως, κατευθύνθηκε προς τα δυτικά και σταμάτησε μπροστά σε ένα μικρό διώροφο σπίτι από γκρίζα πέτρα, με φωτισμένα τα παράθυρα του κάτω ορόφου. Κρυμμένη στη σκιά ενός κοντινού κτιρίου, η Ορόρα παρακολούθησε τον ξάδελφο της να ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει μέσα στο σπίτι, κι ευθύς συνοφρυώθηκε. Καινούργια γυναίκα; Το σπίτι ήταν σχετικά μικρό αλλά άνετο, καμία σχέση με το σπίτι της μοδίστρας που είχε μονάχα δυο δωμάτια και φαινόταν έτοιμο να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή... Αλλά τι την ένοιαζε; Είχε μεγαλύτερες έννοιες από το με ποια κοιμόταν ο Έντγκαρ, για να μην αναφέρει πως ήταν ένα μεγάλο κομμάτι του προβλήματος που δημιουργούσε ο πατέρας της, αφού θα βρισκόταν στην πρώτη σειρά της μάχης μαζί με τον Αίρυς, ήταν σίγουρη, όμως ήξερε πως, αν επέστρεφε στο κάστρο, θα τρελαινόταν από την ανησυχία για τον αδελφό της. Ήταν τρομερό το πόση αναστάτωση μπορούσε να δημιουργήσει ένα όνειρο. Επίσης, ήταν περίεργη να μάθει επιτέλους τι σκάρωνε ο ξάδελφός της και προς τι όλη αυτή η μυστικοπάθεια.

Παραμέρισε κάθε σκέψη από το μυαλό της και βγήκε από την κρυψώνα της. Προτού προλάβει να το μετανιώσει, βρέθηκε στο κατώφλι του σπιτιού και χτύπησε την πόρτα. Δεν ήταν σίγουρη τι περίμενε να πετύχει με αυτό. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν πολύ κακή ιδέα, αλλά αφού ήταν ήδη εκεί...

Η πόρτα άνοιξε ελαφρώς, αποκαλύπτοντας τη μια πλευρά του προσώπου του Έντγκαρ. Μόλις το βλέμμα του εστίασε πάνω στην ξαδέλφη του, την άνοιξε διάπλατα και άρπαξε το χέρι της, τραβώντας τη μέσα στο σπίτι.

«Τι στις Εφτά Κολάσεις κάνεις εδώ;» απαίτησε να μάθει, με τις λέξεις να βγαίνουν τραχιές μέσα από τα δόντια του. Η Ορόρα προσπάθησε να θυμηθεί αν τον είχε ξαναδεί ποτέ τόσο -όχι απλά έξαλλο- τρελό από οργή - ήταν λιγάκι τρομαχτικό κι ας ήξερε πως σε μια μάχη θα ήταν αντάξια του.

«Θα μπορούσα να ρωτήσω το ίδιο» αντιγύρισε, παριστάνοντας ότι κοιτούσε τον χώρο γύρω της με ενδιαφέρον. «Τώρα αγοράζεις και σπίτια στις ερωμένες σου; Τουλάχιστον έχεις γούστο στη διακόσμηση»

«Σκάσε» γρύλισε. Το βλέμμα του ήταν άγριο και απειλητικό, σαν να ήταν έτοιμος να της επιτεθεί, και η Ορόρα ίσως να το πίστευε, αν δεν ήξερε πως δεν είχε τα κότσια να το κάνει. Όμως υπήρχε και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να διευκρινίσει: της θύμιζε τώρα την Κίρα, τον οργισμένο τρόπο με τον οποίο αντιδρούσε, όταν ένιωθε πως κάποιος απειλούσε τους ανθρώπους που νοιαζόταν...

«Έντ;» ακούστηκε μια σιγανή, γυναικεία φωνή από την κορυφή της σκάλας, κι ο Έντγκαρ στράφηκε βιαστικά προς την Ορόρα.

«Πρόσεξε τι θα πεις» την προειδοποίησε. «Θα σε σκοτώσω, το ορκίζομαι...» πρόσθεσε και σταμάτησε απότομα, καθώς μια μικροκαμωμένη κοπέλα κατέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε δίπλα στον Έντγκαρ, κοιτάζοντας με απορία την Ορόρα σαν να προσπαθούσε να καταλάβει τι έκανε αυτή η άγνωστη γυναίκα στο σπίτι της μια τόσο προχωρημένη ώρα. Ήταν η νεαρή μοδίστρα, η Ορόρα την αναγνώρισε αμέσως, αλλά… Μια στιγμή, το σπίτι ήταν δικό της; Προσπάθησε να βρει κάποιο σημάδι στο πρόσωπο της ότι την είχε θυμηθεί, αλλά μάταια. Τα καστανόξανθα μαλλιά της που είχαν το χρώμα του μελιού ήταν πιασμένα σε μια απλή πλεξούδα που έπεφτε μέχρι τη βάση της πλάτης της. Έδειχνε κουρασμένη και το δέρμα της ήταν λίγο πιο χλωμό απ' ο τι θα έπρεπε, έχοντας μια ελαφριά γκρίζα απόχρωση. Κάτι ήταν περίεργο στην όλη εικόνα, και η Ορόρα συνοφρυώθηκε καθώς προσπαθούσε να καταλάβει τι. Η επιλογή του φορέματός της ήταν επίσης περίεργη, απλό λευκό με μακριά μανίκια που άφηνε γυμνούς τους λεπτοκαμωμένους ώμους της, αλλά πολύ χαλαρό πάνω στο σώμα της και χωρίς κορσέ. Θυμόταν την Κίρα να φοράει κάτι παρόμοιο και να παραπονιέται πως η κοιλιά της είχε φουσκώσει τόσο που κανένα από τα ρούχα της δεν τη χωρούσε πια. Τότε, τα γαλανά μάτια της Ορόρας άνοιξαν διάπλατα και εστίασαν πάνω στο στομάχι της κοπέλας, πεπεισμένη ότι μπορούσε να διακρίνει τη φουσκωμένη καμπύλη της κοιλιάς της ακόμα και κάτω από το χαλαρό ύφασμα.


Ω, Έντγκαρ, τι έχεις κάνει;



Φαίη