Storm II (Κεφάλαιο 10)

Η Έμιλι και ο Μάικλ ακολουθούσαν προσεκτικά τον «Μάγο». Επιτέλους το αυτοκίνητό του σταμάτησε μπροστά από ένα ξενοδοχείο.

«Έμενε στο ίδιο ξενοδοχείο με εμένα» είπε σοκαρισμένη η Έμιλι.

Προσπέρασαν το σταματημένο αυτοκίνητο του «Μάγου» και έστριψαν σε ένα στενό λίγο πιο πέρα.

«Εδώ έμενες;»

«Όταν άφησα τα παιδιά να σε πάρουν και έφυγα έμενα εδώ».

«Τους άφησες να με πάρουν;» τη ρώτησε ξαφνιασμένος.

«Εννοείται πως εγώ τους άφησα».

«Γιατί το έκανες αυτό;»

«Πάμε» αποκρίθηκε η Έμιλι βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.

Ο Μάικλ βγήκε και αυτός από το αυτοκίνητο κλειδώνοντάς το. «Περίμενε» της φώναξε. «Δεν πρέπει να ενημερώσουμε τον πατέρα μου και την Αμάντα;»

«Μέχρι να αποφασίσουν αυτοί οι δυο, θα έχει φύγει. Αν θες να τους ενημερώσεις καν’ το. Εγώ θα πάω μόνη μου. Εξάλλου δε λογοδοτώ σε κανένα από τους δυο αρχηγούς».

Ο Μάικλ πήρε μια βαθιά ανάσα εκνευρισμένος και την ακολούθησε. «Αυτό θα μείνει στην ιστορία» σχολίασε γεμάτη ειρωνεία η Έμιλι μπαίνοντας στο λόμπι του ξενοδοχείου με τον Μάικλ δίπλα της.

«Ποιο πράγμα;» τη ρώτησε εκείνος.

«Ο Μάικλ Ντάνιελς κάνει κάτι που δεν ξέρει ο μπαμπάκας του».

«Θα προτιμούσα να μη μιλάω για τον Κρίστοφερ. Οι σχέσεις μας είναι λιγάκι τεταμένες τον τελευταίο καιρό».

«Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δε με ενδιαφέρει να ακούσω τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο “παράδεισος” της οικογένειας Ντάνιελς. Απλά ας πιάσουμε αυτόν τον μπάσταρδο».

Στο λόμπι τούς υποδέχθηκε ένας νεαρός.

«Γεια σου, Μάικλ» είπε εύθυμα.

«Γεια» αποκρίθηκε μπερδεμένος ο Μάικλ.

«Δε με θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο νεαρός. Ο Μάικλ χαμογέλασε.

«Όχι».

«Είμαι ο Άνταμ, ο γιος του Ντάρεν. Τι γυρεύεις εδώ;» Ο Μάικλ πλησίασε πιο κοντά στο γραφείο.

«Είμαστε σε παρακολούθηση» είπε χαμηλόφωνα.

«Ο νεαρός που μπήκε πριν λίγα λεπτά… Μπορείς να μας πεις σε ποιο δωμάτιο βρίσκεται;» είπε η Έμιλι. Ο Άνταμ κοίταξε τριγύρω του.

«Δεν μπορώ να σας βοηθήσω» είπε ανοίγοντας ένα ντουλαπάκι. «Συγγνώμη, αλλά δεν μπορούμε να δίνουμε πληροφορίες» προσέθεσε ακουμπώντας στον πάγκο το χέρι του φέρνοντάς το κοντά στον Μάικλ. «Πέμπτος όροφος, δωμάτιο 115. Με αυτό θα μπείτε μέσα. Ελπίζω να μη σας πιάσουν».

«Ευχαριστούμε» είπε ο Μάικλ παίρνοντας το κλειδί. Πήγαν στο ασανσέρ και το κάλεσαν. «Μπορούμε ακόμα να τους ενημερώσουμε» είπε ο Μάικλ. Η Έμιλι τον κοίταξε γεμάτη ειρωνεία.

«Σοβαρά τώρα δεν μπορείς να πάρεις πρωτοβουλία έστω και για μια φορά; Σε λίγους μήνες θα γίνεις δεκαοκτώ… Θα περιμένεις την έγκριση του πατερούλη σου;» Το ασανσέρ έφτασε και ο Μάικλ μπήκε μέσα.

«Θα μπεις;»

 

 

Φτάνοντας στον πέμπτο όροφο βγήκαν πολύ προσεκτικά.

«Πώς θα ξέρουμε αν βρίσκεται μέσα;» αναρωτήθηκε η Έμιλι.

«Δεν το ξέρουμε. Θα περιμένουμε».

«Και αν δε φύγει; Θα μείνουμε εδώ για πάντα; Μείνε εδώ» του απάντησε και έφυγε από τον χώρο του ασανσέρ.

Η Έμιλι πέρασε έξω από το δωμάτιο 115 και πλησίασε προς τις σκάλες. Ο Μάικλ βρέθηκε δίπλα της.

«Πώς είμαστε σίγουροι πως δε θα πάει από τις σκάλες;» Η Έμιλι γύρισε και τον κοίταξε.

«Πόσο φοβητσιάρης παίζει να είσαι;»

«Είναι κακό να σκέφτομαι πιθανά σενάρια;»

«Δε θα μπω καν στο κόπο να σχολιάσω αυτό που μόλις είπες».

Η πόρτα του 115 άνοιξε και ο «Μάγος» βγήκε γρήγορα.

«Μόλις βγήκα από το δωμάτιό μου. Σε λίγο θα είμαι εκεί»

Για καλή τους τύχη πλησίασε με βιαστικά βήματα προς το ασανσέρ και το κάλεσε.

«Ευχαριστημένος τώρα;» είπε ψιθυριστά η Έμιλι κοιτάζοντας τον Μάικλ.

Το ασανσέρ έφτασε, ο «Μάγος» μπήκε μέσα και χάθηκε πίσω από την πόρτα που έκλεισε γρήγορα. Η Έμιλι πλησίασε το δωμάτιο 115 κοιτάζοντας συνέχεια προς το ασανσέρ το οποίο όλο και κατέβαινε.

«Το κλειδί» του είπε χαμηλόφωνα. Ο Μάικλ πλησίασε κοιτάζοντας φοβισμένος το ασανσέρ που κατέβαινε. «Το κλειδί, ηλίθιε!» του είπε εκνευρισμένη αρπάζοντάς το τελικά από το χέρι του.

Ξεκλειδώνοντας την πόρτα πάτησε το διακόπτη και τα φώτα άναψαν αποκαλύπτοντας ένα πολυτελές δωμάτιο. Ο Μάικλ μπήκε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

«Σε τέτοιο δωμάτιο έμενες και εσύ;» ρώτησε την Έμιλι κοιτάζοντας έκπληκτος τριγύρω του.

«Περίπου. Το δικό μου ήταν σαφώς μικρότερο και ευτυχώς για εμένα σε άλλο όροφο. Αλλά σταμάτα να χαζεύεις το δωμάτιο και ψάχνε».

«Δε νομίζεις ότι θα καταλάβει πως κάποιος μπήκε και έψαξε στο δωμάτιό του;»

«Δε σου είπα να κάνουμε το δωμάτιο να μοιάζει σαν βομβαρδισμένο… Ό,τι ψάχνεις θα το τακτοποιείς. Εγώ αναλαμβάνω την ντουλάπα και τα συρτάρια. Εσύ αναλαμβάνεις όλα τα υπόλοιπα».

«Γιατί εσύ την ντουλάπα και τα συρτάρια;»

«Γιατί εγώ θα τα ψάξω με διακριτικό τρόπο ενώ εσύ θα βάλεις την τεράστια χερούκλα σου και θα τα κάνεις όλα χάλια. Ξεκίνα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο».

Ο Μάικλ εξαφανίστηκε στο μπάνιο όπου άρχισε να ψάχνει όσο πιο διακριτικά μπορούσε, βάζοντας όλα τα πράγμα στη θέση τους. Η Έμιλι έτρεξε στην ντουλάπα. Τα ρούχα του «Μάγου» ήταν πανάκριβα. Δε βρήκε τίποτα όμως σε καμία από τις τσέπες των παντελονιών του. Έκλεισε την ντουλάπα γρήγορα αφού πρώτα έβαλε τα ρούχα στην προηγούμενη τους θέση. Έτρεξε μέσα στο υπόλοιπο δωμάτιο και έψαξε τα συρτάρια του κομοδίνου. Το υπέρδιπλο κρεβάτι βρισκόταν στη γωνία του δωματίου.

Έμς, μην κάτσεις στο κρεβάτι, είπε στον εαυτό της που για μια στιγμή σκέφτηκε να καθίσει στο κρεβάτι για να ξεκουραστεί.

Ο Μάικλ βγήκε βιαστικά από το μπάνιο.

«Δεν υπάρχει κάτι στο μπάνιο. Έψαξα κάθε γωνία του… Εσύ βρήκες κάτι;»

«Μπα! Έψαξα κάθε σπιθαμή αυτού του δωματίου. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο για το πού μπορεί να βρίσκεται αυτό το καταραμένο κρησφύγετό τους».

«Έλα. Ώρα να φύγουμε». Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα απογοητευμένη.

«Ναι… Πάμε»

Ήταν έτοιμοι να πάνε στον διάδρομο που οδηγούσε στην πόρτα όταν την άκουσαν να ανοίγει. Ήταν εκείνος! Μιλούσε στο τηλέφωνο βιαστικά. Η Έμιλι κοίταξε τον Μάικλ τρομοκρατημένη.

«Κάτω από το κρεβάτι» της ψιθύρισε ψύχραιμα.

Ευτυχώς που είχε προνοήσει και είχε βγάλει τα τακούνια της. Σύρθηκε κάτω από το κρεβάτι και ακούμπησε στον τοίχο, ενώ ο Μάικλ βρέθηκε γλίστρησε απαλά κολλώντας πάνω της. Η Έμιλι σήκωσε λιγάκι το κεφάλι της προσπαθώντας να κοιτάξει, αλλά το μακρύ σεντόνι κάλυπτε το κενό που είχε το κρεβάτι. Ο Μάικλ έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζοντας πίσω του όταν τελικά γύρισε για να αντικρίσει την Έμιλι. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει, αλλά ήταν τόσο κοντά της! Τελευταία φορά που βρέθηκαν τόσο κοντά ήταν το βράδυ που την είχε βγάλει αναίσθητη από το φλεγόμενο αυτοκίνητο που είχε κλέψει.

Δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν μπορεί να φωνάξει ή να πει κάτι γιατί θα μας ακούσει εκείνος, σκέφτηκε κοιτάζοντας το πρόσωπό της.

Έφερε το σώμα του πιο κοντά στο δικό της. Τώρα τα δυο σώματα ήταν εντελώς το ένα κολλημένο στο άλλο. Η Έμιλι τον κοίταξε αναστατωμένη.

Τι στον διάολο κάνει; σκέφτηκε. Εδώ κινδυνεύουμε και αυτός το χαβά του.

Ο Μάικλ έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της και χάιδεψε τρυφερά το μάγουλό της. Δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Της είχε λείψει. Ο Μάικλ τής είχε λείψει. Ο τρόπος που την κοιτούσε, η επίδραση που είχε το άγγιγμά του. Το μέτωπό του άγγιξε το δικό της και έμεινε εκεί. Νιώθοντας την ακανόνιστη ανάσα της να χαϊδεύει το πρόσωπό του. Ήθελε να ζήσει αυτά τα δευτερόλεπτα καθώς δε θα κρατούσαν για πολύ.

Ο «Μάγος» βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας τα φώτα πίσω του.

Ο Μάικλ περίμενε περίπου για δυο λεπτά και βγήκε αθόρυβα. Η Έμιλι βγήκε ανακουφισμένη κάτω από το κρεβάτι χωρίς να μιλήσει. Φόρεσε τα τακούνια της και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο καλώντας το δεύτερο ασανσέρ. Μπήκε μέσα πατώντας το κουμπί βιαστικά. Ο Μάικλ πρόλαβε και μπήκε λαχανιασμένος.

Ήταν εκνευρισμένη. Προσπαθούσε να παραμείνει ήρεμη για να μην κάνει κακό σε κανέναν.

Ηρέμησε, Έμς, είπε στον εαυτό της. Δε σε παίρνει να κάνεις κακό σε κανέναν άλλο.

Βγήκε από το ασανσέρ όσο πιο γρήγορα μπορούσε αγνοώντας τον Μάικλ που φώναξε το όνομά της. Βγήκε από το λόμπι του ξενοδοχείου και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο.

«Έμιλι, περίμενε!» της φώναξε. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει στο σπίτι της, να ξεκουραστεί και να συνεχίσει να ψάχνει για την Ντέμυ. «Το ξέρω πως ήθελες να σε φιλήσω» της φώναξε ακολουθώντας τη σχεδόν τρέχοντας. Η Έμιλι σταμάτησε απότομα γεμάτη θυμό. Πόσο ψωνάρα παίζει να είναι; αναρωτήθηκε αγανακτισμένη. Ο Μάικλ βρέθηκε δίπλα της και έβαλε τα χέρια του απαλά στα μπράτσα της. «Το κατάλαβα από τον τρόπο που ανεβοκατέβαινε το στέρνο σου, από τον ρυθμό της αναπνοής σου… Θέλεις να σε φιλήσω… Θέλω να σε φιλήσω… Απλά… Σταμάτα να λες ψέματα και στους δυο μας. Σε παρακαλώ» της ψιθύρισε.

Η Έμιλι γύρισε για να τον αντικρίσει. Σήκωσε το κατεβασμένο του κεφάλι και του έριξε το πιο δυνατό χαστούκι που είχε δώσει ποτέ της.

«Αι στο διάολο, Μάικλ». Αποφάσισε πως ήθελε να γυρίσει με τα πόδια. Ο Μάικλ έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σοκαρισμένος με το χέρι του ακουμπισμένο στο σαγόνι του.

«Πού πας;» της φώναξε βγαίνοντας από το σοκ.

«Σπίτι» του απάντησε ξερά.

«Με τα πόδια;»

«Ναι! Έχεις κάποιο πρόβλημα;» του φώναξε.

«Είναι μια το βράδυ, έχουμε γυρίσει από ένα κλαμπ και εσύ θες να πας στη διπλανή πόλη περπατώντας οκτώ χιλιόμετρα. Δεν πρόκειται να φτάσεις ποτέ». Η Έμιλι γύρισε αγανακτισμένη για να τον κοιτάξει.

«Και τι μου προτείνεις, Ντάνιελς; Να μπω μαζί σου στο αυτοκίνητο; Ήρθες μαζί μου για παρακολούθηση, ηλίθιε, και το μόνο που έκανες ήταν να ψάχνεις αφορμή για να με στριμώξεις στη γωνία. Το ελεεινό και τιποτένιο μυαλό χρυσόψαρου που έχεις στο κρανίο σου έχει μάλλον ξεχάσει πως αντιμετωπίζουμε μια σοβαρή απειλή και το μόνο που σκέφτεσαι είναι το σεξ. Προτιμώ να πάω με τα πόδια παρά να μπω στο ίδιο αυτοκίνητο με ένα ανώριμο».

«Συγγνώμη» της φώναξε. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμίσει. «Δεν ξέρω τι να κάνω».

«Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα».

«Δεν είναι μόνο δικό μου, Έμιλι. Δεν ξέρω τι να κάνω μαζί σου. Αυτό είναι το πρόβλημά μου. Δεν μπορώ να μας εγκαταλείψω τόσο εύκολα όσο και να το θες. Κάθε μέρα βλέπω στο βλέμμα σου πως δε θες να είσαι Σκοτεινή. Βασανίζεσαι και αυτό με σκοτώνει».

«Αυτό είναι το τίμημα όταν κάνεις κάτι κακό, Μάικλ. Αλλά δεν είναι δικό σου βάρος για να το κουβαλήσεις».

«Κι όμως είναι. Είσαι Σκοτεινή εξαιτίας μου».

«Είμαι Σκοτεινή επειδή εγώ δεν μπόρεσα να ελέγξω τον εαυτό μου. Δεν μπορώ να μοιραστώ το βάρος μου με κανέναν. Πρέπει να μείνετε όλοι μακριά μου».

«Δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψω, Έμιλι. Μην ξεχνάς πως είμαι πεισματάρης. Απλά… Μπες στο αυτοκίνητο. Δεν πρόκειται να κάνω κάτι».

«Εντάξει. Αλλά για καλό και για κακό θα κάτσω πίσω».

«Εντάξει».

 

 

 

Ήταν πάρα πολύ κουρασμένη. Για αυτό και δεν κατάλαβε πότε αποκοιμήθηκε. Ο Μάικλ το κατάλαβε λιγάκι αργά γιατί οδηγούσε κοιτάζοντας μόνο μπροστά. Είχε σταματήσει έξω από το σπίτι της όταν τελικά κοίταξε στον καθρέπτη.

«Έμς, φτάσαμε στο…»

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Κάθισε για λίγα δευτερόλεπτα κοιτάζοντας την να κοιμάται. Τόσο ήρεμη. Τόσο εύθραυστη. Βγήκε αθόρυβα από το αυτοκίνητο και πήγε στην πόρτα δίπλα της. Την πήρε στην αγκαλιά του σαν μωρό και πήγε αργά και σταθερά προς το σπίτι της. Χτύπησε το κουδούνι και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ο πατέρας της εμφανίστηκε στο κατώφλι.

«Αποκοιμήθηκε στο αυτοκίνητο. Δεν είναι μεθυσμένη… Το ορκίζομαι» ψιθύρισε τον πατέρα της.

«Πέρνα μέσα» του είπε.

Ανέβηκε στο δωμάτιό της ακολουθώντας τον πατέρα της. Την ξάπλωσε απαλά στο κρεβάτι της βγάζοντας τα τακούνια από τα πόδια της και τη σκέπασε με το αραχνοΰφαντο λευκό σεντόνι.

Κατέβηκε αθόρυβα προς την είσοδο.

«Βρήκατε τίποτα;» ρώτησε ο Τζόρτζ.

«Όχι, δυστυχώς».

«Την αγαπάς πολύ, έτσι δεν είναι;» Ο Μάικλ έμεινε παγωμένος για λίγα δευτερόλεπτα.

«Εδώ είναι το σημείο όπου μου απαντάς ναι, Ντάνιελς» τον τρόλαρε ο Τζόρτζ.

«Ναι» είπε εντελώς φοβισμένος ο Μάικλ.

«Καλώς… Γιατί αν την πληγώσεις θα πρέπει να αλλάξεις πλανήτη». Ο Μάικλ έμεινε για ακόμα μια φορά παγωμένος. «Χαλάρωσε, Μάικλ. Σε δουλεύω».

«Καληνύχτα, κύριε Τόμσεν»

Ο Μάικλ επέστρεψε στο αυτοκίνητό του. Προσπαθούσε να καταλάβει αν έγιναν όντως όλα αυτά. Μέσα σε μια μέρα. Όλα αυτά έγιναν σε μια μέρα.

Δεν μπορώ να την κρατήσω άλλο εδώ, σκέφτηκε. Υποσχέθηκα πως θα την κρατήσω ασφαλή. Πρέπει να την πάρω από εδώ. Πρέπει να φύγουμε!   

Rene Rafael