Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 24)

Το χέρι της Εχεκράτειας περιμένει υπομονετικά και με ευλάβεια την ανταπόκριση της Χρυσηίδας. Το κορίτσι στην αρχή την κοιτάζει τρομαγμένη, αλλά μετά το βλέμμα της γίνεται ανέκφραστο, σαν να μαγεύτηκε ξαφνικά από κάτι. Σαν κάποιος να της πήρε το μυαλό. Με αργές κινήσεις, ξεκολλάει πάνω από το σώμα μου και πλησιάζει την Εχεκράτεια. Σηκώνει το χέρι της να την υποδεχτεί. Εγώ δεν κουνιέμαι. Μόνο βλέπω. Δεν μπορώ να κουνηθώ! Απλώς δεν μπορώ. Δεν ξέρω τι συμβαίνει αλλά νιώθω τόσο αδύναμος που με το ζόρι αναπνέω. Το ίδιο φαίνεται να έχει πάθει και ο Ηρακλής, καθώς ούτε καν το βλέμμα του δεν μπορεί να σηκώσει.

«Μortem!» ακούγεται σαν κουδούνι μέσα στα αυτιά μου η φωνή της Spero από την άλλη άκρη της αίθουσας. Σαν ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με χτυπάει και με ταρακουνάει. Η δίνη απραξίας και ανικανότητας εξαφανίζεται από πάνω μου και μπορώ και πάλι να κουνηθώ. Κοιτάζω ταραγμένος τη Spero. Προσπαθεί νασταθεί στα πόδια της καθώς έχει επανέλθει στην κανονική της μορφή. Το δεξί της φτερό φαίνεται σπασμένο, όπως και το δεξί της χέρι, που με κόπο κρατάει κολλημένο πάνω στο σώμα της. Το βλέμμα της είναι ανήσυχο, σχεδόν νιώθω να με παρακαλεί να κάνω κάτι. Και την επόμενη στιγμή κάνω. Αρπάζω το κορίτσι από το μπράτσο και την τραβάω μακριά από την Εχεκράτεια. Τσιρίζει. Τρέχω με όλη μου τη δύναμη και χτυπάω την ασπίδα από το χέρι του Ηρακλή, η οποία εκσφενδονίζεται μερικά μέτρα μακριά μας. Το φως που μας προστάτευε σπάει.

Δεν ξέρω τι να κάνω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να φύγω μακριά της. Πρέπει να φύγω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Γιατί αλλιώς θα χαθώ. Και μαζί μου και η Χρυσηίς. Δεν κοιτάζω πίσω μου. Παρά μόνο ακούω. Η εξαγριωμένη κραυγή της Εχεκράτειας κάνει ολόκληρο τον κόσμο να τραντάζεται. Πέτρες πέφτουν παντού γύρω μας καθώς η αίθουσα αρχίζει να καταστρέφεται.


«Mortem! Τις πύλες!» ακούω τη Spero μέσα στο κεφάλι μου.

«Μα δεν μπορούμε να την αφήσουμε να πάει στους ουρανούς! Είναι πολύ επικίνδυνο για όλους!» της απαντάω καθώς τρέχω και κοιτάζω πίσω μου, για να δω εάν με πλησιάζει η Εχεκράτεια. Αλλά δε βρίσκεται πουθενά. Πού στο καλό πήγε;

«Mortem, πρόσεχε!» ακούω τον Ηρακλή να φωνάζει και τελευταία στιγμή σταματάω σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο της Εχεκράτειας.

Τα μάτια της είναι τόσο μαύρα που κάνουν την ψυχή μου να μαυρίζει. Η ενέργεια που βγάζει μου σκίζει τη σάρκα και η καρδιά μου διαλύεται βλέποντας την πανέμορφη ύπαρξή της σε αυτή την κατάσταση. Αλλά δεν είσαι εσύ. Δεν είσαι εσύ η κοκκινομάλλα μου και αυτό πρέπει να το βάλω καλά στο μυαλό μου. Η Εχεκράτεια χάθηκε μια για πάντα. Και αυτό εξαιτίας μου...

Συγχώρεσέ με...

Συγχώρεσέ με...

Για δύο δευτερόλεπτα απλώς ο ένας κοιτάζει τον άλλον. Αμέσως μετά... Πόνος...

Τα χέρια μου παραλύουν και το κορίτσι πέφτει απότομα στο άγριο έδαφος. Νιώθω ένα ένα τα κόκαλά μου να σπάνε, αλλά δε βγαίνει ούτε λέξη από μέσα μου. Το στόμα μου ανοίγει σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φωνάξω αλλά είναι αδύνατο να ανταποκριθώ σε αυτό που νιώθω...

«Mortem! Άνοιξέ την!» φωνάζει ξανά η Spero και αρχίζω να χάνω τις αισθήσεις μου.

Βάζω την τελευταία σταγόνα της δύναμής μου για να ανοίξω τις πύλες. Ένα τεράστιο φως έρχεται από πίσω μου όπου και άνοιξε το πηγάδι που συνδέει τους δύο κόσμους και ο δικός μου κόσμος χάνεται. Έτσι απλά. Τα μάτια μου κλείνουν και γονατίζω μπροστά στην όψη της Εχεκράτειας. Καθώς τα μάτια μου κλείνουν βλέπω για τελευταία φορά την όψη της. Ούτε καν με κοιτάζει. Απλώς προσπερνάει τον αδύναμο σωρό μου και φεύγει... Ο πόνος σταματά. Και νιώθω ήρεμος. Νιώθω γαλήνη και μια δυνατή δροσιά στη βάση της σπονδυλικής μου στήλης. Γιασεμί... Το άρωμά της πάντα θα βρίσκεται μέσα μου. Το άρωμά της είναι αυτό που θα πάρω μαζί μου. Θα το κρατάω στα χέρια μου, στις σκέψεις μου, και θα κρατάω εκείνη.

«Δεν πιστεύω αυτό που κάνεις!» ακούω μια θυμωμένη φωνή πίσω μου. Το κρύο με κάνει να ανατριχιάζω, αλλά γυρνάω να κοιτάξω από πού έρχεται η φωνή αυτή. Είναι η Τερψιχόρη και έρχεται γεμάτη θυμό με γοργό βήμα προς το μέρος μου.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» της λέω με το ζόρι καθώς νιώθω αδύναμος.

«Σε σώζω ηλίθιε!» μου απαντάει και πάει να με χτυπήσει στο στέρνο. Της πιάνω το χέρι με δύναμη.

«Όχι» τη σταματάω απότομα και ξαφνιάζεται.

«Τι λες;» λέει μπερδεμένη. «Είσαι τρελός! Πεθαίνεις!» μου φωνάζει και τραβάω το χέρι της μακριά μου.

«Το ξέρω. Η αποστολή μου έφτασε στο τέλος της». Το βλέμμα της με καρφώνει. Είναι σχεδόν αηδιασμένη από τα λόγια μου.

«Η αποστολή σου; Η αποστολή σου δε θα τελειώσει ποτέ όσο υπάρχει ζωή, ανόητε!» μου λέει και κάνει ένα βήμα πίσω.

«Κουράστηκα» της λέω απηυδισμένα και τη νιώθω να χαλαρώνει κάπως.

«Άκουσέ με... Μπορούμε να τη σώσουμε... Αλλά δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου...» μου λέει και με ακουμπάει στον ώμο. Σηκώνω το βλέμμα μου και την κοιτάζω μπερδεμένος. «Έχει χαθεί... Και μόνο εσύ μπορείς να τη βρεις... Εγώ θα σε βάλω μέσα. Εσύ όμως είσαι που θα τη φέρεις πίσω». Τα μάτια μου για μια στιγμή τρεμοπαίζουν και νιώθω μια φλόγα να βγαίνει μέσα από την καρδιά μου. Ένα οξύς πόνος στο στήθος με αποσπά. Κοιτάζω το στέρνο μου και μετά την Τερψιχόρη καθώς ένα φως βγαίνει από μέσα μου.

«Τι μου συμβαίνει;» τη ρωτάω τρομαγμένος.

«Βρήκες πάλι λόγο να ζεις. Να τα παρατάς και να φεύγεις είναι εύκολο. Να επιστρέφεις στη μάχη για να κερδίσεις είναι το δύσκολο. Τα λέμε, φίλε μου» μου απαντάει με ένα γαλήνιο βλέμμα και όλα σκοτεινιάζουν.

Ο πόνος επιστρέφει. Γιατί να κρατάει τόσο λίγο αυτή η ηρεμία; Γιατί πολύ απλά να μην τα αφήσω όλα πίσω μου; Δε θα ξεφύγω ποτέ από αυτόν τον Γολγοθά; Πόνος και ένα δυνατό «κρακ» με κάνουν να πεταχτώ και να ουρλιάξω από τους πόνους. Ανοίγω διάπλατα τα μάτια μου και βλέπω στο πλευρό μου τον Ηρακλή και την Τερψιχόρη. Το κεφάλι μου κρατάει η Χρυσηίς. Η Τερψιχόρη βάζει τα κόκαλά μου πίσω στη θέση τους και ο Ηρακλής με τη σειρά του ένα προς ένα τα γιατρεύει. Άλλο ένα σπάσιμο πάει στη θέση του και νιώθω σαν να με κόβουν στα δύο.

«Κάνε λίγη υπομονή. Σχεδόν τελείωσα» μου λέει η Τερψιχόρη και γυρνάει με δύναμη το γόνατό μου. «Μας κατά τρόμαξες» συμπληρώνει. Νιώθω τον ιδρώτα μου να τρέχει ποτάμι σε όλο μου το σώμα.

«Σε ευχαριστώ...» καταφέρνω να της πω και της πιάνω το χέρι.

«Εγώ δεν έκανα τίποτα. Μόνος σου επέστρεψες τελικά» μου λέει και βάζει ένα ακόμα οστό στη θέση του.

Κοιτάζω γύρω μου και αυτό που αντικρίζω με τρομάζει. Η πύλη είναι ακόμα ανοικτή καθώς δαίμονες και άγγελοι μπαινοβγαίνουν σε έναν ατελείωτο πόλεμο. Φως έρχεται από πάνω καθώς προσπαθούμε να περιορίσουμε την εισβολή των δαιμόνων στους ουρανούς. Στο κέντρο της αίθουσας όλοι οι άρχοντες των ουρανών, εκτός εμού και του Ηρακλή, έχουν μαζευτεί γύρω από την Εχεκράτεια. Εκείνη βρίσκεται στο έδαφος ακινητοποιημένη από τα άκρα της και χτυπιέται ολόκληρη για να απελευθερωθεί. Οι υπόλοιποι γύρω της έχουν σχηματίσει έναν κύκλο με τις ενέργειές τους και τέσσερις χρυσές κορυφές. Ενεργειακές αλυσίδες κρατάνε τα πόδια και τα χέρια της Εχεκράτειας και το βλέμμα της Spero πέφτει πάνω μου.

«Κάντε γρήγορα! Δεν μπορούμε να την κρατάμε για πολύ ακόμα!» φωνάζει η Spero στην Τερψιχόρη και εκείνη, με τη βοήθεια του Ηρακλή, με σηκώνουν.

«Είσαι έτοιμος;» μου λέει η Τερψιχόρη μέσα στο κεφάλι μου.

«Τι πρέπει να κάνω;» της λέω μπερδεμένος.

«Απλώς άφησέ με να σε οδηγήσω εκεί. Μετά μόνο εσύ ξέρεις τι πρέπει να κάνεις...» μου απαντάει ήρεμη αλλά δεν είμαι σίγουρος για το τι θα συμβεί. Και εάν δεν καταφέρω να τη βρω; Και εάν δημιουργήσω μεγαλύτερο πρόβλημα από ότι τώρα; Τι θα συμβεί τότε;

Φτάνουμε κοντά στη Spero και ο Ηρακλής με βοηθάει να πάω στο πλευρό της Εχεκράτειας, καθώς η Τερψιχόρη βρίσκεται από την άλλη μεριά του σώματός της. Μια σφαίρα πάγου δημιουργείται γύρω μας και μας απομονώνει από το περιβάλλον. Οι αλυσίδες όμως δε χάνονται. Κρατάνε ακόμα γερά οι υπόλοιποι. Δεν επαναπαύονται. Έχει ησυχία. Είχα ξεχάσει πόσο πολύτιμη είναι η ησυχία. Το μόνο που ακούγεται είναι οι φωνές της Εχεκράτειας που προσπαθεί να απελευθερωθεί. Κι όμως. Έχει ησυχία...

Η Τερψιχόρη δε χάνει λεπτό και κλείνει τα μάτια της για να συγκεντρωθεί. Μια δροσερή, ευχάριστη μυρωδιά μαζί με αίσθηση ηρεμίας μαγνητίζεται γύρω μας. Απλώνει τα χέρια της προς το μέρος μου και παίρνει μια βαθιά ανάσα.

«Ό,τι και εάν συμβεί, όταν τη βρεις, μην την αφήσεις να φύγει. Γιατί η αστραπή προσπαθεί να τη θάψει μακριά, για να γίνει εκείνη κυρίαρχος του σώματός της». Τι; Δηλαδή η ίδια η αστραπή είναι εκείνη που προσπαθεί να μας καταστρέψει; Μα υποτίθεται ότι είναι θεϊκό όπλο… «Τα όπλα δημιουργούνται για να καταστρέψουν. Υπακούν μόνο στον αφέντη τους. Δεν είναι κακό το όπλο. Απλώς κάνει αυτό για το οποίο δημιουργήθηκε. Καταστρέφει. Σε παρακαλώ... Δεν έχουμε χρόνο. Εγώ δεν μπόρεσα να τη βρω και ιδού τα αποτελέσματα...» μου λέει και περιμένει να κρατήσω τα χέρια της.

Κοιτάζω την Εχεκράτεια που προσπαθεί ακόμα ακάθεκτη να απελευθερωθεί. Οι αστραπές που βγαίνουν με ορμή από μέσα της απορροφούνται από τις αλυσίδες στα άκρα της και δε μας κάνουν κακό. Για μια στιγμή διστάζω. Την επόμενη στιγμή όμως πιάνω τα χέρια της και μια δίνη θανάτου με τραβάει μέσα της. Το κεφάλι μου γυρίζει σαν τρελό και μου έρχεται να κάνω εμετό από την άσχημη αυτή αίσθηση. Ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι μέσα σε ένα άπειρο κενό. Σε ένα άπειρο μαύρο. Στα πόδια μου υπάρχει νερό το οποίο μέσα στον μαύρο αυτό χώρο έχει πάρει και εκείνο το ίδιο χρώμα.

Ακούω πίσω μου κάτι να σχίζει το νερό και κοιτάζω να δω τι είναι. Αλλά δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Όπου και να κοιτάξω, ο ήχος βρίσκεται πάντα πίσω μου. Όσους κύκλους και να κάνω κάτι θα υπάρχει πάντα πίσω μου που δε θα βλέπω. Παρά μόνο θα ακούω. Η επαναλαμβανόμενη στιγμή με τρομάζει και με κάνει να χάνω τη λογική μου. Ένα άγγιγμα στον ώμο με κάνει να πεταχτώ μακριά με ένα μόνο πήδημα, έτοιμος για μάχη.

«Ηρέμησε. Εγώ είμαι. Μείνε κοντά μου» μου λέει και έρχεται σιγά σιγά προς το μέρος μου η Τερψιχόρη.

Με προσπερνάει και συνεχίζει να περπατάει ευθεία. Πώς ξέρει πού να πάει; Δεν υπάρχει τίποτα απολύτως εδώ που να μας δείχνει ότι υπάρχει δρόμος. Ή κάτι τέλος πάντων. Φαίνεται σαν ένα τίποτα. Σαν να είμαστε παγιδευμένοι μέσα στο τίποτα.

«Τσ!» ακούω τον ενοχλημένο ήχο που βγάζει η Τερψιχόρη καθώς προσπαθεί να βρει μια άκρη.

«Τι έγινε;» τη ρωτάω.

«Σκέφτεσαι πολύ δυνατά. Σταμάτα!» μου λέει εκνευρισμένη και μετά από μερικά βήματα σταματάει απότομα. «Ώστε εδώ ήσουν;» λέει σε κάτι ή κάποιον και προσπαθώ να βρω πού ακριβώς απευθύνεται.

Το νερό αρχίζει και τρεμοπαίζει και μέσα από το σκοτάδι ένα γρύλισμα έρχεται. Μια αίσθηση θανάτου περικυκλώνει την ατμόσφαιρα και ο όψη της Τερψιχόρης αλλάζει. Βγάζει έξω τα παγωμένα της φτερά και το ξίφος της. Παίρνει θέση μάχης και προετοιμάζομαι και εγώ αναλόγως. Τα φτερά μου παίρνουν φωτιά και πάω να τραβήξω το δρεπάνι από την πλάτη μου, αλλά η Τερψιχόρη με σταματάει.

«Από εδώ και πέρα είσαι μόνος σου. Αυτό θα το αναλάβω εγώ» μου λέει χωρίς να πάρει δευτερόλεπτο τα μάτια της από το κενό.

Μέσα από το σκοτάδι μια τεράστια φιγούρα ξεπροβάλει και το νερό ταράζεται όλο και πιο πολύ καθώς μας πλησιάζει. Η μορφή του σιγά σιγά εμφανίζεται και ένα τεράστιο τέρας διαγράφεται μπροστά μας. Ένα κτήνος με τρία κεφάλια σκύλου, σώμα λιονταριού και ουρά φιδιού, γεμάτο επιθετικότητα μας κοιτάζει απειλητικά. Κέρβερος; Είναι δυνατόν να υπάρχει αυτό το πλάσμα;

«Ακριβώς από πίσω του βρίσκεται μια πύλη. Μπες μέσα και φύγε».

«Μα...»

«Μη σε νοιάζει. Είμαστε παλιοί φίλοι εμείς. Ε, σκυλάκι;» Με διακόπτει και στο τέλος απευθύνεται στον Κέρβερο. Εκνευρισμένος αρχίζει και γαυγίζει και είναι έτοιμος να μας επιτεθεί. «Φύγε!» φωνάζει και ο μεγαλόσωμος σκύλος κάνει την κίνησή του.

Τρέχω μακριά τους και κοιτάζω πίσω μου για να δω εάν η Τερψιχόρη είναι καλά. Αλλά αποστρέφω ξανά το βλέμμα μου. Είναι δυνατή. Θα τα καταφέρει. Στον ορίζοντά μου βλέπω μια κόκκινη πύλη. Σαν να είναι βαμμένη με αίμα. Χωρίς δεύτερη σκέψη την ανοίγω τρέχοντας και το επόμενό μου βήμα είναι η πτώση. Δεν υπάρχει τίποτα. Πέφτω στο κενό.

Παρασκευή Γκύζη