Λαμπρινή
Η Λαμπρινή έμεινε μόνη της. Μετά την Drite, έφυγε και ο Φάνης. Ο κακόμοιρος, σκέφτηκε, φαινόταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Έτριψε τον λαιμό της και έμεινε σκεφτική, προβληματισμένη. Η μορφή του πατήρ Θεόκλητου δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της. Αυτό ο άνθρωπος είχε μπει για τα καλά στη ζωή της, καταφέρνοντας να γαληνέψει την τρικυμία στην ψυχή της. Στα μάτια της φάνταζε ο σωτήρας της, ο μόνος σωτήρας.
Ήταν πάντα εκεί, αφοσιωμένος ακροατής, ίσως ο μόνος εναπομείναντας άνθρωπος για εκείνη. Συνυφασμένος με μια μυστηριώδη, σχεδόν θεϊκή αύρα στα μάτια της, έπαιρνε μυθικές διαστάσεις μ’ αυτή την ασκητική μορφή από την οποία πήγαζε μια περίεργη δύναμη μα και συμπόνια.
Εκείνη ένιωθε πνιγμένη με όλα αυτά που της συνέβαιναν, χαμένη, αναζητώντας απελπισμένα βοήθεια. Κάθε φορά που τον αντίκριζε, θαρρούσε πως κρατούσε, σαν από θαύμα, τη λύση στα χέρια του. Μπορούσε να διακρίνει την ελπίδα στα μάτια του, να βρει την παρηγοριά στα λόγια του. Η φωνή του της έδινε δύναμη, είχε ανάγκη να τον πιστέψει.
Κάπου είχε διαβάσει πως αν δώσεις πίστη σε έναν άνθρωπο, τότε αυτός μπορεί να σου δώσει και την ψυχή του.
Ένα αίσθημα βαθύ την πλημύριζε για αυτόν που είχε ξεκλειδώσει την ψυχή της, που είχε την εξουσία στα χέρια του να τη χειριστεί όπως ήθελε. Μια σχέση εξάρτησης, άνιση και ίσως για πολλούς, όχι υγιής. Μα δεν ήταν αυτό το μέλημά της, ήξερε πως ήταν απαγορευμένη για εκείνον, θα ήταν ανήθικο, απαράδεκτο τουλάχιστον να παραβεί τις αρχές του.
Στον νου της έφερε τους δύο εφήβους που ήταν πριν από λίγο δίπλα της. Ήθελε να ακουστεί, να επικοινωνήσει πραγματικά με κάποιον σε βάθος, να μαζέψει τα κομμάτια της, να επιβεβαιωθεί. Είχε την ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί και εκείνος, τις ώρες που ήταν μαζί της, άφηνε στην άκρη τα βιώματά του, τις συνήθειές του και αφιερωνόταν ολοκληρωτικά σε εκείνη. Είχε τη δυνατότητα να την προστατεύει, να την κάνει να νιώθει ασφάλεια.
Η ματιά της πλανήθηκε στον χώρο. Είχε ανάγκη από τσιγάρο μα εκεί μέσα ήταν τουλάχιστον απαγορευτικό. Ο Πέτρος καθισμένος σε μια γωνία διάβαζε. Σήκωσε το κεφάλι, έβγαλε τα γυαλιά του και την κοίταξε.
-Γιατί ερωτεύονται οι άνθρωποι; του είπε με μελαγχολικό βλέμμα.
-Φαντάζομαι γιατί θεωρούν πως δεν έχουν ήδη αρκετά προβλήματα στη ζωή τους.
Της χαμογέλασε, μα εκείνη παρέμεινε θλιμμένη.
-Σας συμβαίνει κάτι; τη ρώτησε.
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Ένιωθε το σώμα της φθαρτό, σαν από λάσπη, έτοιμο να σπάσει, να διαλυθεί. Φανταζόταν τη σκόνη της να σκορπίζεται στον άνεμο και να χάνεται.
Σάμπως και μπορούσε να επιλέξει αν θα ερωτευτεί ή ποιον θα ερωτευτεί. Όλο αυτό φάνταζε σαν μια καλοστημένη συμπαντική φάρσα εναντίον της. Εκείνη ήταν απλά πιασμένη στα δίχτυα της.
Κοίταξε τον Πέτρο που δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω της.
-Πρέπει να φύγω, είπε σαν να μιλούσε μόνη της.
-Μα βρέχει ακόμα. Πού θα πάτε;
Δεν ήξερε την απάντηση. Βγήκε στο πεζοδρόμιο, η παγωμένη βροχή τη χτυπούσε αλύπητα. Τα ρούχα κολλούσαν πάνω της. Έβγαλε το κινητό της και σχημάτισε έναν αριθμό.
-Πρέπει να σας δω…
Ηλίας Στεργίου