Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (κεφάλαιο 10)

Ορόρα

Μπορούσε να νιώσει τα μάτια του Έντγακρ καρφωμένα πάνω της καθ' όλη τη διάρκεια του δείπνου. Κάθε φορά που η Ορόρα κοιτούσε προς το μέρος του, ο ξάδελφός της απέστρεφε γρήγορα το βλέμμα του για να μη το δει, αλλά εκείνη το ήξερε. Τα χείλη της κύρτωσαν σε ένα μικρό χαμόγελο. Παρά της απειλές και τα μεγάλα λόγια του τη φοβόταν, έτρεμε στη σκέψη πως θα μιλούσε στον Άρχοντα Αίρυς για την Αμελί και το μωρό. Φυσικά, αν γνώριζε έστω και λίγο τον χαρακτήρα της, θα ήξερε πως δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά ο Έντγκαρ δεν ήξερε τι είδους άνθρωπος ήταν η Ορόρα, οπότε του άξιζε να βασανίζεται.

Κοίταξε την άδεια καρέκλα δίπλα της και η έκφρασή της έγινε μελαγχολική. Η απουσία του Ντέβαν τής φαινόταν πιο έντονη από ποτέ και από τη μέρα που είχε δει εκείνο το όνειρο δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Ένα άσχημο προαίσθημα που δεν μπορούσε να διώξει την ακολουθούσε, σαν κάτι ζωντανό που σερνόταν κάτω από το δέρμα της. Υπήρχε μια σκιά τυλιγμένη γύρω από τον Οίκο της. Το γράμμα που είχε γράψει νωρίτερα ήταν διπλωμένο μέσα στη φαρδιά ζώνη του φορέματός της.

Ακόμα δεν είχε σκεφτεί τίποτα για να πείσει τον πατέρα της να ματαιώσει τα σχέδιά του για την εισβολή στην Νταχάρα. Ο Αίρυς έδειχνε αποφασισμένος και είχε ήδη αρχίσει να συγκαλεί συμβούλια με τον Γκρέγκορ και τους στρατηγούς του. Η Ορόρα τούς άκουγε να μιλάνε για τα όπλα που χρειαζόντουσαν για να εξοπλίσουν τα στρατεύματα και πότε θα ήταν έτοιμα, ποια διαδρομή θα ακολουθούσαν, ποιες κινήσεις θα έκαναν όταν θα έφταναν στο κάστρο του Άρχοντα Κάσρελ και τι θα γινόταν σε περίπτωση πολιορκίας, ποιες θα ήταν οι γραμμές ανεφοδιασμού για να συντηρήσουν τα στρατεύματά τους… Η Ορόρα άκουγε τα σφυριά των σιδεράδων να χτυπάνε ασταμάτητα μέρα και νύχτα από το μπαλκόνι της.

Θα μπορούσε απλά να μπει μέσα στο δωμάτιο, ο Αίρυς πάντα επέτρεπε στην κόρη του να παρακολουθεί τα συμβούλια αν ήθελε, αλλά φοβόταν πως αν βρισκόταν δίπλα τους δε θα κατάφερνε να κρατήσει το στόμα της κλειστό και θα τους έλεγε κατάμουτρα τη δική της γνώμη για τα σχέδιά τους.

Υπήρχε λόγος που η Ναβίντια και η Νταχάρα δεν είχαν συγκρούσεις η μια με την άλλη παρά το εχθρικό κλίμα που επικρατούσε, και αυτό ήταν επειδή οι δυνάμεις των δυο χωρών ήταν σχεδόν ισοδύναμες. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το αποτέλεσμα που θα είχε ένας πόλεμος και οι απώλειες θα ήταν μεγάλες τόσο για τον ηττημένο όσο και για τον νικητή.

Θυμήθηκε την ιστορία που τους είχε πει η μητέρα της πριν από μήνες για τη Ροσλίν Ρίχακ και χωρίς να το καταλάβει το βλέμμα της καρφώθηκε στον πατέρα της. Ήταν σίγουρη πως αυτός ο πόλεμος ήταν πολύ πιο προσωπικός για τον Αίρυς απ' όσο πίστευαν όλοι.

Η προσοχή της επέστρεψε στον Έντγκαρ που προσποιούταν πως άκουγε μια ιστορία που του έλεγε ο Κάσρελ. Έπιασε την πετσέτα της και σκούπισε το στόμα της με μια μικρή κομψή κίνηση αν και δεν ήταν απαραίτητο.

«Άρχοντά μου, μπορώ να προτείνω κάτι;» είπε, τραβώντας την προσοχή του Αίρυς που άφησε κάτω το μαχαίρι του και κοίταξε την κόρη του. «Θα ήθελα να ζητήσω την άδεια να επισκεφτώ την αγορά του Κάρχολντ. Μαζί με τον Έντγκαρ» προσέθεσε.

Τα κεφάλια του Κάσρελ και της Κάλικ γύρισαν ξαφνιασμένα προς το μέρος της και ένα έντονο συνοφρύωμα εμφανίστηκε στο μέτωπο του Έντγκαρ παρά τις προσπάθειές του να το κρύψει. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε με το δικό του μονάχα για μια στιγμή, αλλά ολόκληρο το σώμα του τσιτώθηκε.

«Αν θέλεις να αγοράσεις καινούργια φορέματα μπορείς να τους καλέσεις στο παλάτι» της είπε ο Αίρυς.

«Δεν πρόκειται γι' αυτό, άρχοντά μου. Σκεφτόμουν πως αν εγώ κι ο Έντγκαρ μιλούσαμε στους πλανόδιους εμπόρους που έρχονται από την Νταχάρα ίσως να μαθαίναμε κάτι χρήσιμο. Συχνά γνωρίζουν περισσότερα απ' ό,τι οι άλλοι».

Ο Αίρυς την κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα στενεύοντας ελαφρά τα ψυχρά γαλάζια μάτια του, όχι για την πρότασή της, αλλά επειδή είχε προτείνει να πάει μαζί με τον Έντγκαρ, κάποιον που είχε απειλήσει όχι μια, όχι δυο, αλλά εφτά φορές να σκοτώσει. Στο τέλος όμως έκανε ένα αδιάφορο νεύμα, προτιμώντας να επιστρέψει στην όποια συζήτηση είχε με τον αδελφό του παρά να ασχοληθεί άλλο μαζί τους. Άλλωστε δεν ήταν ανόητος˙ ήξερε πως αν η κόρη του ήθελε να πάει στην πόλη, θα πήγαινε με ή χωρίς την άδειά του, οπότε δεν υπήρχε λόγος να σπαταλάει τον χρόνο του με αυτή τη συζήτηση.

«Φροντίστε να μην αντιληφθούν οι χωρικοί ποιοι είστε» ήταν η μόνη διαταγή που τους έδωσε. Δυο Ντρόγκομιρ που τριγυρνούσαν μέσα στη νύχτα στις ταβέρνες δεν ήταν και η καλύτερη εικόνα για τους συμμάχους και τους αντιπάλους τους.

Η Ορόρα έσπρωξε το πιάτο της μακριά και σηκώθηκε με χάρη από τη θέση της.

«Τελείωσες, ξάδελφε;» είπε, απευθυνόμενη στον Έντγκαρ. Το αγόρι σηκώθηκε από τη θέση του χωρίς να φέρει αντίρρηση και η Ορόρα θα μπορούσε να ορκιστεί ότι έτρεμε λίγο αν και ήταν πολύ καλός στο να το κρύβει. Μπορούσε να δει τα γρανάζια του μυαλού του να γυρίζουν πασχίζοντας να καταλάβει ποιοι ήταν οι σκοποί της.

«Θα πάτε να βρείτε τους εμπόρους μέσα στη μέση της νύχτας;» τους είπε η Κάλικ.

«Η καλύτερη ώρα για να ακούσεις ιστορίες από τους ταξιδιώτες είναι όταν είναι μεθυσμένοι στις ταβέρνες» αποκρίθηκε η Ορόρα και στράφηκε προς τον Έντγκαρ. «Πάμε;»

Θα σκότωνε να μάθει τι σκεφτόταν τη στιγμή που πέρασε το χέρι της στον αγκώνα του και τον οδήγησε έξω από την αίθουσα.

Όταν έφτασαν σε μια απόσταση ασφαλείας από την τραπεζαρία, ο Έντγκαρ τράβηξε απότομα το χέρι του. Κοίταξε τριγύρω για να βεβαιωθεί πως δεν υπήρχαν υπηρέτες κοντά τους και την κοίταξε οργισμένα.

«Τι στις Εφτά Κολάσεις νομίζεις ότι κάνεις;» απαίτησε να μάθει. Αν δεν τον ήξερε καλύτερα θα πίστευε πως ήταν έτοιμος να της επιτεθεί, αλλά αυτό θα του προκαλούσε περισσότερα προβλήματα απ' όσα ήτα διατεθειμένος να αντιμετωπίσει.

Η Ορόρα τον κοίταξε αθώα.

«Σου έκανα χάρη. Τώρα μπορείς να πας στην Αμελί και κανείς δε θα αναρωτηθεί πού εξαφανίστηκες μέσα στη μέση της νύχτας».

«Δε χρειάζομαι χάρες και σίγουρα όχι από εσένα» γρύλισε με το πρόσωπό του να πλησιάζει επικίνδυνα το δικό της, λες και η σκέψη ότι θα έπεφτε ποτέ στην ανάγκη της αποτελούσε θανάσιμη προσβολή.

Μια υπηρέτρια πέρασε από τον διάδρομο μπροστά τους και τα δυο ξαδέλφια απομακρύνθηκαν λίγο το ένα από το άλλο μέχρι να περάσει. Παρόλο που οι αντιπαραθέσεις μπροστά σε τρίτους δεν ήταν κάτι άγνωστο, προτιμούσαν να μη δίνουν δικαιώματα.

Η γυναίκα έφυγε και ο Έντγκαρ στράφηκε ξανά προς την Ορόρα. Λάτρευε αυτή την έκφραση στο πρόσωπό του. Της θύμιζε ένα κακομαθημένο παιδί που ανακάλυπτε πως ο κόσμος δεν ήταν υποχρεωμένος να του κάνει όλα τα χατίρια και τώρα καθόταν κατσουφιασμένο στη γωνία ρίχνοντας αγριεμένες ματιές στους άλλους.

Η Ορόρα θα μπορούσε να ορκιστεί πως μερικές φορές οι άντρες δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν την περηφάνια από την ανοησία.

«Πρέπει να πάω κάπου απόψε» του ανακοίνωσε. «Εσύ έχεις δυο επιλογές: Μπορείς να πας στη μέλλουσα μανούλα και να συναντηθούμε το ξημέρωμα για να επιστρέψουμε μαζί στο κάστρο και να μην αντιληφθεί κανείς τίποτα, ή να αγνοήσεις το πόσο επικίνδυνο είναι να αφήνεις μια έγκυο ολομόναχη και να πας στ' αλήθεια να βρεις τους εμπόρους. Δε θα μάθεις τίποτα που δεν το ξέρουμε ήδη, αλλά τουλάχιστον θα περάσεις μια ευχάριστη βραδιά γεμάτη φτηνό κρασί, γυναίκες ελαφρών ηθών, και ιστορίες από μακρινούς τόπους. Σου αρέσουν ακόμα τα ποτά και οι γυναίκες, έτσι δεν είναι;»

Ο Έντγκαρ δε διασκέδαζε με τα λόγια της.

«Πρέπει να σου αρέσει πολύ να ακούς τον εαυτό σου να μιλάει γιατί κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου ξεχνάς να το κλείσεις».

«Ή μπορείς να διαλέξεις την τρίτη επιλογή και να κόψεις τον λαιμό σου. Αν θες τη γνώμη μου, διάλεξε το τρίτο».

«Γιατί το κάνεις αυτό;»

Η αλήθεια ήταν πως ούτε κι εκείνη ήξερε. Σκέφτηκε να φύγει και να τον αφήσει να βασανίζεται προσπαθώντας να ανακαλύψει ποιο ήταν το απώτερο κίνητρό της, αλλά στο τέλος ξεφύσησε σιγανά και τον κοίταξε κατάματα.

«Επειδή, σε αντίθεση με εσένα, η οικογένεια σημαίνει κάτι για 'μένα. Και όταν θα τελειώσω αυτό που πρέπει να κάνω απόψε, θα πάω σε εκείνη την κοπέλα και θα βεβαιωθώ ότι θα έχει κάποιον να φροντίσει εκείνη και το παιδί της, αφού εσύ δεν είσαι διατεθειμένος να το κάνεις».

Το πρόσωπό του είχε αρχίσει να παίρνει μια κόκκινη απόχρωση από τον θυμό.

«Νομίζεις πως είσαι καλύτερη από εμένα;» της είπε, με τη φωνή του ψυχρή σαν πάγο και σκληρή σαν ατσάλι.

«Το ξέρω πως είμαι καλύτερη από εσένα».

«Ξέρεις τι πιστεύω εγώ, ξαδελφούλα; Πιστεύω πως είσαι μια δυστυχισμένη που ανακατεύεται στις δουλειές των άλλων επειδή δεν ξέρει τι να κάνει με τη βαρετή, μίζερη ζωή της».

Το χτύπημα πόνεσε περισσότερο απ' όσο περίμενε, αλλά η Ορόρα έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει την έκφρασή της ουδέτερη.

«Ίσως να έχεις δίκιο» του είπε, νιώθοντας έναν κόμπο να σχηματίζεται στον λαιμό της. «Μπορεί να μην έχω δική μου ζωή και να παρακολουθώ από μακριά τις ζωές των άλλων γύρω μου, αλλά εσύ είσαι χειρότερος επειδή έχεις στη ζωή σου κάτι που αξίζει και το πετάς. Δεν ξέρω καν γιατί χάνω τον χρόνο μου μαζί σου».

Δεν του έδωσε χρόνο για να βρει κάποιο άλλο φαρμακερό σχόλιο να της πετάξει, απλά του γύρισε την πλάτη και έφυγε. Δε θα του επέτρεπε να δει και να πάρει ικανοποίηση από το πόσο εύστοχη ήταν η επίθεσή του. Όμως πριν προλάβει να φύγει της φάνηκε ότι ο ξάδελφός της την κοίταξε πληγωμένος για μια στιγμή, αλλά σίγουρα ήταν η φαντασία της. Ο Έντγκαρ δεν ήταν ικανός για συναισθήματα όπως μεταμέλεια, συμπόνια, ή ενδιαφέρον για οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον εαυτό του.

Ήταν αλήθεια, δεν είχε δική της ζωή. Πάντα αφιερωνόταν στους άλλους και δεν το μετάνιωνε, αλλά στο τέλος δεν έμενε τίποτα για εκείνη. Και μπορεί να χαιρόταν κάθε φορά που έβλεπε τον αδελφό της ευτυχισμένο με την οικογένειά του, όμως αυτή η ευτυχία δεν ήταν δική της.

Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη της παλάμης της, παρόλο που ήταν στεγνά, και πήρε μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει.

«Ανάθεμά σε, Έντγκαρ» έβρισε σιγανά και μπήκε μέσα στο δωμάτιο της.

Έπρεπε να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά. Τράβηξε το γράμμα μέσα από τη ζώνη της και το διάβασε μια φορά πριν το διπλώσει ξανά και το βάλει πίσω. Δεν μπορούσε να το στείλει με αγγελιοφόρο ή με γεράκι˙ θα περνούσαν βδομάδες μέχρι να φτάσει στον προορισμό του. Χρειαζόταν κάτι πιο γρήγορο.

Άνοιξε τις μπαλκονόπορτες και έκλεισε τα μάτια της αφήνοντας τον κρύο αέρα της νύχτας να χτυπήσει το πρόσωπό της και να καθαρίσει το μυαλό της. Προχώρησε μπροστά και βγήκε στο μπαλκόνι. Μπορεί να μην είχε δική της ζωή, αλλά αυτό που της είχε ανατεθεί να κάνει θα επηρέαζε τις ζωές των άλλων.

Άνοιξε τα χέρια της, πετώντας το ανθρώπινο περίβλημα που κρατούσε τον δράκο περιορισμένο. Αυτή ήταν η πραγματική μορφή που της είχαν δώσει οι Θεοί και μόνο σε αυτό το σώμα ένιωθε πραγματικά ελεύθερη. Ο γαλάζιος δράκος άνοιξε τα φτερά του και έτρεξε στην άκρη του μπαλκονιού. Ένα δυνατό τίναγμα των φτερών του τον έστειλε ψηλά στον μαύρο νυχτερινό ουρανό. Η Ορόρα αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν προσπαθούσε να φτάσει το ασημένιο φεγγάρι ή να πιάσει ένα από τα αστραφτερά αστέρια.

Χτύπησε πιο γρήγορα τα φτερά της, αφήνοντας πίσω της το κάστρο των Ντρόγκομιρ, ώσπου οι πόλεις, τα σπίτια και τα αγροκτήματα έδωσαν τη θέση τους στο πυκνό δάσος και στην οροσειρά που υψωνόταν πέρα από αυτό, με τις κορυφές της να έχουν ήδη ντυθεί στα λευκά από το χιόνι. Ο γαλάζιος δράκος κατευθύνθηκε προς το φιδογυριστό ποτάμι που έσχιζε το δάσος στα δύο. Τα δέντρα ήταν πιο αραιά κοντά στις όχθες του και άφηναν αρκετό χώρο για να προσγειωθεί.

Η Ορόρα επέστρεψε στην ανθρώπινη μορφή της και πήρε τον γνωστό πλέον δρόμο μέσα στο δάσος. Ευχήθηκε να μην την είχαν ενοχλήσει τόσο τα λόγια του Έντγκαρ, αλλά το είχαν κάνει. Την πείραζε που εκείνος μπορούσε να έχει μια οικογένεια κι ας μην είχε κάνει τίποτα για να την αξίζει ενώ εκείνη όχι. Τι νόμιζαν, δηλαδή, πως εκείνη δεν ήθελε αγάπη στη ζωή της; Νόμιζαν πως δεν ήθελε να βιώσει την ευτυχία που έκανε το πρόσωπο της Κίρας να λάμπει κάθε φορά που κρατούσε τον γιο της; Αλλά δεν μπορούσε επειδή πάντα, πάντα, κουβαλούσε στους ώμους της το βάρος των πραγμάτων που έπρεπε να γίνουν, αλλά κανένας άλλος δεν ήταν διατεθειμένος να τα αναλάβει.

Το σπίτι της Ντεσμέρας ξεπρόβαλλε μπροστά της πριν το καταλάβει. Δεν μπορούσε να ανακαλέσει τίποτα από τη διαδρομή, ίσως επειδή την είχε κάνει τόσες φορές που το μυαλό της είχε σταματήσει να δίνει σημασία στις λεπτομέρειες. Ίσιωσε την πλάτη της και σήκωσε το χέρι της για να χτυπήσει την πόρτα.

Ξέρεις τι πιστεύω εγώ, ξαδελφούλα; Πιστεύω πως είσαι μια δυστυχισμένη που ανακατεύεται στις δουλειές των άλλων επειδή δεν ξέρει τι να κάνει με τη βαρετή, μίζερη ζωή της.

Η πόρτα άνοιξε με ένα ελαφρύ τρίξιμο και η Ορόρα βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη μητέρα της.

«Μπορώ να περάσω;» ρώτησε η νεαρή Ντρόγκομιρ.

Η μάγισσα την κοίταξε ξαφνιασμένη για μια στιγμή.

«Φυσικά» της είπε και έκανε στην άκρη. «Έλα μέσα» Σίγουρα μια επίσκεψη από την κόρη της ήταν το τελευταίο που περίμενε.

Η Ορόρα πέρασε το κατώφλι και μπήκε μέσα στο σπίτι. Η ζεστασιά της φωτιάς που έκαιγε στο τζάκι την καλωσόρισε αμέσως θυμίζοντάς της πόσο ανόητο ήταν που είχε φύγει από το κάστρο χωρίς να πάρει μαζί της έναν μανδύα ή έστω ένα σάλι. Το σπίτι της έδινε την εντύπωση ότι δεν άλλαζε ποτέ όσος καιρός κι αν περνούσε. Απλό αλλά τακτοποιημένο, με το τζάκι αναμμένο χειμώνα και καλοκαίρι, και πάντα κάτι να βράζει στο τσουκάλι που κρεμόταν από μια αλυσίδα πάνω από τη φωτιά. Ματσάκια με αποξηραμένα βότανα και ρίζες κρεμόντουσαν από τη χαμηλή οροφή σαν πολύχρωμες κορδέλες γεμίζοντας τον χώρο με τις μυρωδιές τους.

«Χρειάζομαι μια χάρη» είπε η Ορόρα, με τις λέξεις να αφήνουν μια πικρή γεύση πάνω στο στόμα της. Τράβηξε το τσαλακωμένο γράμμα από τη ζώνη της και το έτεινε προς τη μάγισσα. «Για τον Ντέβαν». Η Ντεσμέρα άπλωσε το χέρι της και το πήρε.

«Συμβαίνει κάτι; Φαίνεσαι προβληματισμένη».

Η Ορόρα δεν ήθελε να της πει, αλλά την ίδια στιγμή είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, οποιονδήποτε. Ίσως μια μάγισσα να μπορούσε να τη βοηθήσει να βγάλει κάποιο νόημα. Κάθισε στην πολυθρόνα που ήταν πιο κοντά στο τζάκι, απολαμβάνοντας το φιλί της φωτιάς πάνω στο δέρμα της. Το ύφασμα της πολυθρόνας είχε ξεθωριάσει από τα δεκάδες άτομα που είχαν καθίσει πάνω της ζητώντας τη βοήθεια της Θεραπεύτριας.

Η Ντεσμέρα δεν την πίεσε να μιλήσει. Γονάτισε μπροστά στο τζάκι και πέταξε το γράμμα στις φλόγες. «Vain sa a le, se sur la vain» μουρμούρισε σιγανά και το χαρτί εξαφανίστηκε πριν προλάβει να γίνει στάχτη.

«Είδα ένα όνειρο» ξεκίνησε να λέει η Ορόρα. «Είδα πως ακολουθούσα μια σιωπηλή μαυροντυμένη φιγούρα στους διαδρόμους του κάστρου, και ξαφνικά βρέθηκα σε ένα δωμάτιο που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου».

«Είδες το πρόσωπο του αγνώστου;»

«Όχι, μόνο το χέρι του. Αλλά ήταν σκελετωμένο, δίχως σάρκα πάνω του». Έκανε μια μικρή παύση και πήρε μια βαθιά ανάσα πριν συνεχίσει. «Μέσα στο δωμάτιο κοιμόταν ο Ντέβαν με την Κίρα και το μωρό. Η φιγούρα πήγε και στάθηκε από πάνω του και ο Ντέβαν... Απλά πέθανε. Δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι». Ένα ρίγος τη διαπέρασε και η νεαρή Ντρόγκομιρ τύλιξε τα χέρια της γύρω από το σώμα της για να σταματήσει να τρέμει. «Τι πιστεύεις ότι σημαίνει;»

Η Ντεσμέρα κοίταξε προβληματισμένη τις φλόγες που χόρευαν μέσα στο τζάκι.

«Τα όνειρα των θνητών πολλές φορές δε σημαίνουν τίποτα, αλλά η μαγεία ήταν πάντα ισχυρή μέσα στο αίμα των Ντρόγκομιρ. Πιστεύω πως το όνειρο που είδες είναι μια προειδοποίηση».

Η Ορόρα το ήξερε πως η μητέρα της δε θα της έλεγε τίποτα διαφορετικό από αυτό που πίστευε. Ήταν μια Θεραπεύτρια και δεν έκρυβε την αλήθεια πίσω από ωραία λόγια. Όμως ένα μικρό κομμάτι της ήλπιζε πως θα της έλεγε ότι ήταν ένα απλό όνειρο που δε σήμαινε τίποτα και πως όλα τα πήγαιναν καλά.

«Προειδοποίηση για τι;» ρώτησε.

«Αυτό δεν το γνωρίζω». Σηκώθηκε από το πάτωμα και κάθισε σε μια ξύλινη καρέκλα απέναντί της.

«Υπάρχει κάποια άλλη μάγισσα σε αυτή τη Σύναξη που μπορεί να ξέρει;»

«Είναι δικό σου όνειρο, δική σου προειδοποίηση. Το πιο πιθανό είναι να γνωρίζεις και την απάντηση, αλλά να μην το συνειδητοποιείς. Συνέβη τίποτα δυσάρεστο τελευταία; Ίσως κάτι που να σε αναστάτωσε;» Η Ορόρα γέλασε ειρωνικά.

«Όχι, τίποτα. Έκτος ότι ο πατέρας ετοιμάζεται να ξεκινήσει πόλεμο με την Νταχάρα και το βασικό σχέδιο περιλαμβάνει ότι θα περάσει με τον στρατό του από τα εδάφη του Ελεαζάρ, που υποψιάζομαι πως δε θα χαρεί καθόλου με αυτό. Άρα εκτός από τον Άρχοντα Κάσρελ θα βρεθούμε αντιμέτωποι και με τις εξαγριωμένες μάγισσες που θα μπορούσαν πολύ εύκολα να αποφασίσουν πως είναι ώρα να επιστρέψει η κατάρα και να στρέψουν την προσοχή τους στον Ραίγκαρ όπως είχε κάνει η Νιλάι, και αυτή τη φορά δε θα μπορούμε να ζητήσουμε βοήθεια από την Ραζιγιέ επειδή θα είναι ανάμεσα σε αυτές τις εξαγριωμένες μάγισσες!» Ακούμπησε τους αγκώνες της στα γόνατά της και έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της. «Και το καλύτερο είναι πως δεν έχω ιδέα πώς να το εμποδίσω αυτό».

Η Ντεσμέρα έγειρε προς τα πίσω στην καρέκλα της, άναυδη από αυτά που της είχε πει η κόρη της.

«Έπρεπε να το περιμένω αυτό από τον Αίρυς. Τη στιγμή που λύθηκε η κατάρα πίστεψε πως έγινε ο κυρίαρχος του κόσμου».

«Τι θα κάνω;» ρώτησε η Ορόρα, απεγνωσμένη για μια συμβουλή, μια πρόταση, κάτι. «Ο στρατός της Νταχάρα είναι σχεδόν τόσο μεγάλος όσο και ο στρατός της Ναβίντια, αλλά εκείνοι θα βρίσκονται στην έδρα τους ενώ εμείς θα είμαστε μακριά από τη δική μας. Αν γίνει κάτι και μας ανακόψουν τον ανεφοδιασμό τελειώσαμε».

«Μη ξεχνάς όμως πως η Ναβίντια έχει κάτι που οι υπόλοιποι δεν έχουν. Έχει δράκους».

«Η πρωτεύουσα μας θα μείνει σχεδόν ανυπεράσπιστη και αν οι μάγισσες μάς κηρύξουν πόλεμο επειδή καταπατήσαμε τα εδάφη τους θα βρεθούμε ανάμεσα σε δυο μέτωπα. Προσπάθησα να το πω στον άρχοντα-πατέρα μου αλλά δε με ακούει!»

«Αυτά δεν έχουν σημασία για τον Αίρυς. Όσο έχει δράκους πιστεύει πως έχει το πλεονέκτημα».

Η Ορόρα σήκωσε απότομα το κεφάλι της από τα χέρια της και κοίταξε τη μητέρα της.

«Και αν έχανε αυτό το πλεονέκτημα;»

«Τι;» ρώτησε μπερδεμένη η Θεραπεύτρια.

Η Ορόρα σηκώθηκε όρθια, με ένα σχέδιο να αρχίζει να σχηματίζεται στο μυαλό της. Ήταν παράτολμο, και πιθανότατα δε θα πετύχαινε, αλλά ήταν το μόνο που είχε.

«Ξέρω ακριβώς τι πρέπει να κάνω» είπε, περισσότερο στον εαυτό της παρά στην Ντεσμέρα, νιώθοντας μια νέα αποφασιστικότητα να την κατακλύζει.

«Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Ντεσμέρα, με έναν ανήσυχο τόνο να χρωματίζει τη φωνή της.

«Κάτι που απαιτεί πονηριά, χειραγώγηση, λίγο εκβιασμό, και πολλά ύπουλα χτυπήματα».

«Δηλαδή;»

«Μια συζήτηση με τον Έντγκαρ».


Φαίη