Storm II (Κεφάλαιο 16)

Άκουσε κάτι μέσα στον ύπνο της. Δεν ήθελε να ξυπνήσει. Κάτι μέσα της της έλεγε πως κάτι κακό θα συνέβαινε. Άνοιξε τα μάτια της και ανασηκώθηκε. Ο Μέισον είχε μπει μέσα στο δωμάτιο. Κράτησε το χέρι της Ντέμυ με κομμένη την ανάσα. Ο Μέισον άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος τους. Κράτησε την ανάσα της έτοιμη για αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Όμως ο Μέισον αντί για εκείνη άρπαξε την Ντέμυ. Για μια στιγμή νόμισε πως ήταν στη φαντασία της αλλά όχι! Ήταν αληθινό.

«Όχι! Όχι, όχι» είπε χαμηλόφωνα. Σηκώθηκε από το πάτωμα έξαλλη. «Όχι!» φώναξε. «Περίμενε. Περίμενε! Πάρε εμένα. Πάρε εμένα» φώναξε απελπισμένα όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο Μέισον σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα. Άφησε το μπράτσο της Ντέμυ και τις ψιθύρισε.

«Πήγαινε». Η Ντέμυ γύρισε στη θέση της.

«Έμς… Τι κάνεις;» της ψιθύρισε.

«Το σωστό» της απάντησε η Έμιλι. Ο Μέισον γύρισε και κοίταξε την Έμιλι με κενό βλέμμα.

«Άντε! Προχώρα!» της είπε ξερά. Η Έμιλι βρέθηκε δίπλα του. Δεν την άρπαξε όπως έκανε στους άλλους. Της έκανε νόημα να περάσει μπροστά. Μπήκε μέσα στο δωμάτιο και ο Μέισον έκλεισε την πόρτα δυνατά.

«Ανόητη!» της ψιθύρισε. «Περίμενε εδώ» είπε ξανά με ψυχρό τόνο και εξαφανίστηκε σε ένα δωμάτιο στην άλλη άκρη του δωματίου.

Η Έμιλι άρχισε να ψάχνει τριγύρω της. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από το μαύρο χειρουργικό κρεβάτι και τη δυνατή λάμπα που κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος διαφυγής από αυτό το δωμάτιο. Η πόρτα άνοιξε απότομα όμως εκείνη δεν τρόμαξε. Γύρισε και είδε τον Γκρέγκ.

«Γεια σου, Έμιλι» της είπε ψυχρά. Η Έμιλι τον κοίταξε επίμονα χωρίς να μιλήσει. «Ήταν πολύ θαρραλέο αυτό που έκανες. Που προτιμάς να θυσιαστείς για την καλύτερή σου φίλη».

«Θα με σκοτώσεις ή θα με αναγκάσεις να σε ακούω να φλυαρείς; Αν και τώρα που το σκέφτομαι μπορώ να πεθάνω και από βαρεμάρα». Ο Γκρεγκ γέλασε.

«Δε θα σε σκοτώσω, Έμιλι».

«Γιατί;»

«Γιατί είσαι μοναδική»

«Ναι, πες μου κάτι που δεν ξέρω».

«Είσαι η μοναδική Χαρισματική στην ιστορία που χειρίζεται όλα τα Στοιχεία. Δεν θέλω να πάρω τόσο εύκολα τις δυνάμεις σου».

«Και τι θες;»

«Θέλω να τις κερδίσω».

«Είσαι τρελός».

«Θέλω να σε κάνω να θέλεις να αφήσεις τις δυνάμεις σου».

«Θέλω να σε δω να το προσπαθείς».

«Λοιπόν; Θα αποδεχτείς την πρόκλησή μου;»

«Δεν ήξερα πως αυτό ήταν πρόκληση».

«Τώρα το ξέρεις».

«Και τι θέλεις να πετύχεις;».

«Θέλω να σε λυγίσω, Έμιλι Τόμσεν. Θέλω να παραιτηθείς».

«Και πως θα το πετύχεις αυτό;»

«Θα σου δείξω το μέλλον σου».

«Θες να πάρεις τις δυνάμεις μου… Αυτό θα με σκοτώσει. Οπότε πρακτικά, δεν υπάρχει μέλλον για εμένα».

«Εδώ είναι που κάνεις λάθος. Είσαι δυνατή. Αν δεν ήσουν, δε θα επιβίωνες. Οι δυνάμεις σου είναι υπερβολικές. Και αυτό ίσως να σε κρατήσει ζωντανή. Για αυτό σου δίνω το μέλλον σου. Μια ματιά στο τι μπορείς να έχεις. Μπορείς να έχεις μια κανονική ζωή».

«Και πως ακριβώς θα μου δείξεις το μέλλον μου;»

«Με οράματα». Η Έμιλι γέλασε.

«ΟΚ… Καλή τύχη μ’ αυτό. Δεν πρόκειται να πετύχεις τίποτα, αλλά όπως σου είπα και πριν, θέλω να σε δω να προσπαθείς».

«Τι περιμένεις τότε;» τη ρώτησε δείχνοντάς της το χειρουργικό κρεβάτι.  Η Έμιλι πλησίασε το κρεβάτι και ξάπλωσε. Ο Γκρεγκ βρέθηκε πάνω από το κεφάλι της. Έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι της ασφαλίζοντάς το.

«Θα σε λυγίσω, Έμιλι Τόμσεν».

«Ναι, καλά… Ό, τι πεις εσύ» του είπε.

Ο Γκρεγκ άρχισε να ψιθυρίζει μερικές λέξεις σε κάποια αρχαία γλώσσα, ίσως λατινικά, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην Έμιλι. Ξαφνικά ένιωσε έναν έντονο ηλεκτρισμό να διαπερνάει όλο της το σώμα και τα πάντα χάθηκαν.

 

 

Rene Rafael