The Author's Promises (Διήγημα 1 - Μαγικά Πλάσματα)

Αργά εκείνο το βράδυ πέρασαν τη μεγάλη σιδερένια πόρτα της εισόδου που οδηγούσε στα μπουντρούμια. Στα πόδια τους είχαν τοποθετήσει τεράστιες βαριές αλυσίδες, για να μην τρέξουν και ξεφύγουν. Είχαν προλάβει να αφήσουν τα σημάδια επάνω τους, καθώς ήταν τόσο σφιχτές που το δέρμα είχε ματώσει. Σε κάθε βήμα τους πότιζαν το χώμα με το αίμα που κυλούσε από τις πληγές. Τα χέρια τους τα είχαν ελεύθερα. Από το ένα μπράτσο την κρατούσε ο φύλακας και την οδηγούσε προς το κελί. Εκείνη με το άλλο χέρι που ήταν ελεύθερο συνέχιζε να κρατάει το χέρι της κόρης της. Συνεχώς τη διαβεβαίωνε πως είχε γίνει κάποιο λάθος και ότι δε θα έπρεπε να κλαίει. Σύντομα θα ήταν ελεύθερες. Όμως, όσο κατευθυνόντουσαν όλο και πιο βαθιά στους παγωμένους διαδρόμους, τόσο η ελπίδα της για ελευθερία χανόταν πίσω από το σκοτάδι και τον αποκρουστικό ήχο που άφηναν οι άλλοι κρατούμενοι στα κελιά τους. Η απελπισία τούς είχε κάνει να χτυπούν ρυθμικά τα σιδερένια κάγκελα της φυλακής με τα σιδερένια κουτάλια που έτρωγαν το φαγητό τους. Ήταν σαν ζωντανά φαντάσματα που αναζητούσαν τη λύτρωση. Στα αφτιά της αυτός ο ήχος έμοιαζε σαν να ζητούσαν βοήθεια. Σαν να ήθελαν απεγνωσμένα να εμφανιστεί κάποιος για να τους βγάλει από την κόλαση όπου ζούσαν. Θα ζούσε και εκείνη το ίδιο με αυτούς. Μαζί θα την ακολουθούσε και η κόρη της.


«Άτυχη Μιράντα» μουρμούρισε και ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει. Τα συναισθήματα την έπνιξαν και ένα δάκρυ κύλησε από την άκρη του ματιού της. Θα έκανε τα πάντα για την κόρη της. Ήταν ό, τι της είχε απομείνει στη ζωή. Ο θησαυρός για τον οποίο κάθε μέρα έπρεπε να αγωνίζεται για να της προσφέρει μια άνετη ζωή. Είχε αποτύχει όμως αυτή τη φορά. Θα έκαναν κατάχρηση της καλοσύνης της.
Καθώς προχωρούσαν, η αποπνικτική μυρωδιά που ανάβλυζε από τους τοίχους την έκανε να αηδιάσει. Σκέφτηκε τη μοίρα που είχε η μητέρα της όταν κατηγορήθηκε άδικα για άσκηση μαγείας. Την είχαν μεταφέρει σ' αυτά ακριβώς τα μπουντρούμια. Τους είχε ακολουθήσει κρυφά μέσα στα σκοτάδια και τους είδε να την οδηγούν εκεί. Δεν είχε μιλήσει εκείνη την παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, αλλά μέσα της ήξερε πως δε θα την ξαναέβλεπε. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έμεινε κρυμμένη πίσω από τους κορμούς των δέντρων μέσα στο κρύο και παρακολουθούσε. Δεν είχε φύγει λεπτό παρόλο το κρύο της τρυπούσε το κορμί. Μετά από τρεις ημέρες, ο Βασιλιάς έδωσε διαταγή να την εκτελέσουν δια' απαγχονισμού στο κέντρο της πλατείας προς παραδειγματισμό. Από τότε ένιωθε ότι όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα επάνω της. Για όλους ήταν η κόρη της μάγισσας. Σαν όρνια καρτερούσαν κάνοντας γύρους πάνω από τη λεία της. Ήθελαν να κάνει μια λάθος κίνηση για να την πιάσουν και τώρα είχε συμβεί.

Ο φύλακας έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του, για να ανοίξει την πόρτα του κελιού, και με τον πυρσό που κρατούσε φώτισε την κλειδαριά. Έσπρωξε τη σιδερένια πόρτα και αυτή άφησε ένα μακάβριο τρίξιμο που έκανε όλο το κορμί της να ανατριχιάσει. Πέρασαν μέσα και η πόρτα πίσω τους έκλεισε ξανά. Η φυλακή της μόλις την είχε υποδεχτεί και γελούσε εις βάρος της σαν να ήταν ένας άνθρωπος που στεκόταν απέναντί της. Νόμιζε πως άρχισε να τρελαίνεται. Φοβήθηκε, αλλά δεν έπρεπε να τα παρατήσει. Είχε τη Μιράντα μέσα στο κελί μαζί της. Γύρισε και, πριν φύγει ο φύλακας, πλησίασε στα κάγκελα και τον παρακάλεσε να μιλήσει στον Βασιλιά:

«Το βότανο χρειάζεται τρεις μέρες μέχρι να δράσει στον οργανισμό του πρίγκιπα. Πες στον Βασιλιά να δώσει λίγο χρόνο».

«Σε τρεις μέρες θα εκτελεστείς εσύ και η κόρη σου για άσκηση μαγείας» είπε αδιάφορα ο φύλακας και έφυγε από μπροστά της.

Επέστρεψε στη θέση της και κοίταξε μέσα στο κελί. Υπήρχαν σκορπισμένα άχυρα παντού και μια μικρή κουβερτούλα. Τα στρίμωξε όπως όπως σε μια γωνιά και έριξε την κουβερτούλα επάνω. Είχε φτιάξει ένα μικρό στρώμα, για να κοιμηθεί η κόρη της που την είχαν ξυπνήσει βίαια μέσα στη νύχτα, για να την οδηγήσουν μαζί με τη μητέρα της στα μπουντρούμια του Βασιλιά. Η μικρή, χωρίς να μιλήσει στη μητέρα της, ξάπλωσε και αφού γύρισε την πλάτη της προς τον τοίχο αποκοιμήθηκε.

Οι ώρες κυλούσαν αργά η μία μετά την άλλη μέσα στο κελί. Ο θόρυβος από τους κρατούμενους είχε σταματήσει και πλέον βασίλευε η σιωπή. Μέσα στο κεφάλι της όμως υπήρχαν σκέψεις που έκαναν θόρυβο. Την τρομοκρατούσαν ολοένα και περισσότερο. Σε τρεις μέρες θα τελείωναν όλα. Από πότε η θεραπεία με βότανα θεωρείται μαγεία; αναρωτιόταν. Θα πλήρωνε την καλοσύνη της με τη ζωή της, ακριβώς όπως είχε συμβεί με τη μητέρα της.

Την επόμενη μέρα ο φύλακας τούς έφερε λίγο φαγητό. Το κοίταξε δίχως να έχει όρεξη να φάει. Άπλωσε τα χέρια της και κράτησε τα πιάτα που της έδωσε. Δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της. Δεν μπορούσε˙ τη βασάνιζαν οι σκέψεις. Θα κρατούσε το μερίδιό της για να το φάει η Μιράντα αργότερα. Έπρεπε να είναι δυνατή. Ίσως αν έτρεχε να κατάφερνε να ξεφύγει από τους φύλακες και να έφευγε μακριά. Γι’ αυτό θα έπρεπε να τρώει συνεχώς. Θα έπρεπε να τρώει περισσότερο.

Ένας κρατούμενος τής μίλησε τη δεύτερη μέρα. Δεν μπορούσε να τον δει γιατί βρισκόταν ακριβώς στο διπλανό κελί. Είχε βαριά αλλά σταθερή φωνή. Ίσως να ήταν μεγαλόσωμος και να θύμιζε έναν φυλακισμένο γίγαντα. Δεν έδειχνε να φοβάται το μέρος όπου βρισκόταν σε αντίθεση με την ίδια που είχε πανικοβληθεί.

«Γιατί δεν ασκείς μαγεία για να γλιτώσεις;» της είπε ο άγνωστος που είχε κρεμάσει τα χέρια του ανάμεσα από τα κάγκελα.

«Δεν είμαι μάγισσα» αποκρίθηκε αδιάφορα χωρίς να αφήσει δεύτερη ευκαιρία για ερώτηση στον κρατούμενο, ο οποίος δεν το έβαλε κάτω και απάντησε:

«Όσο δεν είσαι εσύ κόρη μάγισσας και μάγισσα, άλλο τόσο δεν είμαι και εγώ γιος δολοφόνου και δολοφόνος» αποκρίθηκε. Εκείνη υποχώρησε. Δεν απάντησε. Δεν άφησε ούτε την πνοή της να κάνει θόρυβο. Γύρισε στην κόρη της που κοιμόταν. Την πήρε αγκαλιά και έκλεισε τα μάτια της να ξεκουραστεί.

Ο ύπνος της ήταν ταραγμένος. Συνεχώς ξυπνούσε από εφιάλτες. Παραμιλούσε και μετά πεταγόταν έντρομη και αναρωτιόταν αν είχε ξημερώσει. Μέσα στο κελί δεν υπήρχε φως˙ μόνο η αχνή φλόγα από τον πυρσό που κρεμόταν στον τοίχο του παγωμένου διαδρόμου έδινε λίγη λάμψη. Ήταν η τρίτη μέρα. Η τελευταία μέρα που έπρεπε να δράσει το βότανο και μέσα της ευχόταν να είχε ξυπνήσει ο γιος του Βασιλιά για να την ελευθερώσουν.

Ο φύλακας εμφανίστηκε με το κλειδί στο χέρι. Άνοιξε τη σιδερένια πόρτα και πρόσταξε τη νεαρή γυναίκα και την κόρη της να βγουν έξω και να τον ακολουθήσουν. Λίγο πριν χαθούν στον σκοτεινό διάδρομο, γύρισε και κοίταξε τον άγνωστο κρατούμενο που της είχε μιλήσει μια μέρα πριν. Καθόταν στο πάτωμα δίπλα στα κάγκελα. Μόλις πέρασε από μπροστά του σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε στα μάτια. Το βαθύ γαλάζιο των ματιών του τη μαγνήτισε. Σταμάτησε το βήμα της. Μέσα από τα μάτια του ξεπρόβαλλαν ακανόνιστες εικόνες που της διηγήθηκαν μια πολύ περίεργη ιστορία.

Ο ίδιος άγνωστος περπατούσε μεθυσμένος στο στενό πλακόστρωτο δρομάκι του χωριού. Μόνο το φως του φεγγαριού φώτιζε τις σκιές. Στο χέρι του κρατούσε ένα μπουκάλι με ποτό. Τα βαριά βήματά του τον οδήγησαν σε μια γυναίκα που βρισκόταν πεσμένη κάτω λίγα μόλις μέτρα από αυτόν. Έτρεξε όσο μπορούσε γρηγορότερα και έφτασε κοντά της για να τη βοηθήσει. Η άτυχη γυναίκα μόλις είχε αφήσει την τελευταία της πνοή. Ένα μαχαίρι ήταν καρφωμένο στο στήθος της. Έσκυψε και έβγαλε το μαχαίρι και την ίδια στιγμή μια φωνή τον διέταξε να μην κουνηθεί. Ένας φύλακας από τη βασιλική φρουρά ακινητοποίησε τον άγνωστο άντρα και τον οδήγησε σε αυτό το μπουντρούμι. Το επόμενο πρωί, με το κεφάλι του να γυρίζει ακόμα, έμαθε πως είχε σκοτώσει μεθυσμένος μια γυναίκα. Από τότε έλεγε σε όλους τους κρατούμενους ότι έγινε και αυτός ένας δολοφόνος σαν τον πατέρα του.

Γονάτισε μπροστά του και του ψιθύρισε:

«Είσαι αθώος».

Έπειτα σηκώθηκε και συνέχισε να περπατά με τις βαριές αλυσίδες που ήταν δεμένες στα πόδια της. Η ιδρωμένη παλάμη της γλιστρούσε από το μικρό χεράκι της κόρης της, ωστόσο δεν την άφηνε στιγμή. Οι σκέψεις γύριζαν ακόμα μέσα στο κεφάλι της χωρίς να μπορεί να καταλάβει το μήνυμα που ήθελαν να της αφήσουν. Δεν μπορούσε να τις βάλει σε μια τάξη για να βρει τη λύση. Πώς μπόρεσε να δει τη ζωή κάποιου; Αυτά μόνο οι μάγισσες μπορούν να τα κάνουν. Στραβοκατάπιε. Οι φήμες ίσως να ήταν αληθινές. Ίσως να ήταν η κόρη μιας μάγισσας. Η δύναμή της ίσως να μην περιοριζόταν μόνο στη θεραπεία βοτάνων.

Στο τέλος του διαδρόμου, το φως που είδε ήταν η έξοδο από τον εφιάλτη όπου έζησε κλεισμένη μέσα στο μπουντρούμι. Για το μόνο που στεναχωριόταν ήταν που θα πέθαινε δίπλα της και η μικρή της κόρη. Δεν την ένοιαζε για τον εαυτό της, αλλά μια τέτοια σκληρή μοίρα δεν άξιζε σε ένα παιδί που δεν έφταιγε. Μακάρι να μπορούσε να τα αλλάξει όλα.

Όταν βγήκαν έξω, το φως την τύφλωσε. Έβαλε τα χέρια μπροστά στα μάτια της για να προφυλαχτεί. Οι ακτίνες του ήλιου έπεσαν απαλά επάνω στο μωβ φόρεμά της και το έκαναν να λάμψει. Ο φύλακας αμίλητος στάθηκε μπροστά της. Μέσα σε λίγα λεπτά δεν ένιωθε στα πόδια της τις βαριές αλυσίδες. Ένα βάρος είχε φύγει. Άνοιξε τα μάτια της έκπληκτη και είδε τις αλυσίδες να είναι πεταμένες λίγο πιο πέρα. Κοίταξε τη Μιράντα. Ούτε αυτή είχε αλυσίδες στα μικρά ποδαράκια της. Ήταν ελεύθερη σαν τη μαμά της.

«Ο γιος του Βασιλιά ξύπνησε και είστε ελεύθερες» της είπε ο φύλακας και έφυγε γρήγορα από κοντά τους.

Η Μιράντα έπιασε το χέρι της μαμάς της και βάδισαν μαζί στο μονοπάτι που οδηγούσε προς το σπίτι τους που ήταν μέσα στο δάσος, ανάμεσα στις τρεις βελανιδιές. 
 
 Μαρία Συλαΐδή