«Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό» είπε ανήσυχα η Αριάνα από το κρεβάτι.
Η Σελίν πέρασε το χέρι της πάνω από τη μικρή γλάστρα στο περβάζι και το μικρό μοβ λουλούδι μαράθηκε. Άλλο ένα πέρασμα του χεριού της και το φυτό ζωντάνεψε και φούντωσε ξανά.
«Σελίν!» σύριξε η Αριάνα. «Σταμάτα!»
Η Σελίν στριφογύρισε τα μάτια της και πήγε να καθίσει δίπλα της στο κρεβάτι. «Αν δεν μπορώ να είμαι ο εαυτός μου με τη φίλη μου, τότε με ποιον;»
«Μα ο Άιζακ το έχει απαγορεύσει».
Ξεφύσησε με αγανάκτηση για την εμμονή του Άιζακ να κρατάει τις δυνάμεις της κρυφές. Κανονικά δε θα έπρεπε να το είχε πει ούτε στην Αριάνα. Όλα ξεκίνησαν πριν από χρόνια, όταν μια μέρα ο Άιζακ την είχε βρει να ζωντανεύει μερικά μαραμένα τριαντάφυλλα απορροφώντας τη ζωτική ενέργεια από τα αγριόχορτα που τα έπνιγαν. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί τόσο έξαλλο. Η εξάχρονη εκδοχή του εαυτού της δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε κάνει λάθος και τον είχε εξαγριώσει.
«Ο Άιζακ απαγορεύει τα πάντα» μουρμούρισε, προσπαθώντας να διώξει την ανάμνηση. Μεγαλώνοντας είχε συνειδητοποιήσει πως οι μάγισσες δεν μπορούσαν να απορροφήσουν ζωή και να επαναφέρουν μια άλλη. Τότε εκείνη πώς το έκανε; Και γιατί ήταν τόσο κακό που έπρεπε να το κρατήσει κρυφό πάση θυσία; Γιατί έπρεπε να καταπιέζει κάτι που της ήταν τόσο φυσικό όσο το να αναπνέει;
«Φοβάμαι» παραδέχθηκε η Αριάνα, παίζοντας νευρικά με το ύφασμα του φορέματός της.
«Για πιο πράγμα»
«Για της Θυσίες» απάντησε σχεδόν ψιθυριστά, λες και ακόμα και η λέξη τής προκαλούσε τρόμο. «Αν διαλέξουν εμένα; Αν διαλέξουν τον πατέρα μου;»
Της χαμογέλασε όσο πιο καθησυχαστικά μπορούσε.
«Είσαι πολύ μικρή για να σε επιλέξουν και ο πατέρας σου είναι στο Συμβούλιο. Και οι δυο είστε ασφαλείς».
Τα γαλάζια μάτια του κοριτσιού, καθαρά και αστραφτερά σαν κρύσταλλος, βρήκαν τα σκούρα μπλε δικά της. «Εσύ δε φοβάσαι;»
Η αλήθεια ήταν πως όχι, δε φοβόταν. Ήξερε πως ο Άιζακ δε θα επέτρεπε κάτι τέτοιο. Αυτό που απασχολούσε το μυαλό της ήταν ο λόγος πίσω από τις Θυσίες. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή μια μάγισσα στελνόταν στα βαθύτερα σημεία του δάσους, εκεί όπου η μαύρη μαγεία κυριαρχούσε. Η μάγισσα δε θα επέστρεφε ποτέ. Αναμενόμενο… Αλλιώς δε θα τις αποκαλούσαν Θυσίες. Αλλά σε τι θυσιάζονταν; Οι γηραιότεροι ήταν πολύ φοβισμένοι για να πουν και οι νεότεροι δεν τολμούσαν να ρωτήσουν.
Ο ήχος της πόρτα που άνοιξε και έκλεισε ακούστηκε από το μέσα δωμάτιο.
«Ο πατέρας μου» είπε η Αριάνα, στρέφοντας το μελαχρινό κεφάλι της προς την κατεύθυνση του ήχου.
«Καλύτερα να πηγαίνω». Πήγε στο παράθυρο και κάθισε πάνω στο περβάζι. Αν και ο Ελάιζα δεν το είχε πει ποτέ ευθέως, η Σελίν ήξερε πως δεν ενέκρινε τη φιλία της με την κόρη του. Με ένα μικρό πηδηματάκι βρέθηκε έξω. Αν ο Ελάιζα ήταν σπίτι, αυτό σήμαινε πως και ο Άιζακ θα επέστρεφε σύντομα.
Προσπέρασε τρέχοντας τα σπίτια της μικρής κοινότητας και τους μάγους που είχαν βγει από ώρα, για να κάνουν τις δουλειές τους. Ως υπηρέτες της Φύσης, είχαν το καθήκον να διατηρούν την ισορροπία. Χρησιμοποιούσαν τις δυνάμεις τους, για να βοηθήσουν τα δέντρα και τα φυτά να αναπτυχθούν, να βεβαιωθούν πως το νερό που έτρεχε στις λίμνες και τα ποτάμια ήταν καθαρό, και για να κρατάνε τα πλάσματα του σκότους μακριά από εκείνη την πλευρά του δάσους. Κάποιοι πολύ ισχυροί μάγοι μπορούσαν ακόμα και να ελέγξουν τη βροχή και τον άνεμο, αλλά ήταν λίγοι. Το Συμβούλιο είχε και το επιπρόσθετο δυσάρεστο καθήκον να κυνηγά και να τιμωρεί μάγους και μάγισσες που χρησιμοποιούσαν τη μαγεία τους με κακόβουλους σκοπούς και να τους εξορίζει στην καρδιά του δάσους, εκεί όπου δεν μπορούσαν να προκαλέσουν κακό. Το χωριό ήταν χτισμένο κοντά στα όρια του δάσους, εκεί όπου η μαγεία ήταν αγνή και όχι μολυσμένη όπως στα βαθύτερα σημεία, αλλά αυτό τους έφερνε πιο κοντά στα χωριά των ανθρώπων και τους Κυνηγούς.
Μπήκε λαχανιασμένη στο σπίτι και έκλεισε προσεχτικά την πόρτα πίσω της, για να μην κάνει θόρυβο. Με λίγη τύχη, δε θα καταλάβαιναν πως είχε βγει έξω. Γύρισε και αναπήδησε τρομαγμένη καθώς είδε μια ψηλή φιγούρα να στέκεται πίσω της.
Ακούμπησε το χέρι της πάνω στην καρδιά της που βροντοχτυπούσε μέσα στο στήθος της.
«Μην το κάνεις αυτό!» Ευτυχώς ήταν ο Ρόραν και όχι ο Άιζακ.
«Συγγνώμη», Τα πράσινα μάτια του την περιεργάστηκαν για μια στιγμή. Είχαν την ίδια απόχρωση με τον νεφρίτη. «Πού ήσουν;»
Αντί να του απαντήσει, πήρε το ζεστό χέρι του μέσα στο δικό της.
Όταν δυο μάγισσες ήταν δεμένες, μπορούσαν να μοιραστούν αναμνήσεις. Αυτός που εισέπραττε την ανάμνηση μπορούσε να τη δει μέσα από το μάτια εκείνου που τη μοιραζόταν και βίωνε τα συναισθήματα που είχε εκείνη τη στιγμή. Η Σελίν συχνά προτιμούσε να επικοινωνεί έτσι μαζί του παρά με λόγια. Οι δυο τους μοιραζόντουσαν έναν πολύ δυνατό δεσμό. Ο Ρόραν ήταν τεσσάρων όταν ο Άιζακ την είχε βρει και την είχε φέρει στο σπίτι τους και η Σελίν είχε μεγαλώσει θεωρώντας τον αδελφό. Μακάρι να αισθανόταν και εκείνος το ίδιο, αλλά από τον τρόπο που κοιτούσε τη νεαρή μάγισσα, ήταν εμφανές πως τα αισθήματά του για εκείνη μόνο αδελφικά δεν ήταν. Ωστόσο, της ήταν πιο εύκολο να προσποιείται πως δεν το αντιλαμβανόταν.
Το πρόσωπο του Ρόραν σκοτείνιασε.
«Σελίν, πραγματικά δεν πρέπει να…»
«Να το κάνω αυτό» συμπλήρωσε υψώνοντας ειρωνικά το βλέμμα της στον ουρανό. «Επειδή αν ζωντανεύω μερικά φυτά, κάποια τρομερή συμφορά θα πέσει πάνω στο χωριό. Τα ζώα θα πεθάνουν, οι σοδειές θα μαραθούν, αρρώστιες θα κλέψουν τα παιδιά...»
Ο Ρόραν ξεφύσησε με παραίτηση.
«Απλά φρόντισε να μη σε αντιληφθεί ο πατέρας μου» της ζήτησε. «Μην έρθεις σε ρήξη μαζί του με τις Θυσίες τόσο κοντά».
Λες και εκείνη ήθελε να συγκρουστεί με τον Άιζακ. Την είχε πάρει υπό τη προστασία του και την είχε αναθρέψει μαζί με τον γιο του. Παρά το φρέσκο ακόμα πένθος του για τον θάνατο της γυναίκας του, είχε ανοίξει το σπίτι του σε ένα παιδί που οι ίδιοι του οι γονείς είχαν εγκαταλείψει αμέσως μόλις είχε γεννηθεί. Η Σελίν τον σεβόταν και τον αγαπούσε, αλλά ήταν πολύ δύσκολος άνθρωπος. Ο μόνος για τον οποίο μπορούσε να δείξει στοργή ήταν ο Ρόραν. Για εκείνη πάντα ήταν περισσότερο δάσκαλος παρά πατρική φιγούρα. Δεν ήταν τυχαίο που ο Ρόραν είχε πει ο πατέρας μου και όχι μας.
«Υποσχέσου μου ότι θα μείνεις μακριά από μπελάδες».
«Θα προσπαθήσω».
«Τι θα προσπαθήσεις;» Ακούστηκε η φωνή του Άιζακ από την κορυφή της σκάλας. Τα χλωμά πράσινα μάτια του καρφώθηκαν πάνω της. Ποτέ δεν μπορούσε να βρει μέσα τους τη θέρμη ή την παιχνιδιάρικη διάθεση που είχαν τα μάτια του γιου του. «Πού ήσουν, νεαρή;»
«Μια βόλτα» απάντησε αόριστα η κοπέλα.
Η δυσαρέσκεια ήταν ζωγραφισμένη σε κάθε γραμμή του προσώπου του.
«Σου έχω πει επανειλημμένα πως δε θα φεύγεις από το σπίτι χωρίς να μου ζητήσεις την άδεια».
«Δεν ήσουν εδώ για να τη ζητήσω»
«Σιωπή» της είπε απότομα. Τα μάτια του πετούσαν σπίθες, δυο δίδυμες πράσινες φλόγες, και η νεαρή μάγισσα χαμήλωσε το κεφάλι της. Της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. «Έλα μαζί μου».
Έριξε ένα αβέβαιο βλέμμα στον Ρόραν που την κοιτούσε ικετεύοντάς τη να μην ξεκινήσει διαφωνία και υπάκουσε στη διαταγή. Ανέβηκε τη σκάλα και ακολούθησε τον μεγαλύτερο μάγο στον επάνω όροφο όπου βρισκόντουσαν τα υπνοδωμάτια. Όταν ήταν μικρότερη, περίμενε μέχρι να ακούσει το σιγανό ροχαλητό του και ξεγλιστρούσε από το δωμάτιό της, για να πάει να κοιμηθεί σε αυτό του Ρόραν. Μερικές φορές ερχόταν εκείνος στο δικό της. Ο Άιζακ προχώρησε μέχρι το τέλος του διαδρόμου και άνοιξε τη πόρτα του δωματίου του. Της έκανε νόημα να μπει μέσα και η Σελίν υπάκουσε διστακτικά. Ήταν αυστηρά απαγορευμένο σε εκείνη και τον Ρόραν να μπουν εκεί.
Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες βυθίζοντας τον χώρο στο μισοσκόταδο. Το δωμάτιο ήταν λιτό και χωρίς καμία διακόσμηση. Ταιριάζει στον Άιζακ, σκέφτηκε. Ένα κρεβάτι που προοριζόταν για δυο ήταν κολλημένο στην αριστερή πλευρά και ένα σκαλιστό γραφείο από βελανιδιά στα δεξιά. Βαριές βιβλιοθήκες από σκούρο ξύλο κάλυπταν τους τοίχους από το πάτωμα μέχρι την οροφή. Τα ράφια τους ήταν γεμάτα τυλιγμένες περγαμηνές και βιβλία. Κάποια ήταν τόσο παλιά και κιτρινισμένα από τον χρόνο που έδιναν την εντύπωση πως θα διαλύονταν κάτω από τα δάχτυλα αν προσπαθούσες να γυρίσεις τις σελίδες.
Ο Άιζακ σταμάτησε μπροστά από το γραφείο και γύρισε για να την κοιτάξει. Ο θυμός είχε εξαφανιστεί και η έκφρασή του είχε γίνει μια ψυχρή μάσκα. Αυτό δεν την καθησύχασε. Αυτή η παγερά ήρεμη έκφραση ήταν σαν τα γκρίζα σύννεφα πριν την καταιγίδα.
«Πήρα μια απόφαση σχετικά με εσένα» την ενημέρωσε.
«Μπορώ να τη μάθω κι εγώ;» Η φωνή της είχε έναν άσχημο πικρόχολο τόνο. Του ήταν ευγνώμων για όλα όσα είχε κάνει για εκείνη, όμως ήθελε να ελέγχει κάθε πτυχή της ζωής της και δεν το άντεχε αυτό.
Ο Αίζακ αγνόησε τον τόνο της και συνέχισε.
«Σε δεκαπέντε μέρες από τώρα θα παντρευτείς τον γιο μου».
Το έδαφος χάθηκε κάτω από τα πόδια της. «Τι;» Ψέλλισε σοκαρισμένη. Η συνειδητοποίηση αυτού που της είχε πει και τι σήμαινε τη χτύπησε ξαφνικά σαν ένα κουβάς με παγωμένο νερό. «Όχι!» φώναξε.
Το πρόσωπο του Άιζακ σκλήρυνε. «Δεν είναι προς συζήτηση»..
«Δεν μπορείς να με παντρέψεις με τον Ρόραν! Είναι σαν αδελφός μου!»
«Δεν είναι αδελφός σου» της είπε, με τις λέξεις κοφτερές σαν ξυράφι. «Δεν έχετε το ίδιο αίμα. Σε ένα δεκαπενθήμερο θα παντρευτείτε. Αυτή είναι η απόφασή μου και θα συμμορφωθείς».
Μια αγανακτισμένη κραυγή βγήκε από μέσα της. Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο από τον θυμό. Του γύρισε την πλάτη και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο.
«Δε σου έδωσα την άδεια να φύγεις!» τον άκουσε να φωνάξει πίσω της αλλά δε σταμάτησε.
Κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά της σκάλας και σχεδόν έπεσε πάνω στον Ρόραν. Την έπιασε από τους ώμους για να τη σταθεροποιήσει.
«Σελίν, τι συνέβη;» ρώτησε ανήσυχος, έχοντας ακούσει τις φωνές.
Πέταξε τα χέρια του από πάνω της. «Εσύ το ζήτησες αυτό;» απαίτησε να μάθει οργισμένα.
Έψαξε μπερδεμένος το πρόσωπο της. «Ποιο; Δεν καταλαβαίνω»
Η Σελίν τον έσπρωξε με τον αγκώνα της, για να τον παραμερίσει, και βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Καυτός θυμός κυλούσε στις φλέβες της. Πώς μπόρεσαν να πάρουν μια τέτοια απόφαση για εκείνη χωρίς να τη ρωτήσουν; Ένιωθε παγιδευμένη. Έτρεξε πιο γρήγορα, χωρίς να έχει συγκεκριμένη πορεία στο μυαλό της.
Ήθελε απλά να απομακρυνθεί.
Φαίη