Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 2 - Περίεργη Λάμψη)

Οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν στο παράθυρο και άλλαζαν πορεία κάνοντας θόρυβο. Παρόλο που το καλοκαίρι είχε συνήθως ηλιοφάνεια, εκείνη τη μέρα ο ουρανός ήταν σκοτεινός από τα μαύρα σύννεφα που έκρυβαν τον ήλιο, και η βροχή που έριχναν ήταν πολύ δυνατή. Η μέρα δεν ήταν καλή, και σχεδόν κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους.
Αυτές οι μέρες δεν άρεσαν καθόλου στον Μιχάλη, επειδή αφενός τον ανάγκαζαν να μένει στο σπίτι, αλλά και γιατί του δημιουργούσαν μια μικρή μελαγχολία. Συνήθως, δεν τον πείραζε και τόσο πολύ, αφού είχε με κάτι να ασχοληθεί, κυρίως με τα αγαπημένα του ηλεκτρονικά παιχνίδια, με τα οποία σπαταλούσε σχεδόν όλο του τον ελεύθερο χρόνο, ειδικά τώρα το καλοκαίρι. Η σημερινή μέρα όμως ήταν διαφορετική. Δεν είχε διάθεση για τίποτε. Το μυαλό του ήταν βυθισμένο σε δυσάρεστες αναμνήσεις από το παρελθόν. Θυμόταν διάφορες σκηνές, όπως όταν ήταν μικρός και είχε διαφορές με άλλα παιδιά, που τις περισσότερες φορές κατέληγαν στη βία. Είχε ξυλοκοπηθεί αρκετές φορές, κυρίως εξαιτίας της αριθμητικής υπεροχής των άλλων, τα έβαζε μόνος του δηλαδή με τέσσερις ή περισσότερους. Έτσι, αν και είχε αποκτήσει πολλές μελανιές, είχε αποκτήσει αρκετό θάρρος.
Δεν ήταν όμως παιδί που προκαλούσε προβλήματα και δημιουργούσε φασαρία. Ήταν ήσυχος, όπως πολλοί τον αποκαλούσαν, και είχε ήρεμο χαρακτήρα. Δηλαδή παρά τις πολλές συμμετοχές του σε ξύλο όταν ήταν μικρός, πλέον σπάνια αντιδρούσε βίαια. Δεν έμπλεκε σε καβγάδες και προτιμούσε να λύνει ειρηνικά τα προβλήματά του, αν και πολλές φορές θα ήθελε να έδερνε πολλούς που τον ενοχλούσαν.
Ήταν πια δεκαπέντε χρονών και είχε τελειώσει το Γυμνάσιο. Σε ένα μήνα, όταν θα άρχιζε η νέα σχολική περίοδος θα πήγαινε στο Λύκειο, κάτι το οποίο επιθυμούσε πολύ, καθώς του άρεσε να μαθαίνει νέα πράγματα.
Κατοικούσε σε ένα διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο μιας πενταώροφης πολυκατοικίας κοντά στα βόρεια προάστια της Αλεξανδρούπολης. Η οικογένειά του αποτελούνταν από τους δύο γονείς του, τον ίδιο και την αδερφή του, η οποία ήταν μεγαλύτερη από αυτόν κατά τρία χρόνια. Γενικά, είχε μια απλή και φυσιολογική ζωή, χωρίς να του έχει συμβεί κάτι το συνταρακτικό.
Ξαφνικά, ενώ ο Μιχάλης ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, κάτι έλαμψε κοντά στον ουρανό, που ήταν όμως αρκετά κοντά στο σπίτι του. Εκείνος τινάχτηκε ξαφνιασμένος από την απρόσμενη λάμψη, η οποία σίγουρα δεν ήταν αστραπή, αφού είχε πράσινο φως και μικρή έκταση. Προσπάθησε να βρει ποια ήταν η πηγή του φωτός, αλλά δεν είδε τίποτα που θα μπορούσε να το προκάλεσε. Έτσι, συμπέρανε ότι ήταν κάποιο παιχνίδι των ματιών του, καθώς καθόταν σε αυτή τη θέση για πολλή ώρα.
Ήταν έτοιμος να φύγει από εκεί όταν μία δεύτερη λάμψη να εμφανίζεται στο ίδιο σημείο. Ένας κρότος ακούστηκε από κάπου εκεί κοντά. Πετάχτηκε όρθιος για να δει καλύτερα και κάρφωσε το βλέμμα του σε εκείνο το σημείο, αναζητώντας την αιτία αυτών των λάμψεων και του κρότου, μένοντας σε αυτή τη θέση για πολλή ώρα, αλλά δίχως αποτέλεσμα. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι θα μπορούσε να είχε δει πυροτεχνήματα, τα οποία κάποιος είχε πετάξει στον αέρα. Η εξήγηση φαινόταν αρκετά λογική για τις πράσινες λάμψεις, δεν εξηγούσε όμως τον περίεργο ήχο που του θύμιζε κάτι ανάμεσα σε μέταλλο που σπάει και σε γυαλί που θρυμματίζεται.
Μην μπορώντας να βγάλει κάποιο συμπέρασμα από τον συνδυασμό αυτών που μόλις συνέβησαν, σκέφτηκε να ρωτήσει την αδερφή του που βρισκόταν στο δωμάτιό της. Χτύπησε την πόρτα και μόλις εκείνη του απάντησε μπήκε μέσα. Τη βρήκε να κάθεται μπροστά από τον υπολογιστή και να γράφει κάτι, που αργότερα διαπίστωσε πως ήταν μήνυμα σε κάποια φίλη της.
«Τι θες;» τον ρώτησε με τόνο που έδειχνε ότι την ενοχλούσε η παρουσία του.
«Το είδες εσύ αυτό;»
«Ποιο;» απόρησε εκείνη, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
«Αυτή την πράσινη λάμψη και αυτόν τον περίεργο θόρυβο».
«Δεν είδα ούτε άκουσα τίποτα. Της φαντασίας σου θα ήταν».
«Αλήθεια σου λέω, το είδα» και της εξήγησε σύντομα τι έγινε. «Τι λες να το προκάλεσε;»
«Δεν ξέρω και δε με νοιάζει. Δεν έχω όρεξη να ασχολούμαι με αυτά. Φύγε τώρα» απάντησε εκείνη και μετά συνέχισε να γράφει.
Ο Μιχάλης έφυγε εκνευρισμένος από το δωμάτιο της αδερφής του βρίζοντας μέσα από τα δόντια του. Ήξερε ότι δύσκολα θα τον πίστευε, αλλά και πάλι νευρίασε από τη συμπεριφορά της. Του φάνηκε όμως και περίεργο που δεν είχε έστω ακούσει τον κρότο, επειδή ήταν αρκετά δυνατός. Έτσι, όλο το υπόλοιπο πρωί σκεφτόταν πιθανούς λόγους που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αυτό το γεγονός, από τους οποίους άλλοι ήταν στα πλαίσια της λογικής και άλλοι ξέφευγαν από την πραγματικότητα.
Λίγη ώρα αργότερα στο σπίτι μπήκε η μητέρα του, η οποία επέστρεφε από τη δουλειά της -υπάλληλος σε ζαχαροπλαστείο. Ο Μιχάλης δεν είχε όρεξη να πάει να της μιλήσει, αφού ήταν σίγουρος ότι θα του έλεγε πάλι για το πώς ήταν η δουλειά της σήμερα, κάτι που βαριόταν πάρα πολύ. Έτσι κάθισε στο δωμάτιό του με το μυαλό του στις περίεργες λάμψεις στον ουρανό.
«Θα έρθεις να φας;» διέκοψε τις σκέψεις του λίγο αργότερα η μητέρα του που είχε μπει στο δωμάτιό του.
«Τι; Α, ναι, έρχομαι».
Καθώς έτρωγε μαζί με την οικογένειά του –είχε επιστρέψει και ο πατέρας του στο σπίτι– προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό του το συμβάν και συμμετείχε στις διάφορες συζητήσεις με τους υπόλοιπους.
«Την Κυριακή σκεφτόμαστε να επισκεφτούμε τη γιαγιά σας. Τι λέτε;» ρώτησε τον Μιχάλη και την αδερφή του η μητέρα τους.
«Δεν έχω πρόβλημα. Έτσι κι αλλιώς σκεφτόμουν και εγώ να πάω» απάντησε η αδερφή του.
Ο Μιχάλης αρκέστηκε σε ένα γνέψιμο, με το οποίο έδειχνε πως συμφωνούσε με την ιδέα. Πάντα του άρεσε να επισκέπτεται τη γιαγιά του στο χωριό, επειδή της έτρεφε μεγάλη συμπάθεια αλλά και γιατί είχε φίλους εκεί. Είχε περάσει πολύ καιρό στο χωριό όταν ήταν μικρότερος και πάντα έβρισκε την ιδέα να πάει εκεί πολύ καλή. Έτσι, ανυπομονούσε για την επίσκεψη στη γιαγιά του, που θα γινόταν σε τέσσερεις μέρες.
Μετά το μεσημεριανό, είχε διάθεση να ανοίξει τον υπολογιστή του και να ασχοληθεί με κάποιο από τα παιχνίδια του. Αυτό και έκανε. Έτσι, για τις επόμενες δύο ώρες ο Μιχάλης έπαιζε στον υπολογιστή του.
Μόλις τελείωσε το παιχνίδι του, ξάπλωσε να κοιμηθεί. Στα όνειρά του δέσποζαν περίεργες πράσινες λάμψεις και ήχοι όμοιοι με εκείνον που άκουσε, αλλά υπήρχαν και ουρλιαχτά πόνου, σαν κάποιος να είχε τραυματιστεί από αυτά. Όταν ξύπνησε ήταν ταραγμένος.
Έτσι, τις επόμενες ημέρες σκεφτόταν συνέχεια αυτές τις λάμψεις και τον θόρυβο, περισσότερο όμως το μυαλό είχε κολλήσει στα ουρλιαχτά που είχε ακούσει στον ύπνο του.
Αυτό κράτησε, ευτυχώς για εκείνον, μόνο μέχρι την Κυριακή, όταν θα πήγαινε με την οικογένειά του στο χωριό. Και μόνο η επιθυμία του να πάει εκεί του είχε βγάλει από τον νου κάθε άλλη σκέψη.
Ξεκίνησαν νωρίς το πρωί της Κυριακής, με τον Μιχάλη να κάθεται, ως συνήθως, στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, δίπλα στην αδερφή του.
«Μέχρι τι ώρα θα μείνουμε;» ρώτησε η Αφροδίτη τους γονείς τους.
«Κατά τις έξι το απόγευμα λέμε να φύγουμε» της απάντησε η μητέρα τους.
Στη συνέχεια οι γονείς τους συζητούσαν για διάφορα θέματα, τα οποία έβρισκε απίστευτα ανιαρά ο Μιχάλης και ο ίδιος απλώς παρακολουθούσε το δρόμο, χωρίς να σκέφτεται κάτι συγκεκριμένο.
«Την Τετάρτη, τι μου έλεγες; Κάτι για μια πράσινη λάμψη θυμάμαι» τον ρώτησε η αδερφή του λίγο αργότερα.
Ο Μιχάλης ξαφνιάστηκε που η Αφροδίτη αναφέρθηκε σε εκείνο το γεγονός, επειδή μέσα στον ενθουσιασμό του που θα πήγαινε στο χωριό το είχε ξεχάσει. Έτσι, της περιέγραψε ξανά εκείνο που είχε δει και ακούσει, δεν αναφέρθηκε όμως στις κραυγές που άκουσε στο όνειρό του. Της ανέφερε ακόμη και τη θεωρία του για αυτές τις λάμψεις και τον κρότο.
«Πολύ πιθανό. Αλλά ποιος μπορεί να έριχνε πυροτεχνήματα στη βροχή;» αναρωτήθηκε η Αφροδίτη μόλις της τα είπε όλα αυτά.
«Δεν έχω ιδέα» είπε εκείνος.
«Πολύ παράξενο».
«Μάλλον παράλογο» συμφώνησε και ο Μιχάλης.
«Κάποτε είχα δει κι εγώ κάτι παρόμοιο. Πριν δύο χρόνια, αν θυμάμαι καλά, είχα δει κάτι περίεργες γαλάζιες σπίθες και άκουσα περίεργους ήχους, που δεν κατάλαβα από πού προέρχονταν».
«Αλήθεια;» Τώρα πια η περιέργειά του είχε ενταθεί.
«Ναι. Νόμιζα ότι ήταν της φαντασίας μου. Αλλά, αν άκουσες κι εσύ κάτι παρόμοιο, ίσως και να μην ήταν τελικά» απάντησε η Αφροδίτη.
Λίγη ώρα αργότερα έφτασαν στο χωριό και στο σπίτι της γιαγιάς του. Ο Μιχάλης βγήκε από το αυτοκίνητο πιασμένος και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Μόλις άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, βρήκε τη γιαγιά του στην κουζίνα να μαγειρεύει. Τη χαιρέτησε, αλλά δεν πρόλαβαν να πουν πολλά, γιατί στο σπίτι μπήκαν και οι υπόλοιποι.
Στη συνέχεια η μητέρα του άρχισε να συζητά μαζί της για το πώς περνούσαν και για άλλα θέματα και ο Μιχάλης βρήκε την ευκαιρία να φύγει. Ήθελε να πάει να βρει τον Θανάση, τον καλύτερο φίλο του στο χωριό. Η απόσταση ήταν μικρή κι έτσι δε θα αργούσε να φτάσει.
Στη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το σπίτι του Θανάση έπαιρνε βαθιές ανάσες, αναπνέοντας τον καθαρό αέρα της περιοχής. Πάντα του άρεσε αυτό, καθώς κάθε φορά που πήγαινε στο χωριό του αισθανόταν πιο ζωντανός και δραστήριος από ό,τι συνήθως.
Λίγο μετά έφτασε έξω από το σπίτι του φίλου του. Ήταν ένα μικρό σπίτι με μία μεγάλη αυλή, στην οποία βρίσκονταν πολλά παλιά παιχνίδια του Θανάση αλλά και της αδερφής του. Μόλις ο Μιχάλης πέρασε την αυλόπορτα, άκουσε από την άλλη άκρη της το γάβγισμα του σκύλου, ο οποίος είχε αντιληφθεί την παρουσία του και φώναζε για να ειδοποιήσει τους ιδιοκτήτες του. Αμέσως από το σπίτι βγήκε ο Θανάσης. Μόλις είδε το Μιχάλη, ο οποίος δεν είχε προλάβει να φτάσει στην πόρτα του σπιτιού, ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του και κατευθύνθηκε προς το μέρος του επισκέπτη του.
Ο Θανάσης ήταν λίγο ψηλότερος από τον Μιχάλη, με μαύρα μαλλιά, σκούρα καστανά μάτια και σχετικά λεπτό πρόσωπο. Η οικογένειά του δεν είχε πολλές οικονομικές ανέσεις, κάτι που φαινόταν στο ντύσιμό του. Φορούσε συνήθως παλιά ρούχα άλλων παιδιών που του τα έδιναν και πολλές φορές δεν ήταν το νούμερό του.
Χαιρέτησε τον Μιχάλη με μία χειραψία.
«Γιατί δεν ήρθες να μείνεις καθόλου;» τον ρώτησε ο Θανάσης.
«Έχει η γιαγιά μου μερικά προβλήματα και δε θέλω να την επιβαρύνω» απάντησε ο Μιχάλης.
«Καλά» απάντησε απογοητευμένος ο Θανάσης.
«Πάμε στην πλατεία;» πρότεινε ο Μιχάλης μετά.
«Πάμε».
Έτσι οι δυο τους ξεκίνησαν για την πλατεία του χωριού, που βρισκόταν στο κέντρο του. Μόλις έφτασαν εκεί, κάθισαν και άρχισαν να συζητούν για διάφορα θέματα που τους ενδιέφεραν, όπως το ποδόσφαιρο, τα αυτοκίνητα και άλλα. Ο Θανάσης του είπε πως βαριόταν πάρα πολύ μόνος του, καθώς εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε στο χωριό κάποιος άλλος με τον οποίο θα μπορούσε να κάνει παρέα και δεν είχε τίποτα να κάνει, εκτός από το να βλέπει τηλεόραση.
Λίγο μετά, ο Μιχάλης μίλησε στον φίλο του για την περίεργη πράσινη λάμψη που αντίκρισε την Τετάρτη, τον ήχο που άκουσε, αλλά και για το όνειρό του, με τα ουρλιαχτά πόνου. Εκείνος τον άκουγε προσεκτικά, σε όλη τη διάρκεια της αφήγησής του, και μόλις ο Μιχάλης τελείωσε εκείνος είπε:
«Δεν έχω ακούσει ξανά κάτι παρόμοιο. Πολύ περίεργο μου φαίνεται».
«Το ίδιο και σε μένα» είπε ο Μιχάλης.
«Καλά τα φώτα και ο θόρυβος, αλλά οι φωνές στο όνειρό σου; Νομίζω όμως ότι ήταν απλά στο όνειρο».
«Μάλλον» είπε ο Μιχάλης, αλλά κάπου μέσα του διαφωνούσε.
Μετά, στάθηκαν για λίγη ώρα αμίλητοι. Σε αυτή τη διάρκεια ο Μιχάλης παρακολουθούσε τα φύλλα των δέντρων που κουνιόνταν από το μικρό αεράκι που φυσούσε εκείνη τη στιγμή.
«Πότε θα φύγεις;» τον ρώτησε λίγη ώρα αργότερα ο Θανάσης.
«Το απόγευμα» απάντησε ο Μιχάλης.
«Κρίμα» είπε ο Θανάσης, εκφράζοντας έτσι την απογοήτευσή του για τη σύντομη διάρκεια της επίσκεψης του Μιχάλη.
Όταν είχε πάει δύο η ώρα το μεσημέρι, ξεκίνησαν για τα σπίτια τους. Συζητούσαν στη διάρκεια της διαδρομής μέχρι το σπίτι του Θανάση.
«Τα λέμε» του είπε.
«Θα τα πούμε, φίλε» του είπε εκείνος και, μετά από το χτύπημα στα χέρια που συνήθιζαν, απομακρύνθηκε.
Αργότερα, ο Μιχάλης αποχαιρέτησε τη γιαγιά του, τη θεία και τον θείο του και πήγε στο αυτοκίνητο, όπου κάθισε στη συνηθισμένη του θέση. Η Αφροδίτη μπήκε λίγο μετά και το ίδιο έκαναν και οι γονείς του. Μόλις είπαν και τις τελευταίες κουβέντες με τη γιαγιά του Μιχάλη ξεκίνησαν για την Αλεξανδρούπολη.
Οι επόμενες μέρες κύλησαν το ίδιο βαρετά μέχρι που έφτασε η μέρα που θα έβγαινε με μερικούς φίλους του. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει από το σπίτι, πήρε μερικά χρήματα, αποχαιρέτησε τους γονείς και βγήκε έξω.
Η παρέα του αποτελούνταν από πέντε άτομα: τον ίδιο, τον Χρήστο και τον Αντώνη, και δύο κοπέλες, την Κική και την Ελένη. Ο Μιχάλης ήταν ευχαριστημένος πάντως που βρισκόταν ξανά μαζί τους, και ειδικά με τον κολλητό του τον Χρήστο.
«Πώς τα πέρασες στην Κω;» ρώτησε η Κική τον Χρήστο, ο οποίος μόλις χθες είχε επιστρέψει από τις διακοπές του από το νησί.
«Πολύ ωραία» της απάντησε εκείνος και συνέχισε περιγράφοντας τις μέρες του εκεί και τα διάφορα μέρη που επισκέφτηκε. «Εσύ πήγες πουθενά;» ρώτησε τον Μιχάλη λίγο αργότερα ο Χρήστος.
«Μόνο στο χωριό μου για μια μέρα πριν μια βδομάδα» απάντησε εκείνος.
Στη συνέχεια, ρώτησε και τους άλλους πώς πέρασαν τις μέρες τους. Ο Μιχάλης τους ζήλευε ακούγοντάς τους να λένε ότι πέρασαν το καλοκαίρι σε κάποιο νησί ή σε κάποιο άλλο τόπο διακοπών, ενώ εκείνος έμεινε εκεί. Τον δυσαρεστούσε πάντα αυτή η σκέψη, αλλά ποτέ δεν ανέφερε κάτι από αυτά στους φίλους του και απλά τους άκουγε να λένε πώς τα πέρασαν χωρίς να σχολιάζει τίποτα.
Λίγο αργότερα, έφτασε η ώρα να χωριστούν. Ο Μιχάλης αποχαιρέτησε τους φίλους του και κίνησε για το σπίτι του, ξέροντας ότι θα περνούσε το υπόλοιπο καλοκαίρι καλύτερα, τώρα που είχαν επιστρέψει οι φίλοι του από τις διακοπές τους.




Παναγιώτης Βάβαλος