Σχολείο για Διαφορετικούς (Κεφάλαιο 2)

Τελικά κάτι ήξερε από τεχνολογία. Αυτό το διαπίστωσα όταν έβαλε μια ηλεκτρονική κάρτα στην πόρτα για να ανοίξει. Βρικόλακες, τι να πεις. Την ακολούθησα. Το εσωτερικό του κτιρίου θύμιζε Harry Potter. Πάω στοίχημα ότι αυτός που το έχτισε ήταν φανατικός θαυμαστής του. Μετά από λίγο περπάτημα σε κάτι μεγάλους τρομαχτικούς διαδρόμους έβαλε το κλειδί σε μια κλειδαριά. Μια διευκρίνιση για το ταβάνι, ήταν τόσο ψηλό που με έκανε να νιώσω νάνος. Βρε, λες να το έφτιαξαν έτσι για τους δράκους; Μπα, αυτοί έχουν εξαφανιστεί. Η κυρία μού έδωσε ένα χαρτί, με καληνύχτισε και έφυγε. Το χαρτί ανέφερε αναλυτικά τι περιλάμβανε το πρόγραμμα για την επόμενη μέρα. Το δωμάτιο είχε δύο κρεβάτια. Για μια στιγμή… Αγόρι ήταν αυτό στο ένα κρεβάτι; Πλάκα μου κάνουν; Θα κοιμάμαι στο ίδιο δωμάτιο με ένα αγόρι; Άσε που ροχαλίζει κιόλας. Όχι όχι, όλα τα ανέχομαι, αλλά αυτό όχι. Δε θέλω να γυρίσω σπίτι έγκυος με ένα μικροσκοπικό τερατάκι που θα θέλει να πίνει αίμα.

Σαν ιδιοφυία που είμαι, βρήκα τη λύση. Θα κοιμόμουν στο μπάνιο. Άνοιξα ήσυχα ήσυχα την πόρτα και έβαλα μέσα τη βαλίτσα μου. Ύστερα πήρα την κουβέρτα από το κρεβάτι που μου είχαν στρώσει και την άπλωσα μέσα στην μπανιέρα. Δεν θέλω και να αρρωστήσω. Τέλος έβαλα το μαξιλάρι και κλείδωσα την πόρτα. Έβαλα πιτζάμες και ξάπλωσα στο αυτοσχέδιο κρεβάτι.

Κοιμόμουν μια χαρά μέχρι που η πόρτα άρχισε να χτυπάει. Σηκώθηκα βαριεστημένα και ξεκλείδωσα.
«Τι;» Σήκωσα το φρύδι. Με κοίταξε γεμάτος οργή.

«Θέλω να κατουρήσω. Έναν λόγο που κοιμήθηκες εδώ;»

«Δε θέλω να κυοφορήσω τα τερατάκια σου». Στο μυαλό μου ακουγόταν καλύτερο. Μπράβο μου, πρώτη νύχτα και με έκανα ρεζίλι.

«Κοπέλα μου, είσαι καθυστερημένη;»

«Κατούρα για να συνεχίσω τον ύπνο μου». Του παραχώρησα για λίγο το «δωμάτιό μου» σαν καλός «άνθρωπος» που είμαι. Μετά από λίγο βγήκε. «Είσαι γρήγορος». Μάλλον δεν του άρεσε το αστείο μου γιατί δε γέλασε. «Καληνύχτα» προσπάθησα να το σώσω ανεπιτυχώς. «Με λένε Αριάδνη. Θες να γίνουμε φίλοι;»

Για απάντηση πήρα ένα υπέροχο δρακουλένιο ροχαλητό. Ξανακλείδωσα την πόρτα στο μπάνιο και κοιμήθηκα.

***

Οι αχτίδες του ήλιου χτυπούσαν πάνω στα μάτια μου και με ανάγκασαν να ξυπνήσω. Έβαλα ένα τζιν και μια πράσινη μπλούζα, κοντομάνικη πάντα, και βγήκα από το μπάνιο. Ο συγκάτοικός μου είχε ήδη ξυπνήσει.

«Καλημέρα» του χαμογέλασα πλατιά. Με κοίταξε βαριεστημένα.

«Δεν ξέρω από πού ήρθες, αλλά δε βουρτσίζατε τα δόντια σας εκεί;» Ρεζίλι, πάλι.

«Το είχα ξεχάσει τελείως, συγγνώμη» απολογήθηκα.

Βούρτσισα τα δόντια μου και έπιασα τα μαλλιά μου κοτσίδα. Δεν άντεχα άλλο, έπρεπε να ρωτήσω.

«Πώς σε λένε;»

«Ιβάν. Δε θέλω να γίνουμε φίλοι και, ναι, έχω ήδη προσπαθήσει να αλλάξω δωμάτιο και πίστεψέ με δε γίνεται».

Αυτό έτσουξε. Ο Ιβάν βγήκε από το δωμάτιο και με άφησε μόνη. Άρχισα να ζεσταίνομαι υπερβολικά πολύ, κάτι που παθαίνω όταν αγχώνομαι. Φοβόμουν να βγω από την πόρτα και να αντιμετωπίσω το σχολείο. Ξάπλωσα στο κρεβάτι αυτή τη φορά. Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου, αλλά το σκούπισα γρήγορα. Έκλεισα τα μάτια μπας και κοιμηθώ αλλά άρχισε να χτυπάει η πόρτα. Την άνοιξα, μα πριν καλά καλά δω ποιος ήταν, η κυρία από χθες με είχε αρπάξει από το χέρι και με είχε βγάλει έξω.

«Ξέρεις να διαβάζεις;» Με κοίταξε σαν να ήμουν το πιο χαζό άτομο στον κόσμο.

«Μάλιστα».

«Τότε γιατί δε βρίσκεσαι στην αίθουσα δώδεκα;»

«Χάθηκα, κυρία, και επειδή κουράστηκα να ψάχνω γύρισα στο δωμάτιο».

Σήκωσε το ένα της φρύδι. Μάλλον είχε καταλάβει ότι έλεγα ψέματα. Άρχισε να περπατάει και εγώ την ακολουθούσα. Μετά από λίγο φτάσαμε στην πόρτα με το νούμερο δώδεκα. Η πόρτα είχε μια ταμπέλα που με χρυσά γράμματα έλεγε «Αρχάριοι μαθητευόμενοι». Αφού χτύπησε πρώτα, άνοιξε την πόρτα και με έσπρωξε μέσα. Όλη η τάξη γύρισε προς εμένα. Ένιωσα πολύ άβολα. Ο κοντόχοντρος καθηγητής, που από ό,τι φαίνεται θα είχα για όλη τη χρονιά, μου έδειξε να κάτσω στη μία και μοναδική άδεια θέση. Με αργά βήματα πλησίασα την άδεια καρέκλα. Στο ίδιο θρανίο καθόταν και ένα αγόρι με μαύρα μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Πείτε με ηλίθια, πείτε με τρελή, αλλά δεν μου αρέσουν καθόλου τα γαλάζια μάτια. Για έναν ανεξήγητο λόγο μου προκαλούν τρόμο. Πάντως ο διπλανός μου ήταν όμορφος.

Άπλωσε το χέρι για χειραψία, ανταπέδωσα. Τον έλεγαν Λουκ, ήταν δεκαέξι, είχε δύο αδέλφια και ήταν βρικόλακας.

«Χάρηκα για την γνωριμία, Λουκ».

«Πώς ξέρεις το όνομά μου; Μην μου πεις ότι είσαι υποκρίτρια».

«Είμαι! Αριάδνη».

Επιτέλους κάποιος που μπορούσα να συνεννοηθώ μαζί του. Σαν να διάβασε τη σκέψη μου χαμογέλασε και δύο μικροί κυνόδοντες έκαναν την εμφάνισή τους.

«Είμαι ακόμα στα πρώτα στάδια».

«Πότε ήρθες σε αυτό το σχολείο;» Άλλαξα θέμα.

«Εδώ γεννήθηκα. Η μητέρα μου είναι η κυρία Βαλερί, αυτή που σε έφερε στην αίθουσα».

«Ααα». Δεν είχα να πω κάτι καλύτερο.

«Δεν τη συμπαθείς, σωστά;»

«Δεν την ξέρω κιόλας, αλλά με τρομάζει κάπως».

«Όλοι τη φοβούνται στην αρχή, αλλά πίστεψέ με είναι καλή. Με ποιον μένεις στο δωμάτιο;»

«Με τον Ιβάν».

«Τυχερή! Είναι από τους πιο ισχυρούς».

«Δε με συμπαθεί καν».

«Θες να ανταλλάξουμε συγκατοίκους;»

«Προσπάθησα ήδη, δε γίνεται. Αλήθεια, τι πλάσμα είναι ο Ιβάν;»

«Ο Ιβάν είναι χαρισματικός. Μπορεί να ελέγχει τη φωτιά, το νερό και τον αέρα».

Ο Λουκ πρέπει να τον θαύμαζε πραγματικά. Το κουδούνι χτύπησε. Ακολούθησα τον Λουκ στην τραπεζαρία. Μου έκανε νόημα να κάτσω σε ένα τραπέζι μακριά από το παράθυρο. Έκανα ό,τι μου είπε.

«Επιστρέφω σε δύο λεπτά» ανέφερε αφήνοντάς με μόνη.

Μια παρέα αγοριών πλησίασε το τραπέζι.

«Ποια είσαι εσύ;» με ρώτησε ένα από τα αγόρια.

«Αριάδνη, χάρηκα».

Κάθισαν στις καρέκλες. Άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους, αλλά εγώ δε συμμετείχα. Ευτυχώς ήρθε ο Λουκ και με έσωσε από τη βαρεμάρα.

«Από εδώ η Αριάδνη».

«Γνωριστήκαμε ήδη».

Ο Λουκ μού έδωσε ένα πιάτο με σαλάτα και ένα τοστ με κασέρι. Έφαγα μόνο τη σαλάτα, δε μου αρέσει το τοστ.

«Ο Σαμ και η Τσέλσι δε θα έρθουν;» ρώτησε κάποιος από την παρέα.

Γιατί κάποιος να έχει το όνομα ποδοσφαιρικής ομάδας; Στη σκέψη άρχισα να γελάω και όλοι με κοίταξαν παράξενα.

«Συνήθως η κυρία Μπρέσλι τούς κρατάει περισσότερο» ο Λουκ έλυσε την απορία του αγοριού.

Μια ψηλή κοπέλα με ξανθά μαλλιά πλησίασε το τραπέζι. Με κοίταξε και σήκωσε το φρύδι.

«Ποια είσαι εσύ;» ρώτησε ξινά.

«Αριάδνη, χάρηκα».

Έτεινα το χέρι για χειραψία. Την έλεγαν Τσέλσι, ήταν δεκαέξι, τα είχε με τον Σαμ, ήταν βρικόλακας και για κάποιον λόγο δεν της άρεσε η υφή των χεριών μου.

«Γιατί τα χέρια σου είναι έτσι;»

«Από το μονόζυγο». Τα κοίταξε με απέχθεια.

Ένα αγόρι γύρω στα δύο μέτρα πλησίασε την Τσέλσι και τη φίλησε πεταχτά στο στόμα. Να φανταστώ ο Σαμ. Ο Λουκ μού ψιθύρισε ότι ο Σαμ ήταν ο αδελφός του.

«Γυμνασμένος». Να πάρει, το είπα λίγο πιο δυνατά από ό,τι έπρεπε.

Η Τσέλσι με κοίταξε με δολοφονικό ύφος. Αποφάσισα να κάτσω στα αυγά μου. Ο Λουκ με πήρε από το χέρι για να βγούμε έξω από την τραπεζαρία.

«Μη μου πεις ότι σου αρέσει ο αδελφός μου».

«Όχι ρε, Λουκ. Απλά είπα κάτι που ισχύει. Είναι γυμνασμένος. Αυτό δε σημαίνει ότι μου αρέσει κιλας».

«Σήμερα το βράδυ θα έρθεις στο πάρτι μασκέ;» άλλαξε θέμα.

«Δεν ξέρω, έχω άλλη επιλογή;»

«Ναι, αλλά επειδή ο μοναδικός φίλος που έχεις χρειάζεται συνοδό, θα έρθεις».


Έλμινθα