Εξόριστοι (Κεφάλαιο 42)

Λαμπρινή

Η Λαμπρινή προχώρησε προς το μέρος που ήταν γονατιστός ο Θεόκλητος με βήμα σταθερό και αποφασισμένο. Στα χέρια της ένιωθε το κρύο μέταλλο από το μεγάλο ψαλίδι που κρατούσε σφιχτά. Διέσχισε όλο τον ναό και στάθηκε από πίσω του, δεν την είχε αντιληφθεί.

-Πάτερ; είπε σιγά.

Ο Θεόκλητος γύρισε ξαφνιασμένος. Η έκπληξή του όμως έγινε μεγαλύτερη, μόλις διαπίστωσε τι κρατούσε στα χέρια της. Το άλλοτε γαλήνιο πρόσωπό του συσπάστηκε από αγωνία, παρ’ όλα αυτά, προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Άπλωσε το χέρι του ζητώντας από τη Λαμπρινή να του δώσει αυτό που κρατούσε. Τραβήχτηκε πίσω αμυνόμενη.

-Δε με πιστεύετε πως θέλω να τερματίσω τη ζωή μου. Θα σας αποδείξω ότι σοβαρολογώ αυτή τη στιγμή.

-Δεν το θέλεις αυτό, πίστεψέ με.

-Δεν έχω κανένα λόγο να ζήσω πια! Βαρέθηκα τις προσβολές, τα ψέματα! Κουράστηκα να είμαι μόνη στον κόσμο, να μην έχω κάπου να ακουμπήσω!

-Είσαι ταραγμένη...

Η Λαμπρινή έτεινε απειλητικά το ψαλίδι προς το μέρος του και εκείνος πισωπάτησε.

-Μη με πλησιάζεις! του είπε άγρια. Είμαι αποφασισμένη!

-Γιατί το κάνεις αυτό στο εαυτό σου; της είπε. Δεν έχεις καθόλου εγωισμό;

Η φωνή του βγήκε δυνατή, σχεδόν θυμωμένη, γεγονός που δε συμβάδιζε με την εικόνα που είχε για εκείνον τόσο καιρό. Τον κοίταξε και το πρόσωπό της γέμισε από απορία και θλίψη. Δυο χοντρά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.

-Για ποιο εγωισμό και αξιοπρέπεια μου μιλάς;

Ήταν η πρώτη φορά που του μιλούσε στον ενικό και ξαφνιάστηκε με το εαυτό της. Έσκυψε το κεφάλι της και η φωνή της ακούστηκε σαν να έβγαινε από κάποιο απύθμενο πηγάδι.

-Δεν έχω άλλες αντοχές, στράγγισε από μέσα μου και η τελευταία σταγόνα ελπίδας. Δεν έχω κανένα λόγο πια να ζω.

-Σε εκλιπαρώ, Λαμπρινή, έκανε ικετευτικά. Σκέψου τι κάνεις…

Σήκωσε το κεφάλι της και η ματιά της αγρίεψε πάλι.

-Ήσασταν ο επίγειος Θεός μου, ο λόγος που είχα για να ζω, μα με απαρνηθήκατε! Εσείς με αναστήσατε, μου χαρίσατε την ζωή, εσείς μου την παίρνετε!

Σήκωσε το ψαλίδι ψηλά στοχεύοντας το στήθος της. Με μια επιδέξια κίνηση ο Θεόκλητος της άρπαξε τον καρπό λίγο πριν φτάσει στον στόχο της. Η Λαμπρινή ξαφνιάστηκε από τη δύναμή του και για μια στιγμή τα μάτια τους διασταυρώθηκαν. Το βλέμμα του φανέρωνε παράκληση και θλίψη, ενώ τα μάτια της έκρυβαν πόνο και απόρριψη. Πάλεψαν για λίγο, προσπάθησε να της το αποσπάσει από τα χέρια της, μα και εκείνη είχε δύναμη που δεν της φαινόταν. Προς στιγμή φάνηκε πως ο Θεόκλητος θα τα κατάφερνε, ώσπου ξαφνικά ακούστηκε μια πνιχτή κραυγή.

Η Λαμπρινή υποχώρησε τρομαγμένη με τα χέρια της γεμάτα αίματα, ενώ ο Θεόκλητος έπεφτε αιμόφυρτος στο πέτρινο δάπεδο. Ένα μικρό κόκκινο ρυάκι φάνηκε να κυλά από το στομάχι του και τα νεκρά του μάτια κοίταξαν σαν γυάλινα τον παντοκράτορα στο ψηλότερο σημείο της εκκλησίας…

Ηλίας Στεργίου