Πήγαινα τακτικά στο χωριό. Οι κενές μου μέρες δεν ήταν όσες θα ήθελα, ωστόσο προσπαθούσα να ανεβαίνω όσο το δυνατόν συχνότερα, μιας και ήταν το μοναδικό πράγμα που μου έμεινε από το παρελθόν. Με ηρεμούσε πολύ και ήταν το μέρος, όπου γέμιζαν πραγματικά οι μπαταρίες μου –όχι όπως θα ξεκουραζόμουν με έναν απλό ύπνο. Λίγο η ησυχία του χωριού, λίγο το παλιό σπίτι της γιαγιάς, όπου είχα όλες αυτές τις αναμνήσεις από παιδί, λίγο η ίδια η γιαγιά μου που αγαπούσα πολύ και με περιποιούνταν πάντα με την ψυχή της. Οι γονείς μου είχαν πεθάνει από χρόνια σε τροχαίο, αδέρφια δεν είχα και η γιαγιά μου ήταν ο μόνος κοντινός συγγενής μου. Συνεπώς ήμουν αρκετά δεμένος μαζί της.
Ωστόσο εκείνες οι μέρες που κάθισα εκεί με σημάδεψαν τόσο πολύ που έμελε να είναι δυστυχώς η τελευταία φορά που επισκέφτηκα το χωριό και τη γιαγιά μου.
Όλα ξεκίνησαν την Παρασκευή πριν από το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, όταν αποφάσισα να το περάσω στο χωριό. Παρόλο που ανέβαινα τακτικά, έμενα εκεί για μια βραδιά συνήθως ή ούτε καν αυτό. Εκείνη τη φορά, όμως, αποφάσισα να μείνω παραπάνω. Δεν είχα κανονίσει τίποτα, οι φίλοι μου έλειπαν για το τριήμερο και ήθελα γενικά να ξεφύγω από την πόλη για περισσότερες μέρες. Το είδα σαν την ιδανική ευκαιρία να ξεκουραστώ για τα καλά.
Ανέβηκα λοιπόν Παρασκευή βράδυ και βρήκα τη γιαγιά μου να πλέκει στη γνωστή καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Έλεγε ότι καθόταν πάντα εκεί και περίμενε τον παππού να γυρίσει από τη δουλειά για να του βάλει να φάει. Οι συνήθειες δύσκολα αλλάζουν. Είμαι όμως σίγουρος πως, παρόλο που έχουν περάσει αρκετά χρόνια που πέθανε, ακόμη καθόταν εκεί επειδή τον περίμενε να γυρίσει.
Μόλις με είδε, με αγκάλιασε και, όπως κάθε φορά, μου μίλησε για τους γονείς μου που χάθηκαν και ότι θα ήταν περήφανοι για μένα και κατέληξε να κλαίει. Δεν της έλεγα τίποτα. Την άφηνα να κάνει αυτό που ήθελε πάντα. Δεν αλλάζει ο γέρος άνθρωπος. Ας έκανε αυτό που την ευχαριστούσε κι ας μου σπάραζε την καρδιά κάθε φορά.
Από εκει και πέρα γινόταν πιο ευχάριστη. Μου ετοίμαζε να φάω, μου έδινε γλυκό που είχε ήδη ετοιμάσει από πριν και ύστερα μιλούσαμε μέχρι αργά για τις περιπέτειες του παππού και για ιστορίες του χωριού.
Είχα βάλει να πιω ένα κρασί που έφτιαχναν στο χωριό και τελικά κατέληξα να έχω πιει τρία ποτήρια. Είχε πολύ ωραία γεύση που ούτε κατάλαβα πότε ήπια τόσο και πότε άρχισα να ζαλίζομαι. Είχα καθίσει στον καναπέ δίπλα στο τζάκι και έβλεπα τα ξύλα να καίγονται αργά, κάνοντας εκείνον τον χαρακτηριστικό χαλαρωτικό ήχο. Η γιαγιά μου καθόταν πάλι στη θέση της και έπλεκε ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα έξω.
Λίγο αργότερα αποφασίσαμε και οι δύο να πέσουμε για ύπνο. Δεν ήταν πολύ αργά, αλλά η γιαγιά μου κοιμόταν συνήθως τέτοια ώρα κι εγώ είχα ζαλιστεί τόσο πολύ που το μόνο που σκεφτόμουν ήταν εκείνος ο ωραίος βαθύς ύπνος του χωριού που θα με ξεκούραζε όσο τίποτε άλλο.
Κάποια στιγμή άνοιξαν τα μάτια μου μέσα στη νύχτα και κοίταξα το αμυδρό φως να πέφτει από το παράθυρο στον απέναντι τοίχο. Αισθάνθηκα παράξενα, γιατί δεν συνήθιζα να ξυπνάω πριν έρθει το πρωί. Έκλεισα πάλι τα μάτια μου, αλλά σε πολύ λίγο χρόνο διαπίστωσα ότι είχα ξυπνήσει για τα καλά. Κοίταξα το ρολόι στο χέρι μου και οι φωσφορίζοντες δείκτες έδειχναν λίγο πριν από τις τρεις.
Ανασηκώθηκα και έπειτα κάθισα στην άκρη του κρεβατιού κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Φυσούσε αρκετά και οι κινήσεις των δέντρων που περιέβαλλαν το σπίτι όπως και ο σφυριχτός ήχος ανάμεσα από τα παλιά σανίδια το έδειχναν ξεκάθαρα. Έμεινα για λίγο σκεπτικός και απέδωσα αυτό μου το απρόσμενο ξύπνημα στο κρασί.
Σηκώθηκα και κατέβηκα κάτω στην κουζίνα, όπου ήπια λίγο νερό για να επαναφέρω το ξερό μου στόμα στη φυσιολογική του κατάσταση. Επικρατούσε μια απόλυτη ηρεμία και, όσο περνούσε η ώρα, σκέφτηκα ότι δεν με χάλασε και τόσο που ξύπνησα μέσα στη νύχτα και έζησα αυτήν τη στιγμή. Πήγα στο σαλόνι χωρίς να ανοίξω κανένα φως και κοίταξα έξω από το παράθυρο, στο οποίο καθόταν πάντα η γιαγιά μου. Τα φώτα του χωριού ξεκινούσαν από πιο κάτω, συνεπώς ο δρόμος που οδηγούσε στο σπίτι και στο προαύλιο φωτιζόταν μονάχα μέσω του φεγγαρόφωτος. Η λευκή αύρα που έστελνε το γεμάτο φεγγάρι τα έκανε να μοιάζουν με χιονισμένα. Εικόνα καθόλου παράξενη μιας και αρκετές φορές το χιόνι έντυνε τα πάντα στα άσπρα τον χειμώνα.
Κάθισα στην καρέκλα της για λίγο και έφερα στο μυαλό μου τον παππού να ανηφορίζει προς το σπίτι, έτσι όπως μου τον περιέγραφε αμέτρητες φορές. Δεν τον είχα δει ποτέ μου αλλά μέσα από τα λόγια της ήταν σαν να μεγάλωσα μαζί του. Ήθελα πολύ να τον είχα γνωρίσει και στεναχωριόμουν πολλές φορές γι’ αυτό. Ύστερα, όμως, σκεφτόμουν ότι η στεναχώρια αυτή δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτήν της γιαγιάς, που έχασε τον άνθρωπο της, όπως επίσης και την κόρη της και τον γαμπρό της. Τράβηξε πολλά κι ας μην το έδειχνε.
Έσφιξα τα χείλη μου στη σκέψη και για λίγο κόντεψα να δακρύσω που σκέφτηκα τους γονείς μου. Παρόλο που στέρεψαν τα δάκρυά μου γι’ αυτούς, ακόμη γεννιόταν κι από ένα καινούριο δάκρυ στη θύμησή τους.
Τράβηξα το βλέμμα μου από το παράθυρο και το μάτι μου έπεσε στην παλιά τηλεόραση. Ανάθεμα αν την άνοιγε ποτέ η γιαγιά μου. Ήταν μια συντροφιά, αλλά εκείνη δεν την ήθελε ποτέ. Προτιμούσε να κάθεται στη θέση της και να πλέκει. Οι κόμποι ήταν οι φίλοι της, η σταυροβελονιά η παρέα της.
Σηκώθηκα από την καρέκλα και έψαξα το χειριστήριο. Περίμενα ότι δεν θα το βρω εύκολα, αλλά τελικά το είδα επάνω σε ένα ράφι, δίπλα από μια κορνίζα με μια φωτογραφία από την αποφοίτησή μου. Το πήρα και, αφού κάθισα στον καναπέ που ήμουν πριν, την άνοιξα.
Αρχικά εμφανίστηκαν χιόνια και ένα μεγάλο νούμερο πάνω δεξιά που υποδήλωνε τη θέση του καναλιού. Προχώρησα τα κανάλια και όσο τα χιόνια συνεχίζονταν διαπίστωσα ότι η τηλεόραση ήταν με το παλιό αναλογικό σύστημα, το οποίο είχε καταργηθεί πριν από λίγο καιρό. Υπήρχαν ακόμη κάποιοι σταθμοί που εξέπεμπαν αναλογικά αλλά στο χωριό ήταν δύσκολο να τους πιάσεις. Συνεπώς το παλιό κουτί της τηλεόρασης ήταν άχρηστο, αν δεν ενσωματωνόταν κάποιος ψηφιακός δέκτης. Σκέφτηκα ότι η γιαγιά δεν την είχε ανοίξει όντως για πολύ καιρό, ειδάλλως θα μου έλεγε ότι δεν δείχνει τίποτα.
Συνέχισα να προχωράω τα κανάλια με την ελπίδα να πετύχω κάποιον ξέμπαρκο τοπικό σταθμό που συνέχιζε να εκπέμπει αναλογικά μήπως και χαζέψω τίποτα και με πάρει ο ύπνος. Δεν έδειχνε όμως να εμφανίζεται τίποτα στο χοντρό γυαλί και, αφού προχώρησα αρκετά, αποφάσισα να την κλείσω και να επιστρέψω στο κρεβάτι. Μόλις όμως έφτασα στη θέση 79 τα χιόνια ξαφνικά χάθηκαν και στην οθόνη εμφανίστηκε μια ξεκάθαρη εικόνα.
Αρχικά η απότομη αλλαγή με ξάφνιασε και η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν ότι επιτέλους εμφανίστηκε κάποιο πεισματάρικο τοπικό κανάλι που παρέμεινε ακόμη σε αναλογικό σήμα. Ξεκίνησε να δείχνει διάφορες σκηνές από το χωριό. Την πλατεία, το δάσος στον λόφο, κάποια παλιά καλντερίμια που ξεχάστηκαν στον χρόνο. Οι λήψεις ήταν εντελώς ερασιτεχνικές και φαντάστηκα κάποιον να βρίσκεται σε μια αποθήκη και να εκπέμπει κρυφά με υλικό από την κάμερά του, μιας και δύσκολα θα τον έβρισκαν τώρα που όλοι ήταν στο ψηφιακό σήμα.
Έξυπνο, σκέφτηκα. Θα κάνει το κομμάτι του και δεν πρόκειται να τον βρει κανείς.
Βέβαια και ποιος θα έβλεπε αυτά που εκπέμπει αλλά να, ορίστε. Εγώ τον έβλεπα.
Είχε μάλιστα βάλει και σήμα καναλιού. Κανάλι 79. Τι να σήμαινε αυτό; Πάντως το είχε μεράκι. Το οποίο παραδόξως ήταν και στη θέση 79 της τηλεόρασης. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να συμβεί αυτό; Μία στις ενενήντα εννιά. Σχεδόν ένα τις εκατό.
Εν πάση περίπτωση, άφησα στην άκρη τη στατιστική μανία της δουλειάς και κάθισα αναπαυτικά στον καναπέ, προσπαθώντας να χαλαρώσω βλέποντας τις εικόνες, μήπως και με πάρει πάλι ο ύπνος. Η τηλεόραση ήταν πάντα ένα καλό χαλαρωτικό για ύπνο. Οι λήψεις εναλλάσσονταν δείχνοντας ένα σωρό μέρη από το χωριό που δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν. Ωραία σημεία, που μπήκα στον πειρασμό να επισκεφτώ. Ενδιάμεσα έδειχνε ένα σπίτι μέσα στο μικρό δάσος στον λόφο, το οποίο εμφανιζόταν αρκετές φορές. Ήταν μια παλιά ξύλινη κατασκευή, σχεδόν γκρεμισμένη. Πρέπει να άρεσε αρκετά σε όποιον το μαγνητοσκοπούσε, καθώς υπήρχαν πάνω από δέκα πλάνα.. Το πλάνο στο σπίτι ήταν σταθερό. Ήταν το μοναδικό στο οποίο ήταν σταθερή η κάμερα.
Σε όλη αυτήν τη διάρκεια μια παράξενη μουσική έπαιζε στο παρασκήνιο. Ακουγόταν σαν ένα παλιό συνθεσάιζερ, όπου ο συνθέτης έπαιζε τυχαίες νότες σε ένα μοτίβο, το οποίο όμως στη συνέχεια επαναλαμβανόταν και κάθε φορά άλλαζε ελάχιστα. Το όλο σκηνικό έδειχνε ξεκάθαρα την απειρία του καναλάρχη.
Πέρασαν μερικά λεπτά έτσι και, παρόλο που η μουσική με έκανε να αισθάνομαι παράξενα, κατάφερα και χαλάρωσα λιγάκι. Έστω κι έτσι το κανάλι λειτούργησε όπως ήθελα. Μάλιστα, εκείνη η μουσική κόλλησε στο μυαλό μου και ήμουν σίγουρος ότι την άλλη μέρα που θα ρωτούσα τη γιαγιά μου ποιος είναι αυτός ο ερασιτέχνης που εκπέμπει το κανάλι 79, θα την τραγουδούσα ακόμη από μέσα μου.
Κι εκεί που τα πλάνα είχαν μια σχετική ομοιομορφία με διάφορα σημεία του χωριού, ξαφνικά άλλαξαν. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας δρόμος. Ήταν νύχτα. Η μουσική σταμάτησε. Ένα παλιό φανάρι μόνο φώτιζε τον δρόμο. Το πλάνο ήταν σταθερό. Κάτι μου θύμιζε το σημείο, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Έπειτα έδειξε κάποιον να βλέπει τηλεόραση. Το πλάνο ήταν από πίσω του. Έπειτα έναν δρόμο που ανηφόριζε σε ένα σπίτι.
Αυτό είναι το δικό μας, σκέφτηκα.
Έπειτα έδειξε πάλι τον άντρα να βλέπει τηλεόραση. Μετά το σπίτι στο δάσος. Μετά πάλι τον άντρα να βλέπει τηλεόραση. Μετά τον δρόμο που ανηφόριζε για το σπίτι. Μόνο που κάποιος ανέβαινε τον δρόμο.
Σηκώθηκα από τη χαλαρή στάση που βρισκόμουν και πλησίασα την τηλεόραση. Το πλάνο ερχόταν μέσα από το παράθυρο της γιαγιάς. Μπορούσα να το καταλάβω από την πλεκτή κουρτίνα που κρεμόταν. Ο άντρας όλο και πλησίαζε, ώσπου κατάλαβα ποιος ήταν και γούρλωσα τα μάτια μου. Ήταν ο παππούς.
Δεν το πίστευα αυτό που έβλεπα. Δεν τον είχα δει ποτέ μου. Μονάχα από φωτογραφίες. Αλλά φυσικά τον αναγνώρισα. Κάτι σφίχτηκε μέσα μου. Πώς βρέθηκε αυτό το υλικό; Και γιατί η γιαγιά μου δεν μου είπε ότι υπήρχε βίντεο;
Έπειτα το πλάνο άλλαξε πάλι. Έδειχνε τον άντρα να βλέπει τηλεόραση. Αυτήν τη φορά ήταν κοντινότερο και μπόρεσα να δω τι έδειχνε η τηλεόραση. Ήταν το κανάλι 79. Μπορούσα να δω το σήμα του σταθμού πάνω δεξιά. Και τα πλάνα που έδειχνε ήταν τα ίδια που έβλεπα όλη αυτήν την ώρα. Κοίταξα έπειτα τον άντρα, αλλά το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και δεν φαινόταν.
Έκανα μια φευγαλέα σκέψη ξαφνικά, ώσπου στην οθόνη εμφανίστηκε πάλι το σπίτι, ο ανηφορικός δρόμος του σπιτιού και έπειτα σταμάτησε σε ένα άλλο, καινούριο πλάνο. Έδειχνε τον άντρα να βλέπει την τηλεόραση αλλά από τα πλάγια. Το φως της οθόνης έπεφτε στο πρόσωπο του και μπόρεσα να διακρίνω ποιος ήταν.
Ήμουν εγώ.
Τινάχτηκα απότομα από τον καναπέ και κοίταξα γύρω μου έντρομος. Δεν υπήρχε κανείς, αλλά το σκοτάδι άφηνε πολλά σημεία στη φαντασία. Στην τηλεόραση έδειχνε πλέον χιόνια. Άνοιξα αμέσως όλα τα φώτα και κοίταξα παντού. Περπάτησα όλο το ισόγειο αλλά δεν υπήρχε κανείς πέρα από μένα. Αφού σιγουρεύτηκα ότι η κεντρική πόρτα ήταν κλειδωμένη, ανέβηκα πάνω και έλεγξα όλα τα δωμάτια. Η γιαγιά μου κοιμόταν ήρεμη και μόλις τότε σκέφτηκα ότι είχα κάνει πολλή φασαρία από την τρομάρα μου.
Επέστρεψα κάτω αργά και κοιτάζοντας διαρκώς γύρω μου καχύποπτα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από τα παράσιτα της τηλεόρασης. Την έκλεισα αμέσως και προσπάθησα να καταλάβω τι είχε γίνει. Τι ήταν αυτό το κανάλι; Το πλάνο έδειχνε να με μαγνητοσκοπεί από δίπλα μου ακριβώς. Κοίταξα το μέρος, αλλά δεν υπήρχε φυσικά τίποτα εκεί. Ούτε κάμερα ούτε κάποιο δείγμα ότι κάποιος βιντεοσκοπούσε. Κοίταξα το χειριστήριο που ήταν ακόμη στο χέρι μου.
Άνοιξα πάλι την τηλεόραση και τα χιόνια εξακολουθούσαν να γεμίζουν την οθόνη στη θέση 79. Έμεινα για λίγο να το κοιτάζω και έπειτα την έκλεισα. Μάλλον είχα κουραστεί εκείνη την εβδομάδα στη δουλειά. Ήταν και εκείνο το κρασί. Δεν εξηγείται αλλιώς.
Άφησα το χειριστήριο στο τραπέζι και ξεκίνησα για το δωμάτιό μου. Ανεβαίνοντας τις σκάλες΄, έριξα μια ματιά στο παράθυρο της γιαγιάς μου. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές. Η γιαγιά μου τις κλείνει κάθε φορά που πάει για ύπνο. Μάλλον θα τις ξέχασε.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα με πονοκέφαλο. Παρόλο που τελικά με πήρε ο ύπνος αμέσως το προηγούμενο βράδυ, ένιωθα μια έντονη κούραση. Σηκώθηκα με το ζόρι και κατέβηκα κάτω. Η γιαγιά μου ήταν στη γνωστή της θέση και έπλεκε. Στον νου μου ήρθε πάλι το χτεσινοβραδινό περιστατικό. Μόλις με είδε σηκώθηκε αμέσως, μου χαμογέλασε και πήγε προς την κουζίνα.
«Έλα να σου βάλω να φας» είπε και ήδη μου ήρθαν οι διάφορες μυρωδιές από αυτά που είχε ήδη ετοιμάσει.
Έριξα μια ματιά στην τηλεόραση, καθώς έστριβα για την κουζίνα. Ήταν φυσικά κλειστή. Κάθισα στο τραπέζι και κοίταξα όλα όσα είχε ετοιμάσει.
«Γιαγιά, ποιος θα τα φάει όλα αυτά;»
«Έλα, δεν είναι πολλά. Πρέπει να τρως να δυναμώσεις» είπε και σκέφτηκα ότι αυτήν τη στιχομυθία οι γιαγιάδες πρέπει να την είχαν γραμμένη στα γονίδιά τους.
Γέλασα και ξεκίνησα να τρώω, δίχως να σκέφτομαι τη δίαιτα που έκανα τελευταία. Ήταν στιγμές χαλάρωσης, οι οποίες περιλάμβαναν και κάποια καλά γεύματα. Ενώ έτρωγα, σκέφτηκα να ρωτήσω τη γιαγιά μου για εκείνο το βίντεο με τον παππού να έρχεται στο σπίτι. Αλλά τελικά το μετάνιωσα. Για κάποιον λόγο η χτεσινή βραδιά έμοιαζε με όνειρο και, όσο η ώρα περνούσε, τόσο πιο θολά έμοιαζαν αυτά που είχα δει χτες. Ίσως να ήταν όλα στα μυαλό μου, παρόλο που έμοιαζε πολύ παράξενο. Συνέχισα να τρώω και το μόνο που ρώτησα απλώς ήταν:
«Γιαγιά, η τηλεόραση λειτουργεί;»
Αργότερα ήμουν έξω, ντυμένος με φόρμες και έτρεχα σε έναν από τους δρόμους του χωριού. Το τρέξιμο εκεί μου έκανε καλό, καθώς ερχόμουν πιο κοντά με τη φύση. Δέντρα, καθαρός αέρας, ησυχία, οι κατάλληλες συνθήκες για να τρέξεις. Ο καιρός ήταν επίσης ιδανικός. Παρ’ όλον τον χειμώνα, ο καιρός ήταν μαλακός και ένα στρώμα σύννεφων στον ουρανό δημιουργούσε ένα ομοιόμορφο γκρίζο φως που ξεκούραζε το μάτι. Το κατάλληλο σκηνικό για έναν φωτογράφο, αν και εγώ δεν έβγαζα φωτογραφίες ούτε με το κινητό μου.
Έτρεξα για ώρα, ώσπου σταμάτησα και συνέχισα περπατώντας. Το χωριό ήταν σχεδόν έρημο. Δεν είδα παρά μόνο μερικούς κατοίκους να επιστρέφουν στα σπίτια τους, που και αυτοί ήταν περίπου στην ηλικία της γιαγιάς μου. Το έβλεπα να ερημώνει σε μερικά χρόνια, μιας και δεν θα υπήρχε πια κανείς να μείνει εκεί. Από μακριά είδα τον λόφο και το δάσος που απλωνόταν πάνω του. Ίσως να υπήρχε σε κάποιο σημείο του εκείνο το ξύλινο σπίτι. Ίσως πάλι όχι και να ήταν ιδέα μου. Προσπάθησα να το βγάλω από το μυαλό μου και συνέχισα πάλι το τρέξιμο, παρόλο που είχα κουραστεί.
Είχε περάσει ώρα και επέστρεφα ήδη προς το σπίτι. Είχα τρέξει περισσότερο από ό,τι συνήθως αλλά το ήθελα. Μου έκανε καλό. Το τρέξιμο, ειδικά εκεί στο χωριό, λειτουργούσε αγχολυτικά. Η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει και ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνω ένα μπάνιο και καθίσω δίπλα στο τζάκι.
Στην πορεία εντόπισα ένα παρατημένο σπίτι και για κάποιον λόγο περπάτησα πιο αργά. Ήταν όπως όλα τα υπόλοιπα του χωριού, μόνο που όσοι έμεναν εδώ προφανώς είχαν αποδημήσει για αλλού. Στο εσωτερικό του επικρατούσε σκοτάδι και το ένα από τα παράθυρα ήταν ανοιχτό. Σε αρκετά σημεία ήταν γκρεμισμένο, και αυτό από μόνο του υποδήλωνε ότι ήταν εγκαταλειμμένο για χρόνια.
Ένα φως εμφανίστηκε από μέσα και έσπασε αμέσως το πηχτό σκοτάδι. Μια ανατριχίλα με έπιασε και αμέσως το μυαλό μου προσπάθησε να βρει το πιο προφανές σενάριο. Αλλά το μόνο που έβρισκε ήταν τοίχο. Το φως άλλαζε διαρκώς και σχεδόν αμέσως συνειδητοποίησα ότι προερχόταν από κάτι που δεν ήταν τόσο ευχάριστο, δεδομένων των πρόσφατων γεγονότων. Πλησίασα την πεσμένη περίφραξη και προσπάθησα να δω καλύτερα. Αλλάζοντας γωνία θέασης είδα τον ηθικό αυτουργό σε μια γωνία.
Μια παλιά τηλεόραση –ακόμα πιο παλιά από αυτήν της γιαγιάς μου– σκόρπιζε εικόνες στο παλιό σπίτι. Εικόνες γνώριμες. Πλάνα και εικόνες από το χωριό. Πλησίασα κι άλλο για να δω το σήμα πάνω αριστερά. Έγραφε Κανάλι 79. Αναρίγησα, αλλά προσπάθησα να δω τα πράγματα με ψυχραιμία. Έφτασα σχεδόν μπροστά από το παράθυρο και κοίταξα καλύτερα. Τα ίδια χθεσινά πλάνα καθώς και εκείνη η παράξενη μουσική μου ξύπνησαν πρόσφατες αναμνήσεις και άρχισα να χάνω την αυτοσυγκράτησή μου. Παρ’ όλα αυτά παρέμενα να κοιτάζω. Οι δρόμοι του χωριού, το ξύλινο σπίτι, η ανηφόρα του σπιτιού της γιαγιάς. Όλα εναλλάσσονταν δείχνοντας κι από κάτι καινούριο. Έναν καινούριο δρόμο, ένα μονοπάτι, κάποιο σπίτι.
Ώσπου ένα πλάνο έδειχνε εμένα, από πολύ κοντά να κοιτάζω στο εσωτερικό του σπιτιού. Από το πρόσωπό μου έτρεχαν αίματα και στο μέτωπό μου ήταν χαρακωμένο το σήμα του καναλιού 79.
Πετάχτηκα προς τα πίσω και έπιασα το πρόσωπό μου. Δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε αίμα, ούτε κάποια χαρακιά στο μέτωπο. Κοιτάζοντας πάλι μέσα στο σπίτι είδα την τηλεόραση κλειστή. Κρατώντας όσο μπορούσα την ψυχραιμία μου, έμεινα για λίγο ακίνητος, παίρνοντας βαθιές ανάσες για να καταλαγιάσω ένα μούδιασμα που με είχε παραλύσει ολόκληρο, κοιτάζοντας ταυτόχρονα γύρω μου για οτιδήποτε ύποπτο.
Μερικά λεπτά πέρασαν έτσι, και σταδιακά άρχισα να βρίσκω πάλι τη ψυχραιμία μου. Βγήκα αργά από την περίφραξη του σπιτιού και επέστρεψα στης γιαγιάς μου σκεπτικός. Κάτι συνέβαινε στο χωριό, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι.
Αργότερα καθόμουν μπροστά από το τζάκι και έπινα από εκείνο το ωραίο κρασί. Είχε περάσει αρκετά η ώρα καθώς είχα κάνει μπάνιο, χάζεψα ένα βιβλίο σε μια προσπάθεια να ξεχαστώ και έπειτα απόλαυσα ένα πλούσιο γεύμα που μου ετοίμασε η γιαγιά, το οποίο θα ήταν και το τελευταίο της μέρας. Το κρασί με είχε χαλαρώσει αρκετά και, παρόλο που υπήρχε περίπτωση να μου χαλάσει τον ύπνο όπως χτες, άξιζε τον κόπο. Τα ξύλα μπροστά μου έσκαγαν κατά διαστήματα από τη φωτιά, προκαλώντας έναν ανακουφιστικό ήχο. Ένιωθα πώς ό,τι πρόβλημα και να είχα θα το ξεχνούσα μπροστά σε αυτό το τζάκι, παρέα με τη γιαγιά μου και ένα ποτήρι κρασί.
Σκέφτηκα πάλι να τη ρωτήσω για εκείνο το κανάλι, για το ξύλινο σπίτι στο δάσος, για το βίντεο με τον παππού, αλλά δεν μου έβγαινε. Άλλωστε στην προηγούμενη ερώτησή μου, πριν φύγω για τρέξιμο, η απάντησή της ήταν απλή και ξεκάθαρη: «Πού να ξέρω αγόρι μου; Έχω να την ανοίξω εδώ και πολλά χρόνια». Τι παραπάνω να γνώριζε; Την κοίταξα εκεί αμέριμνη να πλέκει και απλώς χαμογέλασα με την ηρεμία που τη διέκρινε. Ήταν το καλύτερο Σαββατόβραδο που θα μπορούσα να έχω και δεν ήθελα να χαλάσω τη στιγμή. Έμεινα να κοιτάζω πάλι το τζάκι και ένιωθα το σώμα μου να μουδιάζει, αλλά αυτήν τη φορά ευχάριστα. Τα βλέφαρά μου χαμήλωσαν και αφέθηκα στον ύπνο που μου χτυπούσε την πόρτα.
Ένας ήχος μου γαργάλησε τα αυτιά και με τράβηξε αργά από τον ωκεανό ύπνου που ήμουν βυθισμένος. Καθώς άκουγα όλο και καλύτερα ταυτοποίησα τον ήχο ως παράσιτα. Παράσιτα τηλεόρασης. Αυτό και μόνο έκανε τα μάτια μου να ανοίξουν. Τα χιόνια της τηλεόρασης γέμισαν το οπτικό μου πεδίο, ακυρώνοντας οτιδήποτε υπήρχε γύρω της. Όσο ο χρόνος περνούσε τόσο η ένταση δυνάμωνε. Άρχισα να δυσανασχετώ και, προσπαθώντας να βάλω τα χέρια μου στα αυτιά, διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ. Πριν προλάβω να πανικοβληθώ τα χιόνια χάθηκαν και είδα το σπίτι στο δάσος σε ένα σταθερό πλάνο. Μερικά λεπτά πέρασαν έτσι, ώσπου η κάμερα κουνήθηκε ξαφνικά, σαν να την έβγαλε κάποιος από τη σταθερή θέση της και άρχισε να πλησιάζει την πόρτα του σπιτιού. Φτάνοντας μπροστά της, ένα χέρι την έσπρωξε και αποκάλυψε το εσωτερικό. Μια τεράστια τηλεόραση βρισκόταν στον απέναντι τοίχο, η οποία έδειχνε το σπίτι της γιαγιάς. Η κάμερα σταθεροποιήθηκε και έπειτα, σαν να πήρε τη σκυτάλη η άλλη κάμερα, μέσα από τη τηλεόραση, ξεκίνησε να κινείται προς το σπίτι. Αυτός που την κρατούσε περπατούσε άγαρμπα και μπορούσα να ακούσω τα βήματά του. Το φως της μέρας ήταν χαμηλό, σχεδόν βράδιαζε και τα φώτα του σπιτιού ήταν αναμμένα. Όσο πλησίαζε τόσο πιο άβολα αισθανόμουν και, μόλις έφτασε στο παράθυρο όπου καθόταν η γιαγιά, κόλλησε στο τζάμι και σταμάτησε εκεί. Η γιαγιά μου έπλεκε και εγώ κοιμόμουν στον καναπέ μπροστά στο τζάκι. Ύστερα, η άλλη κάμερα στο ξύλινο σπίτι στο δάσος, πήρε πάλι τη σκυτάλη και έκανε μια περιστροφή δείχνοντας αυτόν που την κρατούσε.
Ήμουν εγώ.
Πετάχτηκα από τον καναπέ και κοίταξα γύρω μου, λαχανιασμένος. Ήμουν στο ξύλινο σπίτι. Μπροστά μου δεκάδες τηλεοράσεις ούρλιαζαν από τα παράσιτα. Η πόρτα ανοιγόκλεινε μόνη της μανιασμένη. Από το ταβάνι έτρεχαν αίματα σε μακρόστενα κόκκινα κορδόνια. Το νούμερο 79 ήταν χαραγμένο παντού σε όλους τους τοίχους. Ο καναπές που καθόμουν με ρουφούσε αργά και, μόλις κοίταξα να δω τι συνέβαινε, είδα πως ήταν φτιαγμένος από παράσιτα και εγώ βούλιαζα μέσα τους. Ο ήχος με τρέλαινε. Ένιωθα την καρδιά μου να είναι έτοιμη να σπάσει.
Ούρλιαξα σχεδόν και είδα την γιαγιά μου δίπλα μου να πετάγεται όρθια και να της πέφτει το πλεκτό.
«Τι έπαθες, παιδί μου;» είπε και ήρθε προς το μέρος μου.
Την κοίταξα για λίγο καχύποπτα και τραβήχτηκα. Εκείνη, που πήγε να με πλησιάσει, σάστισε από τη στάση μου. Ύστερα ηρέμησα κάπως και συμπεριφέρθηκα φυσιολογικά.
«Ε… είδα έναν εφιάλτη. Καλά είμαι» είπα και σηκώθηκα όρθιος, κάνοντας βόλτες δίχως νόημα στο σαλόνι.
«Να σου φτιάξω κάτι; Κάτι να φας, να πιεις;»
«Γιαγιά, συμβαίνει κάτι στο χωριό;» είπα τελικά.
«Τι να συμβαίνει;»
«Δεν ξέρω. Νιώθω ότι κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ. Κάτι δεν πάει καλά και το νιώθω από χτες που πάτησα το πόδι μου».
Η γιαγιά μου έμεινε για λίγο σκεπτική.
«Τι να συμβαίνει, παιδί μου… Τίποτα δεν συμβαίνει. Πόσα άτομα έχουν μείνει στο χωριό για να συμβαίνει και κάτι;»
«Υπάρχει κάποιο σπίτι στο δάσος, στο οποίο έγινε κάτι; Και τι γίνεται με εκείνο το παράξενο κανάλι στην τηλεόραση; Υπάρχει κάποιος που έχει δικό του κανάλι στο χωριό;» ρώτησα απανωτά προσπαθώντας να βγάλω άκρη.
Το πρόσωπο της γιαγιάς μου φωτίστηκε, αλλά ταυτόχρονα ζωγραφίστηκε μια απορία στο πρόσωπό της.
«Ναι, τα ξέρω αυτά που λες αλλά είναι παλιά. Τι σχέση έχουν με το τώρα;»
«Πες μου τι ξέρεις γι’ αυτά και ίσως με βοηθήσουν να βγάλω άκρη».
«Κάθισε» μου είπε και πήγε στην κουζίνα.
Σε λίγα λεπτά επέστρεψε με δύο ζεστούς καφέδες και καθίσαμε παρέα μπροστά από το τζάκι.
«Κάποτε υπήρχε κάποιος, ο οποίος είχε φτιάξει ένα κανάλι. Παράνομο, πώς το λένε, πειρατικό. Το είχε, λέγανε, κάπου μέσα στο δάσος σε ένα ξύλινο σπίτι. Ήταν νέος στην ηλικία αυτός που το είχε. Δεν θα ‘ταν πάνω από είκοσι πέντε. Το είχε πολύ μεράκι και προσπάθησε να το κάνει σωστά, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήθελε πολλά λεφτά για να βγάλει άδειες, κι αυτός ήταν ορφανός και δουλειά μόνιμη δεν είχε. Δούλευε από δω κι από κει σε κανένα χωράφι και σε καμιά στάνη. Το είχε όμως πολύ άχτι και, έτσι, μάζεψε λεφτά, τον βοήθησαν και κάποιοι, γιατί ήταν καλό παιδί, και κατάφερε κι έφτιαξε ένα δικό του κανάλι. Μπορούσαν να το δουν όμως μόνο οι κάτοικοι του χωριού, γιατί δεν είχε μεγάλες κεραίες. Ήθελαν πολλά λεφτά εκείνα τα μηχανήματα για να μπορούν να τον δουν παντού. Έτσι, έδειχνε διάφορα βίντεο από το χωριό, αλλά δεν τα έβλεπε ποτέ κανείς γιατί δεν είχαν τίποτα ενδιαφέρον. Όλοι όμως του λέγαμε ότι τα βλέπαμε για να χαίρεται».
Σε εκείνο το σημείο σταμάτησε, για να ρουφήξει λίγο από τον ελληνικό καφέ στο μικρό φλιτζάνι. Εγώ που συνέχισα να επεξεργάζομαι τις πληροφορίες ένιωθα να γεννιούνται στο μυαλό μου δεκάδες ερωτήματα.
«Και τι έγινε στη συνέχεια; Τι απέγινε αυτός; Μένει στο χωριό;»
Εκείνη έσφιξε τα χείλη της και κούνησε το κεφάλι με απογοήτευση.
«Δυστυχώς εξαφανίστηκε. Ένα πρωί το κανάλι σταμάτησε να εκπέμπει και ταυτόχρονα ο Παντελής –α, ναι, έτσι τον λέγανε, Παντελή– δεν εμφανίστηκε ξανά. Ο κόσμος άρχισε να τον ψάχνει αλλά μετά από δύο μέρες όλοι είπαν ότι μάλλον πέθανε κάπου, γιατί δεν μπορούσαν να τον βρουν. Έψαχνε όλο το χωριό μέρα νύχτα, αλλά δεν υπήρχε πουθενά».
«Το ξύλινο σπίτι; Πήγαν από κει;»
«Το ξύλινο σπίτι δεν το είδε ποτέ κανείς. Αυτός έλεγε ότι έχει τα μηχανήματά του εκεί, αλλά ποτέ κανείς δεν πήγε να δει πού είναι. Έλεγε ότι είναι κάπου βαθιά στο κέντρο του δάσους. Όταν όλο το χωριό άρχισε να ψάχνει, όλοι σκορπίστηκαν μέσα στο δάσος για να δουν πού είναι τελικά αυτό το σπίτι. Δεν το βρήκαν όμως ποτέ. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια κάποιοι προσπάθησαν να το βρουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πολλοί είπαν ότι το σπίτι δεν υπήρξε ποτέ και ότι ο Παντελής έλεγε ψέματα για κάποιον λόγο».
«Και πού να τα είχε τα μηχανήματά του;»
«Δεν ξέρω. Άλλοι πάλι λέγανε ότι το σπίτι υπάρχει και είναι κάπου εκεί μέσα στο δάσος, κρυμμένο σε μέρος που δεν μπορεί να βρει κανείς. Αλλά όλα αυτά είναι παλιά, γιόκα μου. Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Κι εγώ ίσα που τα θυμάμαι. Για ποιον λόγο τα σκαλίζεις τώρα;»
Δεν ήξερα τι να πω. Όλα συνδέονταν. Όλα αυτά τα είχα δει. Το δάσος, το σπίτι, το κανάλι. Αλλά γιατί όμως τώρα; Και γιατί συνέβαιναν όλα αυτά τα ανεξήγητα;
Έπιασα το κεφάλι μου και έγειρα λίγο προς τη μία πλευρά. Ο καφές μου στεκόταν άθικτος. Ήθελα πάλι να πιω κρασί. Ή ίσως κάτι πιο δυνατό.
«Τι έχεις, γιόκα μου; Δεν σε βλέπω καλά. Γιατί μου τα ρωτάς όλα αυτά; Είδες κάτι; Σου είπε κανένας από το χωριό τίποτα και σε προβλημάτισε;»
Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ.
«Γιαγιά, δεν είναι τίποτα. Απλώς το κρασί μού δημιούργησε ανασφάλειες για κάποιον λόγο. Δεν έπρεπε να πιω. Πάω να ξαπλώσω και αύριο θα είμαι καλύτερα. Μην ανησυχείς» είπα και ανέβηκα προς τα πάνω.
Πράγματι νύσταζα και ήμουν ζαλισμένος από το κρασί, αλλά ήμουν σίγουρος ότι με τόση υπερένταση δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθώ. Εκείνη με κοίταζε να ανεβαίνω τις σκάλες αμίλητη και απορημένη.
Μπήκα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα, κοιτάζοντας το ταβάνι για αρκετά λεπτά. Η επήρεια του κρασιού γινόταν εντονότερη όσο περνούσε η ώρα και από κάποιο σημείο και μετά άρχισε να μου φαίνεται περίεργο. Έμοιαζε σαν να συνέχιζα να πίνω ασταμάτητα. Όλα γύριζαν και, όσο και να προσπαθούσα να σκεφτώ καθαρά, ήταν αδύνατο. Οι πρόσφατες σκηνές του εφιάλτη που έζησα ήταν τόσο τρομακτικές που, όσο τις έφερνα στο μυαλό, με έπιαναν έντονες ανατριχίλες. Αδυνατούσα όμως να βρω μια λύση σε όλο αυτό. Το αλκοόλ έμοιαζε να μεγαλώνει τη συγκέντρωση στο αίμα μου και να με εμποδίζει από οποιαδήποτε διαυγή σκέψη.
Έκλεισα τα μάτια. Ήταν η μόνη λύση. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Αφέθηκα σε εκείνο το μεθύσι και στον ύπνο που ελλόχευε πίσω του. Οι αισθήσεις μου άρχισαν να χάνονται και το μόνο που κατάφερα να σκεφτώ ήταν ότι την επόμενη μέρα θα πήγαινα να αναζητήσω στο χωριό κάτι περισσότερο. Ίσως να πήγαινα και στο δάσος…
Κρύωνα. Για πολλή ώρα. Έκανα μια κίνηση να σκεπαστώ, αλλά διαπίστωσα ότι ήμουν όρθιος. Και όχι στο δωμάτιό μου. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα ότι βρισκόμουν έξω, σε κάποιον δρόμο του χωριού. Έμεινα για λίγο παγωμένος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και ύστερα παρατήρησα την κάμερα που κρατούσα στα χέρια μου. Το κόκκινο φως της καταγραφής ήταν αναμμένο. Κατέγραφα. Αλλά τι;
«Τι σκατά, υπνοβατώ;» είπα αλλά δεν με άκουσε κανείς.
Το σκοτάδι με εμπόδιζε να καταλάβω πού βρισκόμουν. Κάποια σπίτια υπήρχαν τριγύρω και μπορούσα να διακρίνω τα πρώτα δέντρα από το δάσος που ξεκινούσε. Ήμουν στον λόφο.
Πολλά μού είχαν συμβεί γενικότερα, αλλά δεν περίμενα ποτέ να υπνοβατήσω. Δεν μπορούσα άλλωστε να εξηγήσω πώς αλλιώς είχα βρεθεί εκεί. Και αυτή η κάμερα; Την πέταξα από το χέρι μου αμέσως. Με τρόμαζε.
Ξαφνικά άκουσα κάτι από μακριά και σήκωσα το βλέμμα μου προς το δάσος. Κάποιος στεκόταν ανάμεσα στα δέντρα και με κοίταζε. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν άνθρωπος. Δεν έμοιαζε να έχει ανθρώπινη μορφή. Κρατούσε κι εκείνος μια κάμερα. Και το κόκκινο λαμπάκι ήταν αναμμένο. Το πρόσωπό του δεν φαινόταν καθαρά, γιατί το σκοτάδι ήταν έντονο. Η κάμερα ήταν στραμμένη προς το μέρος μου. Με βιντεοσκοπούσε. Κοίταξα την κάμερα που έριξα στο έδαφος, αλλά δεν υπήρχε εκεί πια. Αισθάνθηκα για κάποιον ανόητο λόγο ότι πέταξα το όπλο μου εναντίον του. Από μακριά ακούγονταν παράσιτα.
Ο άντρας γύρισε προς το δάσος ξαφνικά και άρχισε να περπατάει. Το σκοτάδι τον κατάπινε σταδιακά, ώσπου σύντομα θα χανόταν εντελώς. Η αυτοσυντήρηση με την περιέργεια ήρθαν σε σύγκρουση μέσα μου και για λίγο έδειχναν να είναι ισάξιες. Έκανα μερικά βήματα, αλλά στη συνέχεια σταμάτησα. Αμφιταλαντεύτηκα. Έπρεπε να δω τι συνέβαινε επιτέλους. Πού με οδηγούσε όλο αυτό. Όμως ταυτόχρονα ο φόβος ήταν πολύ έντονος.
Βλέποντας την περιέργεια να υπερισχύει, είδα συγχρόνως και τα πόδια μου να κινούνται προς το δάσος. Είχα σκοπό να το ψάξω και τώρα που βρισκόμουν εκεί ήταν ευκαιρία. Αυτό είχε αποφασίσει τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του μυαλού μου. Το υπόλοιπο διαφωνούσε. Και οι εκφάνσεις του φόβου του στις διάφορες αντιδράσεις του σώματος ήταν άσχημες. Τι κάνω, Θεέ μου;
Ο άντρας –ή ότι ήταν αυτό που ακολουθούσα– φρόντιζε πάντα να βρίσκεται σε τόση απόσταση, ώστε να τον βλέπω αχνά αλλά και να μην τον χάνω ταυτόχρονα. Με οδηγούσε κάπου. Στο σπίτι; Ίσως. Αυτό ήθελα άλλωστε. Να δω πού βρισκόταν το ξύλινο σπίτι και να δω επιτέλους τι συνέβαινε και τι ήθελε από μένα.
Περιφερόμουν για ώρα. Προσπαθούσα κάθε φορά να τον πλησιάσω περισσότερο αλλά δεν μπορούσα. Εκείνη η μουσική από το παλιό συνθεσάιζερ άρχισε να ακούγεται αχνά. Η θερμοκρασία όσο πήγαινε και έπεφτε, και έτρεμα ολόκληρος. Αισθανόμουν όλο και περισσότερο το λάθος σε όλο αυτό. Την κακή απόφαση που πήρα τελικά να βρίσκομαι εκεί.
Κάποια στιγμή τον είδα να φτάνει σε ένα ξέφωτο και να σταματάει. Ασυναίσθητα σταμάτησα κι εγώ, αλλά αμέσως μετά συνέχισα πάλι να περπατάω. Πιο αργά, όμως, και προσεκτικά. Μόλις πλησίασα ικανοποιητικά, τον είδα να γυρνάει προς το μέρος μου. Η μορφή του ήταν εντελώς σκοτεινή και δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να διακρίνω κάτι επάνω του. Μονάχα τα χέρια του έμοιαζαν ανθρώπινα. Το υπόλοιπο ήταν κάτι ακαθόριστου σχήματος. Αναρωτήθηκα πώς βρήκα το κουράγιο και ακολούθησα τέτοιο πλάσμα. Το φωτάκι της κάμερας φαινόταν μέσα στο σκοτάδι. Κατέγραφε διαρκώς.
«Τον συνάντησα μια μέρα στο δάσος» είπε ξαφνικά και η απόλυτη ησυχία έσπασε.
Η φωνή του ήταν παράξενη. Θα έλεγε κανείς ότι ανήκε σε κάποιον γέρο, αλλά και πάλι δεν μπορούσα να το πω με σιγουριά.
«Με ρώτησε τι είμαι και του είπα ότι μπορώ να του πραγματοποιήσω ό,τι ευχή ήθελε. Μου είπε ότι πάντα ήθελε ένα κανάλι και του το έδωσα. Αρκεί να μην έλεγε σε κανέναν για μένα. Τους είπε ψέματα ότι το έστησε σε ένα ξύλινο σπίτι. Και όλα πήγαιναν όπως τα ήθελε. Αλλά ήρθε η ώρα να πάρω κι εγώ αυτό που ήθελα. Την πληρωμή μου».
Κατάλαβα.
«Εσύ τι ευχή θέλεις;»
Δεν απάντησα. Μπήκα στον πειρασμό, αλλά ήξερα την κατάληξη. Δεν είχε νόημα. Παρ’ όλη τη ζαλάδα μου, αυτήν τη φορά αποφάσισα σωστά.
«Δεν θέλω τίποτα» είπα και εκείνος έμεινε αμίλητος.
Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι εκεί θα τελείωναν όλα. Μέχρι που μίλησε.
«Τότε φύγε» μου είπε, γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται.
«Τελικά τι είσαι;» τον ρώτησα.
«Αν μου ζητούσες κάτι, θα μάθαινες» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες και χάθηκε.
Επέστρεψα στο σπίτι και την επόμενη μέρα έφυγα, καθώς δεν με χωρούσε άλλο ο τόπος εκεί. Ένιωθα πως κάτι κακό αποτυπώθηκε πάνω μου και δεν μπορούσα να το διώξω. Δεν ανέβηκα για καιρό στο χωριό και μετά από λίγο καιρό έμαθα ότι η γιαγιά μου πέθανε. Δεν άντεχα να πάω ούτε στην κηδεία της. Αισθανόμουν πολύ χάλια που δεν την αποχαιρέτησα, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να επιστρέψω εκεί. Και μόνο στην ιδέα με έπιανε σύγκρυο. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα και εύχομαι κάποια στιγμή να βρω το κουράγιο να πάω τουλάχιστον στο μνήμα της.
Τα βράδια πολλές φορές, όταν χαζεύω τηλεόραση, πέφτω πάνω στο κανάλι 79. Μετά από τόσα χρόνια είναι ακόμη εκεί. Φροντίζει να μου θυμίζει διαρκώς το χωριό, καθώς και ό,τι έζησα εκείνες τις μέρες. Βλέπω τον εαυτό μου να περιφέρεται στους δρόμους του μέσα στη νύχτα. Βλέπω το σπίτι της γιαγιάς, τον δρόμο που ανηφορίζει, το μνήμα της. Τον παππού μου να ανηφορίζει. Μερικές φορές τους βλέπω μαζί να στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο και να με κοιτάζουν ανέκφραστοι. Εκείνη η μουσική ακούγεται ακόμη απαράλλακτη. Βλέπω επίσης μια εφημερίδα με πρωτοσέλιδο την εξαφάνιση του Παντελή. Στην κορυφή γράφει ότι είναι από τον Μάρτιο του ’79, λίγο πριν από την Καθαρά Δευτέρα.
Ωστόσο εκείνες οι μέρες που κάθισα εκεί με σημάδεψαν τόσο πολύ που έμελε να είναι δυστυχώς η τελευταία φορά που επισκέφτηκα το χωριό και τη γιαγιά μου.
Όλα ξεκίνησαν την Παρασκευή πριν από το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας, όταν αποφάσισα να το περάσω στο χωριό. Παρόλο που ανέβαινα τακτικά, έμενα εκεί για μια βραδιά συνήθως ή ούτε καν αυτό. Εκείνη τη φορά, όμως, αποφάσισα να μείνω παραπάνω. Δεν είχα κανονίσει τίποτα, οι φίλοι μου έλειπαν για το τριήμερο και ήθελα γενικά να ξεφύγω από την πόλη για περισσότερες μέρες. Το είδα σαν την ιδανική ευκαιρία να ξεκουραστώ για τα καλά.
Ανέβηκα λοιπόν Παρασκευή βράδυ και βρήκα τη γιαγιά μου να πλέκει στη γνωστή καρέκλα δίπλα στο παράθυρο. Έλεγε ότι καθόταν πάντα εκεί και περίμενε τον παππού να γυρίσει από τη δουλειά για να του βάλει να φάει. Οι συνήθειες δύσκολα αλλάζουν. Είμαι όμως σίγουρος πως, παρόλο που έχουν περάσει αρκετά χρόνια που πέθανε, ακόμη καθόταν εκεί επειδή τον περίμενε να γυρίσει.
Μόλις με είδε, με αγκάλιασε και, όπως κάθε φορά, μου μίλησε για τους γονείς μου που χάθηκαν και ότι θα ήταν περήφανοι για μένα και κατέληξε να κλαίει. Δεν της έλεγα τίποτα. Την άφηνα να κάνει αυτό που ήθελε πάντα. Δεν αλλάζει ο γέρος άνθρωπος. Ας έκανε αυτό που την ευχαριστούσε κι ας μου σπάραζε την καρδιά κάθε φορά.
Από εκει και πέρα γινόταν πιο ευχάριστη. Μου ετοίμαζε να φάω, μου έδινε γλυκό που είχε ήδη ετοιμάσει από πριν και ύστερα μιλούσαμε μέχρι αργά για τις περιπέτειες του παππού και για ιστορίες του χωριού.
Είχα βάλει να πιω ένα κρασί που έφτιαχναν στο χωριό και τελικά κατέληξα να έχω πιει τρία ποτήρια. Είχε πολύ ωραία γεύση που ούτε κατάλαβα πότε ήπια τόσο και πότε άρχισα να ζαλίζομαι. Είχα καθίσει στον καναπέ δίπλα στο τζάκι και έβλεπα τα ξύλα να καίγονται αργά, κάνοντας εκείνον τον χαρακτηριστικό χαλαρωτικό ήχο. Η γιαγιά μου καθόταν πάλι στη θέση της και έπλεκε ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς τα έξω.
Λίγο αργότερα αποφασίσαμε και οι δύο να πέσουμε για ύπνο. Δεν ήταν πολύ αργά, αλλά η γιαγιά μου κοιμόταν συνήθως τέτοια ώρα κι εγώ είχα ζαλιστεί τόσο πολύ που το μόνο που σκεφτόμουν ήταν εκείνος ο ωραίος βαθύς ύπνος του χωριού που θα με ξεκούραζε όσο τίποτε άλλο.
Κάποια στιγμή άνοιξαν τα μάτια μου μέσα στη νύχτα και κοίταξα το αμυδρό φως να πέφτει από το παράθυρο στον απέναντι τοίχο. Αισθάνθηκα παράξενα, γιατί δεν συνήθιζα να ξυπνάω πριν έρθει το πρωί. Έκλεισα πάλι τα μάτια μου, αλλά σε πολύ λίγο χρόνο διαπίστωσα ότι είχα ξυπνήσει για τα καλά. Κοίταξα το ρολόι στο χέρι μου και οι φωσφορίζοντες δείκτες έδειχναν λίγο πριν από τις τρεις.
Ανασηκώθηκα και έπειτα κάθισα στην άκρη του κρεβατιού κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Φυσούσε αρκετά και οι κινήσεις των δέντρων που περιέβαλλαν το σπίτι όπως και ο σφυριχτός ήχος ανάμεσα από τα παλιά σανίδια το έδειχναν ξεκάθαρα. Έμεινα για λίγο σκεπτικός και απέδωσα αυτό μου το απρόσμενο ξύπνημα στο κρασί.
Σηκώθηκα και κατέβηκα κάτω στην κουζίνα, όπου ήπια λίγο νερό για να επαναφέρω το ξερό μου στόμα στη φυσιολογική του κατάσταση. Επικρατούσε μια απόλυτη ηρεμία και, όσο περνούσε η ώρα, σκέφτηκα ότι δεν με χάλασε και τόσο που ξύπνησα μέσα στη νύχτα και έζησα αυτήν τη στιγμή. Πήγα στο σαλόνι χωρίς να ανοίξω κανένα φως και κοίταξα έξω από το παράθυρο, στο οποίο καθόταν πάντα η γιαγιά μου. Τα φώτα του χωριού ξεκινούσαν από πιο κάτω, συνεπώς ο δρόμος που οδηγούσε στο σπίτι και στο προαύλιο φωτιζόταν μονάχα μέσω του φεγγαρόφωτος. Η λευκή αύρα που έστελνε το γεμάτο φεγγάρι τα έκανε να μοιάζουν με χιονισμένα. Εικόνα καθόλου παράξενη μιας και αρκετές φορές το χιόνι έντυνε τα πάντα στα άσπρα τον χειμώνα.
Κάθισα στην καρέκλα της για λίγο και έφερα στο μυαλό μου τον παππού να ανηφορίζει προς το σπίτι, έτσι όπως μου τον περιέγραφε αμέτρητες φορές. Δεν τον είχα δει ποτέ μου αλλά μέσα από τα λόγια της ήταν σαν να μεγάλωσα μαζί του. Ήθελα πολύ να τον είχα γνωρίσει και στεναχωριόμουν πολλές φορές γι’ αυτό. Ύστερα, όμως, σκεφτόμουν ότι η στεναχώρια αυτή δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτήν της γιαγιάς, που έχασε τον άνθρωπο της, όπως επίσης και την κόρη της και τον γαμπρό της. Τράβηξε πολλά κι ας μην το έδειχνε.
Έσφιξα τα χείλη μου στη σκέψη και για λίγο κόντεψα να δακρύσω που σκέφτηκα τους γονείς μου. Παρόλο που στέρεψαν τα δάκρυά μου γι’ αυτούς, ακόμη γεννιόταν κι από ένα καινούριο δάκρυ στη θύμησή τους.
Τράβηξα το βλέμμα μου από το παράθυρο και το μάτι μου έπεσε στην παλιά τηλεόραση. Ανάθεμα αν την άνοιγε ποτέ η γιαγιά μου. Ήταν μια συντροφιά, αλλά εκείνη δεν την ήθελε ποτέ. Προτιμούσε να κάθεται στη θέση της και να πλέκει. Οι κόμποι ήταν οι φίλοι της, η σταυροβελονιά η παρέα της.
Σηκώθηκα από την καρέκλα και έψαξα το χειριστήριο. Περίμενα ότι δεν θα το βρω εύκολα, αλλά τελικά το είδα επάνω σε ένα ράφι, δίπλα από μια κορνίζα με μια φωτογραφία από την αποφοίτησή μου. Το πήρα και, αφού κάθισα στον καναπέ που ήμουν πριν, την άνοιξα.
Αρχικά εμφανίστηκαν χιόνια και ένα μεγάλο νούμερο πάνω δεξιά που υποδήλωνε τη θέση του καναλιού. Προχώρησα τα κανάλια και όσο τα χιόνια συνεχίζονταν διαπίστωσα ότι η τηλεόραση ήταν με το παλιό αναλογικό σύστημα, το οποίο είχε καταργηθεί πριν από λίγο καιρό. Υπήρχαν ακόμη κάποιοι σταθμοί που εξέπεμπαν αναλογικά αλλά στο χωριό ήταν δύσκολο να τους πιάσεις. Συνεπώς το παλιό κουτί της τηλεόρασης ήταν άχρηστο, αν δεν ενσωματωνόταν κάποιος ψηφιακός δέκτης. Σκέφτηκα ότι η γιαγιά δεν την είχε ανοίξει όντως για πολύ καιρό, ειδάλλως θα μου έλεγε ότι δεν δείχνει τίποτα.
Συνέχισα να προχωράω τα κανάλια με την ελπίδα να πετύχω κάποιον ξέμπαρκο τοπικό σταθμό που συνέχιζε να εκπέμπει αναλογικά μήπως και χαζέψω τίποτα και με πάρει ο ύπνος. Δεν έδειχνε όμως να εμφανίζεται τίποτα στο χοντρό γυαλί και, αφού προχώρησα αρκετά, αποφάσισα να την κλείσω και να επιστρέψω στο κρεβάτι. Μόλις όμως έφτασα στη θέση 79 τα χιόνια ξαφνικά χάθηκαν και στην οθόνη εμφανίστηκε μια ξεκάθαρη εικόνα.
Αρχικά η απότομη αλλαγή με ξάφνιασε και η πρώτη σκέψη που έκανα ήταν ότι επιτέλους εμφανίστηκε κάποιο πεισματάρικο τοπικό κανάλι που παρέμεινε ακόμη σε αναλογικό σήμα. Ξεκίνησε να δείχνει διάφορες σκηνές από το χωριό. Την πλατεία, το δάσος στον λόφο, κάποια παλιά καλντερίμια που ξεχάστηκαν στον χρόνο. Οι λήψεις ήταν εντελώς ερασιτεχνικές και φαντάστηκα κάποιον να βρίσκεται σε μια αποθήκη και να εκπέμπει κρυφά με υλικό από την κάμερά του, μιας και δύσκολα θα τον έβρισκαν τώρα που όλοι ήταν στο ψηφιακό σήμα.
Έξυπνο, σκέφτηκα. Θα κάνει το κομμάτι του και δεν πρόκειται να τον βρει κανείς.
Βέβαια και ποιος θα έβλεπε αυτά που εκπέμπει αλλά να, ορίστε. Εγώ τον έβλεπα.
Είχε μάλιστα βάλει και σήμα καναλιού. Κανάλι 79. Τι να σήμαινε αυτό; Πάντως το είχε μεράκι. Το οποίο παραδόξως ήταν και στη θέση 79 της τηλεόρασης. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να συμβεί αυτό; Μία στις ενενήντα εννιά. Σχεδόν ένα τις εκατό.
Εν πάση περίπτωση, άφησα στην άκρη τη στατιστική μανία της δουλειάς και κάθισα αναπαυτικά στον καναπέ, προσπαθώντας να χαλαρώσω βλέποντας τις εικόνες, μήπως και με πάρει πάλι ο ύπνος. Η τηλεόραση ήταν πάντα ένα καλό χαλαρωτικό για ύπνο. Οι λήψεις εναλλάσσονταν δείχνοντας ένα σωρό μέρη από το χωριό που δεν είχα ιδέα ότι υπήρχαν. Ωραία σημεία, που μπήκα στον πειρασμό να επισκεφτώ. Ενδιάμεσα έδειχνε ένα σπίτι μέσα στο μικρό δάσος στον λόφο, το οποίο εμφανιζόταν αρκετές φορές. Ήταν μια παλιά ξύλινη κατασκευή, σχεδόν γκρεμισμένη. Πρέπει να άρεσε αρκετά σε όποιον το μαγνητοσκοπούσε, καθώς υπήρχαν πάνω από δέκα πλάνα.. Το πλάνο στο σπίτι ήταν σταθερό. Ήταν το μοναδικό στο οποίο ήταν σταθερή η κάμερα.
Σε όλη αυτήν τη διάρκεια μια παράξενη μουσική έπαιζε στο παρασκήνιο. Ακουγόταν σαν ένα παλιό συνθεσάιζερ, όπου ο συνθέτης έπαιζε τυχαίες νότες σε ένα μοτίβο, το οποίο όμως στη συνέχεια επαναλαμβανόταν και κάθε φορά άλλαζε ελάχιστα. Το όλο σκηνικό έδειχνε ξεκάθαρα την απειρία του καναλάρχη.
Πέρασαν μερικά λεπτά έτσι και, παρόλο που η μουσική με έκανε να αισθάνομαι παράξενα, κατάφερα και χαλάρωσα λιγάκι. Έστω κι έτσι το κανάλι λειτούργησε όπως ήθελα. Μάλιστα, εκείνη η μουσική κόλλησε στο μυαλό μου και ήμουν σίγουρος ότι την άλλη μέρα που θα ρωτούσα τη γιαγιά μου ποιος είναι αυτός ο ερασιτέχνης που εκπέμπει το κανάλι 79, θα την τραγουδούσα ακόμη από μέσα μου.
Κι εκεί που τα πλάνα είχαν μια σχετική ομοιομορφία με διάφορα σημεία του χωριού, ξαφνικά άλλαξαν. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας δρόμος. Ήταν νύχτα. Η μουσική σταμάτησε. Ένα παλιό φανάρι μόνο φώτιζε τον δρόμο. Το πλάνο ήταν σταθερό. Κάτι μου θύμιζε το σημείο, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Έπειτα έδειξε κάποιον να βλέπει τηλεόραση. Το πλάνο ήταν από πίσω του. Έπειτα έναν δρόμο που ανηφόριζε σε ένα σπίτι.
Αυτό είναι το δικό μας, σκέφτηκα.
Έπειτα έδειξε πάλι τον άντρα να βλέπει τηλεόραση. Μετά το σπίτι στο δάσος. Μετά πάλι τον άντρα να βλέπει τηλεόραση. Μετά τον δρόμο που ανηφόριζε για το σπίτι. Μόνο που κάποιος ανέβαινε τον δρόμο.
Σηκώθηκα από τη χαλαρή στάση που βρισκόμουν και πλησίασα την τηλεόραση. Το πλάνο ερχόταν μέσα από το παράθυρο της γιαγιάς. Μπορούσα να το καταλάβω από την πλεκτή κουρτίνα που κρεμόταν. Ο άντρας όλο και πλησίαζε, ώσπου κατάλαβα ποιος ήταν και γούρλωσα τα μάτια μου. Ήταν ο παππούς.
Δεν το πίστευα αυτό που έβλεπα. Δεν τον είχα δει ποτέ μου. Μονάχα από φωτογραφίες. Αλλά φυσικά τον αναγνώρισα. Κάτι σφίχτηκε μέσα μου. Πώς βρέθηκε αυτό το υλικό; Και γιατί η γιαγιά μου δεν μου είπε ότι υπήρχε βίντεο;
Έπειτα το πλάνο άλλαξε πάλι. Έδειχνε τον άντρα να βλέπει τηλεόραση. Αυτήν τη φορά ήταν κοντινότερο και μπόρεσα να δω τι έδειχνε η τηλεόραση. Ήταν το κανάλι 79. Μπορούσα να δω το σήμα του σταθμού πάνω δεξιά. Και τα πλάνα που έδειχνε ήταν τα ίδια που έβλεπα όλη αυτήν την ώρα. Κοίταξα έπειτα τον άντρα, αλλά το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και δεν φαινόταν.
Έκανα μια φευγαλέα σκέψη ξαφνικά, ώσπου στην οθόνη εμφανίστηκε πάλι το σπίτι, ο ανηφορικός δρόμος του σπιτιού και έπειτα σταμάτησε σε ένα άλλο, καινούριο πλάνο. Έδειχνε τον άντρα να βλέπει την τηλεόραση αλλά από τα πλάγια. Το φως της οθόνης έπεφτε στο πρόσωπο του και μπόρεσα να διακρίνω ποιος ήταν.
Ήμουν εγώ.
Τινάχτηκα απότομα από τον καναπέ και κοίταξα γύρω μου έντρομος. Δεν υπήρχε κανείς, αλλά το σκοτάδι άφηνε πολλά σημεία στη φαντασία. Στην τηλεόραση έδειχνε πλέον χιόνια. Άνοιξα αμέσως όλα τα φώτα και κοίταξα παντού. Περπάτησα όλο το ισόγειο αλλά δεν υπήρχε κανείς πέρα από μένα. Αφού σιγουρεύτηκα ότι η κεντρική πόρτα ήταν κλειδωμένη, ανέβηκα πάνω και έλεγξα όλα τα δωμάτια. Η γιαγιά μου κοιμόταν ήρεμη και μόλις τότε σκέφτηκα ότι είχα κάνει πολλή φασαρία από την τρομάρα μου.
Επέστρεψα κάτω αργά και κοιτάζοντας διαρκώς γύρω μου καχύποπτα. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος από τα παράσιτα της τηλεόρασης. Την έκλεισα αμέσως και προσπάθησα να καταλάβω τι είχε γίνει. Τι ήταν αυτό το κανάλι; Το πλάνο έδειχνε να με μαγνητοσκοπεί από δίπλα μου ακριβώς. Κοίταξα το μέρος, αλλά δεν υπήρχε φυσικά τίποτα εκεί. Ούτε κάμερα ούτε κάποιο δείγμα ότι κάποιος βιντεοσκοπούσε. Κοίταξα το χειριστήριο που ήταν ακόμη στο χέρι μου.
Άνοιξα πάλι την τηλεόραση και τα χιόνια εξακολουθούσαν να γεμίζουν την οθόνη στη θέση 79. Έμεινα για λίγο να το κοιτάζω και έπειτα την έκλεισα. Μάλλον είχα κουραστεί εκείνη την εβδομάδα στη δουλειά. Ήταν και εκείνο το κρασί. Δεν εξηγείται αλλιώς.
Άφησα το χειριστήριο στο τραπέζι και ξεκίνησα για το δωμάτιό μου. Ανεβαίνοντας τις σκάλες΄, έριξα μια ματιά στο παράθυρο της γιαγιάς μου. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές. Η γιαγιά μου τις κλείνει κάθε φορά που πάει για ύπνο. Μάλλον θα τις ξέχασε.
Την επόμενη μέρα ξύπνησα με πονοκέφαλο. Παρόλο που τελικά με πήρε ο ύπνος αμέσως το προηγούμενο βράδυ, ένιωθα μια έντονη κούραση. Σηκώθηκα με το ζόρι και κατέβηκα κάτω. Η γιαγιά μου ήταν στη γνωστή της θέση και έπλεκε. Στον νου μου ήρθε πάλι το χτεσινοβραδινό περιστατικό. Μόλις με είδε σηκώθηκε αμέσως, μου χαμογέλασε και πήγε προς την κουζίνα.
«Έλα να σου βάλω να φας» είπε και ήδη μου ήρθαν οι διάφορες μυρωδιές από αυτά που είχε ήδη ετοιμάσει.
Έριξα μια ματιά στην τηλεόραση, καθώς έστριβα για την κουζίνα. Ήταν φυσικά κλειστή. Κάθισα στο τραπέζι και κοίταξα όλα όσα είχε ετοιμάσει.
«Γιαγιά, ποιος θα τα φάει όλα αυτά;»
«Έλα, δεν είναι πολλά. Πρέπει να τρως να δυναμώσεις» είπε και σκέφτηκα ότι αυτήν τη στιχομυθία οι γιαγιάδες πρέπει να την είχαν γραμμένη στα γονίδιά τους.
Γέλασα και ξεκίνησα να τρώω, δίχως να σκέφτομαι τη δίαιτα που έκανα τελευταία. Ήταν στιγμές χαλάρωσης, οι οποίες περιλάμβαναν και κάποια καλά γεύματα. Ενώ έτρωγα, σκέφτηκα να ρωτήσω τη γιαγιά μου για εκείνο το βίντεο με τον παππού να έρχεται στο σπίτι. Αλλά τελικά το μετάνιωσα. Για κάποιον λόγο η χτεσινή βραδιά έμοιαζε με όνειρο και, όσο η ώρα περνούσε, τόσο πιο θολά έμοιαζαν αυτά που είχα δει χτες. Ίσως να ήταν όλα στα μυαλό μου, παρόλο που έμοιαζε πολύ παράξενο. Συνέχισα να τρώω και το μόνο που ρώτησα απλώς ήταν:
«Γιαγιά, η τηλεόραση λειτουργεί;»
Αργότερα ήμουν έξω, ντυμένος με φόρμες και έτρεχα σε έναν από τους δρόμους του χωριού. Το τρέξιμο εκεί μου έκανε καλό, καθώς ερχόμουν πιο κοντά με τη φύση. Δέντρα, καθαρός αέρας, ησυχία, οι κατάλληλες συνθήκες για να τρέξεις. Ο καιρός ήταν επίσης ιδανικός. Παρ’ όλον τον χειμώνα, ο καιρός ήταν μαλακός και ένα στρώμα σύννεφων στον ουρανό δημιουργούσε ένα ομοιόμορφο γκρίζο φως που ξεκούραζε το μάτι. Το κατάλληλο σκηνικό για έναν φωτογράφο, αν και εγώ δεν έβγαζα φωτογραφίες ούτε με το κινητό μου.
Έτρεξα για ώρα, ώσπου σταμάτησα και συνέχισα περπατώντας. Το χωριό ήταν σχεδόν έρημο. Δεν είδα παρά μόνο μερικούς κατοίκους να επιστρέφουν στα σπίτια τους, που και αυτοί ήταν περίπου στην ηλικία της γιαγιάς μου. Το έβλεπα να ερημώνει σε μερικά χρόνια, μιας και δεν θα υπήρχε πια κανείς να μείνει εκεί. Από μακριά είδα τον λόφο και το δάσος που απλωνόταν πάνω του. Ίσως να υπήρχε σε κάποιο σημείο του εκείνο το ξύλινο σπίτι. Ίσως πάλι όχι και να ήταν ιδέα μου. Προσπάθησα να το βγάλω από το μυαλό μου και συνέχισα πάλι το τρέξιμο, παρόλο που είχα κουραστεί.
Είχε περάσει ώρα και επέστρεφα ήδη προς το σπίτι. Είχα τρέξει περισσότερο από ό,τι συνήθως αλλά το ήθελα. Μου έκανε καλό. Το τρέξιμο, ειδικά εκεί στο χωριό, λειτουργούσε αγχολυτικά. Η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει και ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνω ένα μπάνιο και καθίσω δίπλα στο τζάκι.
Στην πορεία εντόπισα ένα παρατημένο σπίτι και για κάποιον λόγο περπάτησα πιο αργά. Ήταν όπως όλα τα υπόλοιπα του χωριού, μόνο που όσοι έμεναν εδώ προφανώς είχαν αποδημήσει για αλλού. Στο εσωτερικό του επικρατούσε σκοτάδι και το ένα από τα παράθυρα ήταν ανοιχτό. Σε αρκετά σημεία ήταν γκρεμισμένο, και αυτό από μόνο του υποδήλωνε ότι ήταν εγκαταλειμμένο για χρόνια.
Ένα φως εμφανίστηκε από μέσα και έσπασε αμέσως το πηχτό σκοτάδι. Μια ανατριχίλα με έπιασε και αμέσως το μυαλό μου προσπάθησε να βρει το πιο προφανές σενάριο. Αλλά το μόνο που έβρισκε ήταν τοίχο. Το φως άλλαζε διαρκώς και σχεδόν αμέσως συνειδητοποίησα ότι προερχόταν από κάτι που δεν ήταν τόσο ευχάριστο, δεδομένων των πρόσφατων γεγονότων. Πλησίασα την πεσμένη περίφραξη και προσπάθησα να δω καλύτερα. Αλλάζοντας γωνία θέασης είδα τον ηθικό αυτουργό σε μια γωνία.
Μια παλιά τηλεόραση –ακόμα πιο παλιά από αυτήν της γιαγιάς μου– σκόρπιζε εικόνες στο παλιό σπίτι. Εικόνες γνώριμες. Πλάνα και εικόνες από το χωριό. Πλησίασα κι άλλο για να δω το σήμα πάνω αριστερά. Έγραφε Κανάλι 79. Αναρίγησα, αλλά προσπάθησα να δω τα πράγματα με ψυχραιμία. Έφτασα σχεδόν μπροστά από το παράθυρο και κοίταξα καλύτερα. Τα ίδια χθεσινά πλάνα καθώς και εκείνη η παράξενη μουσική μου ξύπνησαν πρόσφατες αναμνήσεις και άρχισα να χάνω την αυτοσυγκράτησή μου. Παρ’ όλα αυτά παρέμενα να κοιτάζω. Οι δρόμοι του χωριού, το ξύλινο σπίτι, η ανηφόρα του σπιτιού της γιαγιάς. Όλα εναλλάσσονταν δείχνοντας κι από κάτι καινούριο. Έναν καινούριο δρόμο, ένα μονοπάτι, κάποιο σπίτι.
Ώσπου ένα πλάνο έδειχνε εμένα, από πολύ κοντά να κοιτάζω στο εσωτερικό του σπιτιού. Από το πρόσωπό μου έτρεχαν αίματα και στο μέτωπό μου ήταν χαρακωμένο το σήμα του καναλιού 79.
Πετάχτηκα προς τα πίσω και έπιασα το πρόσωπό μου. Δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε αίμα, ούτε κάποια χαρακιά στο μέτωπο. Κοιτάζοντας πάλι μέσα στο σπίτι είδα την τηλεόραση κλειστή. Κρατώντας όσο μπορούσα την ψυχραιμία μου, έμεινα για λίγο ακίνητος, παίρνοντας βαθιές ανάσες για να καταλαγιάσω ένα μούδιασμα που με είχε παραλύσει ολόκληρο, κοιτάζοντας ταυτόχρονα γύρω μου για οτιδήποτε ύποπτο.
Μερικά λεπτά πέρασαν έτσι, και σταδιακά άρχισα να βρίσκω πάλι τη ψυχραιμία μου. Βγήκα αργά από την περίφραξη του σπιτιού και επέστρεψα στης γιαγιάς μου σκεπτικός. Κάτι συνέβαινε στο χωριό, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι.
Αργότερα καθόμουν μπροστά από το τζάκι και έπινα από εκείνο το ωραίο κρασί. Είχε περάσει αρκετά η ώρα καθώς είχα κάνει μπάνιο, χάζεψα ένα βιβλίο σε μια προσπάθεια να ξεχαστώ και έπειτα απόλαυσα ένα πλούσιο γεύμα που μου ετοίμασε η γιαγιά, το οποίο θα ήταν και το τελευταίο της μέρας. Το κρασί με είχε χαλαρώσει αρκετά και, παρόλο που υπήρχε περίπτωση να μου χαλάσει τον ύπνο όπως χτες, άξιζε τον κόπο. Τα ξύλα μπροστά μου έσκαγαν κατά διαστήματα από τη φωτιά, προκαλώντας έναν ανακουφιστικό ήχο. Ένιωθα πώς ό,τι πρόβλημα και να είχα θα το ξεχνούσα μπροστά σε αυτό το τζάκι, παρέα με τη γιαγιά μου και ένα ποτήρι κρασί.
Σκέφτηκα πάλι να τη ρωτήσω για εκείνο το κανάλι, για το ξύλινο σπίτι στο δάσος, για το βίντεο με τον παππού, αλλά δεν μου έβγαινε. Άλλωστε στην προηγούμενη ερώτησή μου, πριν φύγω για τρέξιμο, η απάντησή της ήταν απλή και ξεκάθαρη: «Πού να ξέρω αγόρι μου; Έχω να την ανοίξω εδώ και πολλά χρόνια». Τι παραπάνω να γνώριζε; Την κοίταξα εκεί αμέριμνη να πλέκει και απλώς χαμογέλασα με την ηρεμία που τη διέκρινε. Ήταν το καλύτερο Σαββατόβραδο που θα μπορούσα να έχω και δεν ήθελα να χαλάσω τη στιγμή. Έμεινα να κοιτάζω πάλι το τζάκι και ένιωθα το σώμα μου να μουδιάζει, αλλά αυτήν τη φορά ευχάριστα. Τα βλέφαρά μου χαμήλωσαν και αφέθηκα στον ύπνο που μου χτυπούσε την πόρτα.
Ένας ήχος μου γαργάλησε τα αυτιά και με τράβηξε αργά από τον ωκεανό ύπνου που ήμουν βυθισμένος. Καθώς άκουγα όλο και καλύτερα ταυτοποίησα τον ήχο ως παράσιτα. Παράσιτα τηλεόρασης. Αυτό και μόνο έκανε τα μάτια μου να ανοίξουν. Τα χιόνια της τηλεόρασης γέμισαν το οπτικό μου πεδίο, ακυρώνοντας οτιδήποτε υπήρχε γύρω της. Όσο ο χρόνος περνούσε τόσο η ένταση δυνάμωνε. Άρχισα να δυσανασχετώ και, προσπαθώντας να βάλω τα χέρια μου στα αυτιά, διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να κουνηθώ. Πριν προλάβω να πανικοβληθώ τα χιόνια χάθηκαν και είδα το σπίτι στο δάσος σε ένα σταθερό πλάνο. Μερικά λεπτά πέρασαν έτσι, ώσπου η κάμερα κουνήθηκε ξαφνικά, σαν να την έβγαλε κάποιος από τη σταθερή θέση της και άρχισε να πλησιάζει την πόρτα του σπιτιού. Φτάνοντας μπροστά της, ένα χέρι την έσπρωξε και αποκάλυψε το εσωτερικό. Μια τεράστια τηλεόραση βρισκόταν στον απέναντι τοίχο, η οποία έδειχνε το σπίτι της γιαγιάς. Η κάμερα σταθεροποιήθηκε και έπειτα, σαν να πήρε τη σκυτάλη η άλλη κάμερα, μέσα από τη τηλεόραση, ξεκίνησε να κινείται προς το σπίτι. Αυτός που την κρατούσε περπατούσε άγαρμπα και μπορούσα να ακούσω τα βήματά του. Το φως της μέρας ήταν χαμηλό, σχεδόν βράδιαζε και τα φώτα του σπιτιού ήταν αναμμένα. Όσο πλησίαζε τόσο πιο άβολα αισθανόμουν και, μόλις έφτασε στο παράθυρο όπου καθόταν η γιαγιά, κόλλησε στο τζάμι και σταμάτησε εκεί. Η γιαγιά μου έπλεκε και εγώ κοιμόμουν στον καναπέ μπροστά στο τζάκι. Ύστερα, η άλλη κάμερα στο ξύλινο σπίτι στο δάσος, πήρε πάλι τη σκυτάλη και έκανε μια περιστροφή δείχνοντας αυτόν που την κρατούσε.
Ήμουν εγώ.
Πετάχτηκα από τον καναπέ και κοίταξα γύρω μου, λαχανιασμένος. Ήμουν στο ξύλινο σπίτι. Μπροστά μου δεκάδες τηλεοράσεις ούρλιαζαν από τα παράσιτα. Η πόρτα ανοιγόκλεινε μόνη της μανιασμένη. Από το ταβάνι έτρεχαν αίματα σε μακρόστενα κόκκινα κορδόνια. Το νούμερο 79 ήταν χαραγμένο παντού σε όλους τους τοίχους. Ο καναπές που καθόμουν με ρουφούσε αργά και, μόλις κοίταξα να δω τι συνέβαινε, είδα πως ήταν φτιαγμένος από παράσιτα και εγώ βούλιαζα μέσα τους. Ο ήχος με τρέλαινε. Ένιωθα την καρδιά μου να είναι έτοιμη να σπάσει.
Ούρλιαξα σχεδόν και είδα την γιαγιά μου δίπλα μου να πετάγεται όρθια και να της πέφτει το πλεκτό.
«Τι έπαθες, παιδί μου;» είπε και ήρθε προς το μέρος μου.
Την κοίταξα για λίγο καχύποπτα και τραβήχτηκα. Εκείνη, που πήγε να με πλησιάσει, σάστισε από τη στάση μου. Ύστερα ηρέμησα κάπως και συμπεριφέρθηκα φυσιολογικά.
«Ε… είδα έναν εφιάλτη. Καλά είμαι» είπα και σηκώθηκα όρθιος, κάνοντας βόλτες δίχως νόημα στο σαλόνι.
«Να σου φτιάξω κάτι; Κάτι να φας, να πιεις;»
«Γιαγιά, συμβαίνει κάτι στο χωριό;» είπα τελικά.
«Τι να συμβαίνει;»
«Δεν ξέρω. Νιώθω ότι κάτι παράξενο συμβαίνει εδώ. Κάτι δεν πάει καλά και το νιώθω από χτες που πάτησα το πόδι μου».
Η γιαγιά μου έμεινε για λίγο σκεπτική.
«Τι να συμβαίνει, παιδί μου… Τίποτα δεν συμβαίνει. Πόσα άτομα έχουν μείνει στο χωριό για να συμβαίνει και κάτι;»
«Υπάρχει κάποιο σπίτι στο δάσος, στο οποίο έγινε κάτι; Και τι γίνεται με εκείνο το παράξενο κανάλι στην τηλεόραση; Υπάρχει κάποιος που έχει δικό του κανάλι στο χωριό;» ρώτησα απανωτά προσπαθώντας να βγάλω άκρη.
Το πρόσωπο της γιαγιάς μου φωτίστηκε, αλλά ταυτόχρονα ζωγραφίστηκε μια απορία στο πρόσωπό της.
«Ναι, τα ξέρω αυτά που λες αλλά είναι παλιά. Τι σχέση έχουν με το τώρα;»
«Πες μου τι ξέρεις γι’ αυτά και ίσως με βοηθήσουν να βγάλω άκρη».
«Κάθισε» μου είπε και πήγε στην κουζίνα.
Σε λίγα λεπτά επέστρεψε με δύο ζεστούς καφέδες και καθίσαμε παρέα μπροστά από το τζάκι.
«Κάποτε υπήρχε κάποιος, ο οποίος είχε φτιάξει ένα κανάλι. Παράνομο, πώς το λένε, πειρατικό. Το είχε, λέγανε, κάπου μέσα στο δάσος σε ένα ξύλινο σπίτι. Ήταν νέος στην ηλικία αυτός που το είχε. Δεν θα ‘ταν πάνω από είκοσι πέντε. Το είχε πολύ μεράκι και προσπάθησε να το κάνει σωστά, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήθελε πολλά λεφτά για να βγάλει άδειες, κι αυτός ήταν ορφανός και δουλειά μόνιμη δεν είχε. Δούλευε από δω κι από κει σε κανένα χωράφι και σε καμιά στάνη. Το είχε όμως πολύ άχτι και, έτσι, μάζεψε λεφτά, τον βοήθησαν και κάποιοι, γιατί ήταν καλό παιδί, και κατάφερε κι έφτιαξε ένα δικό του κανάλι. Μπορούσαν να το δουν όμως μόνο οι κάτοικοι του χωριού, γιατί δεν είχε μεγάλες κεραίες. Ήθελαν πολλά λεφτά εκείνα τα μηχανήματα για να μπορούν να τον δουν παντού. Έτσι, έδειχνε διάφορα βίντεο από το χωριό, αλλά δεν τα έβλεπε ποτέ κανείς γιατί δεν είχαν τίποτα ενδιαφέρον. Όλοι όμως του λέγαμε ότι τα βλέπαμε για να χαίρεται».
Σε εκείνο το σημείο σταμάτησε, για να ρουφήξει λίγο από τον ελληνικό καφέ στο μικρό φλιτζάνι. Εγώ που συνέχισα να επεξεργάζομαι τις πληροφορίες ένιωθα να γεννιούνται στο μυαλό μου δεκάδες ερωτήματα.
«Και τι έγινε στη συνέχεια; Τι απέγινε αυτός; Μένει στο χωριό;»
Εκείνη έσφιξε τα χείλη της και κούνησε το κεφάλι με απογοήτευση.
«Δυστυχώς εξαφανίστηκε. Ένα πρωί το κανάλι σταμάτησε να εκπέμπει και ταυτόχρονα ο Παντελής –α, ναι, έτσι τον λέγανε, Παντελή– δεν εμφανίστηκε ξανά. Ο κόσμος άρχισε να τον ψάχνει αλλά μετά από δύο μέρες όλοι είπαν ότι μάλλον πέθανε κάπου, γιατί δεν μπορούσαν να τον βρουν. Έψαχνε όλο το χωριό μέρα νύχτα, αλλά δεν υπήρχε πουθενά».
«Το ξύλινο σπίτι; Πήγαν από κει;»
«Το ξύλινο σπίτι δεν το είδε ποτέ κανείς. Αυτός έλεγε ότι έχει τα μηχανήματά του εκεί, αλλά ποτέ κανείς δεν πήγε να δει πού είναι. Έλεγε ότι είναι κάπου βαθιά στο κέντρο του δάσους. Όταν όλο το χωριό άρχισε να ψάχνει, όλοι σκορπίστηκαν μέσα στο δάσος για να δουν πού είναι τελικά αυτό το σπίτι. Δεν το βρήκαν όμως ποτέ. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια κάποιοι προσπάθησαν να το βρουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πολλοί είπαν ότι το σπίτι δεν υπήρξε ποτέ και ότι ο Παντελής έλεγε ψέματα για κάποιον λόγο».
«Και πού να τα είχε τα μηχανήματά του;»
«Δεν ξέρω. Άλλοι πάλι λέγανε ότι το σπίτι υπάρχει και είναι κάπου εκεί μέσα στο δάσος, κρυμμένο σε μέρος που δεν μπορεί να βρει κανείς. Αλλά όλα αυτά είναι παλιά, γιόκα μου. Έχουν περάσει πολλά χρόνια. Κι εγώ ίσα που τα θυμάμαι. Για ποιον λόγο τα σκαλίζεις τώρα;»
Δεν ήξερα τι να πω. Όλα συνδέονταν. Όλα αυτά τα είχα δει. Το δάσος, το σπίτι, το κανάλι. Αλλά γιατί όμως τώρα; Και γιατί συνέβαιναν όλα αυτά τα ανεξήγητα;
Έπιασα το κεφάλι μου και έγειρα λίγο προς τη μία πλευρά. Ο καφές μου στεκόταν άθικτος. Ήθελα πάλι να πιω κρασί. Ή ίσως κάτι πιο δυνατό.
«Τι έχεις, γιόκα μου; Δεν σε βλέπω καλά. Γιατί μου τα ρωτάς όλα αυτά; Είδες κάτι; Σου είπε κανένας από το χωριό τίποτα και σε προβλημάτισε;»
Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Δεν ήξερα τι να σκεφτώ.
«Γιαγιά, δεν είναι τίποτα. Απλώς το κρασί μού δημιούργησε ανασφάλειες για κάποιον λόγο. Δεν έπρεπε να πιω. Πάω να ξαπλώσω και αύριο θα είμαι καλύτερα. Μην ανησυχείς» είπα και ανέβηκα προς τα πάνω.
Πράγματι νύσταζα και ήμουν ζαλισμένος από το κρασί, αλλά ήμουν σίγουρος ότι με τόση υπερένταση δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθώ. Εκείνη με κοίταζε να ανεβαίνω τις σκάλες αμίλητη και απορημένη.
Μπήκα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα, κοιτάζοντας το ταβάνι για αρκετά λεπτά. Η επήρεια του κρασιού γινόταν εντονότερη όσο περνούσε η ώρα και από κάποιο σημείο και μετά άρχισε να μου φαίνεται περίεργο. Έμοιαζε σαν να συνέχιζα να πίνω ασταμάτητα. Όλα γύριζαν και, όσο και να προσπαθούσα να σκεφτώ καθαρά, ήταν αδύνατο. Οι πρόσφατες σκηνές του εφιάλτη που έζησα ήταν τόσο τρομακτικές που, όσο τις έφερνα στο μυαλό, με έπιαναν έντονες ανατριχίλες. Αδυνατούσα όμως να βρω μια λύση σε όλο αυτό. Το αλκοόλ έμοιαζε να μεγαλώνει τη συγκέντρωση στο αίμα μου και να με εμποδίζει από οποιαδήποτε διαυγή σκέψη.
Έκλεισα τα μάτια. Ήταν η μόνη λύση. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Αφέθηκα σε εκείνο το μεθύσι και στον ύπνο που ελλόχευε πίσω του. Οι αισθήσεις μου άρχισαν να χάνονται και το μόνο που κατάφερα να σκεφτώ ήταν ότι την επόμενη μέρα θα πήγαινα να αναζητήσω στο χωριό κάτι περισσότερο. Ίσως να πήγαινα και στο δάσος…
Κρύωνα. Για πολλή ώρα. Έκανα μια κίνηση να σκεπαστώ, αλλά διαπίστωσα ότι ήμουν όρθιος. Και όχι στο δωμάτιό μου. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα ότι βρισκόμουν έξω, σε κάποιον δρόμο του χωριού. Έμεινα για λίγο παγωμένος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και ύστερα παρατήρησα την κάμερα που κρατούσα στα χέρια μου. Το κόκκινο φως της καταγραφής ήταν αναμμένο. Κατέγραφα. Αλλά τι;
«Τι σκατά, υπνοβατώ;» είπα αλλά δεν με άκουσε κανείς.
Το σκοτάδι με εμπόδιζε να καταλάβω πού βρισκόμουν. Κάποια σπίτια υπήρχαν τριγύρω και μπορούσα να διακρίνω τα πρώτα δέντρα από το δάσος που ξεκινούσε. Ήμουν στον λόφο.
Πολλά μού είχαν συμβεί γενικότερα, αλλά δεν περίμενα ποτέ να υπνοβατήσω. Δεν μπορούσα άλλωστε να εξηγήσω πώς αλλιώς είχα βρεθεί εκεί. Και αυτή η κάμερα; Την πέταξα από το χέρι μου αμέσως. Με τρόμαζε.
Ξαφνικά άκουσα κάτι από μακριά και σήκωσα το βλέμμα μου προς το δάσος. Κάποιος στεκόταν ανάμεσα στα δέντρα και με κοίταζε. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν άνθρωπος. Δεν έμοιαζε να έχει ανθρώπινη μορφή. Κρατούσε κι εκείνος μια κάμερα. Και το κόκκινο λαμπάκι ήταν αναμμένο. Το πρόσωπό του δεν φαινόταν καθαρά, γιατί το σκοτάδι ήταν έντονο. Η κάμερα ήταν στραμμένη προς το μέρος μου. Με βιντεοσκοπούσε. Κοίταξα την κάμερα που έριξα στο έδαφος, αλλά δεν υπήρχε εκεί πια. Αισθάνθηκα για κάποιον ανόητο λόγο ότι πέταξα το όπλο μου εναντίον του. Από μακριά ακούγονταν παράσιτα.
Ο άντρας γύρισε προς το δάσος ξαφνικά και άρχισε να περπατάει. Το σκοτάδι τον κατάπινε σταδιακά, ώσπου σύντομα θα χανόταν εντελώς. Η αυτοσυντήρηση με την περιέργεια ήρθαν σε σύγκρουση μέσα μου και για λίγο έδειχναν να είναι ισάξιες. Έκανα μερικά βήματα, αλλά στη συνέχεια σταμάτησα. Αμφιταλαντεύτηκα. Έπρεπε να δω τι συνέβαινε επιτέλους. Πού με οδηγούσε όλο αυτό. Όμως ταυτόχρονα ο φόβος ήταν πολύ έντονος.
Βλέποντας την περιέργεια να υπερισχύει, είδα συγχρόνως και τα πόδια μου να κινούνται προς το δάσος. Είχα σκοπό να το ψάξω και τώρα που βρισκόμουν εκεί ήταν ευκαιρία. Αυτό είχε αποφασίσει τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του μυαλού μου. Το υπόλοιπο διαφωνούσε. Και οι εκφάνσεις του φόβου του στις διάφορες αντιδράσεις του σώματος ήταν άσχημες. Τι κάνω, Θεέ μου;
Ο άντρας –ή ότι ήταν αυτό που ακολουθούσα– φρόντιζε πάντα να βρίσκεται σε τόση απόσταση, ώστε να τον βλέπω αχνά αλλά και να μην τον χάνω ταυτόχρονα. Με οδηγούσε κάπου. Στο σπίτι; Ίσως. Αυτό ήθελα άλλωστε. Να δω πού βρισκόταν το ξύλινο σπίτι και να δω επιτέλους τι συνέβαινε και τι ήθελε από μένα.
Περιφερόμουν για ώρα. Προσπαθούσα κάθε φορά να τον πλησιάσω περισσότερο αλλά δεν μπορούσα. Εκείνη η μουσική από το παλιό συνθεσάιζερ άρχισε να ακούγεται αχνά. Η θερμοκρασία όσο πήγαινε και έπεφτε, και έτρεμα ολόκληρος. Αισθανόμουν όλο και περισσότερο το λάθος σε όλο αυτό. Την κακή απόφαση που πήρα τελικά να βρίσκομαι εκεί.
Κάποια στιγμή τον είδα να φτάνει σε ένα ξέφωτο και να σταματάει. Ασυναίσθητα σταμάτησα κι εγώ, αλλά αμέσως μετά συνέχισα πάλι να περπατάω. Πιο αργά, όμως, και προσεκτικά. Μόλις πλησίασα ικανοποιητικά, τον είδα να γυρνάει προς το μέρος μου. Η μορφή του ήταν εντελώς σκοτεινή και δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να διακρίνω κάτι επάνω του. Μονάχα τα χέρια του έμοιαζαν ανθρώπινα. Το υπόλοιπο ήταν κάτι ακαθόριστου σχήματος. Αναρωτήθηκα πώς βρήκα το κουράγιο και ακολούθησα τέτοιο πλάσμα. Το φωτάκι της κάμερας φαινόταν μέσα στο σκοτάδι. Κατέγραφε διαρκώς.
«Τον συνάντησα μια μέρα στο δάσος» είπε ξαφνικά και η απόλυτη ησυχία έσπασε.
Η φωνή του ήταν παράξενη. Θα έλεγε κανείς ότι ανήκε σε κάποιον γέρο, αλλά και πάλι δεν μπορούσα να το πω με σιγουριά.
«Με ρώτησε τι είμαι και του είπα ότι μπορώ να του πραγματοποιήσω ό,τι ευχή ήθελε. Μου είπε ότι πάντα ήθελε ένα κανάλι και του το έδωσα. Αρκεί να μην έλεγε σε κανέναν για μένα. Τους είπε ψέματα ότι το έστησε σε ένα ξύλινο σπίτι. Και όλα πήγαιναν όπως τα ήθελε. Αλλά ήρθε η ώρα να πάρω κι εγώ αυτό που ήθελα. Την πληρωμή μου».
Κατάλαβα.
«Εσύ τι ευχή θέλεις;»
Δεν απάντησα. Μπήκα στον πειρασμό, αλλά ήξερα την κατάληξη. Δεν είχε νόημα. Παρ’ όλη τη ζαλάδα μου, αυτήν τη φορά αποφάσισα σωστά.
«Δεν θέλω τίποτα» είπα και εκείνος έμεινε αμίλητος.
Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι εκεί θα τελείωναν όλα. Μέχρι που μίλησε.
«Τότε φύγε» μου είπε, γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται.
«Τελικά τι είσαι;» τον ρώτησα.
«Αν μου ζητούσες κάτι, θα μάθαινες» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες και χάθηκε.
Επέστρεψα στο σπίτι και την επόμενη μέρα έφυγα, καθώς δεν με χωρούσε άλλο ο τόπος εκεί. Ένιωθα πως κάτι κακό αποτυπώθηκε πάνω μου και δεν μπορούσα να το διώξω. Δεν ανέβηκα για καιρό στο χωριό και μετά από λίγο καιρό έμαθα ότι η γιαγιά μου πέθανε. Δεν άντεχα να πάω ούτε στην κηδεία της. Αισθανόμουν πολύ χάλια που δεν την αποχαιρέτησα, αλλά δεν μπορούσα με τίποτα να επιστρέψω εκεί. Και μόνο στην ιδέα με έπιανε σύγκρυο. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα και εύχομαι κάποια στιγμή να βρω το κουράγιο να πάω τουλάχιστον στο μνήμα της.
Τα βράδια πολλές φορές, όταν χαζεύω τηλεόραση, πέφτω πάνω στο κανάλι 79. Μετά από τόσα χρόνια είναι ακόμη εκεί. Φροντίζει να μου θυμίζει διαρκώς το χωριό, καθώς και ό,τι έζησα εκείνες τις μέρες. Βλέπω τον εαυτό μου να περιφέρεται στους δρόμους του μέσα στη νύχτα. Βλέπω το σπίτι της γιαγιάς, τον δρόμο που ανηφορίζει, το μνήμα της. Τον παππού μου να ανηφορίζει. Μερικές φορές τους βλέπω μαζί να στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλο και να με κοιτάζουν ανέκφραστοι. Εκείνη η μουσική ακούγεται ακόμη απαράλλακτη. Βλέπω επίσης μια εφημερίδα με πρωτοσέλιδο την εξαφάνιση του Παντελή. Στην κορυφή γράφει ότι είναι από τον Μάρτιο του ’79, λίγο πριν από την Καθαρά Δευτέρα.