Νυχτοπερπατήματα, της Μαρίας Συλαϊδή

Παρότι προσπάθησε να κρύψει από τους γύρω του τη δυσαρέσκειά του πίσω από ένα χαμόγελο, δεν τα κατάφερε. Ήταν αναγκασμένος να ταξιδέψει σ’ αυτό το μικρό και σχεδόν απομακρυσμένο χωριό, που είχαν αποφασίσει οι γονείς τους, έτσι ώστε να περάσουν το τέλος του Οκτωβρίου και το Χαλογουίν μαζί με οικογενειακούς φίλους. Αυτή η γιορτή ήταν χάσιμο χρόνου για τον ίδιο, αλλά δεν μπορούσε να το αποφύγει· ούτε το ταξίδι ούτε και το «φάρσα ή κέρασμα» με τα παιδιά των Κάλλεν. Φορώντας τις τρομακτικές στολές τους, συνέλεξαν όσα περισσότερα γλυκά μπορούσαν και λίγο μετά τα μεσάνυχτα αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στο σπίτι. Πήραν το μονοπάτι που οδηγούσε στο παλιό νεκροταφείο του χωριού. Δεν του πολυάρεσε η ιδέα, αλλά οι Κάλλεν δεν φαινόταν να ανησυχούν. Αυτοί εξάλλου ήξεραν αυτό το μέρος καλύτερα από εκείνον.


Η πανσέληνος, που έλαμπε με το παγωμένο, θανατηφόρο λευκό φως της, περνούσε ανάμεσα από τα ξερόκλαδα των δέντρων και έπεφτε στον σκοτεινό δρόμο. Θαρρείς πως σταματούσε τον χρόνο... Θαρρείς πως βάδιζαν σε έναν διαφορετικό μέρος... Τα αστέρια είχαν κρυφτεί πίσω από σταχτόμαυρα σύννεφα. Παντού υπήρχε νεκρική σιγή. Ο αέρας άρχισε ξαφνικά να παγώνει όσο ανηφόριζαν το μονοπάτι, σαν να ξυπνούσε εκείνη τη στιγμή ο χειμώνας. Παρατήρησε αμέσως την αλλαγή σ’ αυτό το απόκοσμο μέρος. Η τεράστια, μισογκρεμισμένη σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου έδειχνε έναν δρόμο ολότελα σκοτεινό. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του, καθώς την κοιτούσε, αλλά απέφυγε να το σχολιάσει με τους άλλους, μέχρι που ένα από τα παιδιά των Κάλλεν έκανε αναφορά στον Τζακ, τον περίφημο σιδηρουργό του οποίου η ψυχή περιφέρεται δίχως ανάπαυση. Οι φήμες τον ήθελαν θαμμένο σ’ αυτό το νεκροταφείο με τις δεκάδες, σπασμένες μαρμάρινες πλάκες.

«Αηδίες» είπε ο Τζέφερσον και μπήκε μέσα στο νεκροταφείο. Προσπάθησε να διώξει τον φόβο που έτρεχε μέσα από το πουκάμισό του τη στιγμή που είδε ότι ένα ένα τα παιδιά να τον ακολουθούν. Ένιωθε μια ζάλη· σχεδόν παραπατούσε στο υγρό χώμα και τα βήματά του βούλιαζαν μέσα στη λάσπη. Δεν ήθελε να μπει, αλλά δεν είχε επιλογή· έπρεπε να πάει μαζί τους. Σαν βούισμα από μέλισσες ήταν οι συζητήσεις των παιδιών γύρω από το θέμα του Τζακ, καθώς προχωρούσαν όλο και πιο βαθιά στο σκοτεινό νεκροταφείο. Έφερε στη θύμησή του χαρούμενες κολοκύθες με τεράστια χαμόγελα και τα παιδιά που θα συνέχιζαν το «φάρσα ή κέρασμα» στους δρόμους του χωριού. Κι όμως, όσο και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Φοβόταν τον Τζακ, τον διάβολο με τις τρομακτικές κολοκύθες.

«Δεν υπάρχει Τζακ, σου λέω» επέμεινε ο αδελφός του, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Κάτω από το χλωμό φεγγάρι, μια μορφή με μια τεράστια κολοκύθα στα χέρια εμφανίστηκε επάνω στο μνήμα που ήταν μπροστά τους.

«Αστείο» γέλασε δυνατά ο Τίμοθι και άφησε κάτω το καλάθι με τα γλυκίσματα. «Πώς μας ακολούθησες ως εδώ, Ρόμπερτ;» ρώτησε τον άγνωστο, αλλά δεν πήρε απάντηση. Η μορφή με την τρομακτική κολοκύθα στα χέρια τούς κοιτούσε κατάματα αμίλητη, δίχως να σαλεύει το βλέμμα δεξιά ή αριστερά.

Ο φόβος ζωντάνεψε στα μάτια του διαβάζοντας το όνομα που ήταν γραμμένο στη μισογκρεμισμένη ταφόπλακα. Κούνησε το κεφάλι του, για να συνέλθει. Ίσως να ήταν παιχνίδι του μυαλού του. Έτριψε τα μάτια με τις παλάμες του και κοίταξε ξανά. Το όνομα ήταν ακόμη εκεί, σκαλισμένο στο μνήμα. Δεν είχε κάνει λάθος. Προσπάθησε να τους προειδοποιήσει, αλλά δεν έβγαιναν τα λόγια μέσα από το στόμα του· το είχε σφραγίσει ο τρόμος. Το χλωμό φεγγάρι που ήταν καρφωμένο στον ουρανό τού είχε επιβεβαιώσει την αλήθεια. Μπροστά από τον τάφο υπήρχε μια τεράστια λακκούβα με βρόμικο νερό και μέσα από αυτή το είδωλο του αγνώστου δεν αντανακλούσε. Ήταν ο ίδιος ο διάβολος, ο Τζακ, που γύρευε ένα σώμα, για να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών.

Έκανε ένα βήμα πίσω τρομαγμένος. Είχε χλομιάσει. Τα χείλη του είχαν ξεραθεί. Οι φίλοι του γύρισαν και τον κοίταξαν· είχε γίνει κάτασπρος από τον φόβο του, λες και είχε δει φάντασμα. Μια ανατριχίλα διαπέρασε τα σώματά τους όταν κατάλαβαν τι συνέβαινε. Έστρεψαν το βλέμμα τους στον άγνωστο γνωρίζοντας πλέον πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

Ο Τζακ πήρε την τρομακτική κολοκύθα που κρατούσε στα χέρια και τη φόρεσε στο κεφάλι του. Έβγαλε μια δυνατή κραυγή και έπειτα γέλασε χαιρέκακα, καθώς ορμούσε καταπάνω τους. Άρχισαν να τρέχουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, αλλά κάθε μονοπάτι που διάλεγαν οδηγούσε στο ίδιο μέρος, πίσω στο μνήμα του Τζακ. Δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής από αυτό το μέρος και ο Τζακ το γνώριζε καλά. Είχε ζήσει μια αιωνιότητα σχεδόν στο παγωμένο σκοτάδι.

Το φριχτό χαμόγελό του περίμενε καρτερικά να ξεδιψάσει από τις τέσσερις ψυχές που είχαν χαθεί μια για πάντα στα λημέρια του.