Δίκαιη Αμοιβή, του Χρήστου Καραντωνίου

Αυτή η ιστορία ξεκινάει όπως λίγες ιστορίες έχουν το θάρρος να ξεκινήσουν, με μια κοπέλα να διαπράττει τυμβωρυχία…


H ώρα ήταν περασμένη, μετά τα μεσάνυχτα, μα ευτυχώς που το φεγγάρι ήταν φωτεινό κι έτσι δεν χρειαζόταν κάποιο φανάρι για να βλέπει. Όχι πως ήταν εύκολη δουλειά φυσικά, η γη ήταν υγρή και το χώμα βαρύ. Έντονος πόνος απλωνόταν σε όλο της το κορμί με κάθε φτυαριά.

Μέσα από τα μάτια κάποιου ανήξερου παρατηρητή, η πράξη της θα μπορούσε να φαίνεται αρνητική, αλλά ας μη βιαστούμε να την κρίνουμε και να βγάλουμε συμπεράσματα πριν μάθουμε τα κίνητρά της. Η κοπέλα γενικά δεν ήταν της άποψης ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αλλά όταν κλέβεις από τους νεκρούς για να βοηθήσεις τους ζωντανούς πόσο άδικο μπορεί να έχεις; Χώρια που ο συγκεκριμένος νεκρός δεν είχε ανάγκη (περισσότερη από τους άλλους νεκρούς τουλάχιστον). Δεν είχε αφήσει πίσω τίποτα, ούτε σε οικογένεια, ούτε σε φίλους, ούτε σε χρήματα. Υπήρχε η φήμη ότι τα πήρε στον τάφο του και η κοπέλα ήθελε να το επιβεβαιώσει με το φτυάρι της.

Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο σπίτι του νεκρού. Η μητέρα της, άγια γυναίκα, αλλά κακότυχη, δούλευε γι’ αυτόν, του καθάριζε, του μαγείρευε και γενικά τον φρόντιζε, με την αμοιβή της να είναι μερικές πενταροδεκάρες, ίσα που έφταναν για να μην πεθάνουν από την πείνα στους δρόμους. Δεν μπορούσε να φύγει και να βρει δουλειά αλλού, γιατί παλιά, όταν ήταν πολύ νέα, ένας περαστικός μουσικάντης της πούλησε έρωτα, την άφησε έγκυο και μετά την άφησε εντελώς και εξαφανίστηκε. Μικρή η κοινωνία του χωριού, η σαπίλα της φαίνεται εύκολα, κανείς δεν ήθελε να έχει πάρε δώσε με τη νέα, ανύπαντρη, έγκυο γυναίκα. Κανείς εκτός από τον νεκρό –αυτός δεν είχε ηθικά διλήμματα, αρκεί να μπορούσε να εκμεταλλευθεί τους ανθρώπους. Δεν είχε πραγματική επιλογή η μητέρα της, ή θα δούλευε γι’ αυτόν ή θα έμεναν στον δρόμο.

Δεν υπήρξε ούτε μια μέρα που η μητέρα της να μη δούλεψε για εκείνον, ούτε μία! Και αυτός ο αχάριστος, αφού δεν της έδειξε την ελάχιστη γενναιοδωρία όσο ζούσε, μήπως το έκανε όταν πέθανε; Όχι φυσικά! Τίποτα δεν της άφησε, στον δρόμο μόνο και ούτε μια καλή τύχη για το τυπικό! Πλέον η κόρη είχε μεγαλώσει και δούλευε όπου έβρισκε, αλλά λίγοι έδιναν δουλειά σε νόθο παιδί, σαν να τους μόλυνε η ύπαρξή της και μόνο. Δεν την ένοιαζε την κοπέλα, θα έμεναν μαζί μητέρα και κόρη και θα επιζούσαν όπως μπορούσαν. Μέχρι που η μητέρα της αρρώστησε. Τα χρήματα που ήθελε ο γιατρός ήταν πολλά, τα χρήματα που κόστιζαν τα φάρμακα ήταν ακόμα περισσότερα. Απλώς δεν τα είχαν.

Η κοπέλα σκέφτηκε τον νεκρό. Είχε ψάξει όλο το σπίτι του την τελευταία μέρα που το καθάριζαν, μα δεν είχε βρει ούτε ένα νόμισμα. Μέσα στην απελπισία της σκέφτηκε ότι τα είχε μαζί του, τα είχε όλα με κάποιον τρόπο επάνω του. Δεν θα έχανε τίποτα αν κοιτούσε...

Και να που το φτυάρι χτύπησε το καπάκι της κάσας! Καθάρισε το χώμα από πάνω του και πέταξε το φτυάρι της έξω από την τρύπα που είχε ανοίξει. Οι παλάμες της είχαν σκάσει και έτρεχε αίμα με πύον, όλο της το σώμα πονούσε, ειδικά οι μύες της πλάτης της θα ούρλιαζαν αν είχαν στόμα, αλλά αφού δεν είχαν απλώς την κάρφωναν βαθιά με ένα ατελείωτο κύμα πόνου, ενώ τα ρούχα της κολλούσαν επάνω της από τον ιδρώτα που πάγωνε στην ψυχρή ατμόσφαιρα της νύχτας με το που έβγαινε από το δέρμα της. Δεν σταμάτησε ούτε μια στιγμή να πάρει ανάσα, έπιασε το καπάκι και το άνοιξε.

Ο νεκρός ήταν ξαπλωμένος στη θέση του με τα μάτια του κλειστά και τα χέρια του σταυρωμένα. Το δέρμα του είχε γίνει καφέ και τα χείλη του είχαν μαραθεί και τραβηχτεί, ενώ η μύτη του είχε σχεδόν λιώσει, όπως και τα αφτιά του. Το κεφάλι του ήταν σχεδόν γυμνό από μαλλιά, μόνο μερικές άσπρες τούφες του είχαν μείνει σε μερικά, σκόρπια σημεία. Η μυρωδιά, απαίσια και δυνατή, χτύπησε την κοπέλα με τόση δύναμη που παραλίγο να τη ρίξει πίσω, αλλά αυτή έσφιξε τα δόντια της και δεν λύγισε. Η σκέψη της μητέρας της της έδωσε δύναμη.

Άφησε το καπάκι στο πλάι και έπεσε επάνω στον νεκρό για να του ψάξει τα ρούχα. Κοίταξε στις πλαϊνές τσέπες του σακακιού και του παντελονιού του, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Η υφή της σάπιας σάρκας κάτω από τα υγρά του ρούχα της έφερνε αηδία, αλλά δεν σταμάτησε. Άνοιξε το σακάκι του για να δει στις εσωτερικές τσέπες. Τα κοκαλωμένα του χέρια έσπασαν και κουνήθηκαν.

«Χα, χα, χα, χα!» γέλασε με δύναμη σαν εφιάλτης ο νεκρός. «Σταμάτα, άτιμη, με γαργαλάς!»

Η κοπέλα τραβήχτηκε σαν να τη χτύπησε ρεύμα και έπεσε πίσω ουρλιάζοντας.

«Πώς μιλάς;» κατάφερε να πει κάπου ανάμεσα στα ουρλιαχτά της, έχοντας τραβηχτεί όσο πιο μακριά μπορούσε από τον νεκρό, αλλά χωρίς να έχει σταματήσει την προσπάθεια να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο κάνοντας μικρά, μα έντονα σκαψίματα με τα πόδια της.

«Και εσύ μιλάς» παρατήρησε ο νεκρός, αποφεύγοντας το κύριο θέμα.

«Εγώ δεν είμαι ούτε νεκρή, ούτε θαμμένη!» διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα. «Οι νεκροί δεν μιλάνε συνήθως, ξέρεις!»

«Γιατί, οι κοπέλες ξεθάβουν νεκρούς μέσα στην άγρια νύχτα συνήθως;» ρώτησε ο νεκρός, ακόμη ξαπλωμένος μέσα στην κάσα του, με τα μάτια του κλειστά.

«Όχι...» παραδέχτηκε διστακτικά η κοπέλα. «Αλλά και πάλι...»

«Άρα ας παραδεχτούμε ότι σήμερα δεν συμβαίνουν συνηθισμένα πράγματα και πως τίποτα δεν έχει σημασία» τη διέκοψε ο νεκρός. Με αργές κινήσεις σήκωσε την πλάτη του και στάθηκε. Τα κόκαλά του έτριζαν σαν σκουριασμένες πόρτες, τα ρούχα του έσκιζαν σε σημεία σαν να ήταν χάρτινα και αποκάλυπταν από κάτω δέρμα που σάπιζε και σκιζόταν και αυτό. Άνοιξε και τα δυο του βλέφαρα, ένα κιτρινισμένο μάτι την κοίταξε στο πρόσωπο, το άλλο ακίνητο, κοιτούσε προς τα κάτω. «Πες μου, τι με ήθελες;»

Η κοπέλα είχε σταματήσει την προσπάθειά της να απομακρυνθεί, ήταν μάταιη εξάλλου. Τα χέρια της έτρεμαν και η ανάσα της έτρεχε από την ταραχή, αλλά και αυτά μάταια ήταν. Πήρε τον έλεγχο του κορμιού της και άρχισε να ανασαίνει πιο αργά, ανάγκασε τα χέρια της να σταματήσουν. Κοίταξε τον νεκρό κατάματα –όσο μπορούσε τουλάχιστον– και αντιμετώπισε την κατάσταση όπως την είχε μάθει η μητέρα της: με ειλικρίνεια και θάρρος.

«Ήρθα να δω άμα σε θάψανε μαζί με τα λεφτά σου» παραδέχτηκε. «Η μάνα μου είναι άρρωστη και χρειαζόμαστε πέντε λίρες για γιατρούς και φάρμακα».

«Πάλι λεφτά, μόνο για τα λεφτά μου με θέλουν όλοι!» διαμαρτυρήθηκε ο νεκρός. «Και τι με νοιάζει εμένα η μαμά σου, μου λες; Ας πεθάνει, τι έγινε; Να, εγώ που πέθανα, μια χαρά είμαι!»

«Η μαμά μου έφαγε όλη της τη ζωή να σε φροντίζει και εσύ δεν της άφησες τίποτα!» του φώναξε η κοπέλα.

Δεν είχε μείνει χώρος για αηδία μέσα της, ήταν γεμάτη με οργή.

«Η μαμά σου με φρόντιζε;» αναρωτήθηκε ο νεκρός και την κοίταξε παραξενεμένος. «Αραχνούλα; Εσύ είσαι, βρε;»

Ο νεκρός τής είχε δώσει αυτό το παρατσούκλι όσο ζούσε, επειδή την έβλεπε συχνά να πλέκει. Της είχε μάθει η μαμά της για να έχει κάτι δημιουργικό να απασχολείται, όσο εκείνη δούλευε. Με τον καιρό είχε γίνει πολύ καλή, τόσο που καμιά φορά πουλούσαν κάποιο πλεκτό της για λίγα παραπάνω χρήματα.

«Ναι, εγώ είμαι» του απάντησε η κοπέλα που από τη μία σιχαινόταν το παρατσούκλι της, αλλά από την άλλη σιχαινόταν ακόμα περισσότερο να τον διορθώνει και να του λέει το κανονικό της όνομα μια ζωή. Ε, δεν θα το έκανε και στον θάνατο!

«Η μαμά σου αμειβόταν δίκαια για την εργασία της, ξέρεις...» της είπε ο νεκρός.

«Τι δίκαια, ρε, ψίχουλα της έδινες!»

«Ε, ας έφευγε! Την κράτησα εγώ ποτέ με το ζόρι;»

«Ξέρεις καλά ότι δεν θα την έπαιρνε κανείς και θα μέναμε στον δρόμο!»

«Μα δεν φταίω εγώ για αυτό, ας ήταν πιο προσεχτική στις επιλογές της...»

Το πρόσωπο της κοπέλας είχε γίνει κατακόκκινο από οργή, αλλά το χλομό φεγγάρι δεν το άφηνε να φανεί.

«Δεν έφταιγες εσύ, αλλά μια χαρά την εκμεταλλεύτηκες!»

«Εκμετάλλευση! Φτου!» έκανε ο νεκρός και κούνησε τη μοβ γλώσσα μέσα στο στόμα του. «Όλη μου τη ζωή για αυτό με κατηγορούσαν, αλλά εγώ το μόνο που έκανα ήταν να βγάζω το ψωμί μου τίμια! Ούτε μια φορά δεν είχα προβλήματα με τον νόμο! Ούτε μια!»

Η ταραχή της κοπέλας είχε μετατραπεί σε οργή, η ψυχή της ήταν φτιαγμένη από οργή, η σάρκα της ήταν οργή στερεοποιημένη. Η κατάσταση δεν ήταν λιγότερο παράξενη από πριν, αλλά εκείνη ήταν έτοιμη να ορμίσει στον νεκρό και να τον σκοτώσει στο ξύλο. Μια λάθος κουβέντα του ήθελε μόνο, μια λάθος κουβέντα ακόμα.

«Τέλος πάντων!» έκανε ο νεκρός. «Άμα θες χρήματα...» είπε και με μια γρήγορη κίνηση του χεριού του μία ολόχρυση λίρα εμφανίστηκε από πουθενά στις άκρες των σκελετωμένων, σάπιων δαχτύλων του «...μπορείς να δουλέψεις και να τα κερδίσεις!»

Η κοπέλα πήρε βαθιές ανάσες. Το σημαντικό ήταν να βοηθήσει τη μητέρα της, όχι να βάλει τον νεκρό στη θέση του. Κοίταξε μια το κιτρινισμένο μάτι του, μια το νόμισμα.

«Πώς;» είπε μόνο.

«Αχ...» έκανε εντελώς θεατρικά ο νεκρός και εξαφάνισε το νόμισμα. «Να, όσο ζούσα απέφευγα τις απολαύσεις για να κάνω οικονομία, αλλά τώρα που πέθανα το μετάνιωσα. Άμα με πας πίσω στο χωριό, στο σπίτι μου και μου φέρεις όσα σου ζητήσω, θα σου δώσω τις πέντε λίρες σου, τι λες;»

Η κοπέλα το σκέφτηκε. Δεν χρωστούσε τίποτα στον νεκρό, αυτό ήταν σίγουρο, και ούτε που την ένοιαζε να απολαύσει τη ζωή που δεν έζησε. Επίσης πίστευε ότι άμα αναγκαζόταν να φτάσει στο σημείο να προσφύγει στη βία, σίγουρα τον είχε, μπορούσε να τον δείρει και να τον ψάξει για να του πάρει τα λεφτά. Αλλά δεν ήθελε να τον αγγίξει, η σκέψη την αρρώσταινε.

«Στον λόγο σου;» τον ρώτησε.

«Στον λόγο μου!»

«Σήκω να φύγουμε τότε» του είπε η κοπέλα.

«Μα, αραχνούλα μου, τα άκρα μου δεν είναι όπως ήταν κάποτε» της αποκρίθηκε αυτός δείχνοντάς της τις παλάμες του. «Θα πρέπει εσύ να με βγάλεις από τον τάφο».

Η κοπέλα δίστασε για λίγο, μέχρι που της ήρθε μια ιδέα. Βγήκε σβέλτα από την τρύπα και άφησε τον νεκρό μόνο του για λίγο. Μια στιγμή αργότερα, ο νεκρός είδε την άκρη του φτυαριού της κοπέλας να κρέμεται από ψηλά.

«Πιάσου για να σε τραβήξω» του φώναξε.

Το βάρος του ήταν μηδαμινό, η κοπέλα τον τράβηξε έξω με μεγάλη ευκολία.

«Και τώρα πάμε» του είπε, μόλις ο νεκρός βγήκε από τον τάφο του.

«Μα σου είπα πως τα άκρα μου είναι πολύ αδύναμα» της κλάφτηκε ο νεκρός, σαν αυτή να νοιαζόταν έστω και λίγο.

«Θες μήπως να με περιμένεις εδώ και να πάω να σου φέρω τα πράγματά σου;» του πρότεινε.

«Όχι, φοβάμαι εδώ μοναχός!» της απάντησε. «Άμα έρθει κανένας σκύλος και με φάει;»

«Τότε πώς θα γίνει;» αναρωτήθηκε η κοπέλα.

«Έχω μια ιδέα!» έκανε ο νεκρός και, πριν προλάβει αυτή να αντιδράσει, αυτός σκαρφάλωσε επάνω της και πιάστηκε στην πλάτη της γρήγορος σαν κατσαρίδα. «Πάνε με έτσι στο χωριό» της είπε καθώς έσφιγγε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό της και τα πόδια του γύρω από την κοιλιά της. «Δεν σου είμαι καθόλου βαρύς άλλωστε, έτσι δεν είναι;»

«Όχι βέβαια!» του φώναξε η κοπέλα. «Κατέβα αμέσως τώρα από την πλάτη μου!»

«Ω, σταμάτα να κάνεις σαν μωρό επιτέλους» της είπε ο νεκρός. «Είναι και αυτό μέρος της δουλειάς σου, πώς αλλιώς θα κερδίσεις τα χρήματα που θες;»

Η κοπέλα αισθάνθηκε από τη μία τα χέρια και τα πόδια του νεκρού γύρω της, τα σάπια ρούχα του που τύλιγαν τη σάπια σάρκα του να ακουμπάνε τα δικά της και ήθελε να κάνει εμετό, αλλά από την άλλη σκέφτηκε τη μητέρα της που τον ανέχτηκε για μια ζωή. Θα μπορούσε να τον ανεχτεί και αυτή για λίγη ώρα μετά θάνατον.

«Εμπρός!» φώναξε ο γέρος και έδειξε μπροστά με ένα δάχτυλο που η υφή του έμοιαζε περισσότερο με καμένο κλαδί, παρά με ανθρώπινη σάρκα. Η κοπέλα έσφιξε για ακόμα μια φορά τα δόντια της και ξεκίνησε.


Ευτυχώς το χωριό ήταν αραιοκατοικημένο και οι δρόμοι του ήταν άδειοι και σκοτεινοί, άρα δεν πέτυχαν κανέναν. Η κοπέλα περπατούσε όσο πιο σβέλτα μπορούσε μέσα στις σκιές, τα χέρια του νεκρού την έσφιγγαν, την τρυπούσαν και την αρρώσταιναν, ήθελε να τελειώνει όσο πιο σύντομα γινόταν.

«Πάνε με πρώτα στο σπίτι μου» της είπε ο νεκρός δίπλα από το αφτί της.

«Το σπίτι σου είναι κλειδωμένο, δεν γίνεται να μπούμε» του απάντησε η κοπέλα που συγκρατούσε τον εκνευρισμό της με νύχια και με δόντια.

Ο νεκρός έβγαλε από κάπου μέσα από το σακάκι του ένα βαρύ, μεταλλικό κλειδί και το κράτησε μπροστά στο πρόσωπό της.

«Πολλά μπορούν να γίνουν που δεν ξέρεις» της είπε. «Απλώς πάμε».

Δεν τους πήρε πολλή ώρα, σε λίγα λεπτά ήταν εκεί. Η κοπέλα ξεκλείδωσε την πόρτα με το κλειδί του νεκρού και μπήκαν μέσα.

«Πάνε με εκεί, στη μεγάλη πολυθρόνα» της είπε ο νεκρός. Η κοπέλα με μεγάλη ανακούφιση τον ξεφορτώθηκε επιτέλους, αν και η αίσθησή του επάνω της ήταν ακόμη εκεί. «Όταν ζούσα, απέφευγα να τη χρησιμοποιώ για να μην τη χαλάσω, αλλά τώρα θα τη χαρώ!» έκανε ενθουσιασμένος σαν μικρό παιδί ο νεκρός απλώνοντας τα κοκαλωμένα του χέρια πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας.

«Πες μου τι θέλεις να σου φέρω για να τελειώνουμε!» του είπε η κοπέλα με την υπομονή της, που ποτέ δεν της περίσσευε, να έχει εξαντληθεί πριν από ώρα.

«Αχ, αραχνούλα μου, βιάζεσαι και θα γεράσεις γρήγορα...» της είπε ο νεκρός. «Αλλά έχεις τα δίκια σου και εσύ, είπαμε να κάνουμε μια δουλειά, ας τελειώνουμε! Λοιπόν, θέλω να πας στον ταβερνιάρη απέναντι, ακόμα και αν είναι κλειστό το μαγαζί, θα είναι με φίλους του μέσα και θα πίνουν, όλοι μέρα αυτό κάνουν. Όσο ζούσα ποτέ δεν πήγα εκεί, δεν ήθελα να σπαταλάω τα λεφτά μου, αλλά οι μυρωδιές του μου έσπαγαν τη μύτη. Πλέον δεν έχω μύτη, αλλά έχω ακόμα την περιέργεια να δοκιμάσω κάποιο από τα ψητά του, ό,τι έχει! Επίσης θέλω ένα κρασί, καλό κρασί, όχι αυτό που ξεμένει! Και θέλω και ένα πακέτο τσιγάρα, ποτέ δεν κάπνισα, πανάκριβα ήταν τα άτιμα, αλλά τώρα θέλω να δοκιμάσω και αυτά, τι κακό μπορούν να μου κάνουν;»

Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι της.

«Δεν έχω χρήματα για να φέρω τα πράγματα που ζητάς» του είπε.

«Να τα κλέψεις τότε!» της απάντησε αυτός.

«Είσαι σοβαρός, μωρέ;» του έκανε αυτή σφίγγοντας τη γροθιά της μπροστά του. Αν δεν τον σιχαινόταν όσο τίποτα άλλο στη γη θα τον είχε ήδη χτυπήσει.

«Σε πειράζω! Σε πειράζω, αραχνούλα μου!» της έκανε ο νεκρός με ψιλή φωνή.

Τα χείλη του μόνιμα τραβηγμένα σε ένα αρρωστημένο χαμόγελο, έμοιαζαν να χαμογελάν λίγο παραπάνω, ίσως σε μια προσπάθεια να φανεί φιλικός, αλλά αυτό δεν το κατάφερε ποτέ όσο ζούσε, δύσκολα θα το έκανε πλέον.

«Πάρε αυτά και κράτα τα ρέστα για τον κόπο σου» της είπε και της έδειξε την ανοιχτή του παλάμη· τρία χρυσά νομίσματα ήταν μέσα της. Η κοπέλα κοιτούσε μια το πρόσωπό του, μια την παλάμη. Φοβόταν ότι, άμα έκανε κίνηση να τα πάρει, θα τη γράπωνε και δεν ήθελε να τον αγγίξει ποτέ ξανά. Τελικά πήρε τα νομίσματα με τις άκρες των δαχτύλων της, ενώ ο νεκρός στεκόταν εντελώς ακίνητος. «Θα σε περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία, αραχνούλα μου...» της είπε καθώς εκείνη έβγαινε έξω.

Μόλις απομακρύνθηκε από κοντά του, άρχισε να ανασαίνει πολύ πιο εύκολα, και δεν έφταιγε μόνο η μπόχα του γι’ αυτό. Ο δροσερός αέρας της νύχτας σαν να ξέπλενε τον νεκρό από πάνω της. Πήρε ακόμα μια βαθιά ανάσα και περπάτησε σταθερά προς την ταβέρνα, για να τελειώνει με τη δουλειά της. Πράγματι, ο ταβερνιάρης καθόταν ακόμη μέσα μαζί με δυο φίλους του σε ένα τραπέζι, Τα φώτα ήταν χαμηλωμένα, όπως και οι φωνές τους, αλλά σώπασαν εντελώς όταν μπήκε μέσα. Το ήξερε το μαγαζί, αλλά πρώτη φορά έμπαινε, ποτέ δεν περίσσευαν χρήματα για να πάνε εκεί.

«Καλησπέρα» είπε κάτω από το έντονα παρατηρητικό βλέμμα των τριών αντρών.

Ίσως να προσπαθούσαν να καταλάβουν ποια είναι, ίσως να κοιτούσαν τα λασπωμένα της ρούχα, ίσως να την είχαν αναγνωρίσει και να αμφέβαλλαν για την αγοραστική της ικανότητα. Δεν είχε σημασία, τίποτα δεν είχε σημασία, έπρεπε να τελειώσει τη δουλειά της.

«Θα ήθελα να αγοράσω μια μερίδα ψητό κρέας, όποιο έχετε, επίσης θα ήθελα ένα μπουκάλι κρασί και να μου πείτε πού μπορώ να βρω ένα πακέτο τσιγάρα» τους είπε.

Οι τρεις τους την κοίταζαν για λίγη ώρα χωρίς να λένε τίποτα.

«Είμαστε κλειστά» είπε τελικά ένας από τους φίλους του ταβερνιάρη και τράβηξε μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του.

«Δεν έχει μείνει τίποτα» είπε ο άλλος φίλος και ήπιε μια μικρή γουλιά από το ποτήρι του.

Ο ταβερνιάρης τσίμπησε έναν μεζέ από το πιάτο του και το μάσησε αργά.

«Ακόμα και να είχε μείνει κάτι, πώς θα με πλήρωνες;» της είπε, όταν κατάπιε.

Τελικά πράγματι την είχαν αναγνωρίσει. Την αναγνώριζαν και την υποτιμούσαν επειδή ήταν φτωχή. Τους είχε σιχαθεί πια, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να τους φτύσει κατάμουτρα. Έπρεπε να φέρει εις πέρας τη δουλειά της, για να κερδίσει την αμοιβή της και να βοηθήσει τη μητέρα της· μόνο αυτή η σκέψη είχε μείνει που την κρατούσε να μην ξεσπάσει. Έβγαλε τα χρυσά νομίσματα και τα κράτησε για να τους τα δείξει.

«Είστε σίγουροι ότι δεν έχει μείνει τίποτα;»

Οι τρεις άντρες κοίταξαν το περιεχόμενο της παλάμης της με απληστία.

«Πού τα βρήκες αυτά;» τη ρώτησε ο ταβερνιάρης.

«Δουλεμένα τα έχω» απάντησε αυτή και έκλεισε την παλάμη της. «Κάνεις σε όλους σου τους πελάτες σου τέτοιες αδιάκριτες ερωτήσεις;»

«Κορίτσι μου, αλήθεια δεν έχει μείνει τίποτα» παραπονέθηκε ο ταβερνιάρης με αλλαγμένο ύφος, πολύ πιο φιλικό. «Μόνο αυτά έχω» είπε και έδειξε το τραπέζι. Επάνω είχε μισό κατσίκι ψητό, μια μποτίλια κρασί και δυο πακέτα τσιγάρα. «Έχω τα γενέθλιά μου και μάζεψα τους φίλους μου να το γιορτάσω».

«Χρόνια σου πολλά» του είπε η κοπέλα. «Πόσα θες για να μου δώσεις όσα σου ζήτησα;» Ο ταβερνιάρης χαμογέλασε πονηρά και η κοπέλα έπιασε το νόημα. Δεν έπρεπε να τους δείξει και τα τρία νομίσματα, αλλά πλέον δεν γινόταν τίποτα. «Εντάξει» του είπε. «Ετοίμασε όσα σου ζήτησα και θα σου τα δώσω».

Δεν χρειάστηκε ώρα για να ετοιμάσει ένα πακέτο.

«Για να ανάψεις τα τσιγάρα σου» της είπε ο ταβερνιάρης και έριξε ένα κουτάκι σπίρτα μέσα στο πακέτο.

«Δεν είναι για μένα» είπε η κοπέλα καθώς έπαιρνε το πακέτο στα χέρια της.

Έδωσε όλα τα χρήματα και βγήκε έξω. Μια ακόμα βαθιά ανάσα. Ήθελε απλώς να τελειώνει.


Πίσω στο σπίτι ο νεκρός την περίμενε ακίνητος στην ίδια θέση που τον είχε αφήσει, ακριβώς όπως κάνουν οι νεκροί συνήθως.

«Καλώς την αραχνούλα μου» της είπε με το που την είδε. «Έφερες όσα σου ζήτησα;»

«Σου τα έφερα» του απάντησε η κοπέλα και του ακούμπησε το πακέτο επάνω στα σκελετωμένα πόδια του.

Γεμάτος λαχτάρα το άνοιξε σκίζοντας τη συσκευασία.

«Καλή όρεξη!» είπε ενθουσιασμένος, όταν έβγαλε την πιατέλα με το ψητό.

Πήρε ένα μπούτι από το κατσικάκι και το δάγκωσε. Το στόμα του δεν μπορούσε να το κλείσει εντελώς, έτσι η κοπέλα έβλεπε το κρέας να μετατρέπεται σε πολτό καθώς το μασούσε και μετά οι μισές μπουκιές να χύνονται ανάμεσα από τα λειψά του δόντια και να πέφτουν κομμάτια επάνω στο κιτρινισμένο του σακάκι λεκιάζοντάς το ακόμα περισσότερο.

«Μήπως θέλεις και εσύ λίγο;» τη ρώτησε ο νεκρός δείχνοντάς της το μισοφαγωμένο μπούτι, με την κοπέλα να αρνείται με ένα κούνημα του κεφαλιού της, πριν κόψει το κρέας οριστικά από τη διατροφή της.

Έπειτα ο νεκρός έβγαλε το μπουκάλι με το κρασί και άνοιξε τον φελλό με τα δόντια του. Τον έφτυσε στο πλάι και έχυσε το περιεχόμενο του μπουκαλιού μέσα στο στόμα του. Το κρασί έκανε μια λιμνούλα μέσα στην κοιλότητα του στόματός του και ένα μέρος του ίσως να κατέβαινε μέσα στον λαιμό του, αλλά το περισσότερο χυνόταν έξω από το στόμα και κυλούσε στα ρούχα του. Αφού έφαγε και ήπιε, ή τουλάχιστον μιμήθηκε αυτές τις πράξεις, ο νεκρός πέταξε το πακέτο στο πάτωμα κρατώντας μόνο τα τσιγάρα και τα σπίρτα από μέσα. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το κάρφωσε ανάμεσα σε όσα δόντια είχε και μπορούσε να το καρφώσει. Έπειτα με μια σβέλτη κίνηση άναψε ένα σπίρτο και ακούμπησε την φλόγα στην άκρη του τσιγάρου. Δεν μπορούσε να ρουφήξει καλά, επειδή τα μάγουλά του δεν έκλειναν, οπότε άφησε την φλόγα τόσο πολύ μέχρι που αυτή έφτασε στα δάχτυλά του και τα έκαψε λίγο. Ο νεκρός δεν έδειξε να το καταλαβαίνει. Το τσιγάρο είχε ανάψει ασύμμετρα και καιγόταν στραβά, μα ο νεκρός συνέχιζε την προσπάθεια να ρουφήξει καπνό. Ο καπνός δεν σταματούσε στα πνευμόνια του, ξέφευγε από τα όριά τους και ξεχυνόταν στο δωμάτιο μέσα από τον θώρακα και τα ρούχα του.

Η κοπέλα έμεινε σιωπηλή τόση ώρα. Η δουλειά της είχε τελειώσει, προσπαθούσε να αφήσει τον εργοδότη της να απολαύσει το μετα-τελευταίο γεύμα, πριν αναφερθεί στην αμοιβή της, αλλά το θέαμα ήταν πολύ έντονο για να το αντέξει αφιλοκερδώς.

«Λοιπόν, σου έφερα όσα μου ζήτησες, ήρθε η ώρα να με πληρώσεις» του είπε.

Ο νεκρός την κοίταξε σαν να είχε ξεχάσει την παρουσία της.

«Μα ναι» της είπε με το τσιγάρο ακόμη να σιγοκαίει ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Ξέρεις, δεν απόλαυσα τίποτα. Ούτε το φαγητό είχε γεύση, ούτε το κρασί είχε μέθη, ούτε το τσιγάρο με κάνει να αισθάνομαι θνητός. Αναρωτιέμαι άμα έκανα καλά που τα απέφευγα όλα όσο ζούσα».

«Τι να σου πω, ρε παππού, μια ζωή την έχουμε» του είπε η κοπέλα. «Εσύ δεν πιστεύεις ότι άργησες μέχρι να αρχίσεις να το ψάχνεις;»

«Πράγματι άργησα...» είπε αυτός και πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα. Το άφησε εκεί, να μαυρίζει τον μουσαμά, χωρίς να μπορεί να προκαλέσει πραγματική ζημιά. «Δεν έχει σημασία, εξάλλου εμένα πάντοτε με ενδιέφερε περισσότερο το πνεύμα απ’ ό,τι η ύλη!»

«Καλά τα λες, αλλά νομίζω ότι είναι καλύτερα να φύγω, έχω και μια άρρωστη μάνα να με περιμένει» είπε η κοπέλα. «Πλήρωσέ με, λοιπόν, όπως είχαμε συμφωνήσει».

«Θέλω να με πας στην εκκλησία!» της είπε ο νεκρός σαν να μην την άκουσε. «Θέλω να εξομολογηθώ στον παπά και να με συγχωρέσει!»

«Ποια εκκλησία, μωρέ, τι λες;» διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα. «Είχαμε μια συμφωνία, τι κάνεις τώρα, πας να την αλλάξεις;»

«Αμάν πια! Μόνο τα λεφτά σου σε ενδιαφέρουν!» φώναξε ο νεκρός. «Να, ορίστε, πάρ’ τα!» της είπε και άνοιξε την παλάμη του. Μέσα της ήταν πέντε ολόχρυσα και γυαλιστερά νομίσματα. «Πάρ’ τα και άσε με εμένα, γέρο άνθρωπο, να μην ανακουφίσω καν την ψυχή μου! Να τα πάρεις και καθώς τα ξοδεύεις να θυμάσαι ότι εγώ θα υποφέρω αιώνια, επειδή δεν ήθελες να με πας μέχρι την εκκλησία, δέκα βήματα μακριά απ’ εδώ!»

Η κοπέλα τον κοίταξε, κοίταξε και τα χρήματα. Ναι, τον σιχαινόταν, αλλά δεν του άξιζε και εκείνου λίγη ηρεμία ψυχής;

«Άμα σε πάω στην εκκλησία τελειώσαμε;» τον ρώτησε.

«Μα φυσικά!» της απάντησε ο νεκρός εξαφανίζοντας τα χρήματα.

«Δεν θα είναι κανείς όμως εκεί τέτοια ώρα» έκανε η κοπέλα.

«Ο παπάς δεν φεύγει ποτέ από εκεί, πάμε να τελειώνουμε» είπε ο νεκρός.

Η κοπέλα έψαξε μέσα της και βρήκε ρινίσματα υπομονής και θάρρους που δεν ήξερε ότι είχε. Έτεινε το χέρι της και ο νεκρός ανέβηκε και πάλι στην πλάτη της. Μετά από το γεύμα του και το τσιγάρο του η μυρωδιά του είχε γίνει ακόμα χειρότερη από πριν, σχεδόν τόσο άσχημη όσο η υφή του. Η κοπέλα τον έβγαλε έξω, ήθελε να τελειώνει επιτέλους.

Λίγα λεπτά τούς πήρε μέχρι να φτάσουν στην εκκλησία. Η κοπέλα χτύπησε με δύναμη την βαριά, ξύλινη πόρτα.

«Είναι κανείς εδώ;» φώναξε.

Έπρεπε ο νεκρός να φύγει από πάνω της. Ή ο νεκρός θα έφευγε ή τα λογικά της.

Η πόρτα της εκκλησίας δεν άργησε να ανοίξει και φάνηκε ο παπάς, γεμάτος με μαύρα ράσα και γκρίζα γένια.

«Ποιος είναι τέτοια ώρα;» ρώτησε. «Τι γυρεύετε στον οίκο του Θεού;»

«Καλησπέρα, πάτερ» είπε η κοπέλα. «Σας έφερα έναν νεκρό για να διαβάσετε...»

«Τι λες, παιδί μου;» ξεκίνησε να λέει ο παπάς, αλλά η μιλιά του κόπηκε από ένα σκέτο, αδέσποτο «καλησπέρα» του νεκρού, που ξεπρόβαλε πίσω από την πλάτη της κοπέλας. «Μιχάλη, εσύ είσαι;» ρώτησε συγκινημένος ο παπάς.

«Εγώ είμαι, Νεκτάριε, άσε μας να μπούμε μέσα να μιλήσουμε σαν άνθρωποι!» είπε ο νεκρός, με την κοπέλα ξαφνικά να αισθάνεται παρείσακτη.

Μπήκαν και οι τρεις στη σκοτεινή εκκλησία. Ένα ελάχιστο φως από τα καντήλια ίσα που τους έδειχνε πού να πατάνε για να μη σκοντάφτουν, καθώς γυάλιζε επάνω στο χρυσάφι που βρισκόταν σε μια βιτρίνα στην είσοδο, προσφορά των πιστών. Η μυρωδιά από λιβάνι και καμένο κερί που πλημμύριζε τον χώρο θα έπιανε και την κοπέλα, άμα δεν κουβαλούσε ένα πτώμα σε προχωρημένη αποσύνθεση στην πλάτη της. Ο παπάς τούς πήγε μπροστά από το ιερό και έβαλε τον νεκρό να καθίσει σε μια παλιά, ξύλινη καρέκλα. Με την κοπέλα δεν ασχολήθηκε καθόλου, την άφησε να στέκεται όρθια στην άκρη. Είχε φέρει εις πέρας όλα όσα της είχαν ζητηθεί και με το παραπάνω. Απλώς θα περίμενε να ελαφρώσει την ψυχή του ο νεκρός, θα έπαιρνε τη δίκαιη αμοιβή της και θα έφευγε.

«Πες μου, καλέ μου φίλε» είπε ο παπάς. «Πώς και ήρθες να με δεις μετά απ’ ό,τι σου συνέβη;»

«Ήρθα να σου εξομολογηθώ όλα όσα με βαραίνουν και δεν με αφήνουν να ησυχάσω, φίλε μου» είπε ο νεκρός.

«Έχεις βαριά ψυχή εσύ, φίλε μου;» έκανε ειλικρινά ξαφνιασμένος ο παπάς. «Εσύ, που πάντα βοηθούσες την εκκλησία και ποτέ δεν άφησες τον δίσκο να περάσει από μπροστά σου χωρίς τη συνεισφορά σου, όχι όπως κάνουν άλλοι, δήθεν πιστοί!»

«Και όμως, έχω και εγώ πράξεις που μετανιώνω» είπε ο νεκρός. «Ή, μάλλον, απραξίες...»

«Πες μου να σε βοηθήσω, άμα μπορώ» έκανε ο παπάς.

«Μετανιώνω για όσα δεν έκανα» είπε ο νεκρός. «Μετανιώνω που έζησα τη ζωή μου με τόση φειδώ».

«Η προκοπή και η οικονομία θέλουν θυσίες...» έκανε ο παπάς.

«Θα μπορούσα να έχω βοηθήσει τους φτωχούς...» είπε ο νεκρός.

«Βοήθησες την εκκλησία, το ίδιο κάνει» είπε ο παπάς για να τον παρηγορήσει.

«Επίσης, θα μπορούσα να έχω απολαύσει τη σάρκα μου πολύ πριν αρχίσει να σαπίζει».

«Δεν βαριέσαι, αδερφέ, οι εφήμερες απολαύσεις ίσα που κρατάνε μια μέρα...»

«Ναι, αλλά, άμα είχα παντρευτεί, μπορεί να ήμουν πιο ήρεμος τώρα και να μη σηκωνόμουν από τον τάφο μου!»

«Μα ποτέ δεν είναι αργά!» έκανε ο παπάς.

«Τι θες να πεις;» ρώτησε γεμάτος ενδιαφέρον ο παπάς.

«Έχουμε μια γυναίκα εδώ, παντρέψου τη και θα ηρεμήσει η ψυχή σου!» έκανε ο παπάς και έβγαλε, σαν από πουθενά –αλλά πιθανότατα μέσα από τα ράσα του– ένα ζευγάρι στεφάνια γάμου.

«Τι έγινε;» έκανε η κοπέλα, που μέχρι τώρα είχε δείξει υπεράνθρωπη υπομονή και θα της άξιζε ένα χαρούμενο τέλος ή έστω ένα βραβείο!

«Έχεις δίκιο!» έκανε ενθουσιασμένος ο νεκρός. «Παντρέψου με, αραχνούλα, και αντί για πέντε ψωρολίρες θα έχεις όλη την περιουσία μου ως χήρα!»

«Δέξου να τον πάρεις, κορίτσι μου, να ηρεμήσει η ψυχούλα του» της είπε ο παπάς, που είχε βάλει το ένα στεφάνι στο κεφάλι του νεκρού και πλησίαζε το άλλο στο δικό της.

Η κοπέλα το σκέφτηκε για μια στιγμή χρησιμοποιώντας μόνο το κομμάτι του εγκεφάλου της που γεννάει τους εφιάλτες. Θα σταματούσε ο νεκρός στον γάμο; Και άμα ήθελε να δει πώς είναι να ξαπλώνει με γυναίκα; Και άμα ήθελε να δει ποιες είναι οι χαρές της πατρότητας; Δεν υπήρχε αρκετός πλούτος στη Γη για να την πείσει να τον παντρευτεί, όποιες και αν ήταν οι συνέπιες!

«Τι λέτε, ρε γελοίοι;» τους φώναξε.

«Μη βρίζεις μέσα στην εκκλησία, παιδί μου» της είπε ο παπάς, που ακόμα προσπαθούσε να βάλει το στεφάνι επάνω στο κεφάλι της.

«Ναι, ρε αραχνούλα μου, δεν χρειάζεται να εκνευρίζεσαι, μια πρόταση σου κάναμε...» είπε ο νεκρός με το λευκό στεφάνι να είναι το μόνο πράμα που φώτιζε επάνω του.

«Για το δικό σου το καλό, κάνε το καλό!» επέμενε ο παπάς.

«Κάνε εσύ το καλό!» του είπε η κοπέλα, αρπάζοντας το στεφάνι από το χέρι του παπά και το έβαλε στο κεφάλι του.

Ο Θεός, που μέχρι τότε κοιτούσε με αδιαφορία, μπορούσε να δεχτεί μια νέα γυναίκα να παντρευτεί έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα μέσα στον οίκο του, ακόμα και έναν νεκρό άντρα, αλλά δύο άντρες με στεφάνι; Μέσα στον οίκο του; Ποτέ! Έριξε τη δίκαιη φωτιά του για να τους κάψει!

Η κοπέλα ξαφνιασμένη έπεσε πίσω δίχως να την πιάσουν οι φωτιές· τα ρούχα της ήταν πολύ νωπά και λασπωμένα. Ο παπάς κάηκε ολοσχερώς και άμεσα, αλλά ο νεκρός έμεινε να καίγεται για ώρα.

«Βοήθησε με, αραχνούλα!» της φώναξε.

«Δεν πρόκειται να σε βοηθήσω, αν δεν μου δώσεις αυτά που συμφωνήσαμε!» του φώναξε αυτή προσπαθώντας να καταλάβει τι έγινε.

Πέντε χρυσά νομίσματα πετάχτηκαν στον αέρα και προσγειώθηκαν μπροστά της, μόνο τα δύο κύλησαν να χαθούν, αλλά τα σταμάτησε με το πόδι της και τα μάζεψε.

«Ορίστε, βοήθησέ με τώρα!» φώναξε ο νεκρός.

«Όλο το βράδυ τρέχω για σένα» είπε η κοπέλα. «Έκανα όλα όσα μου ζήτησες και εσύ συνέχεια με εκμεταλλευόσουν. Θέλω και εγώ ένα πράμα ακόμα από εσένα και, άμα το κάνεις, ορκίζομαι ότι θα σε βγάλω από τις φλόγες, θα σε σβήσω, θα σε παντρευτώ, θα σε φιλήσω, θα κάνω ό,τι θες!» φώναξε.

«Πες μου!» είπε εκλιπαρώντας ο νεκρός. «Πες μου τι θέλεις και θα το έχεις!»

«Πες το όνομά μου!» φώναξε η Καλλιόπη. «Πες το όνομά μου, αναγνώρισέ με ως ίσο άνθρωπο με εσένα και σώθηκες».

«Άσε τις βλακείες!» είπε ο νεκρός μετά από μια μικρή παύση. «Ποιος νοιάζεται γι’ αυτά; Πάρε χρυσάφι, ορίστε!» πέντε ακόμα νομίσματα έπεσαν μπροστά της. «Θα έχεις αμέτρητα ακόμα, αρκεί να με πάρεις και να με επιστρέψεις στον τάφο μου, τίποτα άλλο!»

«Όχι» έκανε αυτή. «Ένα πράμα σού είπα, ή το κάνεις ή καίγεσαι μέχρι να χαθείς!»

Ο νεκρός ούρλιαξε απεγνωσμένος, καθώς η κοπέλα έκανε μεταβολή για να βγει από την εκκλησία που είχε αρπάξει για τα καλά. Η βιτρίνα στην είσοδο του ναού είχε σπάσει από τη ζέστη και από ένα δυνατό χτύπημα της κοπέλας· το χρυσάφι θα έλιωνε μέσα μέχρι να σβήσει η φωτιά, οπότε το λυπήθηκε και το πήρε. Είχε φτάσει ήδη στο σπίτι της, μέχρι να πάρουν είδηση την πυρκαγιά οι χωριανοί και να πάνε να σβήσουν όσες στάχτες προλάβαιναν να σβήσουν.

«Τι έγινε, παιδί μου;» τη ρώτησε αδύναμα η μάνα της, όταν πήγε να τη δει στο κρεβάτι της.

«Τίποτα, μαμά, μην ανησυχείς, κοιμήσου» της απάντησε.

Την επόμενη μέρα θα φώναζε τον γιατρό και με τα χρήματα που κέρδισε θα την έκανε καλά. Με όλα τα υπόλοιπα που πήρε από την εκκλησία θα την έπαιρνε από το χωριό που ποτέ δεν την είδε ως ίση και θα πήγαιναν κάπου μακριά να ζήσουν μαζί ευτυχισμένες. Τις άξιζε και στις δυο ένα χαρούμενο τέλος.