Σιωπή, της Αγγελίνας Παπαδημητρίου

Σε ένα χωράφι έρημο, σκοτεινό,

δέσποζε ένα σκιάχτρο τρομακτικό.

Τα χέρια του τέντωνε νωχελικά

και τρόμαζε ανθρώπους και πουλιά.


Φορούσε ένα καπέλο ψηλό,

μαύρο σακάκι και ένα παντελόνι παλιό

και ήταν ευτυχισμένο με τη ζωή αυτή,

γιατί ήξερε πως ήταν μοναδική.


Κάθε φορά που ήθελε την πλήξη να απομακρύνει,

φώναζε δυνατά ξυπνώντας την Ηχώ.

«Σκάσε πια, μας ζάλισες» απαντούσε εκείνη,

το γέλιο του κρατούσε και χαχάνιζε αυτό.


Η Ηχώ το στόλιζε με διάφορα κοσμητικά,

το σκιάχτρο έκανε πως δεν καταλαβαίνει,

του φώναζε και το ειρωνευόταν συστηματικά

και τα όριά της ένιωθε πως υπερβαίνει.


Μία μέρα, όμως, το σκιάχτρο φώναξε δυνατά,

μα τίποτα δεν ακούστηκε από τα γύρω βουνά.

«Ηχώ, χαζή Ηχώ, πού είσαι κρυμμένη;»

ρωτούσε το σκιάχτρο, μην μπορώντας να περιμένει.


Τίποτα δεν ακουγόταν, όταν φώναζε το σκιάχτρο πια,

και ένιωθε τεράστια και απέραντη μοναξιά.

Ήθελε πίσω την Ηχώ και ας το έβριζε πολύ,

γιατί η κάθε μέρα πια είχε γίνει βαρετή.


Ένα κοράκι που περνούσε από εκεί

ρώτησε το σκιάχτρο τι του είχε συμβεί.

Εκείνο δεν απάντησε, μονάχα αναστέναξε

και τα χέρια του χαμηλά κατέβασε.


Το σκιάχτρο πια δεν ήταν τρομακτικό

και τα πουλιά έκαναν πάρτι στον αγρό.

Ξεκίνησαν τα σπαρτά να τρώνε με χαρά

ρίχνοντας ματιές στον φύλακα κλεφτά.


Για να ενισχυθεί η κακή διάθεση έπιασε και βροχή,

που συνήθως είναι καλή και θρεπτική,

το σκιάχτρο όμως στεναχωρημένο καθόταν

και από την κορφή έως τα νύχια του βρεχόταν.

Ξάφνου είδε όλα τα πουλιά ψηλά να πετάνε,

δυνατά να κρώζουν και τα φτερά τους να χτυπάνε,

όλα μαζί έκαναν θόρυβο δυνατό,

που γέμισε τον τόπο στο λεπτό σαν μαγικό.


Ώσπου μια φωνή ακούστηκε από μακριά!

Ήταν η Ηχώ που τραγουδούσε γλυκά

Το σκιάχτρο σήκωσε το κεφάλι του ξαφνιασμένο

Και αμέσως έσκασε ένα χαμόγελο αχυρένιο.


«Μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε»

του είπε η Ηχώ και έστειλε ένα αέρινο χάδι.

«Υπόσχομαι πως ξανά δεν θα χωριστούμε,

εδώ θα μείνω να σε βρίζω από το πρωί ως το βράδυ».


Χαρούμενο πια το σκιάχτρο ρώτησε τα πουλιά:

«Γιατί με βοηθήσατε; Ήσασταν πριν ελεύθερα».

Και εκείνα απάντησαν όλα μαζικά

πως δεν έχει ουσία, όταν όλα είναι εύκολα.


Και, έτσι, στον αγρό συνεχίστηκε η ζωή,

με την Ηχώ να γκρινιάζει βράδυ πρωί,

το σκιάχτρο συνεχώς να την ενοχλεί

και ζήσαν καλά και εμείς και αυτοί.