Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 5: Απρόσμενη Αιχμαλωσία)

Δεν έκανε πολλή ώρα για να βγει από το χωριό και να βρεθεί για άλλη μια φορά σε εκείνην την έρημο, στην οποία είχε φτάσει μέσω του φωτός που είχαν δημιουργήσει οι δύο άνδρες στην Αλεξανδρούπολη. Ο δείκτης του δράνου συνέχιζε να δείχνει προς την ίδια κατεύθυνση. Το πρόβλημα όμως, ήταν πως δεν ήξερε πόσο μακριά ήταν το σημείο που γινόταν η σύγκρουση των δύο στρατών. Ως αποτέλεσμα, δεν ήξερε επίσης πόσο καιρό θα του έπαιρνε για να φτάσει εκεί.

Τότε αντιλήφθηκε και τη σοβαρότητα της κατάστασης. Είχε βρεθεί σε μία άγνωστη χώρα, με άγνωστους κινδύνους, χωρίς να είναι καν σίγουρος για το πώς θα μπορούσε να φτάσει στον προορισμό του.

Είχε γονατίσει στην άμμο και στήριζε το υπόλοιπο σώμα με τα χέρια του, τα οποία είχαν βυθιστεί στην άμμο. Πρώτη φορά στη ζωή του ήταν τόσο μόνος και δεν είχε τη δυνατότητα να ζητήσει βοήθεια από πουθενά. Είχε συνηθίσει, άλλωστε, να στηρίζεται στους γονείς ή και στους φίλους του όταν είχε κάποιο πρόβλημα.

Πήρε μερικές βαθιές ανάσες και σηκώθηκε όρθιος, κοιτάζοντας αποφασισμένος μπροστά, με την ελπίδα να καταφέρει κάτι καλό. Είχε αποφασίσει να βοηθήσει τον Δημήτρη και θα το έκανε. Κατευθύνθηκε λοιπόν προς το μέρος που ήταν ο στρατός.

Πρέπει να είχαν περάσει αρκετές ώρες που περπατούσε ασταμάτητα, αλλά η έρημος δε φαινόταν να τελειώνει πουθενά. Πίσω του, είχε χαθεί εδώ και πολλή ώρα το χωριό από το οποίο ξεκίνησε. Ο ήλιος βρισκόταν πια στο κέντρο του ουρανού, πράγμα που σήμαινε πως ήταν μεσημέρι. Όταν είχε βρεθεί στην έρημο την πρώτη φορά, ήταν ξημερώματα.

Σταμάτησε και έκατσε στην άμμο, αφού ένιωθε τα πόδια του να πονάνε, όπως και τη μέση του. Ο λαιμός του είχε στεγνώσει και διψούσε πολύ, έκανε όμως υπομονή για αρκετή ώρα μέχρι να φτάσει εκεί. Τον ενοχλούσε, ωστόσο, και το στομάχι του. Ήταν δείγμα πως πεινούσε, αφού είχε να φάει από το μεσημέρι της προηγούμενης ημέρας, που ήταν στο σπίτι του. Η έρημος φαινόταν να μην έχει τελειωμό και δεν ήξερε για πόσο ακόμη θα μπορούσε να τη διασχίζει, χωρίς να πιει λίγο νερό τουλάχιστον.

Κοίταξε το σακίδιο που του είχε δώσει ο άνδρας, επειδή, όπως είχε πει, θα το χρειαζόταν για το ταξίδι. Έλυσε το σχοινί με το οποίο ήταν δεμένο το πάνω μέρος του, ώστε να κλείνει, και κοίταξε μέσα. Έμεινε έκπληκτος αλλά και ευχαριστημένος μόλις είδε τι περιείχε. Ήταν γεμάτο με τοστ, τυλιγμένα με ένα διαφανές υλικό που έμοιαζε με μεμβράνη και άλλα τρόφιμα, όπως ψωμί και τυρί, που έκαναν το στομάχι του να γουργουρίσει. Επιπλέον, βρήκε ένα μπουκάλι, το οποίο έμοιαζε με εκείνο που είχε ο μεθυσμένος άνδρας που καθόταν έξω από το μαγαζί. Ένιωσε ευγνώμων που ο Σέκαρ είχε επίσης κανονίσει για τις ανάγκες του που αφορούσαν την τροφή και το νερό.

Το νερό μάλιστα ήταν πολύ δροσερό, σαν το μπουκάλι να είχε μόλις βγει από το ψυγείο… Απόρησε με αυτό· πώς ήταν δυνατόν να μην είχε ζεσταθεί σε εκείνες τις υψηλές θερμοκρασίες της ερήμου; Δεν του πήρε πολύ για να καταλάβει ότι μια υπερφυσική δύναμη το κρατούσε δροσερό. Αυτό από μόνο του αποτελούσε μία πρώτη επιβεβαίωση για την ύπαρξη της μαγείας και για το αληθές όσων του είχε πει ο ηλικιωμένος άνδρας.

Αμέσως άρπαξε ένα σάντουιτς και έβγαλε τη μεμβράνη με την οποία ήταν τυλιγμένο. Το ψωμί του ήταν φρέσκο, ενώ μέσα υπήρχε ένα κομμάτι από φιλέτο γαλοπούλας, με κασέρι και μαρούλι να το συνοδεύουν. Έφαγε λαίμαργα το νόστιμο γεύμα του και μετά έμεινε καθιστός, για να απολαύσει την αίσθηση ικανοποίησης της πείνας αλλά και της δίψας του. Γνώριζε πως μάλλον είχε πολύ δρόμο ακόμα, μα εκείνην τη στιγμή θα ξεκουραζόταν, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει το περπάτημα αργότερα.

Αφού ήπιε μια γουλιά νερό ακόμη, μετά από λίγη ώρα ξεκίνησε και πάλι το περπάτημα. Σύντομα είχε αρχίσει να κουράζεται και είχε μειώσει την ταχύτητα που περπατούσε, αφού δυσκολευόταν να κουνήσει τα πόδια του. Το μόνο καλό ήταν ότι ο ήλιος είχε αρχίσει να κινείται προς τη δύση, οπότε δεν τον έκαιγε τόσο πολύ. Συνέχισε, όμως, παρά τις δυσκολίες για να φτάσει στο σημείο όπου γινόταν η σύγκρουση. Ήλπιζε πως ο δρόμος για εκεί τώρα δε θα ήταν μακρύς. Είχε ιδρώσει πάρα πολύ και ένιωθε τις σταγόνες να στάζουν από το μέτωπό του, με αποτέλεσμα να δροσίζεται το δέρμα του. Όμως, αυτό τον αφυδάτωνε κιόλας, οπότε ήθελε πάλι να πιεί νερό. Δεν του είχε μείνει πολύ ακόμη, μα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο χωρίς αυτό. Έτσι, εξαντλημένος όπως ήταν και με το μυαλό του θολωμένο από τη ζέστη και την κούραση, έβγαλε το μπουκάλι και ήπιε όσο νερό είχε απομείνει. Στη συνέχεια αποφάσισε να ψάξει για κάποια όαση στην έρημο.

Κάθισε για μια στιγμή και πήγε να ξαναβάλει το μπουκάλι μέσα στο σακίδιο, από όπου το είχε πάρει πριν από λίγο. Ξαφνικά όμως το ένιωσε να βαραίνει. Χωρίς να χάσει χρόνο, το άνοιξε για να δει πού οφειλόταν αυτό. Έκπληκτος είδε πως το μπουκάλι ήταν γεμάτο με νερό, σαν να μην είχε πιει καθόλου από αυτό. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε· σκέφτηκε να πιει λίγο, για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν κάποια ψευδαίσθηση που του προκαλούσε η ζέστη. Το νερό όμως ήταν αληθινό και πολύ δροσερό. Έτσι, κατάλαβε για ποιον λόγο του είχαν βάλει μόνο ένα μπουκάλι μέσα στο σακίδιο, αφού αυτό γέμιζε κάθε φορά που ο ίδιος έπινε όλο όσο υπήρχε μέσα. Εντυπωσιάστηκε από αυτήν τη δυνατότητα της μαγείας και σκέφτηκε πως θα έπρεπε να περιμένει πολλά ακόμη εκπληκτικά πράγματα.

Συνέχισε μέχρι να νυχτώσει, όταν και η θερμοκρασία έπεσε αρκετά. Η ανακούφιση από τη ζέστη τον έκανε να συνειδητοποιήσει την κούρασή του και έτσι, σταμάτησε κάπου. Άλλωστε, δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα μέσα στο πυκνό σκοτάδι της ερήμου. Πήγε να κάτσει σε έναν μικρό λοφίσκο από άμμο, όταν άκουσε φωνές από κάπου. Απορημένος, ανέβηκε στην κορυφή του λοφίσκου και είδε από ένα σημείο μακριά λίγο φως· λογικά θα προερχόταν από καμιά φωτιά που είχε ανάψει κάποιος. Η αίσθηση ζεστασιάς που προσέφερε η φωτιά τού δημιούργησε την επιθυμία να πάει εκεί, αλλά μετά σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο.

Έγειρε πίσω από τον λοφίσκο και ξάπλωσε στην άμμο, ακουμπώντας το κεφάλι του σε ένα μικρό πανί, που είχε επίσης βρει στο σακίδιό του, αφήνοντάς το πάνω στην άμμο. Λογικά δε θα τον καταλάβαιναν, επομένως αφέθηκε στην κούρασή του και αποκοιμήθηκε.

Ένα φως τον έκανε να ξυπνήσει· προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του για να δει τι συνέβαινε, αλλά ήταν πολύ κουρασμένος και ήθελε να κοιμηθεί παραπάνω. Ένιωθε ότι δεν είχε περάσει ούτε μία στιγμή από τότε που αποκοιμήθηκε και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε ξημερώσει τόσο σύντομα.

«Τι έχουμε εδώ;» ακούστηκε ξαφνικά μια βαριά φωνή, πάνω ακριβώς από το κεφάλι του.

Ο Μιχάλης, εξαιτίας του φόβου, κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του και ίσα που πρόλαβε να διαπιστώσει πως αυτό το φως που τον χτυπούσε δεν ήταν το φως του ήλιου. Αντίθετα, ήταν κάποιο είδος φακού που έλαμπε προς το πρόσωπό του. Στρέφοντας το βλέμμα του αλλού, διαπίστωσε ότι το σακίδιό του έλειπε.

Τελικά, συνειδητοποίησε ότι αυτός που τον είχε ξυπνήσει είχε αρπάξει και το σακίδιό του. Μπορεί να ήταν ληστής, ο οποίος ήθελε απλά να τον κλέψει, για τίποτα όμως δεν μπορούσε να είναι σίγουρος.

«Ενδιαφέρον…» σχολίασε εκείνος πριν προλάβει να κάνει κάτι ο Μιχάλης. Με μια απότομη κίνηση έσκυψε και άγγιξε τον ώμο του αγοριού, που ένιωσε την επόμενη στιγμή όλο του το σώμα να παραλύει και να μην μπορεί ούτε να μιλήσει.

Τον σήκωσε απότομα τραβώντας τον βίαια από το μπράτσο του αριστερού του χεριού. Κατευθύνθηκε προς το σημείο που υπήρχε η φλόγα με τον Μιχάλη να σέρνεται μαζί του αναγκαστικά, σαν να ήταν μαριονέτα.

Τότε κατάλαβε πόσο ανόητα είχε φερθεί, μένοντας κοντά σε εκείνο το μέρος όπου έπρεπε να είχαν κάτσει οι τύποι που είχαν ανάψει τη φωτιά. Όση ώρα τον παρέσερνε ο άνδρας, τα πόδια του χάραζαν την άμμο καθώς σερνόταν σε αυτήν. Δεν άργησαν να φτάσουν στο σημείο όπου έκαιγε η φωτιά και μετά από λίγο ο άνδρας σταμάτησε.

«Αφεντικό, έλα να δεις τι βρήκα» φώναξε δυνατά, κάνοντας το αυτί του Μιχάλη να πονέσει.

Λίγο αργότερα εμφανίστηκε ένας άλλος άνδρας, που ήταν μεγαλύτερης ηλικίας από εκείνον που κρατούσε τον Μιχάλη. Στο πρόσωπό του είχε λίγα γκρίζα γένια, όμοια με το χρώμα των μακριών, μέχρι τον λαιμό μαλλιών του, ενώ το ύφος του ήταν αρκετά μοχθηρό. Ήταν ψηλός και λεπτός, όπως και ο άλλος άνδρας, ενώ τα ρούχα τους ήταν σχισμένα και έντονα φθαρμένα σε πολλά σημεία. Το πιο περίεργο πάνω τους ήταν τα παράξενα, επίσης φθαρμένα σανδάλια που φορούσαν, με μόνο ένα στενό λουρί να συγκρατεί τα πόδια τους στις σόλες.

Εκείνος που ήταν λογικά το αφεντικό, πλησίασε τον Μιχάλη και τον κοίταξε στα μάτια. Έπειτα απομακρύνθηκε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης να αποτυπώνεται στο πρόσωπό του.

«Καλό εύρημα· Ένας Αριζέρκα. Αν και δε φαίνεται να μπορεί να χειριστεί τις ικανότητές του. Όπως και να ‘χει πάντως, θα βγάλουμε πολλά από αυτόν. Πού πηγαίνεις, μικρέ;» ρώτησε τον Μιχάλη μετά, με έναν προσποιητά καλό τρόπο.

Έπειτα από λίγη σκέψη, είπε αυτό που του ήρθε πρώτο στο μυαλό σαν δικαιολογία.

«Στη μάχη». Δεν μπορούσε να κουνηθεί καθόλου και εξεπλάγη που μπόρεσε να μιλήσει.

«Ωραία τότε» σχολίασε αυτός χαμογελώντας ειρωνικά. «Εκεί πάμε κι εμείς. Βαλ’ τον μαζί με τους άλλους» διέταξε μετά τον άλλον άνδρα.

Εκείνος στη συνέχεια τον τράβηξε απότομα και τον οδήγησε προς ένα μέρος λίγο παραπέρα, σε ένα κάρο. Όμως, δεν ήταν κάποιο άλογο δεμένο σε αυτό, ενώ πίσω του υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο κλουβί, μέσα στο οποίο βρίσκονταν κάποιοι άνθρωποι. Ο άνδρας πέταξε τον Μιχάλη κάτω, που σωριάστηκε την επόμενη στιγμή, και με το ελεύθερο πια χέρι του έβγαλε από την τσέπη του ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί. Με αυτό ξεκλείδωσε τη σιδερένια κλειδαριά της ξύλινης πόρτας του κλουβιού και στη συνέχεια την άνοιξε. Αμέσως άρπαξε και πάλι το αγόρι από το μπράτσο και το πέταξε με δύναμη μέσα στο κλουβί. Έπειτα έκλεισε την πόρτα και κλείδωσε ξανά την κλειδαριά.


«Καλή διαμονή, μικρέ» είπε ειρωνικά στον Μιχάλη και ξέσπασε σε γέλια καθώς απομακρυνόταν.

 

Παναγιώτης Βάβαλος