Μετά από σαράντα λεπτά τελείωσε η ταινία. Ο ευγενικός Ιβάν σηκώθηκε από το κρεβάτι μου και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να πει τίποτα. Υποθέτω ότι δεν του άρεσε. Τέλος πάντων, μιας και δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω, αποφάσισα να πάω στο γυμναστήριο του σχολείου. Στον δρόμο συνάντησα τον Λουκ και αποφασίσαμε να πάμε μαζί.
Μετά από λίγα λεπτά που πρέπει να φάνηκαν αιώνας στον Λουκ, μιας και του εξηγούσα γιατί είναι τέλεια η ταινία «Safe Haven», φτάσαμε. Άνοιξα με αυτοπεποίθηση την πόρτα, αλλά μόλις κατάλαβα ότι οι βρικόλακες είχαν ομαδική προπόνηση την ξαναέκλεισα.
«Δε θα σε πειράξουν. Θα σε προσέχω εγώ».
«Όχι, όχι. Εγώ με αυτούς δεν κάνω γυμναστική». Και τότε ένιωσα την αηδιαστική καυτή ανάσα του Σαμ στο δέρμα μου.
«Μα γιατί δε θες να κάνεις μαζί μας γυμναστική;»
«Μάντεψε» του φώναξα και τον έσπρωξα με δύναμη. Την αδρεναλίνη μου μέσα. Ο Σαμ με κοίταξε με μίσος και τα μάτια του έγιναν κόκκινα.
«Με έσπρωξες».
«Το ξέρω». Ας μου βουλώσει κάποιος το στόμα.
«Τη γλίτωσες μια φορά, δε θα υπάρξει και δεύτερη». Ο Λουκ ευτυχώς μπήκε μπροστά μου. Ο Σαμ τον κοίταξε, γέλασε και μετά τον πέταξε στην άκρη απλά κοιτώντας τον.
«Με εμένα έχεις το πρόβλημα, αυτόν γιατί τον πειράζεις;»
«Για να μάθει να μπλέκεται». Πήγα προς το μέρος του Λουκ για να τον σηκώσω. Το έκανα, αλλά ο Σαμ τον ξαναέριξε.
«Είναι αδελφός σου. Πώς μπορείς να είσαι τόσο κακός μαζί του;»
«Αδελφός από άλλον πατέρα ίσον όχι αδελφός».
«Και πάλι, μεγαλώσατε μαζί».
«Κοίτα, δε θα κάτσω να συζητήσω τα οικογενειακά μου μαζί σου». Γύρισα από την άλλη για να φύγω. Για κακή μου τύχη ο Σαμ βρέθηκε μπροστά μου. «Δε θες να γυμναστείς;» Δεν του απάντησα. Με τράβηξε από το χέρι και με έβαλε μέσα στο γυμναστήριο. Ο Σαμ σφύριξε και όλοι σταμάτησαν ό,τι έκαναν και τον κοίταξαν. «Από εδώ η Αριάδνη» με κοίταξε και χαμογέλασε. «Η Αριάδνη θέλει να δοκιμάσει τις πολεμικές της ικανότητες και χρειάζεται κοινό. Οπότε θα είμαι ο αντίπαλος και εσείς το κοινό».
Οι βρικόλακες άρχισαν να χειροκροτούν και να γελούν. Γιατί πρέπει να με κάνει πάλι ρεζίλι αυτός ο ηλίθιος; Όλοι σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω από εμένα και τον Σαμ. Ο Σαμ με πλησίασε και μου έσκισε την μπλούζα. Τον κοίταξα με δολοφονικό βλέμμα.
«Για να μην ιδρώσεις και κολλήσει η μπλούζα πάνω σου».
Απλά προσπαθούσε να με κάνει να νιώσω άβολα. Ευτυχώς φορούσα αθλητικό μπουστάκι. Ένας βρικόλακας σφύριξε και ο Σαμ μου έδωσε μια μπουνιά στη μούρη. Εγώ έπεσα στο πάτωμα. Αμέσως σηκώθηκα και σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου. Όλοι οι βρικόλακες γελούσαν με τα χάλια μου. Ιβάν, πού είσαι να με σώσεις; Ο Σαμ μου έβαλε μια τρικλοποδιά και ξαναέπεσα. Έλεος! Πήγε να πέσει πάνω μου, αλλά έβαλα τα πόδια μου μπροστά και τον πέτυχα εκεί που κανένα αγόρι δε χαίρεται όταν χτυπάει. Νευριασμένος έφτυσε στο πάτωμα. Εγώ εν τω μεταξύ είχα σηκωθεί. Πάνω που χάρηκα λίγο επειδή τον πόνεσα μου ήρθε μια δυνατή μπουνιά στα δόντια. Αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα μου και οι βρικόλακες με κοιτούσαν σαν ψητό κοτόπουλο. Ο Σαμ με πλησίασε και άρχισε να ρουφάει το αίμα από το στόμα μου με το στόμα του. Μετά έκανε νόημα στην Τσέλσι να πλησιάσει. Ο Σαμ ακούμπησε το δάχτυλό του στο στόμα μου. Το δάχτυλό του γέμισε αίμα. Μετά έβαλε το δάχτυλό του στο στόμα της Τσέλσι και αυτή το έγλυψε. Οι βρικόλακες είναι τελείως αηδιαστικοί.Η πόρτα άνοιξε και ο Λουκ μπήκε μέσα.
«Αγάπη μου, τελείωσε η γυμναστική σου για σήμερα».
«Άμα με ξαναπείς έτσι θα σε...»
«Άστο, δεν μπορείς». Ο ηλίθιος άρχισε να γελάει. Εγώ πλησίασα τον Λουκ, τον τράβηξα από το χέρι και βγήκαμε έξω από το καταραμένο το γυμναστήριο.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε με την ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
«Σου φαίνομαι καλά;» Μετά από λίγο κατάλαβα ότι ο Λουκ δε μου έφταιγε σε τίποτα. «Δεν είμαι καλά, αλλά ούτε εσύ δε μου φαίνεσαι καλά. Πώς είναι το κεφάλι σου;»
«Καλά». Τα μάτια του Λουκ έγιναν κόκκινα. Άρχισα να ανησυχώ. «Πρέπει να φύγω. Δεν έχω μάθει ακόμη πώς να αντιστέκομαι στο αίμα». Ο Λουκ άρχισε να τρέχει μακριά μου. Εγώ αποφάσισα να πάω στον Ιβάν. Μακάρι να είναι στο δωμάτιο γιατί δεν έχω καμία όρεξη να τον ψάχνω σε όλο το σχολείο. Στον διάδρομο πέτυχα τον Άλεξ. Έκλαιγε ή ήταν η ιδέα μου; Έτρεξα προς το μέρος του.
«Άλεξ, είσαι καλά;» Δε μου απάντησε. «Άλεξ!» Τελικά γύρισε και με κοίταξε.
«Συγγνώμη, δε σε άκουσα».
«Τι έπαθες;» Ο Άλεξ έπεσε στην αγκαλιά μου.
«Με παράτησε η Κλαίρη». Θα του έλεγα ότι φοράει ωραία κολόνια, αλλά προτίμησα κάτι καλύτερο.
«Λυπάμαι».
«Δεν υπάρχει λόγος. Δεν έκανες κάτι κακό». Απλά ευχόμουν να χωρίσετε αλλά ό,τι πεις.
«Άλεξ; Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Ναι».
«Ένιωσες μήπως κάποιον πόνο στα δόντια;» Ο Άλεξ γούρλωσε τα μάτια. Του έδειξα το στόμα μου. «Συγγνώμη που κάθε φορά που χτυπάω την πληρώνεις εσύ».
«Δεν πειράζει. Ποιος σε χτύπησε;»
«Ο Σαμ».
«Άμα το μάθει ο Ιβάν θα τον μεταμορφώσει σε βατράχι». Χαμογέλασα. Ο Άλεξ μού έπιασε το πρόσωπο και ακούμπησε το δάχτυλό του στα χείλη μου.
«Έχεις λίγο αίμα». Απλά ανατρίχιασα. Ευτυχώς φορούσα ζακέτα. Έμεινα να τον κοιτάω. Δεν μπορούσα να πω κάτι. Ο Άλεξ έφερε το κεφάλι του πιο κοντά στο δικό μου. Θα με φιλούσε; Έκλεισα τα μάτια.
«Επιτέλους σας βρήκα» πετάχτηκε ο Ιβάν από το πουθενά. Είναι η μοναδική φορά που δε χαίρομαι που βλέπω τον Ιβάν. Όταν ο Άλεξ δεν κοιτούσε, του έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα.
«Σας έφερα ένα βιβλίο που λέει ότι χρειάζεται να ξέρετε για τους παραμπατάι. Και τώρα φεύγω». Και ευτυχώς έφυγε. Ο Άλεξ έβαλε το βιβλίο μέσα στην μπλούζα του.
«Καλύτερα να κρατήσουμε χαμηλό προφίλ. Πάμε στο δωμάτιό μου να το διαβάσουμε». Φυσικά συμφώνησα μαζί του. Μετά από λίγο φτάσαμε στο δωμάτιό του. Μόλις μπήκαμε μέσα ο Άλεξ έκλεισε την πόρτα. Πάνω που άρχισα να σκέφτομαι πόσο μισώ τον Ιβάν, ο Άλεξ με κόλλησε στην πόρτα.
«Κάτι αφήσαμε στη μέση». Και μετά απλά ένωσε τα χείλη του με τα δικά μου. Αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν περίμενα. Βασικά ο Άλεξ είναι το πρώτο αγόρι που φιλάω με τη θέλησή μου και ήταν απλά τόσο υπέροχο. Αφού σταμάτησε για να πάρουμε ανάσα, το μυαλό μου μπήκε στη θέση του.
Έλμινθα