Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 5 - Μέρος 2)

Τα πλάσματα είχαν εμφανιστεί ξαφνικά όμως αυτή τη φορά οι μάγοι ήταν προετοιμασμένοι. Ο Ρόραν τα παρακολούθησε να σκορπίζονται και να χάνονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Είχαν καταφέρει να τους αιφνιδιάσουν καθώς ο ήλιος ήταν ακόμα στον ουρανό και τα σκοτεινά πλάσματα συνήθιζαν να βγαίνουν από τα λημέρια τους κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά οι σκοποί που είχε ορίσει το Συμβούλιο τα εντόπισαν εγκαίρως και ειδοποίησαν το χωριό. Χάρη στη γρήγορη αντίδρασή τους είχαν καταφέρει να τα διώξουν δίχως να υποστούν τραυματισμούς ή απώλειες. Άλλωστε τα πλάσματα δεν είχαν σταλεί για να σκοτώσουν –αυτή τη φορά– αλλά για να υπενθυμίσουν πως κάποιος μέσα στο δάσος περίμενε μια Θυσία.

Τα πράσινα μάτια του Ρόραν σάρωσαν την πλατεία. Όλο το χωριό είχε μαζευτεί εκεί. Κάποιοι αναζητούσαν τους αγαπημένους τους μέσα στο πλήθος για να βεβαιωθούν πως ήταν καλά και άλλοι σιγομουρμούριζαν, ρίχνοντας ματιές προς το Συμβούλιο που ήταν μαζεμένο κοντά στις βρύσες.


Οι Πρεσβύτεροι στέκονταν βλοσυροί και παρακολουθούσαν το πλήθος χωρίς να επεμβαίνουν ή να αναμειγνύονται μαζί του. Αυτή η εποχή του χρόνου ήταν ένας επικίνδυνος καιρός. Πολλοί μάγοι εναντιώνονταν των Θυσιών. Οι διαμαρτυρίες και τα επεισόδια δεν τους ήταν άγνωστα. Πριν από τρία χρόνια ο Έντγκαρ, ο φούρναρης της Σύναξης, είχε επιτεθεί στο Συμβούλιο επειδή η κόρη του είχε επιλεγεί ως Θυσία. Ο Ρόραν τον θυμόταν σαν έναν ήσυχο άντρα χαμηλών τόνων που ποτέ δεν ύψωνε τη φωνή του, κι όμως εκείνη τη μέρα ο πατέρας του παραλίγο να χάσει τη ζωή του από τα χέρια του. Ο Έντγκαρ έπεσε νεκρός πάνω στη συμπλοκή.

Οι Πρεσβύτεροι υποστήριζαν πως ήταν προτιμότερο να θυσιάζουν μονάχα μια μάγισσα τον χρόνο παρά να ανοίξουν έναν πόλεμο με την Μπαστιάνα και τους εξόριστους που θα κόστιζε περισσότερες ζωές. Από μια άποψη ψυχρής λογικής, είχαν δίκιο. Όμως πώς μπορούσες να πείσεις κάποιον να αφήσει έναν φίλο ή μια σύζυγο να οδηγηθεί στον θάνατο; Πώς μπορούσες να πεις σε έναν γονιό να αφήσει το παιδί του να χαθεί χωρίς να κάνει τίποτα για να το εμποδίσει;

Κοίταξε τον πατέρα του που στεκόταν στο κέντρο, με το κοφτερό βλέμμα του να παρατηρεί τους πάντες και τα πάντα, με την έκφραση του να μην αποκαλύπτει κανένα συναίσθημα λες και φορούσε μια μάσκα που κάποιος είχε σκαλίσει πάνω στο πρόσωπο του. Ο Ρόραν δεν συμφωνούσε με τις Θυσίες και αυτό ήταν κάτι που τους είχε οδηγήσει σε πολύ έντονους καβγάδες. Υπήρχαν φορές που δεν είχαν στείλει μάγισσες στην Μπαστιάνα –ελάχιστες αλλά υπήρχαν– όπως πριν από εφτά χρόνια. Μπορούσε να γίνει. Σίγουρα θα ήταν δύσκολο, αλλά είχε πειστεί πως υπήρχαν ενέργειες που μπορούσαν να κάνουν για να το εμποδίσουν. Ο πατέρας του δεν ήθελε ούτε να το ακούσει.

Κοίταξε ξανά γύρω του. Το χωριό είχε μαζευτεί στην πλατεία μετά την επίθεση, είτε για να βοηθήσουν είτε για να μάθουν τι συνέβη. Όλοι ήταν εκεί.

Όλοι εκτός από τη Σελίν.

Πού βρισκόταν; Η Σελίν δεν ήταν από τα άτομα που μόλις έβλεπαν κίνδυνο έτρεχαν να κρυφτούν. Όχι, ήταν από εκείνους που έβγαιναν μπροστά για να δουν τι συνέβαινε. Άρχισε να ψάχνει πιο έντονα, κοιτάζοντας έναν-έναν τους μάγους γύρω του αλλά κάθε φορά που νόμιζε πως τη βρήκε αποδεικνυόταν πως ήταν κάποια άλλη καστανομάλλα μάγισσα. Τα κρύα χέρια του φόβου έκλεισαν γύρω από την καρδιά του και την έκαναν να χάσει μερικούς χτύπους. Αν η Σελίν δεν ήταν εκεί και δεν είχε εμφανιστεί μέχρι τώρα τότε κάτι κακό είχε συμβεί.

Εντόπισε τα κόκκινα μαλλιά της Νάγιας και πήγε προς το μέρος της με τον πανικό να επιταχύνει τα βήματά του σχεδόν σε τρέξιμο. Υποτίθεται πως η Σελίν θα κοιμόταν ξανά στο σπίτι της, αφού οι γονείς της είχαν καθυστερήσει να επιστρέψουν. Βλέποντας τι πλάσματα κυκλοφορούσαν τελευταία σε αυτή τη πλευρά του δάσους μπορούσε να καταλάβει γιατί καθυστερούσε το ταξίδι τους.

Έπιασε το μπράτσο της και η κοκκινομάλλα γύρισε τρομαγμένη για να δει ποιος ήταν. Τα ανοιχτά γαλανά μάτια της γούρλωσαν μόλις τον αντίκρισαν.

Η παρουσία της φούντωνε περισσότερο την ανησυχία του. Του φαινόταν απίθανο να ακούσει η Νάγια τη φασαρία και να βγήκε για να δει τι συνέβαινε και η Σελίν να έμεινε πίσω.

«Πού είναι η Σελίν;» τη ρώτησε, σχεδόν χωρίς ανάσα.

Θα είναι μια χαρά, προσπάθησε να καθησυχάσει τον εαυτό του. Κάπου εδώ θα βρίσκεται. Η Σελίν ήξερε πώς να φροντίζει τον εαυτό της. Από τους δυο τους εκείνη ήταν η πιο γενναία, ακόμα και όταν ήταν παιδιά. Δεν φοβόταν να κάνει κάτι που οι άλλοι θεωρούσαν επικίνδυνο ούτε δίσταζε να σπάσει κανόνες που πίστευε πως ήταν ηλίθιοι (ο κύριος λόγος των τριβών ανάμεσα σε εκείνη και τον πατέρα του). Δεν θα άφηνε μερικούς λύκους να την τρομάξουν.

Η Νάγια παρέμενε σιωπηλή και η σιωπή της μεγάλωνε τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στο στομάχι του.

Αν η Σελίν ήταν καλά τότε πού βρισκόταν;

Τα μάτια της Νάγιας πήγαιναν απεγνωσμένα από το ένα σημείο στο άλλο σα να έψαχνε την απάντηση μέσα στο πλήθος. Χίλιες φριχτές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του.

«Νάγια» είπε πιο επιτακτικά, χωρίς να αφήνει το μπράτσο της. «Η Σελίν θα έμενε μαζί σου απόψε. Πού είναι;»

«Ή-Ήταν στο σπίτι…» τραύλισε νευρικά η κοκκινομάλλα. «Τώρα δεν είναι»

«Νάγια, δεν καταλαβαίνω» της είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε, δίνοντας μάχη να παραμείνει ψύχραιμος. Φοβόταν πως η φωνή του τον πρόδιδε.

Η κοπέλα δεν απάντησε. Δάγκωσε το κάτω χείλος της τόσο δυνατά που τα δόντια της άφησαν σημαδάκια πάνω στην ευαίσθητη σάρκα. Το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο, τα μάτια της γεμάτα φόβο.

Και αν η επίθεση ήταν ένας αντιπερισπασμός; Αν ήταν ένα κόλπο για να πάρουν οι εξόριστοι τη μάγισσα που ήθελαν για τους σκοπούς που μόνο εκείνοι γνώριζαν; Άλλη μια πιθανότητα πέρασε από το μυαλό του –ήταν τόσο φριχτή που δεν ήθελε ούτε να τη σκεφτεί, αλλά…

Αν το είχαν οργανώσει οι Πρεσβύτεροι; Με αυτόν τον τρόπο θα είχαν τη Θυσία που χρειάζονταν χωρίς τις κατηγορίες και τις διαμαρτυρίες των άλλων μαγισσών αφού θα μπορούσαν να το παρουσιάσουν σαν μια τραγική απώλεια κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Τρόμος τον κυρίευσε επειδή ήξερε πως ήταν ικανοί να κάνουν κάτι τέτοιο αν πίστευαν πως θα τους βοηθούσε να διατηρήσουν την τάξη. Και η Σελίν εναντιωνόταν συνέχεια στον πατέρα του τον τελευταίο καιρό.

Πράγματα που είχε παρατηρήσει κατά τη διάρκεια των χρόνων αναδύθηκαν στην επιφάνεια του μυαλού του: η εμμονή του να ελέγχει κάθε της κίνηση, η σιωπηλή απέχθεια του για τις δυνάμεις της, ο τρόπος που την κοιτάζει μερικές φορές, σχεδόν καχύποπτα, σαν να περιμένει να κάνει κάτι. Τι, ο Ρόραν δεν ήξερε ούτε μπορούσε να φανταστεί.

Διέσχισε το πλήθος με γοργό βήμα, παραμερίζοντας μάγους και μάγισσες που βρέθηκαν στον δρόμο του. Έφτασε τους Πρεσβύτερους και έσπρωξε στην άκρη του Ελάιζα και τον Έτζεραν χωρίς να απολογηθεί, παρά τα ενοχλημένα βλέμματα που του έριξαν. Το μόνο που έβλεπε ήταν ο πατέρας του.

«Τι της έκανες;» απαίτησε να μάθει, σχεδόν γρυλίζοντας.

Ο Άιζακ κοίταξε με απορία τον γιο του. Ήταν το πρώτο συναίσθημα που έβλεπε σήμερα ο Ρόραν από τον πατέρα του. Σε αντίθεση με αυτό που πίστευαν οι περισσότεροι, ο Άιζακ μπορούσε να δείξει στοργή και θέρμη. Ο Ρόραν το είχε δει. Αλλά είχε δει και πόσο αδίστακτος μπορούσε να γίνει για να προστατεύσει τους δικούς του.

Πολλά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος τους αλλά ο Ρόραν δεν νοιάστηκε για την προσοχή που προσέλκυαν ούτε έκανε καμία προσπάθεια να χαμηλώσει τον τόνο του καθώς απευθυνόταν στον πατέρα του:

«Πού είναι η Σελίν;»





«Πιστεύεις πως όλες οι μάγισσες είναι σατανικές;» ρώτησε τον Έρικ.

Κάθονταν με τις πλάτες τους να ακουμπάνε στον παχύ κορμό της βελανιδιάς και παρακολουθούσαν τον ήλιο που βουτούσε στον ορίζοντα μέσα σε μια θάλασσα από πορτοκαλί.

«Φυσικά» της απάντησε, χωρίς να αφιερώσει ούτε μια στιγμή για να σκεφτεί την ερώτησή της. «Όλες οι μάγισσες είναι σατανικές» είπε με βεβαιότητα.

«Δεν είναι λίγο προκατειλειμμένο αυτό; Είναι σα να λες πως όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί ή κακοί, αλλά αυτό δεν ισχύει. Οι άνθρωποι είναι και τα δυο. Γιατί λοιπόν αποκλείουμε το ενδεχόμενο να υπάρχουν και καλές μάγισσες;»

Ο Έρικ γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος της. Το πρόσωπό του είχε μια περίεργη έκφραση, τα μαύρα φρύδια του είχαν σηκωθεί ελαφρά, λες και δεν καταλάβαινε για ποιον λόγο έκαναν αυτή τη συζήτηση. «Έστειλαν τέρατα να μας επιτεθούν».

Η Σελίν τού ανταπέδωσε το βλέμμα. «Εσύ δε μπορείς να ελέγξεις τους λύκους γύρω από το χωριό σου. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως οι μάγισσες ελέγχουν τα πλάσματα που ζουν μέσα στο δάσος; Μπορεί να τα φοβούνται όπως κι εσείς».

«Εσείς;» επανέλαβε το αγόρι.

Η Σελίν συνειδητοποίησε πως είχε κάνει το λάθος να μιλήσει σαν να μη συμπεριλάμβανε τον εαυτό της. Τα γρανάζια του μυαλού της άρχισαν να γυρίζουν πυρετωδώς ψάχνοντας να βρουν κάτι για να δικαιολογήσει το λάθος της. Άνοιξε το στόμα της χωρίς να είναι σίγουρη τι ακριβώς θα έλεγε αλλά οτιδήποτε θα ήταν προτιμότερο από εκείνη τη σιωπή που γινόταν όλο και πιο περίεργη κάθε στιγμή που περνούσε.

Προτού οι λέξεις προλάβουν να βγουν από το στόμα της, ένα φριχτό ουρλιαχτό ακούστηκε, ήχος σχεδόν ανθρώπινος αλλά όχι, γρατζουνώντας τα αυτιά τους σαν κοφτερά νύχια που σέρνονταν πάνω σε πέτρες. Και οι δυο γύρισαν τα κεφάλια τους προς την κατεύθυνση του αποτρόπαιου ήχου. Τα μάτια της Σελίν άνοιξαν διάπλατα. Ένα από τα λυκόμορφα πλάσματα, ολόιδιο με εκείνα που είχαν επιτεθεί στο χωριό της πριν από τρεις μέρες, έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα προς τον μικρό λόφο.

Μέσα σε μια στιγμή ο Έρικ είχε σηκωθεί όρθιος και τράβηξε το σπαθί του από τη θήκη του.

«Όχι!» του φώναξε και πήγε να πιάσει το χέρι του για να τον σταματήσει αλλά το αγόρι απομακρύνθηκε γρήγορα από κοντά της και το χέρι της έπιασε μονάχα αέρα.

Η καρδιά της βροντοχτυπούσε στα αυτιά της. Γιατί οι άνθρωποι φέρονταν τόσο ανόητα; Ένα αγόρι, όσο γενναίο κι αν ήταν, δε μπορούσε να αντιμετωπίσει μόνο του ένα πλάσμα σαν κι αυτό. Μόνο η μαγεία μπορούσε να τα πολεμήσει.

Και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη δική της χωρίς να αποκαλυφθεί.

Το πλάσμα έφτασε στα μισά του λόφου με τρεις μεγάλες δρασκελιές. Ο Έρικ το περίμενε με το ξίφος του υψωμένο και μετά όλα ήταν μια θολούρα κινήσεων που το μυαλό της Σελίν δεν μπορούσε να επεξεργαστεί. Έμεινε στη θέση της, παγωμένη από το σοκ, και για πρώτη φορά στη ζωή της ανίκανη να αντιδράσει.

Το ξίφος του Έρικ σάρωσε τον αέρα, χαράσσοντας το πρόσωπο του λύκου που βρυχήθηκε εξαγριωμένος. Το τέρας τίναξε τα μπροστινά του άκρα σαν να ήθελε να τον αρπάξει. Τα γαμψά κιτρινισμένα νύχια του είχαν το μέγεθος ανθρώπινου δαχτύλου. Ο Έρικ έριξε το σώμα του προς τα πίσω για να τα αποφύγει, ωστόσο παρέμεινε όρθιος. Ο λύκος όρμησε ξανά τη στιγμή που ο νεαρός Κυνηγός έπιασε γερά τη λαβή του σπαθιού και με τα δυο χέρια και κάρφωσε τη λεπίδα στη σάρκα του. Το πλάσμα έβγαλε μια πονεμένη κραυγή γυμνώνοντας τα δόντια του.

Και μετά κατέρρευσαν και οι δυο πάνω στο χορτάρι.

Το σώμα της υπάκουσε επιτέλους στις εντολές της και η Σελίν σηκώθηκε και έτρεξε προς το μέρος τους. Η καρδιά της σταμάτησε μόλις αντίκρισε το αγόρι. Κάλυψε το στόμα της για να καταπνίξει την κραυγή που ανέβηκε στον λαιμό της.

Τα νύχια του λύκου είχαν αφήσει δυο μακριές χαρακιές πάνω στο στομάχι του –η τελευταία εκδίκηση του τέρατος– κομματιάζοντας το γιλέκο του και τη μαλακή σάρκα από κάτω. Οι πληγές ήταν βαθιές, τα γαμψά νύχια είχαν κόψει τους μύες, και αιμορραγούσαν άσχημα. Το αίμα του μούλιαζε τα κατεστραμμένα ρούχα του και είχε αρχίσει να μαζεύεται σε κόκκινες λιμνούλες γύρω του στο χορτάρι.

«Ανόητε» ψιθύρισε. Γονάτισε δίπλα του, με τα χέρια της να τρέμουν. «Γιατί το έκανες αυτό;»

Μπορούσε να καταλάβει την έμφυτη παρόρμηση των αντρών να πολεμήσουν και να υπερασπιστούν τους άλλους ή τον εαυτό τους αλλά όταν βλέπεις ένα τέρας βγαλμένο μέσα από τους εφιάλτες σου να πλησιάζει το πρώτο ένστικτο σου θα έπρεπε να είναι να τρέξεις προς την αντίθεση κατεύθυνση.

«Φύγε» της είπε ο Έρικ, με τα βλέφαρα του μισόκλειστα και την ανάσα του βαριά. «Μπορεί να έρθουν κι άλλα».

«Μη μιλάς, φύλαξε τις δυνάμεις σου» του είπε μαλακά αν και ήξερε πως δεν είχε νόημα. Οι πληγές ήταν πολύ βαθιές και η αιμορραγία ακατάσχετη. Το χρώμα στράγγιξε γρήγορα από το πρόσωπο του. Ακόμα και ο καλύτερος θεραπευτής δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει τώρα. Προσπάθησε να υπενθυμίσει στον εαυτό της πώς να αναπνέει και να σκεφτεί καθαρά για να βρει κάποια λύση, όμως το μόνο που μπορούσε να δει ήταν αίμα.

Πλέον ήταν πέρα από τις δυνάμεις των ανθρώπων να βοηθήσουν τον Έρικ, αλλά η μαγεία…

Δεν έδωσε χρόνο στον εαυτό της για να σκεφτεί πόσο ριψοκίνδυνο ήταν να αποκαλυφθεί μπροστά σε έναν Κυνηγό Αν άφηνε να περάσουν μερικές ακόμα στιγμές η αναποφασιστικότητα της και η απώλεια αίματος θα τον σκότωναν. Ή θα το έκανε τώρα ή θα τον άφηνε να πεθάνει.

Δεν μπορούσε να τον αφήσει να πεθάνει.

Τα καστανά μάτια του αγοριού έκλεισαν, η ζωτική του ενέργεια χανόταν μαζί με το αίμα που εγκατέλειπε το σώμα του. Έπρεπε να την αντικαταστήσει ώστε το σώμα του να μπορέσει να θεραπευτεί. Κοίταξε πανικόβλητη τριγύρω ψάχνοντας για κάποια πηγή που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Το βλέμμα της στάθηκε πάνω στον πεσμένο λύκο όμως το πλάσμα είχε ήδη ξεψυχήσει και δεν υπήρχε στάλα ενέργειας μέσα του. Το χορτάρι; Η βελανιδιά; Τα φυτά δεν είχαν την ίδια ποσότητα ενέργειας με τα ζωντανά πλάσματα, πόσο μάλλον τη ποσότητα που χρειαζόταν για τον Έρικ.

Η μόνη πηγή ενέργειας που υπήρχε στον μικρό λόφο ήταν εκείνη. Δεν είχε επιχειρήσει ξανά να δώσει ένα μέρος της ενέργειάς της σε κάποιον άλλο, ούτε ήξερε τι συνέπειες θα μπορούσε να έχει. Αλλά ξέμενε από επιλογές.

Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο στομάχι του. Το ζεστό κόκκινο αίμα έβαψε τις παλάμες της. Έκλεισε τα μάτια της για να συγκεντρωθεί. Φαντάστηκε την ενέργεια να κυλάει μέσα στο σώμα της σαν ένα ασημένιο ρυάκι που τώρα διέταζε να βγει έξω από τις παλάμες της και να μπει μέσα στον Έρικ. Κόκκινοι μύες ενώθηκαν, οι άκρες του σχισμένου δέρματος άρχισαν να κλείνουν. Ολόκληρο το σώμα της Σελίν άρχισε να τρέμει και ένα ζαλισμένο πέπλο τύλιξε το κεφάλι της. Ξαφνικά ένιωθε εξουθενωμένη σαν να μην είχε φάει και να μην είχε κοιμηθεί για μέρες.

Ο Έρικ πήρε μια βαθιά ανάσα και ανακάθισε απότομα. Άγγιξε το στομάχι του, εκεί που τα νύχια του πλάσματος τον είχαν τραυματίσει και που τώρα υπήρχε μονάχα λείο δέρμα. Κοίταξε σοκαρισμένος τη Σελίν που είχε χλωμιάσει και σύρθηκε μακριά της. Τινάχτηκε όρθιος και απομακρύνθηκε από κοντά της λες και έβλεπε ένα νέο τέρας, ακόμα πιο απειλητικό και επικίνδυνο από εκείνο που είχε σκοτώσει.

«Τι…» ψέλλισε. «Πώς...»

Η Σελίν έπεσε στο έδαφος, ανίκανη να διατηρήσει έστω και μια καθιστή στάση. Τα άκρα της είχαν βαρύνει και τα βλέφαρα της ήθελαν απεγνωσμένα να κλείσουν. Επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις της για να τα κρατήσει ανοιχτά.

Ο Έρικ την κοίταξε έχοντας μια προδομένη έκφραση στο πρόσωπο του που σύντομα μετατράπηκε σε αποστροφή. «Είσαι μάγισσα» της είπε, με έναν τρόπο λες και οι λέξεις ήταν πικρές μέσα στο στόμα του. Έκανε άλλο ένα βήμα μακριά της, προς τον λύκο που κείτονταν νεκρός και τράβηξε το σπαθί του από το κουφάρι του τέρατος.

«Σου έσωσα τη ζωή» αντιγύρισε η κοπέλα και προσπάθησε να ανασηκωθεί αλλά οι αγκώνες της την πρόδωσαν και έπεσε ξανά κάτω. Πρώτη φορά ένιωθε τόσο εξαντλημένη, λες και κάθε σπίθα ενέργειας μέσα στο σώμα της είχε σβήσει αφήνοντάς την ένα άδειο κέλυφος.

Ο Έρικ απέστρεψε το βλέμμα του. Ένα βαθύ συνοφρύωμα εμφανίστηκε στο πρόσωπο του καθώς υπολόγιζε την κατάσταση που είχε στα χέρια του. Προδοσία, σοκ, αποτροπή, όλα τα συναισθήματα πέρασαν από το πρόσωπο του αλλά εκείνο που επικράτησε ήταν η οργή. Οργή που τον είχε εξαπατήσει με αυτόν τον τρόπο.

«Έρικ, σε παρακαλώ…» τον ικέτεψε αδύναμα, θέλοντας να απολογηθεί και να του εξηγήσει τους λόγους που την είχαν κάνει να του κρύψει την αλήθεια, αλλά πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της ένιωσε το κρύο ατσάλι του σπαθιού του να αγγίζει τον λαιμό της. Σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Η κίνηση έκανε τη μύτη του ξίφους να πιέσει το δέρμα της. Αν έπαιρνε μια βαθιά ανάσα θα κοβόταν.

Το αγόρι που είχε χορέψει και γελάσει μαζί της στη γιορτή είχε εξαφανιστεί. Στη θέση του στεκόταν ένα τελείως διαφορετικό άτομο από εκείνο που πριν από λίγο καθόταν μαζί της και της είχε ανοίξει την καρδιά του για τη μητέρα του. Το πρόσωπο αυτού του αγοριού ήταν μια σκληρή μάσκα, τα μάτια του ψυχρά και κενά από συναίσθημα.

«Συλλαμβάνεσαι για το έγκλημα της χρήσης μαγείας».



Φαίη