Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 17)

Κίρα


Έπαιζε νευρικά με το ζαφείρι που κρεμόταν από τον λαιμό της. Τα δάχτυλά της είχαν μάθει κάθε κόψιμο του πολύτιμου λίθου, κάθε λεία επιφάνεια πάνω στην πέτρα. Είχε επαναλάβει αυτή την κίνηση τόσες φορές τις τελευταίες δυο μέρες, που πλέον δεν καταλάβαινε ότι την έκανε, λες και το μυαλό της έψαχνε υποσυνείδητα κάτι για να συγκεντρωθεί και να μην την αφήσει να καταρρεύσει.

Κοίταξε τον Ντέβαν που καθόταν δίπλα της στο κρεβάτι, πάνω από τις κουβέρτες, κρατώντας μια απόσταση από εκείνη, με την πλάτη του να ακουμπάει πάνω στα μαξιλάρια, αρνούμενος πεισματικά να σκεπαστεί μέσα σε αυτή τη ζέστη. Λίγο αφότου έφτασαν στο παλάτι, είχε συνέρθει και από εκείνη τη στιγμή όλα ήταν μια χαρά. Όχι βήχας. Όχι αίμα. Αν δεν ήταν η επιμονή της Κίρας και της Ναζλί, δε θα καθόταν καν στο κρεβάτι. Οι θεραπευτές του παλατιού δεν μπορούσαν να βρουν τον λόγο που είχε καταρρεύσει. Όλοι συμφωνούσαν ότι ο νεαρός Ντρόγκομιρ έχαιρε άκρας υγείας.

Αλλά κάτι είχε συμβεί. Οι άνθρωποι δεν έβηχαν αίμα χωρίς αιτία.

«Σταμάτα» της είπε, πιάνοντας τα μάτια της καρφωμένα πάνω του. «Έχουν περάσει δυο μερόνυχτα, σταμάτα να με κοιτάς λες και περιμένεις να πέσω νεκρός από στιγμή σε στιγμή!»

Τα λόγια του την έκαναν να αναριγήσει παρά την αποπνικτική ζέστη. «Ήθελα να δω αν είσαι άνετα» δικαιολογήθηκε, αν και ήξερε ότι ήταν γελοίο αυτό που έλεγε, φυσικά και ήταν άνετα. Το στρώμα ήταν πουπουλένιο και το κρεβάτι χωρούσε άνετα τέσσερα άτομα. Ποιος χρειαζόταν τόσο μεγάλο κρεβάτι;

Την πρώτη φορά που είδε το δωμάτιο νόμιζε πως η Ναζλί τους είχε πάει κατά λάθος στα βασιλικά διαμερίσματα. Η αψιδωτή δίφυλλη πόρτα ήταν τόσο μεγάλη λες και ήταν καμωμένη για γίγαντα, το ταβάνι τόσο ψηλό που δε μπορούσες να το αγγίξεις ούτε με λόγχη. Ασημένια φαναράκια κρεμόντουσαν από λεπτεπίλεπτες αλυσίδες ανάμεσα στα εντοιχισμένα ράφια κι ένα τζάκι υπήρχε απέναντι από το κρεβάτι, με δυο πορφυρές βελούδινες πολυθρόνες και ένα στρογγυλό τραπεζάκι με ένα πόδι μπροστά του, αν και η Κίρα αμφέβαλλε ότι είχε ανάψει ποτέ. Χρυσά, ζεστά πορτοκαλί και απαλά καφέ γεωμετρικά μοτίβα στροβιλίζονταν στους τοίχους και στην οροφή κι ο πρωινός ήλιος που έμπαινε από το μπαλκόνι και τα παράθυρα έδινε την εντύπωση πως το δωμάτιο ήταν φτιαγμένο από τις ακτίνες του, τόσο πολύ έλαμπε. Σε έναν υπερυψωμένο χώρο στο βάθος, υπήρχε μια μπανιέρα φτιαγμένη από πλακάκια, που στην πραγματικότητα είχε μέγεθος μικρής λίμνης, γεμάτη καθαρό νερό. Λάβαρα με το οικόσημο των Ράκζαρ, ένας χρυσαετός με ανοιχτά φτερά, στόλιζαν τους τοίχους, βάζα διακοσμημένα με κεραμικά κομματάκια βαμμένα σε έντονο ροζ και γαλάζιο γεμάτα με φρεσκοκομμένα κρίνα, τριαντάφυλλα, γιασεμί και λεβάντα πρόσθεταν πινελιές χρώματος στον χώρο. Πάνω στο πλαίσιο του τζακιού υπήρχαν μικροί ελέφαντες, γαζέλες και λιοντάρια φτιαγμένα από ελεφαντόδοντο ή από φυσητό γυαλί.

«Κίρα» της είπε ο Ντέβαν, μη πιστεύοντας τις δικαιολογίες της. «Μίλα ανοιχτά»

«Ανησυχώ για σένα. Μπορείς να με κατηγορήσεις γι' αυτό;» παραδέχτηκε εκείνη. «Αν οι ρόλοι ήταν αντίστροφοι, τι θα έκανες εσύ;»

«Και τι νομίζεις πως πετυχαίνεις με αυτή τη στάση; Να ανησυχώ κι εγώ για εσένα; Εδώ και δυο μέρες δεν έχεις κοιμηθεί, δεν τρως σχεδόν καθόλου, είσαι κολλημένη μαζί μου σε αυτό το δωμάτιο. Βγες έξω, πήγαινε μια βόλτα στους κήπους. Νομίζεις πως θα έχω μυαλό να φροντίσω το εαυτό μου, αν εσύ πάθεις κάτι;»

«Άσε με να γράψω εκείνο το γράμμα στην Ορόρα» του ζήτησε ξανά. Θα της έλεγε να έρθει στο Νιέζντιελ μαζί με τη Ντεσμέρα. Πόσες μέρες θα της έπαιρνε για να πετάξει μέχρι εκεί με ένα άτομο στην πλάτη της; Οι γιατροί της Ναζλί ήταν καλοί, αλλά δεν είχαν τις ικανότητες μιας πραγματικής Θεραπεύτριας. Η Ντεσμέρα θα ήξερε πως να κάνει καλά τον γιο της.

«Θα την ανησυχήσεις χωρίς λόγο. Είμαι καλά. Ό,τι κι αν ήταν, πέρασε» προσποιήθηκε, επειδή δεν ήθελε να ανησυχήσει την αδελφή του. Έλεγε πως εκείνη ήταν που χρειαζόταν την βοήθεια τους με τον Αίρυς και δεν μπορούσαν να την επιβαρύνουν με περισσότερα προβλήματα, αλλά εδώ και δυο μέρες δεν την είχε αγγίξει ούτε μια φορά. Φοβόταν μήπως την κολλήσει αυτό που τον είχε κάνει να καταρρεύσει. Κι αν ήταν πραγματικά καλά, τότε γιατί δίσταζε να την ακουμπήσει;

Η Κίρα έπιασε πάλι το κολιέ, τα δάχτυλά της ψηλάφησαν ξανά και ξανά τη δροσερή πέτρα. Δεν μπορούσε να πάει μια βόλτα στους κήπους, φοβόταν ότι κάτι θα συνέβαινε όσο έλειπε. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ήθελε να ακούει την ανάσα του κατά τη διάρκεια της νύχτας για να ξέρει πως είναι καλά. Αν τον έχανε, θα πέθαινε και εκείνη. Και δε θα επέτρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί δεν μπορούσαν να αφήσουν τον Ραίγκαρ μόνο του.

Ήθελε να κουλουριαστεί και να κλάψει, αλλά έπρεπε να φανεί δυνατή για χάρη του άντρα της και του παιδιού της. Προσπάθησε να πνίξει όλα τα συναισθήματα που απειλούσαν να βγουν στην επιφάνεια και να ξεχειλίσουν, τη στιγμή που είχε ανάγκη την αγκαλιά του Ντέβαν δεν μπορούσε να την έχει, δεν ήταν η κατάλληλη ώρα γι’ αυτό.

Κοίταξε τον γιο τους που κοιμόταν μέσα στο καλάθι του μαζί με τους δράκους του, ανάμεσα στα πόδια τους. Του άρεσαν πολύ οι πολύχρωμες γυάλινες φιγούρες πάνω στο τζάκι, κάθε φορά που βρισκόταν κοντά στο τζάκι άπλωνε τα στρουμπουλά του χεράκια για να τις πιάσει, αλλά η Κίρα δεν τον άφηνε, φοβόταν μήπως τις σπάσει και κοπεί. Ίσως γι’ αυτό έκλαιγε πάλι κάθε φορά που τον κρατούσε. Ο Ντέβαν δεν τολμούσε να τον κρατήσει για να τον ηρεμήσει, για τον ίδιο λόγο που δεν άγγιζε και την Κίρα. Ευτυχώς που είχαν μαζί τους τη Μελάρα, η ηλικιωμένη τους είχε ακολουθήσει στο παλάτι, ανήσυχη και εκείνη για την υγεία του Ντέβαν, και φρόντιζε το μωρό. Η Κίρα ήταν ευγνώμων για την παρουσία της.

«Το νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά, για αυτό κλαίει», κοίταξε τον Ντέβαν και τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω στα δικά του. Ακούμπησε τα χέρια της στο πρόσωπό του, και ένιωσε μια σουβλιά πόνου μέσα στο στήθος της, όταν ο Ντέβαν πήγε να κάνει πίσω, αλλά δεν τον άφησε.

«Αν σου συμβεί κάτι, θα χάσω το μυαλό μου. Δε μπορείς να μας αφήσεις. Δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις…»

«Τίποτα δεν μπορεί να με πάρει μακριά σας, με ακούς; Κανένας άνθρωπος, αρρώστια, ή δύναμη που κυβερνά τους ουρανούς!» της απάντησε, και η Κίρα ήξερε ότι εννοούσε κάθε λέξη και δεν το έλεγε απλά για να την καθησυχάσει. Το έβλεπε στο βλέμμα του, στην πύρινη αποφασιστικότητα που έκαιγε μέσα στις χρυσές σφαίρες των ματιών του. «Αλλά ακόμα κι αν συνέβαινε κάτι και χανόμουν, πάντα θα βρίσκω τον δρόμο για να γυρίσω κοντά σας»

Η Κίρα άφησε το πρόσωπό του και έπιασε το χέρι του, γέρνοντας πάνω στο στήθος του, και τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν με τα δικά της. Ακόμα κι αν όλοι οι Θεοί συνωμοτούσαν για να του κρύψουν τον δρόμο της επιστροφής, εκείνη θα τον έβρισκε. Θα τον έβρισκε, επειδή η ψυχή της ήταν ενωμένη με τη δική του και δυο άνθρωποι που μοιράζονταν την ίδια ψυχή δεν μπορούσαν να μείνουν χώρια.

Έκλεισε τα μάτια της και για μια στιγμή φαντάστηκε πως όλα ήταν και πάλι καλά, όπως είχε νιώσει τη μέρα που ο Ντέβαν την πήγε στους καταρράκτες. Σαν να ήταν μόνοι τους, προστατευμένοι στον δικό τους, μικρό κόσμο όπου τίποτα κακό δεν μπορούσε να συμβεί. Ήταν ευτυχισμένοι εκεί. Τους αρκούσε να είναι αγκαλιασμένοι στο μπαλκόνι της κάτω από τον έναστρο ουρανό και ο Ντέβαν να προσπαθεί να της μάθει τους αστερισμούς, ή να βλέπουν τον γιο τους να κάνει τα πρώτα του βήματα. Μικρές, απλές στιγμές. που όμως ήταν οι πιο πολύτιμες από όλες.

«Η Αυτής Μεγαλειότης Πριγκίπισσα Ναζλί!» ακούστηκε ξαφνικά, και η Κίρα ανακάθισε και ίσιωσε πρόχειρα τη φούστα του φορέματος της, πριν ανοίξει η πόρτα. Η Ναζλί μπήκε στο δωμάτιο και οι δυο υπηρέτες που κρατούσαν την πόρτα την έκλεισαν πίσω της.

Ήταν εντυπωσιακή όπως πάντα. Το αέρινο λευκό φόρεμα που φορούσε έδενε πίσω από τον λαιμό της, αφήνοντας τους ώμους της γυμνούς, και τόνιζε τη μαυρισμένη επιδερμίδα της. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα ψηλά, εκτός από δυο μπούκλες που πλαισίωναν απαλά το πρόσωπο της. Χρυσά βραχιόλια τυλίγονταν γύρω από τα μπράτσα της και διαμαντένια σκουλαρίκια που άστραφταν στο φως κρεμόντουσαν από τα αυτιά της. Αυτό έκανε την Κίρα να θυμηθεί πόσο ατημέλητη ήταν η δική της εμφάνιση. Τα μαλλιά της ήταν αχτένιστα και πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις, το πρόσωπο της ήταν χλομό από την έλλειψη ύπνου, και το φόρεμα της ήταν τσαλακωμένο.

«Βλέπω πως είσαι καλύτερα. Είμαι πολύ χαρούμενη» κοίταξε η Ναζλί τον Ντέβαν και χαμογέλασε, με εκείνο το χαμόγελο που έκανε ολόκληρο το πρόσωπο της να φωτίζεται.

«Οι θεραπευτές σου με φρόντισαν καλά» της απάντησε ο Ντέβαν με ένα ανάλογο χαμόγελο. Η εύθυμη διάθεση της Ναζλί ήταν μεταδοτική, ίσως γι’ αυτό τη λάτρευαν όλοι.

«Το καλό που τους θέλω» αποκρίθηκε και πλησίασε. Το βλέμμα της σταμάτησε για λίγο πάνω στον Ραίγκαρ που κοιμόταν και πήρε μια έκφραση σαν να ήταν το πιο αξιαγάπητο θέαμα που είχε δει ποτέ στη ζωή της.

«Είπα στους υπηρέτες να στρώσουν χαλιά στον κήπο και να σερβίρουν το γεύμα εκεί. Νομίζω πως ο φρέσκος αέρας θα κάνει καλό σε όλους. Τι λες κι εσύ, Ντέβαν;»

«Το βρίσκω εξαιρετική ιδέα»

«Υπέροχα» είπε και χτύπησε τα χέρια της. «Θα φωνάξω και τους μουσικούς. Το φαγητό είναι πάντα καλύτερο μαζί με μουσική. Αλλά, μέχρι να ετοιμαστεί, θα ήθελα να με συνοδέψεις σε μια σύσκεψη»

«Τι;» έκανε η Κίρα. Πως είχε προκύψει αυτό;

«Δε θα πάρει πολλή ώρα» τους διαβεβαίωσε, σαν να μην ήταν τίποτα σημαντικό. «Θα ανακοινώσουμε στο Συμβούλιο τη συνθήκη που πρόκειται να υπογράψουμε, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, και θα τους δώσουμε μια γενική ιδέα. Έχει άλλο βάρος να τους το ανακοινώσω μόνη μου και άλλο αν τους το πούμε μαζί. Θα έρθουμε να σας βρούμε πριν σερβίρουν τα ορεκτικά»

«Ο Ντέβαν χρειάζεται ξεκούραση» διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα. Πριν από δυο μέρες έβηχε αίμα και τώρα ήθελε να τον σύρει σε μια σύσκεψη; Και ο τρόπος που μιλούσε για την εμπορική συνθήκη, σαν να ήταν κάτι δεδομένο, ενώ ο Ντέβαν δεν της είχε δώσει ακόμα απάντηση, δεν της άρεσε καθόλου...

«Δε θα τον βάλω να σκάψει» αποκρίθηκε η Ναζλί. «Απλά θα κάθεται δίπλα μου σε μια καρέκλα. Σου δίνω τον λόγο της βασιλικής μου τιμής πως δε θα κουραστεί καθόλου».

Μόνο που δεν ήταν ακόμα βασίλισσα, σκέφτηκε φαρμακερά η Κίρα και ετοιμάστηκε να της το πει, αλλά εκείνη τη στιγμή επενέβη ο Ντέβαν.

«Φαντάζομαι πως αν είναι για λίγο...», είπε, προσπαθώντας να εκτονώσει την ένταση ανάμεσα στις δυο γυναίκες, «... δεν υπάρχει πρόβλημα» πρόσθεσε και κοίταξε την Κίρα. «Γιατί δεν πας να βρει τη Μελάρα;» της πρότεινε. «Είμαι σίγουρος ότι θα χαρεί να φάει μαζί μας»

Για χάρη του, η Κίρα δεν έδωσε συνέχεια στο θέμα, παρόλο που δεν είχε τελειώσει με την πριγκίπισσα. Είχε πετύχει αυτό που ήθελε με πλάγιους τρόπους και σχεδόν πάντα αυτό σήμαινε προβλήματα.

Φαίη