Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 18)

Νερίσσα

Η Νερίσσα ύψωσε το βλέμμα της στον ουρανό και κοίταξε με θαυμασμό το ολόγιομο φεγγάρι. Ήταν η μεγαλύτερη, η πιο φωτεινή πανσέληνος που είχε δει στη ζωή της. Τα πάντα φαίνονταν πιο έντονα σε αυτό το μέρος. Το γαλάζιο χρώμα των τριαντάφυλλων ξεχώριζε μέσα στο σκοτάδι και η έντονη, γλυκιά μυρωδιά τους δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανένα άρωμα. Ακόμα και οι γρύλοι και τα υπόλοιπα έντομα που γέμιζαν τη νύχτα με το τραγούδι τους ακούγονταν πιο κεφάτα απόψε.

Μπορεί να ήταν μια συνηθισμένη νύχτα και μόνο εκείνη να τα έβλεπε όλα διαφορετικά επειδή ήταν ενθουσιασμένη που θα ξανάβλεπε τον αδελφό της. Ή ίσως η μαγική ενέργεια που είχε ποτίσει εκείνον τον τόπο έπαιζε παιχνίδια στο μυαλό της. Αυτή η δύναμη είχε προέλθει από αμέτρητους θανάτους. Εκείνη ευθυνόταν για μερικούς και οι συγγενείς της για ακόμη περισσότερους: όπως όταν η Νιλάι είχε προσπαθήσει να θυσιάσει το νεογέννητο γιο του ξαδέλφου της στον βωμό που βρισκόταν τυλιγμένος στις σκιές, μερικά μέτρα πίσω της. Αλλά απόψε, ο ίδιος τόπος θα επέστρεφε μια ζωή αντί να κλέψει.

«Δε μου είχες πει ότι χρειαζόσουν την πανσέληνο» είπε, με τα μάτια καρφωμένα στο φεγγάρι.

Ο Κάσσιαν χρησιμοποιούσε ένα μικρό κλαδί για να χαράξει έναν κύκλο στο χώμα, γύρω από τα οστά του Νάριαν. «Δεν τη χρειάζομαι». Ίσιωσε την πλάτη του και σκούπισε το μέτωπό του με το μανίκι του πουκαμίσου που φορούσε, εξετάζοντας το έργο του. «Αλλά φτιάχνει ωραία ατμόσφαιρα. Ξέρεις, σε περίπτωση που σου έρθει να με φιλήσεις για να με ευχαριστήσεις».

Είχε περάσει ώρες συναρμολογώντας τον σκελετό του Νάριαν τοποθετώντας προσεχτικά κάθε κόκαλο στη θέση του, μουρμουρίζοντας τα ξόρκια του. Αυτή τη φορά η Νερίσσα δεν τον παρότρυνε να βιαστεί παρά την ανυπομονησία που κατέτρωγε τα σωθικά της. Είχαν μόνο μια ευκαιρία και όλα έπρεπε να γίνουν τέλεια. Είχε σταθεί ακίνητη στην άκρη και τον παρακολουθούσε, ενώ από μέσα της προσευχόταν σε όλους τους Θεούς που γνώριζε να αφήσουν το ξόρκι να πετύχει κι ας ήξερε πως οι Θεοί δε θα ήταν σύμφωνοι με τις αποψινές πράξεις τους.

Ο Κάσσιαν πήγε κοντά της. «Δώσε μου το κολιέ».

Όλη αυτή την ώρα η Νερίσσα κρατούσε το κολιέ που είχε πάρει από την Ορόρα στα χέρι της τόσο σφιχτά που οι αρθρώσεις των δαχτύλων της είχαν ασπρίσει, λες και η ζωή της – ή μάλλον, καλύτερα, η ζωή του Νάριαν, πράγματι – εξαρτιόταν από αυτό. Το έδωσε στον Κάσσιαν απελευθερώνοντας την πίεση. Τα διακοσμητικά κλίματα και οι μικροί αμέθυστοι είχαν αφήσει κόκκινα σημάδια στην παλάμη της.

Ο Κάσσιαν το περιεργάστηκε για μια στιγμή, πριν πιάσει γερά το ρουμπίνι που έμοιαζε μαύρο στο σκοτάδι και το ξεκολλήσει από το υπόλοιπο κολιέ. «Αυτό είναι μεγάλο ρουμπίνι» είπε, κοιτάζοντας με θαυμασμό το πετράδι που είχε μέγεθος γροθιάς μωρού μέσα στο χέρι του. «Αν όλοι οι θησαυροί των Ντρόγκομιρ είναι έτσι τότε νομίζω ότι έπρεπε να ζητήσω περισσότερα».

Γονάτισε δίπλα στον σκελετό του Νάριαν και έβαλε το ρουμπίνι στο χώμα, πάνω από το κρανίο του. Έλυσε τα κορδόνια του μανδύα του και σκέπασε τα οστά. Σηκώθηκε και έριξε μια πλάγια ματιά στη Νερίσσα πριν ξεκινήσει το ξόρκι.

Εκείνη γνώριζε όλες τις γλώσσες των μαγισσών από τον πατέρα και τον αδελφό της, αλλά αυτή της ήταν άγνωστη. Οι λέξεις ήταν τραχιές και ο Κάσσιαν έσερνε τις συλλαβές, που ακούγονταν, αν όχι σχεδόν ίδιες, να έχουν μικρές διαφορές διαφορές η μια από την άλλη. Κάτι την έκανε να θέλει να τις ακούσει όλες, να προσπαθήσει να καταλάβει το νόημα τους, ενώ την ίδια στιγμή ένιωθε την παρόρμηση να κλείσει τα αυτιά της ξέροντας πως αυτή ήταν μια γλώσσα που απαγορευόταν να ειπωθεί.

Ένιωθε την ενέργεια σαν στατικό ηλεκτρισμό να αιωρείται στον αέρα γύρω τους και έκανε τις μικρές τριχούλες στα χέρια της να σηκώνονται. Η φωνή του Κάσσιαν έγινε πιο δυνατή και μικρές ρωγμές σχηματίστηκαν μέσα στο ρουμπίνι. Ο μανδύας άρχισε να φουσκώνει και το πετράδι εξερράγη σε μικρά αστραφτερά κομματάκια που αντιλαλούσαν το φεγγαρόφως. Ο Κάσσιαν σώπασε.

Ένα αντρικό χέρι γλίστρησε έξω από τον μανδύα και τράβηξε το ύφασμα από το κεφάλι του. Η Νερίσσα κράτησε την ανάσα της.

Ο Νάριαν ανακάθισε και κοίταξε αποπροσανατολισμένος γύρω του.

Η Νερίσσα δεν κατάλαβε πότε άρχισε να τρέχει, όμως το επόμενο πράγμα που ήξερε ήταν ότι ήταν γονατισμένη στο χώμα και είχε πέσει στην αγκαλιά του αδελφού της με τα δάκρυα να τρέχουν ελεύθερα από τα μάτια της.

«Νερίσσα;» αναφώνησε μπερδεμένος ο Νάριαν και με αργές κινήσεις τύλιξε τα χέρια του γύρω της. «Που είμαστε; Τι συνέβη;»

Η Νερίσσα δεν του απάντησε επειδή έκλαιγε πολύ δυνατά για να αρθρώσει λέξη. Φοβόταν πως αυτό ήταν ένα όνειρο και όταν θα ξυπνούσε ο αδελφός της θα είχε χαθεί και θα ήταν ξανά μόνη.

«Νερίσσα;» επανέλαβε ο Νάριαν, τρίβοντας την πλάτη της για να την ηρεμήσει. Μόλις είχε επιστρέψει από τους νεκρούς και αντί να τον παρηγορεί εκείνη την παρηγορούσε αυτός. Η Νερίσσα άφησε ένα μικρό, πνιχτό γέλιο. «Πού είμαστε;»

Ανάγκασε τον εαυτό της να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία του και σκούπισε τα μάτια της. Το μυαλό της δυσκολευόταν να πιστέψει πως μετά από τόσο καιρό έβλεπε τον αδελφό της. Κι όμως, ο Νάριαν ήταν δίπλα της με σάρκα και οστά. Ζωντανός.

«Στο Δάσος των Ψιθύρων» του απάντησε προσπαθώντας να μην κλάψει ξανά, παρόλο που ήταν δάκρυα χαράς. «Στο Ξέφωτο των Ρόδων».

«Τι κάνουμε εδώ;» τη ρώτησε και αμέσως σύγχυση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. «Ο Κλάους...»

Τα γαλάζια μάτια του άνοιξαν διάπλατα και τα χέρια πήγαν στο ύψος που βρισκόταν το στομάχι του σαν να έψαχνε την πληγή από το μαχαίρι του ξαδέλφου τους.

«Σε σκότωσε» αποκρίθηκε η Νερίσσα και έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να μην κλάψει ξανά. «Ήσουν νεκρός σχεδόν ενάμισι χρόνο».

«Ενάμισι χρόνο; Αυτό δεν...» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αν με σκότωσε πώς γίνεται να βρίσκομαι εδώ; Μα τους Θεούς, Νερίσσα, τι έχεις κάνει;» της είπε και εκείνη διέκρινε την αποδοκιμασία στη φωνή του, που όμως έκρυβε ανησυχία. «Αυτές είναι δυνάμεις με τις οποίες δεν πρέπει να μπλέκεις».

«Έκανα αυτό που έπρεπε για να σώσω την οικογένειά μου». Θα την επέπληττε επειδή τον είχε φέρει πίσω; Ήταν ο μεγάλος της αδελφός, εκείνος που υποτίθεται ότι θα την προστάτευε και δε θα την άφηνε μόνη εξαρχής.

«Βοήθησα κι εγώ σε αυτό» είπε ο Κάσσιαν σηκώνοντας το χέρι του, υπενθυμίζοντας την παρουσία του. Αυτός ο ενοχλητικός ανάγωγος έχει δίκιο, σκέφτηκε έκπληκτη η Νερίσσα. Πράγματι ήθελε να τον φιλήσει για να τον ευχαριστήσει.

«Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε ο Νάριαν, πιο μπερδεμένος από ποτέ.

«Κανένας» είπε η Νερίσσα.

«Κανένας;» σχολίασε δήθεν προσβεβλημένος ο Κάσσιαν που έβγαζε μια αλλαξιά ρούχα από τον σάκο του. «Αν είχα αισθήματα θα με είχες πληγώσει, πριγκίπισσα».

«Σκάσε, Κάσσιαν!» Δεν είχε χρόνο για τις ανοησίες του. Αυτή τη στιγμή έπρεπε να επικεντρωθεί στον αδελφό της. Ίσως όφειλε να του δώσει λίγο χρόνο για να ανασυγκροτηθεί πριν του εξηγήσει τι ακριβώς είχε συμβεί από τη μέρα που πέθανε μέχρι σήμερα.

Στράφηκε σε εκείνον. «Ο Κλάους δεν μπορεί να μας βλάψει πια» τον διαβεβαίωσε, ελπίζοντας ότι αυτό θα τον καθησύχαζε και θα τον έκανε να δει τα πράγματα πιο λογικά. «Εκεί που είναι δεν μπορεί να βλάψει κανέναν».

«Που είναι;»

Στο πιο βαθύ σημείο των Εφτά Κολάσεων, αναλογίστηκε. Χολή ανέβηκε στον λαιμό της. Δε θα σκεφτόταν αυτόν τον προδότη. Ακόμα και η ιδέα του Κλάους ήταν ικανή να δηλητηριάσει μια ευτυχισμένη μέρα.

«Έχουμε πολλά να πούμε. Αλλά όχι εδώ». Κοίταξε τον Κάσσιαν που της έδωσε τα ρούχα. Δεν είχε καμία αμφιβολία ότι θα τη χρέωνε επιπλέον για αυτά. «Θα βρούμε ένα μέρος να μείνουμε και θα σου τα εξηγήσω όλα, στο υπόσχομαι».

Έκανε να σηκωθεί για να τον αφήσει να ντυθεί αλλά ο Νάριαν τη σταμάτησε, πιάνοντάς την από τον καρπό. «Νερίσσα...» Δεν ήξερε αν το συναίσθημα που υπερίσχυε στα μάτια του ήταν η ελπίδα ή ο φόβος. «Ξέρεις πού είναι η Αμερέυ; Ήμασταν μαζί στο σπίτι της όταν εμφανίστηκε ο Κλάους».

Η Νερίσσα ήλπιζε ότι δε θα της έκανε αυτή την ερώτηση.

Η λαβή του Νάριαν έσφιξε περισσότερο γύρω από τον καρπό της αν και η Νερίσσα αμφέβαλλε ότι το έκανε συνειδητά. «Ξέρεις πού είναι;» Την κοίταξε παρακλητικά, σαν να της ζητούσε να μιλήσει και να διαψεύσει αυτό που υποψιαζόταν.

«Λυπάμαι» αποκρίθηκε η Νερίσσα. Δεν είχε γνωρίσει προσωπικά τη μάγισσα ούτε είχε ρωτήσει πολλά για εκείνη. Τώρα μετάνιωνε που δεν το είχε κάνει.

Στο νου της ήρθε ο Ντέβαν και η μέρα που μαζί με τις μάγισσες και τους Ντρόγκομιρ είχαν βαδίσει προς αυτό το ξέφωτο. Το κενό στο βλέμμα και τη φωνή του όταν πίστεψε πως η Κίρα ήταν νεκρή, σαν να προσπαθούσε να σβήσει κάθε συναίσθημα από μέσα του για να προστατευτεί από τον πόνο.

Ο πόνος του Νάριαν ήταν διαφορετικός. Ήταν χαραγμένος σε κάθε γραμμή του προσώπου του και παραμόρφωνε τα χαρακτηριστικά του, σαν να τον μαχαίρωναν ξανά και ξανά. Ήθελε να τον αγκαλιάσει και να τον διαβεβαιώσει ότι όλα θα έφτιαχναν με τον καιρό αλλά τι αξία είχαν τα λόγια για κάποιον που η καρδιά του είχε ραγίσει και μάλιστα με τέτοιο τρόπο;

Ευχήθηκε να ήταν ικανή να διώξει τη θλίψη του αλλά φοβόταν πως αυτό ήταν κάτι που ούτε η μαγεία μπορούσε να διορθώσει.



Φαίη