Storm II (Κεφάλαιο 24)

Η έκθεση στέφθηκε με επιτυχία. Από τους είκοσι πίνακες πουλήθηκαν οι δεκαοκτώ. Το επόμενο πρωί, οι γονείς της Έμιλι επέστρεψαν το μωρό και έμειναν σε ένα κοντινό ξενοδοχείο, καθώς το σπίτι του Μάικλ και της Έμιλι ήταν μικρό. Η Έμιλι είχε ρεπό για το Σαββατοκύριακο, όπως και η Ντέμυ, η οποία θα περνούσε αργότερα από το σπίτι για να δουν μαζί τις κριτικές από τα περιοδικά. Ο Μάικλ είχε φύγει αρκετά νωρίς για τη δουλειά και δεν πρόλαβε να τον δει.

Το μεσημέρι, η Ντέμυ χτύπησε ανυπόμονα το κουδούνι. Μέχρι τις δώδεκα περίμενε ανυπόμονα στο περίπτερο της γειτονιάς της, για να έρθουν όλα τα περιοδικά και οι εφημερίδες με τις κριτικές. Η Έμιλι άνοιξε την πόρτα και βρήκε την Ντέμυ να κρατάει μια γεμάτη σακούλα.

«Μόνο αυτά;» ρώτησε απογοητευμένη.

«Θα ‘θελες! Έχω άλλες δύο τέτοιες σακούλες στο αυτοκίνητο». Η Έμιλι την ακολούθησε μέχρι το αμάξι για να τη βοηθήσει. «Είχα δίκιο όταν σου είπα να κάνουμε την έκθεση την Πέμπτη.Παρασκευή βγαίνουν όλες οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Και έχουμε πολλή δουλειά».

Η Έμιλι έφτιαξε καφέ και κάθισαν στον μεγάλο πάγκο της κουζίνας.

«Από τη χθεσινή έκθεση αποκλείεται να έφυγε κανείς απογοητευμένος. Ο τρόπος που η Έμιλι Τόμσεν βλέπει τον κόσμο σου δίνει την εντύπωση πως ξέρει όλα τα μυστικά του.

Είναι λες και έχει δει κάτι κρυμμένο και θέλει να το μοιραστεί με όλους. Μια εκπληκτική έκθεση συνοδευμένη από μια άψογη οργάνωση με επικεφαλής την Ντέμυ Σόουλς, μια νέα ανερχόμενη ταλαντούχα οργανώτρια εκδηλώσεων που απογείωσε τους μοναδικούς πίνακες της Τόμσεν» διάβασε η Έμιλι εκστασιασμένη.

«Δεν το πιστεύω!» είπε η Ντέμυ ενθουσιασμένη. «Τα καταφέραμε. Θεέ μου, θέλω να ουρλιάξω!»

«Αν ουρλιάξεις, θα ξυπνήσεις το μωρό και αν ξυπνήσεις το μωρό, θα αρχίσει να κλαίει και αν αρχίσει να κλαίει, δε θα διαβάσουμε τις κριτικές από τα υπόλοιπα τριάντα κάτι περιοδικά και εφημερίδες».

«ΟΚ. Θα συμβιβαστώ με ένα παγωτό».

«Το ήξερα! Για αυτό και έχω γεμίσει την κατάψυξη».

«Δόξα τω Θεώ!»

Όταν επιτέλους τελείωσαν με τις κριτικές κάθισαν στον καναπέ και συνέχισαν το παγωτό τους.

«Αύριο έχω άντληση» είπε η Ντέμυ.

«Χμ;» είπε η Έμιλι που είχε χαθεί στις σκέψεις της.

«Λέω… Αύριο έχω άντληση» είπε ξανά η Ντέμυ.

«Πόσες ακόμα συνεδρίες έχετε εσύ και ο Άλεξ;»

«Αύριο είναι η τελευταία. Επιτέλους! Δε θα ξανά χρειαστεί να δούμε τη φάτσα του Γκρεγκ!»

Η Έμιλι με τον Γκρεγκ είχαν κάνε συμφωνία: οι Χαρισματικοί θα έδιναν τις δυνάμεις τους με δόσεις για να μη διατρέξουν κίνδυνο. Ο Μάικλ βέβαια επέμενε να δώσει τις δυνάμεις του μονομιάς. Κόντεψε να πεθάνει. Αυτό ήταν που έκανε την Έμιλι να γυρίσει σε εκείνον. Τρελάθηκε στην ιδέα ότι θα τον έχανε. Μετά την άντληση των δυνάμεών του ήταν αναίσθητος περίπου τρεις εβδομάδες. Δεν έφυγε από δίπλα του ούτε λεπτό. Είχαν περάσει δέκα χρόνια από τότε.

«Δε σου λείπει εκείνη η ζωή;» ρώτησε η Ντέμυ.

«Δεν ξέρω. Μερικές φορές μου λείπουν τα πολύχρωμα μάτια μου. Αλλά μετά θυμάμαι πως έγινα Σκοτεινή και παραλίγο να σκοτώσω τους συμμαθητές μας. Υποθέτω πως ναι… Μου λείπει εκείνη η ζωή. Μετά από αυτό τίποτα δεν είναι το ίδιο».

«Σας έχει ξαναενοχλήσει;»

«Όχι. Αλλά είναι χειρότερο να ζεις μέσα στον φόβο ότι ο τρελός που σε είχε απαγάγει μπορεί να μπει οποιαδήποτε στιγμή στο σπίτι σου και να κλέψει το μωρό σου».

«Δεν πρόκειται να το κάνει αυτό και το ξέρεις».

«Επειδή το υποσχέθηκε δε σημαίνει πως θα το τηρήσει κιόλας. Δεν τον εμπιστεύτηκα και ούτε τώρα θα το κάνω».

«Σε καταλαβαίνω».

«Για αυτό δεν έχετε παντρευτεί ακόμα με τον Άλεξ;»

«Εσύ τι λες;»

«Ντι… Δεν πιστεύω πως θα απαλλαχθούμε ποτέ από τον Γκρεγκ».

«Έχεις δίκιο. Δε θα είμαστε ποτέ ελεύθεροι».

 

***

 

Ο Μάικλ γύρισε το βράδυ στο σπίτι. Βρήκε την Έμιλι ξαπλωμένη στο κρεβάτι να παίζει με την κορούλα τους.

«Ει!» είπε γλυκά ο Μάικλ αφήνοντας στο πάτωμα τον χαρτοφύλακά του. Έβγαλε βιαστικά τα ρούχα του και φόρεσε μια μαύρη φόρμα και ένα γκρι t-shirt. Ξάπλωσε στο κρεβάτι βάζοντας το μωρό στη μέση του κρεβατιού.

«Πώς ήταν η μέρα σου;» τον ρώτησε.

«Κουραστική. Διάβασες τις κριτικές;»

«Ναι».

«Και;»

«Διθυραμβικές».

«Αυτό είναι τέλειο».

«Ναι» είπε η Έμιλι προβληματισμένη.

«Τι συμβαίνει;»

Η Έμιλι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Αύριο τα παιδιά έχουν την τελευταία τους άντληση… Δεν ξέρω… Ανησυχώ. Δεν τον εμπιστεύομαι, Μάικλ… Και αυτό με κάνει να φοβάμαι».

«Όλα θα πάνε καλά».

«Το ελπίζω».

«Θυμάσαι όταν μου είπες ότι είσαι έγκυος;»

«Ναι. Λιποθύμησες».

Ο Μάικλ γέλασε.

«Φυσικά και το πρώτο πράγμα που θα έλεγες είναι αυτό!»

«Αφού αυτή ήταν η πρώτη σου αντίδραση».

«Σου υποσχέθηκα ότι θα κάνω τα πάντα για να κρατήσω εσένα και το μωρό μας ασφαλές. Δε θέλω να αμφιβάλεις ποτέ για αυτό».

«Το ξέρω».

«Είναι τόσο εύθραυστη» είπε χαϊδεύοντας την κοιλίτσα του μωρού που ήταν έτοιμο να κοιμηθεί. «Δε θέλω να ζήσει αυτά που ζήσαμε εμείς».

«Δε θα την κυνηγήσει κάποιος τρελός για να πάρει τις δυνάμεις της».

«Δε μιλούσα μόνο για αυτό. Έζησα μια ζωή κυνηγημένος από τους Σκοτεινούς επειδή ήμουν γιος του Αρχηγού των Φωτεινών. Ο πατέρας μου με εκφόβιζε λέγοντάς μου πως με την παραμικρή κακή πράξη θα γινόμουν Σκοτεινός. Ποτέ δεν ήθελα να με καθορίζει το χρώμα των ματιών μου. Το να ήσουν Φωτεινός, δε σήμαινε πως ήσουν και καλός άνθρωπος».

«Όπως ο πατέρας σου».

«Ακριβώς. Ή εσύ».

«Τι εννοείς;»

«Έγινες Σκοτεινή επειδή έχασες τον έλεγχο. Δεν ήθελες να γίνεις Σκοτεινή. Ποτέ δεν ένιωσες Σκοτεινή».

«Αν πειράξει τους φίλους μας… Θα τον σκοτώσω. Το ορκίζομαι».

 

***

 

Η Έμιλι πηγαινοερχόταν αγχωμένη στο σαλόνι. Έτσι έκανε σε κάθε άντληση των παιδιών. Το τηλέφωνο χτύπησε και η Έμιλι έτρεξε για να το σηκώσει. Η Πένι την έπαιρνε τηλέφωνο κάθε φορά που τελείωνε η άντληση.

«Ναι;» είπε η Έμιλι αγχωμένη.

«Γεια σου, Έμιλι» είπε μια γνωστή φωνή.

Η Έμιλι είχε χρόνια να ακούσει αυτή τη φωνή. Η ανάσα της κόπηκε.

«Όχι» είπε ξέπνοα.

«Και εγώ χαίρομαι που σε ακούω».

«Τι έκανες στους φίλους μου;»

«Χαλάρωσε, Έμιλι. Οι φίλοι σου είναι μια χαρά. Πλέον δεν υπάρχει ίχνος στοιχείου στον οργανισμό τους».

«Και τότε τι θες;»

«Υπάρχει κάτι ή καλύτερα κάποιος που δεν έχει εξεταστεί για το αν είναι Χαρισματικός». Η Έμιλι έμεινε παγωμένη για λίγα δευτερόλεπτα προσπαθώντας να λύσει τον γρίφο του Μάγου. «Έλα τώρα, Έμιλι… Στ’ αλήθεια πίστεψες πως θα απαλλαγείς από εμένα με το να μου δώσεις τις δυνάμεις σου; Κανένας δε μου ξεφεύγει, Έμιλι. Ούτε εσύ, ούτε ο Μάικλ, ούτε οι φίλοι σου... Ούτε η κόρη σου».

Η Έμιλι έριξε το τηλέφωνο στο πάτωμα και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Μπήκε στο δωμάτιο του μωρού. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και το μωρό έλειπε.

«Όχι» φώναξε κατεβαίνοντας τις σκάλες τρέχοντας. Βγήκε από το σπίτι και άρχισε να τρέχει στον δρόμο ακολουθώντας το αυτοκίνητο που βρισκόταν η κόρη της. Το αυτοκίνητο επιτάχυνε.

«Όχι!» φώναξε η Έμιλι προσπαθώντας να το φτάσει.

Τριγύρω της άρχισαν να ξεπετάγονται δέντρα, νερό και φωτιά. Δέντρα τής έκλειναν τον δρόμο και η Έμιλι έκανε ελιγμούς για να τα αποφύγει. Όσο πιο γρήγορα έτρεχε, ο κόσμος γύρω της άρχιζε να σκοτεινιάζει. Ο δρόμος εξαφανίστηκε και μπροστά της εμφανίστηκε μια πόρτα. Η Έμιλι κοίταξε τριγύρω της. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από τη μεγάλη, δίφυλλη λευκή πόρτα. Την έσπρωξε. Βρέθηκε σε έναν τεράστιο διάδρομο με μαρμάρινα πλακάκια. Προχώρησε αργά και σταθερά στον μεγάλο διάδρομο. Παντού υπήρχαν λευκές πόρτες. Τα βήματή της αντηχούσαν δυνατά στο πάτωμα. Από κάπου στο βάθος ερχόταν μια μουσική. Όταν επιτέλους έφτασε στο τέλος του διαδρόμου βρήκε μια πόρτα ανοιχτή. Μπήκε μέσα χωρίς να το σκεφτεί.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Το μοναδικό φως ήταν εκείνο που έμπαινε από την πόρτα. Είδε μια φιγούρα καθισμένη σε μια πολυθρόνα πίσω από ένα γραφείο.

Η Έμιλι πλησίασε καχύποπτα.

«Υποθέτω πως αυτό είναι το παλάτι του μυαλού σου» είπε ο Γκρεγκ.

«Πού είναι; Πού την πήγες;» ρώτησε η Έμιλι εκνευρισμένη.

«Πού είναι ποια;» ρώτησε ο Γκρεγκ.

«Ξέρεις για ποια μιλάω. Απλά πες μου πού είναι η κόρη μου».

«Η κόρη σου;» ρώτησε ο Γκρεγκ γελώντας.

«Τώρα αρχίζω να τα παίρνω. Μίλα, Γκρεγκ».

«Απλά κοίτα το δεξί σου χέρι».

«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε η Έμιλι μπερδεμένη.

«Κοίτα το δεξί σου χέρι, Έμιλι» είπε αυστηρά ο Γκρεγκ. Η Έμιλι σήκωσε το δεξί της χέρι και το κοίταξε. Η βέρα της έλειπε. Σήκωσε το βλέμμα της ξανά προς τον Γκρεγκ. «Νόμιζες πως ήταν αληθινό αυτή τη φορά, έτσι δεν είναι; Είδες αυτό που ήθελες. Αυτό το μέλλον θες. Σε λύγισα!»

«Όχι! Λες ψέματα» είπε η Έμιλι σοκαρισμένη.

«Όχι, Έμιλι. Αυτή είναι η αλήθεια. Τίποτα απ’ όλα αυτά που έζησες είναι αληθινό. Θυμήσου».

 

***

 

Στον χώρο γύρω της άρχισαν να αντηχούν οι αναμνήσεις της από όλα τα οράματα που της είχε δείξει ο Γκρεγκ.

«Θέλω να σε λυγίσω, Έμιλι Τόμσεν. Θέλω να παραιτηθείς».

«Και πώς θα το πετύχεις αυτό;»

«Θα σου δείξω το μέλλον σου. Με οράματα».

«Είσαι αξιολύπητος».

«Έμς;»  

«Χμ;»

«Πώς σε λύγισε; Έμιλι… Ο χρόνος περνά. Τικ τακ! Τικ τακ! Πες μου, Έμιλι… Πώς σε λύγισα;»

«Βρήκα την αδυναμία σου. Το τρωτό σου σημείο. Ο Μάικλ είναι η Αχίλλειος πτέρνα σου. Θα σε λυγίσω».

«Σε παρακαλώ. Μην το κάνεις αυτό».

«Μην ανησυχείς, Έμιλι. Αυτή τη φορά θα τα κάνω όλα σωστά. Αυτή τη φορά θα σε κάνω να δεις αυτό που πραγματικά θες. Θα σου δώσω το μέλλον σου… Με τον Μάικλ».

 

***

 

«Ώρα να ξυπνήσεις, Έμιλι. Η στιγμή της αλήθειας επιτέλους έφτασε!»

«Όχι!»

«Αν δεν ξυπνήσεις τώρα δε θα ξυπνήσεις ποτέ».

«Τότε δε θέλω να ξυπνήσω».

«Θα πεθάνεις, Έμιλι. Πρέπει να ξυπνήσεις» είπε αγχωμένος.

«Δε με νοιάζει. Είμαι ήδη νεκρή».

«Δυστυχώς για εσένα δεν αποφασίζεις εσύ».

«Παλιο…»

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ήταν βουρκωμένη.

Σκούπισε τα μάτια της με το ανάποδο της παλάμης της.

«Λοιπόν;» είπε ανυπόμονα ο Γκρεγκ.

«Τι θες να πω;» ρώτησε η Έμιλι.

«Θέλω να παραδεχτείς πως τα κατάφερα».

«ΟΚ. Τα κατάφερες» είπε ξερά η Έμιλι.

Ο Γκρέγκ γέλασε. «Επιτέλους. Οι δυνάμεις σου θα γίνουν δικές μου!»

«Σχετικά μ’ αυτό… Θα χρειαστώ λίγο χρόνο για να σκεφτώ».

«Ορίστε;» ρώτησε μπερδεμένος.

«Μ’ άκουσες. Θέλω χρόνο για να σκεφτώ».

«Πάρε τον χρόνο σου τότε. Αλλά μη νομίζεις ότι δε θα φροντίσω να επισπεύσεις την απόφασή σου».

Ο Μέισον εμφανίστηκε από το πουθενά και άνοιξε την πόρτα.

«Έμιλι» της ψιθύρισε. Η Έμιλι γύρισε και τον κοίταξε. «Μην το κάνεις» της είπε κλείνοντας την πόρτα.

 

Rene Rafael