Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 22)


Κίρα

«Έχεις χάσει το μυαλό σου και προσπαθείς να τρελάνεις και εμένα;!» φώναζε ο Ντέβαν.

Σίγουρα όλο το παλάτι τους είχε ακούσει, δεν προσπαθούσε καν να ελέγξει τον τόνο της φωνής του. Όχι πως σκόπευε να τον διακόψει για να το επισημάνει. Πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο έξαλλο.

«Ξυπνάω και είσαι εξαφανισμένη. Η Σαφίγια μου λέει ότι πήγες και τη βρήκες στη μέση της νύχτας επειδή δυσκολευόσουν να αναπνεύσεις και πως το πετράδι στο κολιέ σου είναι καταραμένο. Κανείς στο παλάτι δεν μπορούσε να σε βρει. Ξέρεις τι σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου;»

Η Κίρα καθόταν στο κρεβάτι και περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το ξέσπασμα του, κρατώντας τον Ραίγκαρ στην αγκαλιά της. Οι φωνές τον έκαναν να κουνάει νευρικά στην ποδιά της.

«Συγνώμη».

«Δεν θέλω να μου ζητήσεις συγνώμη! Αυτό που θέλω είναι να μη μου κρατάς πράγματα κρυφά. Ξέρεις τι μου δείχνει αυτό; Ότι δεν με εμπιστεύεσαι!»

«Αυτό δεν είναι αλήθεια» αποκρίθηκε γρήγορα. Πώς μπορούσε να λέει κάτι τέτοιο;

«Είναι!»

«Αν δεν σε εμπιστευόμουν δεν θα ήμουν μαζί σου. Δεν θα σε είχα ακολουθήσει στην άλλη άκρη του κόσμου ούτε θα μοιραζόμουν το κρεβάτι μου μαζί σου».

Ο Ντέβαν πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα, σε μια απόπειρα να ελέγξει τον εκνευρισμό του. Η Κίρα ευχήθηκε να ήταν μαζί τους η Ορόρα. Εκείνη θα ήξερε τι να του πει για να τον ηρεμίσει. Η Κίρα μπορούσε να διατηρήσει μια διαφωνία για ώρες αλλά δεν ήξερε πως να δίνει ένα τέλος. Αυτός ήταν συνήθως ο ρόλος του Ντέβαν.

«Ξέρεις, η εμπιστοσύνη δεν είναι μόνο αυτό» της είπε. «Είναι και να μπορείς να βασιστείς πάνω στον άλλο. Υποτίθεται πως ήμαστε μαζί. Είναι δυνατόν να σου κοβόταν η ανάσα και να το μαθαίνω από έναν τρίτο;»

«Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω»

«Δηλαδή ο ρόλος μου περιορίζεται μόνο στις καλές μέρες; Οι δυσκολίες είναι αυτές που δοκιμάζουν μια σχέση και κρίνουν αν αξίζει πραγματικά, αλλά εκείνες τις στιγμές εσύ επιλέγεις να με απομονώσεις. Δεν είσαι μόνη, Κίρα, και αν δεν το έχεις καταλάβει ακόμα αυτό τότε φοβάμαι πως κάτι έχω κάνει λάθος».

Ο πόνος στα μάτια του, η απογοήτευση -όχι για εκείνη, αλλά για τον εαυτό του- ήταν χειρότερη από τις φωνές του. Η πίεση που δεχόταν μια ζωή από τον Αίρυς για να γίνει ο τέλειος υπάκουος γιος, ο τέλειος διάδοχος, ο τέλειος πολεμιστής, του είχε δημιουργήσει βαθιές ανασφάλειες που αν τους δινόταν λίγος χώρος θέριευαν σαν αγριόχορτα και έπνιγαν την ψυχή του. Η Κίρα ήξερε πως αυτή τη στιγμή αμφισβητούσε τον εαυτό του, σκεφτόταν και μετρούσε τα λάθη του, παρόλο που δεν είχε κάνει κανένα.

Χαμήλωσε το βλέμμα της και κοίταξε το μωρό που κρατούσε στην αγκαλιά της. «Φοβήθηκα» παραδέχθηκε ψιθυριστά. Καλύτερα να έριχνε τον εγωισμό της και να το ομολογούσε παρά να τον άφηνε να αυτομαστιγώνεται.

Ο Ντέβαν πήγε προς το μέρος της, μειώνοντας την απόσταση που τους χώριζε. «Τι φοβήθηκες;»

«Ότι δεν θα με πίστευες». Ήταν ανόητο, το ήξερε, αλλά τον αγαπούσε τόσο που προτιμούσε να το βάλει στα πόδια παρά να ρισκάρει να νιώσει την απόρριψη του. Κάτι τέτοιο θα την έκανε κομμάτια.

Γονάτισε μπροστά της και έπιασε απαλά το πιγούνι της για να την κάνει να τον κοιτάξει. «Φυσικά θα σε πίστευα, αλλά πρέπει να μου μιλάς. Μερικές φορές...» Δίστασε, σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να πει τα επόμενα λόγια. «Μερικές φορές νιώθω ότι με βλέπεις ακόμα σαν τον δράκο που ερχόταν στο μπαλκόνι σου, αυτόν που περίμενες πως θα σε παρέδιδε στον Αίρυς».

«Όχι» Τον κοίταξε με γκρίζα μάτια διάπλατα ανοιχτά από τον φόβο. Τόσο κακό του έκανε που άφηνε τον εαυτό του να σκέφτεται αυτά τα πράγματα; Ακούμπησε το ελεύθερο χέρι της στο μάγουλο του, διεκδικώντας την αμέριστη προσοχή του. «Έσωσες τη ζωή μου. Τις έδωσες νόημα. Μη ξανασκεφτείς ποτέ κάτι τέτοιο». Οι ενοχές κουλουριάζονταν μέσα στο στομάχι της σαν φίδια, βαριές σαν πέτρες. «Από 'δω και πέρα δεν θα σου ξανακρύψω τίποτα. Σου υπόσχομαι πως θα σου πω τα πάντα».

«Η Αυτού Μεγαλειώτης Πριγκίπισσα Ναζλί!»

«Θα σου πω τα πάντα, αργότερα» πρόσθεσε. Δεν θα του έλεγε τις υποψίες της για την πριγκίπισσα μπροστά στην πριγκίπισσα.

Οι πόρτες άνοιξαν και η Ναζλί μπήκε μέσα στο δωμάτιο, περιποιημένη και όμορφη όπως πάντα μέσα στο μακρύ, αμάνικο φόρεμα της που είχε το απαλό μοβ χρώμα της λεβάντας. Χρυσές κορδέλες έδεναν ακριβώς κάτω από το στήθος της τονίζοντας το, όμοιες με εκείνες που κρατούσαν ψηλά τα πλούσια μαύρα μαλλιά της.

«Με συγχωρείτε που διακόπτω...» Τη συζήτηση σας; Τον καβγά σας; Σίγουρα τους είχε ακούσει από την άλλη πλευρά της πτέρυγας, πολύ πριν φτάσει έξω από την πόρτα τους, αλλά ήταν πολύ ευγενική για να το αναφέρει οπότε επέλεξε να μην πει τίποτα. «Σκέφτηκα πως θα θέλατε να σας ενημερώσω πως η φρουρά της πόλης βρήκε τη γυναίκα που σας πούλησε το κολιέ» είπε, απευθυνόμενη κυρίως στον Ντέβαν. «Δυστυχώς ήταν νεκρή. Αλλά βρήκαν έναν άντρα που δούλευε μαζί της και τον έφεραν στο παλάτι για να τον ανακρίνουν».

«Πως τη βρήκατε τόσο γρήγορα;» ρώτησε η Κίρα, προσπαθώντας να μην αφήσει την καχυποψία να φανεί στη φωνή της. Ακόμα κι αν οι φρουροί είχαν ξεκινήσει με το πρώτο φως της μέρας θα χρειαζόντουσαν ώρες για να ψάξουν την αγορά. Εκτός κι αν ήξεραν ακριβώς που να ψάξουν. «Εγώ δεν έδωσα καμία περιγραφή στη Σαφίγια ούτε θυμόμουν που ήταν ο πάγκος».

«Ρώτησα τον Ντέβαν» αποκρίθηκε απλά η Ναζλί. «Φαίνεται πως εκείνος έχει καλύτερη μνήμη».

Ο Ντέβαν ίσιωσε την πλάτη του και το πρόσωπο του πήρε μια πιο σκληρή έκφραση. «Σε αυτή τη περίπτωση, θέλω να είμαι παρών στην ανάκριση». Ο ψυχρός, σιδερένιος τόνος του και η επισημότητα στη φωνή του της θύμιζαν τον Αίρυς.

Έδιωξε γρήγορα τη σκέψη από το μυαλό της και τύλιξε προστατευτικά και τα δυο της χέρια γύρω από το μωρό της που έπαιζε με τα κορδόνια στο μπροστινό μέρος του φορέματος της.

«Όπως επιθυμείς» του απάντησε η Ναζλί.

«Θα έρθω κι εγώ» είπε η Κίρα και σηκώθηκε όρθια. Μια ξαφνική ζαλάδα την έκανε να τρεκλίσει και η όραση της θόλωσε για μια στιγμή.

Ο Ντέβαν την έπιασε από τη μέση για να τη σταθεροποιήσει. «Είσαι καλά;»

Ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια της και η όραση της καθάρισε. «Ναι. Μάλλον σηκώθηκα απότομα και ζαλίστηκα λίγο». Ή έφταιγε το ότι κρατούσε το καταραμένο ζαφείρι όλη νύχτα, αλλά δεν μπορούσε να του το πει αυτό αν δεν έμεναν μόνοι τους.

Ο Ντέβαν δεν πείστηκε. «Έλα, πάμε να βρούμε τη Σαφίγια».

«Δεν είναι τίποτα». Ήθελε να ακούσει αυτά που είχε να πει ο συνεργάτης της μάγισσας.

«Μπορείς να διαφωνήσεις όσο θέλεις μαζί μου αλλά δεν πρόκειται να υποχωρήσω σε αυτό» της δήλωσε. Την κοίταξε προκαλώντας τη να διαφωνήσει.

Δεν το έκανε. Μετά το Ξέφωτο των Ρόδων, όταν η Ντεσμέρα τον είχε κάνει να πιστέψει πως ήταν νεκρή για να τον πείσει να την αφήσει και να πάει να βρει τη Νιλάι, ο Ντέβαν δεν έπαιρνε κανένα ρίσκο σε ότι αφορούσε την υγεία της και του μωρού. Ακόμα και ο απλός βήχας ήταν αφορμή για να καλέσει τους θεραπευτές. Όλοι είχαν τα τραύματα τους από εκείνη τη μέρα. Τα δικά της ήταν η υπερπροστατευτικότητα της απέναντι στον Ραίγκαρ. Τα δικά του ήταν ο φόβος πως θα έχανε κάποιον από τους δυο τους.

Τον άφησε να την οδηγήσει προς το αναρρωτήριο. Το χέρι του δεν έφυγε στιγμή από τη μέση της, σαν να περίμενε ότι θα κατέρρεε και ήθελε να είναι έτοιμος να την πιάσει. Ήθελε να του πει ότι δεν ήταν φτιαγμένη από γυαλί και δεν θα έσπαγε, αλλά όσες φορές κι αν το είχε πει αυτό τα λόγια της έπεφταν σε κλειστά αυτιά. Αλλά της άρεσε να νιώθει ότι ήταν πάντα εκεί για εκείνη.

Ίσως έπρεπε να αρχίσει να κάνει το ίδιο και για εκείνον.

Όχι άλλα μυστικά, ορκίστηκε στον εαυτό της. Δεν θα του ξανάδινε λόγο να αμφισβητήσει τη σχέση τους ούτε θα τον κρατούσε σε απόσταση. Αν το έχανε το λάθος θα ήταν αποκλειστικά δικό της και θα μετάνιωνε για αυτό όλη της τη ζωή.

Σταμάτησε μπροστά στις ψηλές, αψιδωτές πόρτες του αναρρωτήριου και έδωσε τον Ραίγκαρ στον Ντέβαν. «Μπορείς να γυρίσεις πίσω τώρα».

«Θα έρθω μαζί σου».

«Ντέβαν Ντρόγκομιρ, σου ορκίζομαι ότι δεν προσπαθώ να σε κρατήσω σε απόσταση αλλά δεν υπάρχει πιθανότητα να επιτρέψω να πλησιάσει το μωρό μου όλους αυτούς τους αρρώστους. Μην ανησυχείς, μπορώ να περπατήσω τα επόμενα είκοσι βήματα μόνη μου»

«Τότε θα πάω τον Ραίγκαρ στη Μελάρα και θα γυρίσω»

«Όχι. Εσύ θα πας στην ανάκριση. Εμάς προσπάθησαν να βλάψουν, ένας από τους δυο μας πρέπει να είναι εκεί». Ακούμπησε τις παλάμες της πάνω στο στήθος του και τον κοίταξε πιο τρυφερά. «Μην ανησυχείς για 'μένα. Υπάρχουν τόσοι θεραπευτές για να με φροντίσουν εδώ. Πήγαινε και σου υπόσχομαι ότι το βράδυ θα μιλήσουμε. Τέλος τα μυστικά»

Ο Ντέβαν ένευσε, απρόθυμα, αλλά έφυγε. Η Κίρα τον παρακολούθησε να χάνεται στον διάδρομο και αναστέναξε σιγανά.

Η μεγάλη, μακρόστενη αίθουσα έδειχνε διαφορετική στο φως της μέρας. Λιγότερο τρομαχτική, οι μακάβριες σκέψεις και η αποπνιχτική αίσθηση του θανάτου εξαφανιζόντουσαν μαζί με τις σκιές. Ο ήλιος αντανακλούσε πάνω στο λευκό μαρμάρινο πάτωμα με τις χρυσές φλέβες δίνοντας την εντύπωση πως έλαμπε με ένα εσωτερικό φως. Τα παράθυρα έβλεπαν προς έναν μικρό κήπο, γεμάτο ψηλά πράσινα δέντρα με περίεργους κορμούς, σαν να είχαν λέπια. Για μια ακόμη φορά, οι τέσσερις γυναικείες μορφές που συγκρατούσαν την οροφή αιχμαλώτισαν το βλέμμα της. Τα στοργικά, καλοσυνάτα πρόσωπα του ήταν στραμμένα προς διαφορετικές κατευθύνσεις σαν να πρόσεχαν διαρκώς όλους τους ασθενείς και τους τραυματίες.

«Εδώ είσαι» είπε η Σαφίγια μόλις την είδε και σηκώθηκε από το γραφείο της. «Άκουσα πως ο νεαρός άρχοντας σε έψαχνε».

«Με βρήκε» αποκρίθηκε απλά. Ο τόνος της δεν ήταν αγενής αλλά ξεκαθάριζε ότι δεν θα έλεγε τίποτα παραπάνω. Ευτυχώς η Σαφίγια το κατάλαβε και δεν συνέχισε.

«Τι μπορώ να κάνω για 'σένα σήμερα, αρχόντισσα Σέλτιγκαρ;»

«Τίποτα, και λυπάμαι που απασχολώ τον χρόνο σου. Ζαλίστηκα λίγο πριν και ο Ντέβαν επέμενε να σε δω. Του εξήγησα πως δεν ήταν τίποτα, αλλά νομίζω ότι θα καθησυχαζόταν αν το άκουγε και από εσένα».

Η Αλχημίστρια συνοφρυώθηκε. «Φοράς ακόμα το κολιέ;»

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Το έβγαλα τη στιγμή που μου είπες πως ήταν καταραμένο». Αν της έλεγε ότι το κρατούσε όλο το βράδυ και ένα μεγάλο μέρος του πρωινού θα έπρεπε να δώσει κι άλλες λεπτομέρειες, αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να το κάνει. Όχι πριν μάθει αν θα προέκυπτε τίποτα χρήσιμο από την ανάκριση και πριν μιλήσει στον Ντέβαν για να αποφασίσουν μαζί ποιους μπορούσαν να εμπιστευτούν και ποιους όχι.

«Αν πράγματι σταμάτησες να το φοράς δεν καταλαβαίνω γιατί εξακολουθείς να νιώθεις αδιάθετη». Η Κίρα μπορούσε να δει τα γρανάζια του μυαλού της να γυρίζουν, να αναλύουν τα συμπτώματα, να ενώνουν τα στοιχεία και να προσπαθούν να φτάσουν σε ένα συμπέρασμα.

«Ίσως δεν έχω τίποτα και το σκεφτόμαστε υπερβολικά» πρότεινε, ελπίζοντας να δώσει ένα τέλος στη συζήτηση. «Ήταν μια απλή ζαλάδα».

«Μήπως έχεις υποψίες πως μπορεί να είσαι έγκυος;»

Μια γνωστή θλίψη έσφιξε την καρδιά της. «Δεν μπορώ να κάνω παιδιά» είπε σιγανά, σαν να ντρεπόταν.

«Μα, αν δεν κάνω λάθος έχεις ήδη έναν γιο».

«Είχα...» ξερόβηξε για να διώξει τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στον λαιμό της. «...δύσκολη γέννα. Μια Θεραπεύτρια μου είπε πως δεν μπορώ να ξανακάνω παιδί».

Μέχρι πρόσφατα είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν θα αποκτούσε ποτέ δικά της παιδιά. Δεν θα έφερνε ένα παιδί στον κόσμο μόνο και μόνο για να θυσιαστεί μια μέρα στο όνομα μιας κατάρας που οι πρόγονοι της είχαν ρίξει πριν από αιώνες στον Οίκο των Ντρόγκομιρ. Άλλωστε, η καρδιά της ανήκε σε έναν άντρα που πίστευε πως ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει.

Όμως όλα άλλαξαν όταν απέκτησε τον γιο της. Αγαπούσε τόσο πολύ τον Ραίγκαρ που ήθελε να δώσει αυτή την αγάπη και σε ένα δεύτερο -ή και ένα τρίτο- παιδί, αλλά η Νιλάι και οι μάγισσες της της είχαν στερήσει αυτή τη δυνατότητα. Ένιωθε τύψεις για τον Ντέβαν. Το όνειρο του ήταν μια μεγάλη οικογένεια και δεν μπορούσε να του τη δώσει.

Ήθελε να φύγει τρέχοντας από εκεί και να πάει στο μωρό της. Μη τολμήσεις να κλάψεις, διέταξε τον εαυτό της. Εστίασε το βλέμμα της πάνω στα αμέτρητα βάζα και τα μπουκαλάκια που καταλάμβαναν τα ράφια στους τοίχους, σε μια προσπάθεια να κρατήσει πίσω τα δάκρυα. Τι έκαναν σε εκείνο το μέρος; Έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι, εκεί που θα μπορούσε να μεγαλώσει το παιδί της με ασφάλεια, ανάμεσα στους ανθρώπους που το αγαπούσαν και θα το προστάτευαν.

«Η γνώμη των Θεραπευτών είναι σεβαστή, φυσικά» είπε η Σαφίγια. «Σοφοί άνθρωποι, αλλά στερούνται φαντασίας. Αντίθετα, εμείς οι Αλχημιστές μπορεί να μην έχουμε την ίδια ισχυρή σύνδεση με τη μαγεία όπως οι υπόλοιπο μάγοι, αλλά μπορούμε να δημιουργήσουμε μερικά πολύ εντυπωσιακά πράγματα» Πήγε στα ράφια και πήρε ένα ψηλόλιγνο μπουκάλι με ένα σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο, υγρό. «Το βλέπεις αυτό; Μια κουταλιά δημιουργεί τόσο ισχυρές παραισθήσεις που η πραγματικότητα και το όνειρο μπλέκονται, το ψέμα γίνεται αλήθεια και ο φίλος γίνεται εχθρός. Μπορείς να ζητήσεις από έναν άντρα να σκοτώσει τον αδελφό του όσο είναι υπό την επίρροια του και θα το κάνει χωρίς να σε αμφισβητήσει».

Το άφησε πίσω στη θέση του και ανέβηκε στη ξύλινη σκάλα για να φτάσει τα ψηλότερα ράφια. «Αυτό εδώ μπορεί να θεραπεύσει οποιαδήποτε πληγή προκληθεί σε μια μάχη». Της έδειξε ένα μικρότερο, πιο πλατύ μπουκάλι. Το κεχριμπαρένιο φίλτρο είχε φτάσει σχεδόν στη μέση. «Οι μεγάλοι στρατηγοί που έχουν την εύνοια του βασιλιά μας δεν φεύγουν ποτέ για εκστρατείες χωρίς αυτό». Κατέβηκε από τη σκάλα και πήγε με γοργά βήματα στο γραφείο της. Η Κίρα μπορούσε να διακρίνει την περηφάνια στα μάτια της καθώς μιλούσε για τα φίλτρα της. Άνοιξε ένα από τα μικρά συρτάρια του γραφείου και έβγαλε έξω ένα μικρό φιαλίδιο, περίπου όσο το μικρό δάχτυλο της Κίρας, με ένα διάφανο υγρό. «Ξέρεις τι είναι αυτό;»

Η κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Είναι ορός της αλήθειας. Τρεις σταγόνες μπορούν να κάνουν ακόμα και τον πιο σκληρό κατάσκοπο να πει όλα τα μυστικά του. Υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες άλλα φίλτρα. Φίλτρα που βελτιώνουν την αντοχή, την όραση, χαρίζουν δύναμη και μακροζωία. Πιστεύω πως μπορώ να φτιάξω κάτι που θα βοηθήσει την κατάσταση σου».

Η Κίρα ήθελε να αρνηθεί την προσφορά της. Δεν ήθελε να δώσει ελπίδες στον εαυτό της που μπορεί να αποδεικνύοντας ψεύτικες, και ειλικρινά, δεν ήταν σίγουρη ότι εμπιστευόταν τη γυναίκα. Αλλά τα γκρίζα μάτια της εστίασαν πάνω στο φιαλίδιο με τον ορό της αλήθειας.

«Αν το κάνεις αυτό θα σου είμαι υπόχρεη μέχρι το τέλος των ημερών μου». Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει λίγο.

«Πολύ καλά». Κάθισε στην καρέκλα της και άφησε το μπουκαλάκι πίσω στο συρτάρι πριν πιάσει μια κενή περγαμηνή. Βούτηξε την πένα της στο μελανοδοχείο και ξεκίνησε να γράφει. «Με συγχωρείς, αρχόντισσα» είπε όταν τελείωσε και σηκώθηκε όρθια. «Πρέπει να δώσω αυτή τη λίστα σε μια από τις βοηθούς για να μου φέρουν τα υλικά από τη μεγάλη αποθήκη. Θα επιστρέψω αμέσως».

Η Κίρα περίμενε να βγει από το δωμάτιο και να κλείσει την πόρτα πίσω της. Χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε στο γραφείο και άνοιξε το συρτάρι. Πήρε τον ορό της αλήθειας και έκρυψε προσεχτικά το μικρό μπουκαλάκι μέσα στο μανίκι της.

Για να δούμε τι μυστικά κρύβεις, Ναζλί Ράκζαρ.


Φαίη