Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 9: Ένα θεραπευτήριο της Ζερκαλίας)

Δύο μέρες κράτησε η διαδρομή τους, καθώς η Γιάννα δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει. Στο τέλος της δεύτερης ημέρας κατέρρευσε, αφήνοντας τον Μιχάλη να ψάχνει μόνος για την πόλη, με το μυαλό του συνέχεια σε εκείνη. Τρέχοντας και κοιτώντας γύρω του, άργησε λίγο να συνειδητοποιήσει πως διέκρινε φώτα μπροστά του.

Συνέχισε, σταματώντας όταν πλέον βρισκόταν μέσα στη μικρή πόλη, με τα βαριά του βήματα να αντιλαλούν στον έρημο δρόμο στον οποίο είχε μόλις φτάσει. Κοίταξε γύρω του λαχανιασμένος προσπαθώντας να εντοπίσει το θεραπευτήριο, αλλά μετά θυμήθηκε πως δεν ήξερε πως ήταν αυτό το κτήριο. Τα ‘βαλε με τον εαυτό του που ξέχασε να ρωτήσει τη Γιάννα.

Κοίταξε τα γύρω κτήρια, διαπιστώνοντας πως ήταν σπίτια, μεγαλύτερα όμως και με καλύτερη εξωτερική εμφάνιση από ότι εκείνα στα δύο χωριά στα οποία είχε βρεθεί τις προηγούμενες μέρες. Ο δρόμος φωτιζόταν από λάμπες πάνω σε κολώνες, που δεν είχαν καλώδια πάνω τους. Δεν άργησε να καταλάβει πάντως πως και αυτή η πόλη έπρεπε να ήταν έρημη, αφού οι περισσότεροι μάλλον βρισκόταν στον πόλεμο.

Ψάχνοντας όσο καλύτερα γινόταν τα κτήρια της πόλης, το βλέμμα του τράβηξε κάτι κόκκινο, που την επόμενη στιγμή διαπίστωσε πως ήταν ένα ψηλό κτήριο. Ξεχώριζε από τα άλλα, λόγω του χρώματός του κυρίως, αφού οι εξωτερικοί τοίχοι του ήταν κόκκινοι, αλλά ήταν και το μεγαλύτερο της περιοχής. Εκείνο που το έκανε όμως ακόμη πιο ξεχωριστό εκείνη τη στιγμή ήταν άλλο: είχε φως.

Χωρίς να χάσει ούτε δευτερόλεπτο, ο Μιχάλης έτρεξε προς τα εκεί, γεμάτος λαχτάρα, να βρει κάποιον να τον βοηθήσει. Μόλις έφτασε μπροστά από την καγκελόπορτα της μεγάλης αυλής του κτηρίου, δεν μπήκε καν στον κόπο να την ανοίξει, αλλά πήδησε από πάνω της για να μπει στην αυλή. Μόλις έφτασε μπροστά από την ξύλινη πόρτα του κτηρίου, πρόσεξε στιγμιαία ένα λευκό σταυρό πάνω από αυτήν. Την επόμενη στιγμή όρμησε κυριολεκτικά με όλη του τη φόρα στην πόρτα, που άνοιξε καθώς τη χτύπησε και εκείνος κατέληξε πεσμένος στο πάτωμα της αίθουσας στην οποία είχε μόλις βρεθεί.

Κοίταξε γύρω του, διαπιστώνοντας πως είχε βρεθεί σε μία μεγάλη αίθουσα. Σε αντίθεση με την εξωτερική απόχρωση, οι τοίχοι μέσα ήταν λευκοί, ενώ υπήρχαν κάποιοι ξύλινοι πάγκοι στη μία πλευρά, με την άλλη να έχει ένα μικρό τοίχο ύψους ενός μέτρου περίπου, που κάλυπτε κυκλικά ένα μικρό χώρο στον οποίο υπήρχαν τρεις απλές καρέκλες σε κόκκινο χρώμα. Μόνο η συγκεκριμένη αίθουσα φωτιζόταν, με τους διαδρόμους γύρω της να είναι σκοτεινοί.

Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα και μετά από λίγο από έναν διάδρομο ξεπρόβαλε μια γυναίκα μέσης ηλικίας με κοντά σγουρά γκρίζα μαλλιά, που φορούσε ένα λευκό ένδυμα, το οποίο ήταν κάτι ανάμεσα σε ιατρική ποδιά και μανδύα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε τρομαγμένη προσπαθώντας να διακρίνει τι είχε προκαλέσει το θόρυβο, μέχρι που αντίκρισε τον Μιχάλη, ο οποίος βρισκόταν ακόμη πεσμένος στο πάτωμα.

«Είναι μεγάλη ανάγκη» άρχισε να λέει καθώς σηκωνόταν. «Πρέπει να βοηθήσετε μια κοπέλα… δεν είναι καλά και λιποθύμησε… είναι έξω από την πόλη».

Η γυναίκα τον κοίταξε παραξενεμένη και μετά έκλεισε τα μάτια της. «Ναι, η βλέπω» είπε μετά από λίγο ξαφνιάζοντάς τον. «Περίμενε εδώ, θα πάω να τη φέρω».

Πριν προλάβει να πει κάτι άλλο, εκείνη είχε ήδη φτάσει στην πόρτα και βγήκε έξω. Την έχασε στη συνέχεια από τα μάτια του. Λίγες στιγμές αργότερα ακούστηκε χλιμίντρισμα αλόγων και αμέσως μετά φάνηκαν στην αυλή δύο λευκά άλογα, που μετέφεραν μια μεγάλη λευκή κλειστή άμαξα. Άρχισαν να κινούνται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει ο Μιχάλης.

Σε ελάχιστο χρόνο από τη στιγμή που χάθηκαν, τα είδε και πάλι να ξεπροβάλλουν από το δρόμο που υπήρχε μπροστά από το θεραπευτήριο, με κατεύθυνση αυτό και με μεγάλη ταχύτητα. Έμεινε έκπληκτος από την άνεση με την οποία σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα στην οποία βρισκόταν και εκείνος, σαν να μην είχαν καθόλου φόρα παρά την ταχύτητά τους. Την επόμενη στιγμή από την πίσω πόρτα της άμαξας βγήκε η γυναίκα κρατώντας τη Γιάννα με τα δυο της χέρια, ενώ εκείνη ήταν λιπόθυμη. Ο Μιχάλης παραμέρισε για να περάσει μέσα στο θεραπευτήριο, ενώ πριν την ακολουθήσει, πρόλαβε να δει τα άλογα να οδηγούν τη λευκή άμαξα κάπου αλλού.

Στη συνέχεια, ακολούθησε την υπεύθυνη του θεραπευτηρίου στο διάδρομο και έπειτα σε μία πόρτα δεξιά. Μια μικρή λάμπα άναψε τότε, φωτίζοντας το δωμάτιο στο οποίο είχαν βρεθεί. Έμοιαζε με δωμάτιο νοσοκομείου, με τέσσερα κρεβάτια φτιαγμένα από σίδερο, ενώ πάνω από τα στρώματά τους υπήρχαν λευκά σεντόνια, ακριβώς όπως στα νοσοκομεία που ήξερε ο Μιχάλης. Δίπλα από κάθε κρεβάτι υπήρχε ένα μικρό ξύλινο κομοδίνο, πάνω στα οποία στεκόταν μια μικρή λάμπα, όπως αυτή που μόλις είχε άναψε.

«Πήγαινε να καθίσεις στον κεντρικό θάλαμο όσο θα την εξετάζω» του είπε η γυναίκα μετά, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του.

Ο Μιχάλης έφυγε μετά από λίγο χωρίς να πει τίποτα. Επέστρεψε στην κεντρική αίθουσα και πήγε και κάθισε σε έναν από τους πάγκους.

Η ώρα περνούσε και υπεύθυνη δε φαινόταν πουθενά. Το μυαλό του έκανε υποθέσεις για τα χειρότερα, ενώ εκείνος απλά χτυπούσε το πόδι του συνεχώς στο μαρμάρινο δάπεδο.

Ξαφνικά, εκείνη εμφανίστηκε από στην αίθουσα βγαίνοντας από τον διάδρομο. Πλησίασε προς το μέρος και μόλις έφτασε μπροστά του, μίλησε:

«Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση, την τελευταία ακριβώς στιγμή τη βρήκα. Μπορώ όμως να πω ότι σε λίγο καιρό θα γίνει καλά».

Τα τελευταία της λόγια ανακούφισαν τον Μιχάλη, που ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του και όλο του το σώμα πια να χαλαρώνει.

«Οι πληγές της ήταν πολύ άσχημες» συνέχισε εκείνη. «Ξέρεις πώς έγιναν;»

Ο Μιχάλης την κοίταξε για λίγο σκεφτικός. Δεν ήταν σίγουρος αν θα έπρεπε να της μιλήσει, αλλά μετά σκέφτηκε πως για να μπορέσει να τη θεραπεύσει, έπρεπε να ξέρει ακριβώς τι συνέβη. Της εξήγησε όσα ήξερε και όσα συν έβησαν.

«Καλά το κατάλαβα, το μαστίγιο των Ραζέρκα προκάλεσε αυτές τις πληγές» διαπίστωσε εκείνη. «Μετά όμως πώς βρεθήκατε εδώ;»

«Δραπετεύσαμε».

«Ήσασταν τυχεροί. Και αφού τώρα είστε αφύλαχτοι θα σας κρατήσω εδώ μέχρι να γίνει καλά το κορίτσι και μετά θα σας πάω σε ένα καλό μέρος για να κρυφτείτε. Τουλάχιστον μέχρι να μπορέσετε να επικοινωνήσετε με τους δικούς σας».

«Ευχαριστούμε, αλλά εγώ δεν μπορώ να μείνω» αρνήθηκε οΜιχάλης, «πρέπει να πάω στο πεδίο της μάχης».

Η γυναίκα του χαμογέλασε μόλις άκουσε αυτό που της είπε. «Μπορεί να έχεις αρκετό πάθος, αλλά είσαι πολύ μικρός».

«Υπάρχει ειδικός λόγος» επέμεινε εκείνος.

«Ακόμη και να είσαι εξαιρετικά ταλαντούχος, δε νομίζω να επέτρεψαν σε κάποιον στην ηλικία σου να πάρει μέρος στον πόλεμο. Σίγουρα όχι οι υπερασπιστές του βασιλιά».

«Μα δεν πάω εκεί για να πολεμήσω. Για άλλο λόγο, πολύ σοβαρό».

Εκείνη τον κοίταξε με δυσπιστία.

«Μπορώ να μάθω ποιος είναι αυτός ο λόγος;»

«Μεταφέρω μια πληροφορία» της απάντησε, αφού κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει από τις ερωτήσεις της.

Έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο, σαν να τον εξέταζε. «Ποτέ δεν ξέρεις. Σε πόλεμο είμαστε άλλωστε» σχολίασε μετά, σαν να μιλούσε περισσότερο στον εαυτό της. «Χρειάζεσαι να πλυθείς και να ξεκουραστείς» πρόσθεσε μετά, «ακολούθησέ με».

Πήγαν μέχρι ένα μικρότερο δωμάτιο από εκείνο που άφησε τη Γιάννα.

«Θα κοιμηθείς εδώ σήμερα. Θα έρθω αύριο να σε ξυπνήσω για να δούμε τι θα κάνουμε μετά».

Μετά η γυναίκα έφυγε από το δωμάτιο αφήνοντας τον Μιχάλη μόνο του εκεί μέσα. Μόλις έκανε μπάνιο, συνειδητοποίησε πως είχε να πλυθεί από την ώρα που βρέθηκε σε εκείνη τη χώρα και ένιωσε καλύτερα τώρα που ήταν καθαρός ξανά, μετά από τόσο καιρό στην έρημο. Σκουπίστηκε με τις πολύ μαλακές πετσέτες που υπήρχαν εκεί, ενώ μετά διαπίστωσε έκπληκτος πως τα ρούχα του είχαν εξαφανιστεί και νέα ρούχα βρισκόταν στη θέση τους, διπλωμένα και πάνω στο καπάκι του καλαθιού που υπήρχε στο μπάνιο.

Ήταν διαφορετικά από εκείνα που είχε συνηθίσει να φοράει, δηλαδή ένα εσώρουχο παλαιότερης εποχής, μία μπλούζα που έμοιαζε με πουκάμισο από δέρμα χωρίς μανίκια, ενώ το παντελόνι ήταν καστανό και μάλλον από βαμβάκι.

Βγαίνοντας από το μπάνιο, βρήκε πάνω στο κρεβάτι ένα δίσκο, με λίγο ψωμί και ένα πιάτο με πράσινα λαχανικά βρασμένα. Έκατσε στο κρεβάτι και έφαγε το νόστιμο γεύμα του, αν και δεν περίμενε ότι θα του άρεσε τόσο πολύ. Μετά περίμενε να χωνέψει το φαγητό, σκεπτόμενος όλα όσα είχαν συμβεί αλλά και το γεγονός πως του έλειπαν οι γονείς και οι φίλοι του. Πότε θα τους έβλεπε ξανά άραγε; Με αυτή την απορία αποκοιμήθηκε.



Παναγιώτης Βάβαλος