Storm II (Κεφάλαιο 26)

Η Έμιλι ξάπλωσε στο χειρουργικό κρεβάτι και ο Γκρεγκ έδεσε τα χέρια και τα πόδια της.

«Χαλάρωσε, αλλιώς δε θα μπορέσω να αντλήσω τις δυνάμεις σου. Θέλω να είσαι ήρεμη. Εντάξει;» Η Έμιλι συμφώνησε και προσπάθησε να κάνει ό,τι της είχε ζητήσει. Ο Γκρεγκ έβαλε τα χέρια του στο κεφάλι της ασφαλίζοντάς το. «Υπάρχει κάτι που θες να μεταφέρω σε κάποιον σε περίπτωση που δεν τα καταφέρεις;»

«Όχι» είπε η Έμιλι. «Ό,τι έχω να πω θα το πω μόλις τελειώσω από εδώ».

***

Ο Μάικλ πηγαινοερχόταν αγχωμένος ανάμεσα στο αυτοκίνητό του και αυτό του Άλεξ.

«Μάικ, μπορείς να σταματήσεις να πηγαινοέρχεσαι; Με αγχώνεις».

«Ναι, λες και δεν ήσουν ήδη». Οι Ομοσπονδιακοί είχαν στείλει τέσσερα Χαρισματικούς πράκτορές τους και όλα ήταν έτοιμα. Ο Τζορτζ Τόμσεν πλησίασε τα παιδιά.

«Είμαστε έτοιμοι».

***


«Έτοιμη;» ρώτησε ο Γκρεγκ.

«Ναι» απάντησε η Έμιλι αποφασισμένη. Ο Γκρεγκ άρχισε να ψέλνει άγνωστες λέξεις. Το κεφάλι της άρχισε να γυρίζει και όλα γύρω της θόλωσαν. Ο Γκρεγκ ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την άντληση, αλλά ένας δυνατός θόρυβος διέκοψε τη διαδικασία.


«FBI! Ανοίξτε την πόρτα».

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Έμιλι ζαλισμένη. Ο Μέισον μπήκε μέσα φοβισμένος.

«Πρέπει να φύγουμε. Οι Ομοσπονδιακοί είναι εδώ».

«Όχι! Δεν έχω τελειώσει ακόμα» είπε ο Γκρεγκ ταραγμένος.

«Γκρεγκ, πρέπει να φύγουμε τώρα, αλλιώς θα μας πιάσουν» του φώναξε. Ο Γκρεγκ κοίταξε την Έμιλι έξαλλος.

«Ξέχνα τη συμφωνία μας, Έμιλι Τόμσεν. Ετοιμάσου να τα χάσεις όλα!» της είπε και έφυγε. «Ρέιμαν!» φώναξε από το βάθος ενώ απομακρυνόταν. Ο Μέισον κοίταξε τον Μάγο να χάνεται. Δε θα έφευγε μαζί του. Καταπιάστηκε για να λύσει την Έμιλι.

«Μέισον… τι κάνεις; Φύγε» του είπε η Έμιλι ζαλισμένη.

«Δεν πρόκειται να ακολουθήσω αυτόν τον τρελό. Επιτέλους μετά από τόσο καιρό κάτω από την επήρειά του κάνω αυτό που θέλω. Κάνω το σωστό».

«Θα σε πιάσουν».

«Δε με νοιάζει».

Η πόρτα πίσω τους έσπασε και μέσα μπήκαν οι Ομοσπονδιακοί.

«FBI. Σήκωσε τα χέρια σου ψηλά στον αέρα και μην κουνιέσαι. Επαναλαμβάνω τα χέρια στον αέρα και μην κουνιέσαι». Ο Μέισον σήκωσε τα χέρια του και του πέρασαν χειροπέδες. Ο Φίλιπ σήκωσε την Έμιλι από το χειρουργικό κρεβάτι.

«Όλα είναι καλά, νεαρή μου. Είσαι ασφαλής» της είπε.



***



«Εμς!» φώναξε η Ντέμυ τρέχοντας προς το μέρος της. Η Έμιλι σταμάτησε και γύρισε για να την κοιτάξει.

«Τα κατάφεραν. Τα παιδιά τα κατάφεραν. Είμαστε σώοι» είπε η Ντέμυ ενθουσιασμένη. Η Έμιλι χαμογέλασε αδύναμα.

«Ναι. Πήγαινε. Είμαι σίγουρη ότι ο Άλεξ είναι έξω και σε περιμένει».

Η Ντέμυ έτρεξε και βγήκε έξω. Άρχισε να βρέχει αλλά δεν την ένοιαζε. Το μοναδικό πράγμα που ήθελε να κάνει ήταν να δει τον Άλεξ. Πέρασε ανάμεσα από τους Χαρισματικούς που είχαν βρει τους δικούς τους.

«Ντέμυ!» φώναξε ο Άλεξ μέσα στο πλήθος. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, γεμάτη αγωνία. «Ντέμυ» ξαναφώναξε. Μέσα στη δυνατή βροχή και τον πανικό που επικρατούσε δεν πρόσεξε πως η Ντέμυ βρισκόταν είκοσι μέτρα μπροστά του. Η ανάσα του κόπηκε. Τι έπρεπε να κάνει; Ήξερε τι ήθελε να κάνει, αλλά δεν ήξερε αν η Ντέμυ ένιωθε το ίδιο με εκείνον. Η Ντέμυ άρχισε να τον πλησιάζει αργά. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τον ξαναέβλεπε.

«Άλεξ» του είπε ξέπνοα.

«Σε πείραξε;» τη ρώτησε.

«Όχι».

«Τέλεια» είπε αμήχανα. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί. «Ντι…»

«Ναι;» τον διέκοψε αγχωμένη.

«Θέλω να σου πω κάτι».

«ΟΚ».

«Εγώ…» Έχασε την ψυχραιμία του. «Στον διάολο. Καλύτερες οι πράξεις από τα λόγια» είπε αρπάζοντάς την και φιλώντας την.

«Δεν ξέρεις πόσο καιρό περίμενα να το κάνεις αυτό» είπε η Ντέμυ ξέπνοα.

«Ντέμυ Σόουλς… Είμαι ερωτευμένος μαζί σου».



***





Η Έμιλι καθόταν και κοιτούσε το χειρουργικό κρεβάτι. Όλα χάθηκαν.

«Δεσποινίς Τόμσεν…» είπε ο Φίλιπ. «Πρέπει να βγείτε έξω για να μπορέσουμε να ερευνήσουμε τον χώρο».

«Εντάξει» είπε άτονα η Έμιλι και προχώρησε. Κοντοστάθηκε στην πόρτα και κοίταξε πίσω της. Όλα είχαν τελειώσει. Βγήκε έξω και άφησε τη δυνατή βροχή να ποτίσει το δέρμα της. Ήθελε να εγκαταλείψει. Ήθελε να παραιτηθεί. Πέρασε δίπλα από ανθρώπους που για εκείνη δεν είχαν πρόσωπα. Για εκείνη τίποτα δεν είχε πλέον νόημα. Προχωρούσε χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Δεν άκουγε τίποτα. Το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να δώσει τις δυνάμεις της στον Γκρεγκ πιο νωρίς. Πριν σκοτώσει την Κέιτ για να την πείσει. Πριν οι Ομοσπονδιακοί μπουκάρουν και χάσει τη μοναδική της ευκαιρία να απαλλαγεί από αυτή τη ζωή.

«Έμιλι» είπε αχνά μια φωνή. Την ήξερε αυτή τη φωνή. Την είχε ακούσει πρόσφατα. Όχι πραγματικά. Αυτή τη φωνή την είχε ακούσει σε κάποιο όραμα. «Έμιλι» είπε πάλι η φωνή δυνατά. Ήταν ο Μάικλ! Ποτέ δε θα ξεχνούσε τη φωνή του. Τον προσπέρασε και συνέχισε να προχωρά. Δεν ήθελε να του μιλήσει. Το μοναδικό πράγμα που ήθελε ήταν να φύγει από αυτό το μέρος. «Έμιλι, περίμενε!» φώναξε ο Μάικλ απεγνωσμένα.

Η Έμιλι σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει.

«Δεν μπορώ… Απλά δεν μπορώ. Μου έδωσες μια υπόσχεση… Και δεν την τήρησες».

«Τι εννοείς;»

«Ξέχνα το. Απλά… Άσε με μόνη… Θέλω να μείνω μόνη» του απάντησε αδύναμα και έφυγε. Θα γύριζε με τα πόδια. Δεν την ένοιαζε πόσο θα της έπαιρνε να φτάσει στο σπίτι.

«Έμιλι;» φώναξε ο πατέρας της. Η Έμιλι έτρεξε προς το μέρος του και εκείνος την τύλιξε στην αγκαλιά του. «Όλα είναι εντάξει. Είσαι καλά. Είσαι ασφαλής. Σώπα». Ο πατέρας της έβγαλε το σακάκι του και το πέρασε στους ώμους της Έμιλι. «Έλα, Εμς. Πάμε σπίτι».

Rene Rafael