Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 20)

Νερίσσα


Το δεύτερο βράδυ είχαν βρει ένα πανδοχείο για να διανυκτερεύσουν. Η Νερίσσα αμφέβαλλε ότι η διάθεση του αδελφού της θα βελτιωνόταν αν εξακολουθούσε να κοιμάται πάνω στο κρύο χώμα. Όχι πως ο Νάριαν είχε παραπονεθεί. Ήταν σιωπηλός και αυτό την τρόμαζε.

Ο Νάριαν ήταν το είδος του ανθρώπου που πάντα προσπαθούσε να σπάσει τον πάγο και να ζεστάνει την ατμόσφαιρα. Υπό κανονικές συνθήκες θα ρωτούσε τον Κάσσιαν για τη ζωή του και για τη Σύναξή του ή θα επιδείκνυε τις γνώσεις του κάνοντας παρατηρήσεις για το Ξέφωτο των Ρόδων και την ιστορία του, για τον πόλεμο ανάμεσα στις Συνάξεις και τη μάχη που είχε γίνει εκεί πριν από αιώνες, κερδίζοντας εκνευρισμένες ματιές από τη Νερίσσα.

Αλλά αυτές δεν ήταν κανονικές συνθήκες. Ο τσακισμένος άντρας που περπατούσε δίπλα τους δε θύμιζε σε τίποτα εκείνον τον Νάριαν. Μιλούσε μόνο όταν του απηύθυναν τον λόγο και οι απαντήσεις του ήταν συνήθως μονολεκτικές. Οι ώμοι του ήταν σκυφτοί λες και όλο το βάρος του κόσμου τον είχε συνθλίψει. Όλα τα χρόνια που είχε ζήσει με τους Ντρόγκομιρ, όλη η σκληρότητα και η περιφρόνησή τους δεν τον είχαν λυγίσει και το είχε κάνει ο θάνατος μιας μάγισσας.

Δεν το περίμενε ότι ο θάνατός της θα του στοίχιζε τόσο. Γνώριζε για τη σχέση του με τη μάγισσα, μια σχέση που κρατούσε αρκετούς μήνες αλλά πίστευε πως ήταν μια απλή περιπέτεια του αδελφού της χωρίς πραγματική σημασία. Ευχήθηκε να είχε μπροστά της τον Κλάους για να τον σκοτώσει ξανά. Ακόμα και μέσα από τον τάφο είχε την δύναμη να πονέσει τον Νάριαν, λες και δεν είχε κάνει αρκετό κακό όσο ζούσε.

Η καρδιά της πονούσε για τον αδελφό της. Δεν τον είχε ξαναδεί έτσι, ούτε καν όταν είχαν χάσει τη μητέρα τους. Θυμήθηκε τη μέρα που την έθαψαν στις κρύπτες, πώς είχε σταθεί δίπλα της και της κρατούσε το χέρι όσο εκείνη έκλαιγε. Είχαν χάσει τον πατέρα τους λίγους μήνες πριν και τώρα ήταν αναγκασμένοι να μείνουν με τον Άρχοντα Αΐρυς και τον θείο Γκρέγκορ, που ήταν στην καλύτερη περίπτωση αδιάφοροι και με τον Κλάους, τον Κάσρελ και τον Έντγκαρ, που δεν έχαναν ευκαιρία για να εξευτελίζουν τον Νάριαν. Η Νερίσσα είχε νιώσει πως είχε έρθει το τέλος του κόσμου. Ο Νάριαν δεν είχε κλάψει. Ο ένας από τους δυο τους έπρεπε να μείνει δυνατός για να στηρίξει τον άλλον και, αφού αυτός ήταν ο μεγαλύτερος, το βάρος έπεφτε σε εκείνον.

«Θα συνέλθω» της είχε υποσχεθεί και είχε χαμογελάσει, αν και το χαμόγελο δεν έφτανε στα μάτια του. Ακόμα και τώρα προσπαθούσε να την προφυλάξει.

Γύρισε πλευρό και τον κοίταξε. Το κρεβάτι του ήταν απέναντι από το δικό της. Το πανδοχείο δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο και σε καμία περίπτωση δε συγκρινόταν με τις ανέσεις με τις οποίες είχαν μεγαλώσει, αλλά ήταν σχετικά καθαρό, δεν είχε ψύλλους και η γυναίκα που τους είχε δώσει τα δωμάτιά τους είχε ρωτήσει αν ήθελαν ζεστό νερό για να πλυθούν. Δεν παραπονιόταν. Τους τελευταίους μήνες είχε κοιμηθεί σε πολύ χειρότερα μέρη, οπότε αυτή ήταν μια ευχάριστη αλλαγή.

Η πλάτη του Νάριαν ήταν γυρισμένη προς το μέρος της. Εδώ και ώρα δεν είχε μιλήσει ούτε είχε κουνηθεί αλλά η Νερίσσα ήξερε πως δεν κοιμόταν.

Μπορεί να ήταν εγωίστρια ή δειλή αλλά δεν άντεχε άλλο αυτή την ατμόσφαιρα. Την πλάκωνε σαν να υπήρχε μια πέτρα πάνω στο στήθος της. Χρειαζόταν λίγο χώρο. Πέταξε στην άκρη τα σκεπάσματα και σηκώθηκε. «Θα γυρίσω σε λίγο» είπε σιγανά αλλά δεν πήρε απάντηση.

Ένιωθε απαίσια που τον άφηνε μόνο. Θα έπρεπε να είναι δίπλα του και να τον βοηθάει να σταθεί ξανά στα πόδια του αλλά δεν ήξερε πώς.

Για πρώτη φορά, αναρωτήθηκε αν είχε κάνει λάθος που τον είχε φέρει πίσω.

Άνοιξε την πόρτα του δωματίου και βγήκε στον διάδρομο. Το κρύο περνούσε από το ξύλινο πάτωμα στα γυμνά της πέλματα. Ο διάδρομος ήταν άδειος και σκοτεινός, τα λιωμένα κεριά που ήταν στερεωμένα σε σιδερένιες βάσεις των τοίχων είχαν σβήσει από ώρα. Οι γαλάζιες ίριδες των ματιών της χωρίστηκαν στα δύο από μια μαύρη κάθετη κόρη. Οι δράκοι δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν χρώματα, εκτός αν ήταν έντονα κόκκινα, αλλά η όραση τους ήταν άψογη στο σκοτάδι. Μπορούσε να διακρίνει ακόμα και τα σημεία όπου ενώνονταν οι σανίδες του πατώματος.

Το δωμάτιο του Κάσσιαν ήταν τρεις πόρτες στα δεξιά από το δικό της και του Νάριαν. Θα προτιμούσε να ήταν δίπλα τους αλλά η πανδοχέας δεν είχε κάτι πιο κοντινό, αφού όλα ήταν κατειλημμένα. Είχε ζητήσει – δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί τη λέξη παρακαλέσει αν και ουσιαστικά αυτό είχε κάνει – από τον μάγο να μείνει μαζί τους λίγες μέρες ακόμα. Με την τωρινή κατάσταση του αδελφού της ίσως να χρειαζόταν βοήθεια. Το περίεργο ήταν ότι δεν της είχε πει αν θα τη χρέωνε επιπλέον για αυτό.

Έπιασε το πόμολο και άνοιξε την πόρτα του δωματίου του. Έπρεπε να σταματήσει αυτή τη συνήθεια ανοίγω-την-πόρτα-και-μπαίνω-χωρίς-να-χτυπήσω επειδή ήταν η δεύτερη φορά που βρισκόταν μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα.

Το παχύ κερί πάνω στο κομοδίνο ήταν σβηστό αλλά ο Κάσσιαν ήταν ξύπνιος. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, με τα χέρια κάτω από το κεφάλι του και το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι. Χωρίς πουκάμισο.

«Δεν έχεις ίχνος ευπρέπειας;» τον ρώτησε.

«Είπε η γυναίκα που μπήκε στο δωμάτιό μου στη μέση της νύχτας φορώντας μόνο το νυχτικό της».

Κοίταξε ασυναίσθητα προς τα κάτω. Σε αυτό είχε δίκιο.

«Δεν μπορείς να κοιμηθείς;» τη ρώτησε.

Γιατί είχε πάει στο δωμάτιο του; «Συγνώμη που σε ενόχλησα» είπε, νιώθοντας ξαφνική αμηχανία. Έπιασε το πόμολο της πόρτας έτοιμη να την ανοίξει και να φύγει. «Δεν ξέρω γιατί ήρθα εδώ. Συγνώμη».

«Νερίσσα» της είπε πριν προλάβει να ανοίξει την πόρτα. Το όνομαά της ακουγόταν περίεργο όταν το έλεγε εκείνος. Όχι άσχημο, αλλά διαφορετικό. Συνήθως τη φώναζε πριγκίπισσα. Ανακάθισε και χτύπησε με το χέρι του το στρώμα δίπλα του. «Έλα εδώ».

Δεν υπήρχε πιθανότητα να καθίσει δίπλα του ενώ ήταν ημίγυμνος. «Έχω αφήσει τον Νάριαν μόνο του» δικαιολογήθηκε.

«Δεν θα πάει πουθενά». Βλέποντας πως αυτό το επιχείρημα δεν την έπεισε πρόσθεσε: «Δεν είναι κακό να θες να μιλήσεις σε κάποιον».

Η Νερίσσα γύρισε να για να τον αντικρίσει και το χέρι της γλίστρησε από το πόμολο. «Δεν έχω ανάγκη να μιλήσω σε κανέναν. Τα προβλήματά μου τα αντιμετωπίζω μόνη μου».

«Το να θέλεις να μιλήσεις σε κάποιον για αυτό που σε προβληματίζει δε σε κάνει αδύναμη. Είναι ανθρώπινο. Μην ετοιμάζεσαι να μου πάρεις το κεφάλι επειδή είμαι κύριος και θέλω να δώσω μια φιλική συμβουλή σε μια προβληματισμένη, άυπνη δεσποινίδα. Ανέφερα πως είμαι και πολύ καλός ακροατής; Στις γυναίκες αρέσει ένας άντρας που είναι πρόθυμος να τις ακούσει».

Η Νερίσσα στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια της αλλά πήγε και κάθισε δίπλα του, φροντίζοντας να αφήσει απόσταση ανάμεσα τους. Ανάθεμα, γιατί έπρεπε να έχει ωραίο σώμα; Λεπτό αλλά μυώδες. Της αποσπούσε την προσοχή και αυτό την ενοχλούσε.

«Εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;» Δεν ήθελε να μιλήσει για τον εαυτό της, οπότε το να στρέψει τη συζήτηση πάνω του της φάνηκε καλή ιδέα.

«Ένταση» αποκρίθηκε. «Έκανα ένα ξόρκι που οι περισσότεροι δεν τολμούν καν να φανταστούν. Κάτι τέτοιο σε επηρεάζει. Σειρά σου τώρα;»

«Πού θα πας μετά από 'δω; Έχεις κάποιο συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό σου ή θα ακολουθήσεις το άγνωστο και όπου σε βγάλει;»

''Μην υπεκφεύγεις, πριγκίπισσα''.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και ρουθούνισε. Στην πραγματικότητα, κατά έναν περίεργο τρόπο ένιωθε τον νεαρό μάγο σαν έναν από τους πιο κοντινούς της ανθρώπους κι ας τον ήξερε ελάχιστα. Κάτι που ήταν θλιβερό, αφού της έδειχνε πόσο μόνη ήταν.

«Πιστεύεις πως έκανα λάθος;»

Δεν χρειαζόταν να του εξηγήσει τι εννοούσε. «Εσύ πιστεύεις πως έκανες λάθος;»

«Δεν ξέρω. Ίσως». Ακούμπησε τους αγκώνες της στα γόνατα και έγειρε κουρασμένα την πλάτη της προς τα μπρος.

Είχε ρωτήσει τον Νάριαν πως ήταν η άλλη πλευρά, μια από εκείνες τις λίγες στιγμές που ήταν πρόθυμος να μιλήσει. «Δεν είμαι σίγουρος» της είχε απαντήσει. «Είναι περίεργο, λες και όλα ήταν ένα όνειρο και όσο περνούσε η ώρα οι λεπτομέρειες ξεθώριαζαν από τη μνήμη μου. Θυμάμαι πως ήταν σκοτεινά και ήμουν μόνος, νομίζω... Μημ παίρνεις αυτή την έκφραση, Νερίσσα. Δε φοβόμουν. Αλήθεια. Ήταν σαν να ήξερα ότι τίποτα κακό δε θα συνέβαινε σε εκείνο το μέρος».

Ίσως θα ήταν καλύτερα να τον είχε αφήσει εκεί.

«Νιώθω υπεύθυνη για τον πόνο του» παραδέχθηκε.

«Δεν φταις εσύ» της είπε και ακούμπησε το χέρι του στην πλάτη της σε μια παρηγορητική κίνηση. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα του είχε πει να πάρει το χέρι του από πάνω της, αλλά είχε ανάγκη να νιώσει πως είχε κάποιον δίπλα της. Και η αλήθεια ήταν ότι το άγγιγμα του δεν ήταν δυσάρεστο. «Δεν ξέρω τι συνέβη και ούτε θα σε ρωτήσω, αλλά από αυτά που άκουσα κατάλαβα ότι κάποια πέθανε. Εσύ δεν έκανες κανένα λάθος. Ο αδελφός σου πονάει επειδή πενθεί. Έτσι λειτουργούν οι άνθρωποι όταν χάνουν κάποιον, πονάνε, κλαίνε, ουρλιάζουν, αλλά στο τέλος το αποδέχονται και προχωράνε»

«Και αν δεν μπορούν;» Θα έπρεπε να υπήρχε κάποιος τρόπος για να τον βοηθήσει. Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε τον Κάσσιαν. «Δεν γίνεται να φέρεις πίσω την Αμερέυ, όπως έκανες με τον Νάριαν;»

Ο μάγος άφησε ένα μικρό, ξερό γέλιο. «Το ρουμπίνι σου έγινε θρύψαλα. Η μαγική ενέργεια στα Σπήλαια των Οστών είναι αστείρευτη αλλά χωρίς έναν αγωγό για να την τραβήξεις έξω σου είναι άχρηστη και αμφιβάλλω πως έχεις άλλο ένα τεράστιο πετράδι κρυμμένο κάπου. Άλλωστε, δεν μπορείς να τριγυρνάς και να ανασταίνεις κόσμο, πριγκίπισσα».

Είχε δίκιο, φυσικά. Τι θα γινόταν αν μετά την Αμερέυ ήθελε να αναστήσει και τους γονείς της; Τι θα γινόταν αν όλοι ήθελαν να φέρουν πίσω κάποιον αγαπημένο; Οι Θεοί δε θα χαίρονταν αν έχαναν τις ψυχές που τους ανήκαν και τα αποτελέσματα θα ήταν καταστροφικά.

«Η αφοσίωσή σου στον αδελφό σου είναι αξιοθαύμαστη» είπε ο Κάσσιαν. «Λίγοι θα έφταναν τόσο μακριά για αυτούς που αγαπούν».

Εκείνος θα το είχε κάνει. Τα μάτια της εστίασαν στο πρόσωπό του, νιώθοντας ξαφνικά μια σύνδεση ανάμεσα τους. Και εκείνος είχε χάσει την αδελφή του και ήταν πρόθυμος να θυσιάσει τα πάντα για να τη φέρει πίσω. Κατά κάποιο τρόπο, αυτοί οι δυο ήταν ίδιοι. Μπορούσαν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον.

Ίσως αυτό την έκανε να τον φιλήσει. Ο Κάσσιαν ξαφνιάστηκε από αυτή την απότομη αλλαγή στη συμπεριφορά της και την απροσδόκητη κίνηση αλλά δεν την απώθησε. Αντιθέτως, ανταπέδωσε το φιλί, αργά, κόντρα στη δική της βιασύνη, σαν να ήταν βέβαιος πως είχε όλο τον χρόνο μπροστά του. Η Νερίσσα δε σταμάτησε για να σχολιάσει την υπερβολική αυτοπεποίθηση του.

Άλλες σκέψεις απασχολούσαν το μυαλό της. Τον τελευταίο χρόνο ταξίδευε από πόλη σε πόλη, μια άγνωστη μεταξύ αγνώστων, χωρίς φίλους, σπίτι ή ξεκάθαρο προορισμό. Μέσα στην προσπάθεια της να αναστήσει τον Νάριαν είχε σταματήσει η ίδια να ζει. Ήθελε να νιώσει ξανά ζωντανή.

Ανέβηκε στην ποδιά του και τύλιξε τα δικά της γύρω από τη μέση του. Άφησε τα χείλη του και έπιασε την άκρη του νυχτικού της. Το τράβηξε πάνω από τους ώμους και το κεφάλι της και το πέταξε στο ξύλινο πάτωμα. Απαλλαγμένη από το περιττό ύφασμα κόλλησε το σώμα της πάνω στο γυμνό στέρνο του Κάσσιαν. Η θερμότητα που εξέπεμπε κατεδείκνυε την ψύχρα της νύχτας.

«Περίμενε» τη σταμάτησε και έκανε το κεφάλι του λίγο πίσω για να μπορεί να την κοιτάξει. «Αν ψάχνεις για κάποιον που θα σου πει ότι δε θα σε εκμεταλλευτεί ενώ είσαι ευάλωτη...» Έπιασε μια από τις χρυσές τούφες που έπεφταν ελεύθερες πάνω στους λευκούς της ώμους. «...εγώ δεν πρόκειται να το πω αυτό».

«Ωραία». Έπιασε τα χέρια του και τα έβαλε στη μέση της. Την ήθελε, μπορούσε να το καταλάβει από τον τρόπο που αντιδρούσε το σώμα του. Τα χέρια του κατέβηκαν και χάιδεψαν τα πλευρά της, κάνοντας το ευαίσθητο δέρμα της να ανατριχιάσει. Πιάστηκε από τους ώμους της και το στόμα της βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το δικό του. «Αυτό δε σημαίνει τίποτα» του είπε, με τα χείλη της σχεδόν να αγγίζουν τα δικά του. Ένιωθε τη ζεστή ανάσα του στο πρόσωπο της.

Τα χέρια του σταμάτησαν στους γοφούς της και οι αντίχειρες του χάιδεψαν τα οστά της λεκάνης της. «Τίποτα» συμφώνησε.

Δεν υπήρχαν αισθήματα ανάμεσα τους. Αν δεν ήταν εκείνος δίπλα της απόψε θα ήταν κάποιος άλλος. Αύριο το πρωί θα το ξεχνούσαν.

Αλλά απόψε δε θα σκέφτονταν τίποτα άλλο.


Φαίη