Καθόταν στο περβάζι του παράθυρου στο δωμάτιό της και κοιτούσε έξω. Προσπαθούσε να βρει έναν λόγο να βγει από το σπίτι. Εδώ και μέρες προσπαθούσε να βρει λόγους, για να σηκωθεί από το κρεβάτι, για να φάει, για να μιλήσει σε κάποιον…
Σήμερα ήταν η κηδεία της Κέιτ. Πήρε μια μέρα στους Ομοσπονδιακούς να αναγνωρίσουν τα πτώματα των Χαρισματικών και να ειδοποιήσουν τις οικογένειές τους. Οι γονείς της Κέιτ βρισκόταν σε ταξίδι στην Αργεντινή και η κηδεία θα γινόταν σήμερα.
Όταν η μητέρα της τη σήκωσε το πρωί, έκανε ένα γρήγορο ντους και άνοιξε την ντουλάπα αρπάζοντας ό,τι μαύρο βρήκε μπροστά της: ένα μαύρο παντελόνι και ένα μαύρο μπλουζάκι.
Η πόρτα χτύπησε τρεις φορές. Ήταν ο πατέρας της.
«Εμς;» ρώτησε ανήσυχος.
«Έλα μέσα, μπαμπά» του είπε άτονα. Ο πατέρας της μπήκε μέσα διστακτικά.
«Πώς είσαι;»
«Προσπαθώ να ανταπεξέλθω» του απάντησε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο. Ο πατέρας της πήγε και κάθισε στο σκαμπό μπροστά από το παράθυρο.
«Αν δε θες να πας στην κηδεία, δεν πειράζει».
«Πρέπει να πάω».
«Πέρασες αρκετά. Αν πραγματικά δε θες να πας, οι γονείς της Κέιτ θα καταλάβουν».
«Εσύ και η μαμά φαγωθήκατε δύο μέρες να βγω από το σπίτι και τώρα επιμένεις να μη βγω;»
«Για να πας σε κηδεία όχι».
«Μπαμπά, θα πάω είτε σου αρέσει είτε όχι».
«Εμς… Νιώθεις έτοιμη να βγεις έξω; Πέρασες πολλά».
«Πέρασα πάρα πολλά».
«Ακόμα δεν έχεις μιλήσει στον Φίλιπ. Το καταλαβαίνω πως δεν τον εμπιστεύεσαι, σου είναι άγνωστος. Θες να μιλήσεις σε εμένα;»
«Όχι».
«Εμς…»
«Μπαμπά, είπα όχι. Σε παρακαλώ». Ο πατέρας της κατέβασε το κεφάλι του.
«Εντάξει. Υποθέτω πως χρειάζεσαι χρόνο» είπε και σηκώθηκε. «Αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να μιλήσεις σε κάποιον. Το ξέρεις αυτό, έτσι;» Η Έμιλι δεν απάντησε. «Σε δέκα λεπτά φεύγουμε» είπε και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Έμιλι έβγαλε το κινητό της από τη φόρτιση και το άνοιξε. Είχε αρκετά μηνύματα στον τηλεφωνητή από την Ντέμυ, τον Άλεξ και τον Μάικλ. Κάθισε στο κρεβάτι και κοίταζε την οθόνη προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να ακούσει τα μηνύματα ή όχι. Τελικά πάτησε το πρώτο από αυτά.
«Εμς… Πέρασα από το σπίτι σου σήμερα. Οι γονείς σου μου είπαν ότι κοιμόσουν. Θα περάσω αύριο. Έχω να σου πω κάτι πολύ σημαντικό» έλεγε η Ντέμυ σε ένα μήνυμα.
«Έι, Έμιλι. Περάσαμε με την Ντι σήμερα από το σπίτι σου. Είπαν πως δεν ένιωθες καλά και δεν ανεβήκαμε. Ελπίζουμε να είσαι καλά» άκουσε τον Άλεξ να λέει σε ένα άλλο.
«Ξέρω πως μου ζήτησες να σε αφήσω μόνη σου… αλλά δεν μπορώ. Δε θέλω κιόλας» είπε ο Μάικλ.
«Εγώ είμαι πάλι». Ξανά η ίδια φωνή. «Πήρα να σου πω ότι αύριο θα γίνει η κηδεία της Κέιτ… Αν και νομίζω πως το έμαθες ήδη».
«Πέρασα από το σπίτι σου σήμερα. Δε χτύπησα. Ήξερα πως δε θα δεχόσουν να με δεις. Υποθέτω πως πραγματικά χρειάζεσαι απόσταση. Θέλω να ξέρεις ότι θα είμαι δίπλα σου οποιαδήποτε στιγμή με χρειαστείς… Σ’ αγαπάω, Έμιλι».
Η Έμιλι έκλεισε το κινητό και βγήκε από το δωμάτιο προχωρώντας αθόρυβα προς τις σκάλες. Εκεί κοντοστάθηκε.
«Πιστεύεις πως πρέπει να την πάμε σε κάποιον ψυχολόγο;» ρώτησε χαμηλόφωνα η μητέρα της.
«Ποιος σου είπε κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο πατέρας της.
«Ο Κρίστοφερ είπε πως ίσως αυτό να βοηθήσει».
«Ο Κρίστοφερ είναι αυτός που μας έφτασε σε αυτή τη θέση εξ’ αρχής. Αρκετό κακό έχει προκαλέσει ήδη. Η Έμιλι θα είναι μια χαρά». Η Έμιλι επέστρεψε γρήγορα στο δωμάτιό της και έκλεισε δυνατά την πόρτα. Οι γονείς της σταμάτησαν να μιλούν. Μετά από λίγο, κατέβηκε τις σκάλες και μπήκε στην κουζίνα.
«Φεύγουμε;» ρώτησε ανυπόμονα.
Rene Rafael