Η Ελοντί, ήταν ανέκαθεν μία γυναίκα έξω καρδιά. Με τις παιχνιδιάρικες φακίδες της να στολίζουν το πάλλευκο δέρμα της και με όπλο της το χαμόγελο, γινόταν πηγή ενθουσιώδους σχολιασμού. Ήταν πάντοτε φυσική, δεν της άρεσε το πολύ μακιγιάζ, βάραινε και αγρίευε τα χαρακτηριστικά της. Τα μακριά, ξανθά μαλλιά της τα άφηνε λυτά και ανέμελα να χοροπηδούν σε κάθε της βήμα. Μαζί με τον Πιέρ, συγκατοικούσαν δύο χρόνια σε ένα σχετικά μικρό σπίτι, στο δέκατο τρίτο διαμέρισμα του Παρισιού, μακριά από το κέντρο. Αν είχαν κάτι κοινό μεταξύ τους, αυτό στα σίγουρα ήταν η αγάπη τους για την ησυχία μακριά από την αλλοφροσύνη της μεγαλούπολης. Εκείνη, δούλευε στο τμήμα διεθνών σπουδών. Υποδεχόταν τους ξένους φοιτητές και ο Πιέρ εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός.
Όνειρο και των δύο ωστόσο, το οποίο μάλιστα ήθελαν διακαώς να πραγματοποιήσουν και σύντομα, ήταν να μετακομίσουν στην επαρχία. Εξάλλου, η Γαλλία μπορούσε να περηφανεύεται για τα χωριά της που θαρρείς και είχαν ξεπηδήσει από κάποια σελίδα παραμυθιού. Δεύτερες σκέψεις δεν υπήρχαν πάνω σε αυτό και το ζευγάρι περνούσε ώρες ατελείωτες στον υπολογιστή αναζητώντας το μέρος εκείνο που θα τους κέρδιζε. Εξαιτίας του γεγονότος πως έμεναν όλη τους τη ζωή σε διαμέρισμα, προτιμούσαν αυτή τη φορά να νοικιάσουν μονοκατοικία. Φυσικά ένα τέτοιο όνειρο, αν μιλούσαμε αποκλειστικά για το Παρίσι, θα παρέμενε άπιαστο. Στην επαρχία, τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Μία νύχτα λοιπόν αγωνιώδους αναζήτησης, η Ελοντί έπεσε επάνω στο Λουρμαρέν. Κουρνιασμένο στην πλαγιά του Λουμπερόν, αυτό το ειδυλλιακό χωριουδάκι, απολάμβανε πανοραμική θέα στην καταπράσινη κοιλάδα που απλωνόταν κάτω από τα πόδια του. Πραγματικό θησαυροφυλάκιο ομορφιάς και ιστορίας, ήταν ο προορισμός που τους κέρδισε αμέσως. Τα στενά του δρομάκια, τα πέτρινα ομοιόμορφα σπίτια του με τα φαναράκια να κρέμονται στο πλάι και τις περικοκλάδες να σκεπάζουν την πέτρινη επιφάνειά τους, προσέδιδαν μία ρομαντική, ειδυλλιακή νότα. Ήταν ο κατάλληλος τόπος και γι' αυτό δεν υπήρχε καμία αμφιβολία.
Το πρωινό εκείνο, ήταν το τελευταίο της στη δουλειά και ευτυχώς κυλούσε με ευκολία. Η Ελοντί είχε αρκετό χρόνο για να μελετήσει το Λουρμαρέν. Είχε ήδη πάρει την απόφαση να μετακομίσει εκεί, καθώς αυτό το μέρος την τραβούσε σαν μαγνήτης. Έτσι, τις τελευταίες της ώρες στο γραφείο προτού υποβάλει παραίτηση, θα τις περνούσε λίγο πιο ήσυχα.
«Καλημέρα!» άκουσε τη γνωστή, ενθουσιώδη φωνή της Σοφί, της συναδέλφου και καλύτερής της φίλης, η οποία στον ελεύθερο της χρόνο, έγραφε παραμύθια για μικρά παιδιά και της είχε τάξει πως όταν επιτέλους με τον Πιέρ αποκτούσαν ένα, θα του αφιέρωνε ένα παραμύθι μοναδικό.
«Καλημέρα» ανταπέδωσε η Ελοντί η οποία είχε κυριολεκτικά βυθιστεί στις υπέροχες εικόνες της Προβηγκίας.
«Λοιπόν, το πήρες απόφαση τελικά; Θα μου λείψεις να το ξέρεις αυτό» πρόφερε θλιμμένα η άλλη κοπέλα και η Ελοντί την χάιδεψε απαλά στην πλάτη.
«Και εμένα θα μου λείψεις και το γνωρίζεις. Ωστόσο, με ξέρεις τι άνθρωπος είμαι. Πάντοτε αγαπούσα την ησυχία και ζύγισα πολύ καλά αυτή μου την απόφαση προτού καταλήξω να την πάρω. Κοιτάζω αυτό το μέρος και με τραβά σαν να με καλεί προσωπικά, σαν να ήταν γραφτό να βρεθώ εκεί» πρόφερε με σιγουριά η Ελοντί και η Σοφί έριξε μία γρήγορη ματιά στις εικόνες που χάζευε τόσο μαγεμένη η φίλη της.
Στην οθόνη του υπολογιστή, φάνηκε η ονομασία του Λουρμαρέν. Η Σοφί το κοιτούσε ξανά και ξανά, αφήνοντας ταυτόχρονα μικρούς ήχους αναστεναγμού.
«Είναι ένα πολύ όμορφο και φιλήσυχο μέρος, ωστόσο μην μου πεις πως δεν γνωρίζεις εκείνη την ιστορία γι' αυτήν την παράξενη μονοκατοικία στο τέλος του συγκεκριμένου στενού;» τη ρώτησε δείχνοντάς της την φωτογραφία και η Ελοντί της χαμογέλασε πονηρά.
«Ω, εντάξει δικαιολογείσαι να πιστεύεις χαζομάρες γιατί από τα πολλά παραμύθια που γράφεις, έχεις χάσει μου φαίνεται την επαφή με την πραγματικότητα. Ο δόλιος ο άνθρωπος που την έχει, παλεύει να την νοικιάσει σε κάποιον, ωστόσο εξαιτίας αυτής της τρελής ιστορίας έχει καταστραφεί και έχει μείνει με ένα σπίτι που δεν του αποφέρει κανένα απολύτως κέρδος. Με τον Πιέρ δεν πιστεύουμε στην μεταφυσική δραστηριότητα» ολοκλήρωσε και η Σοφί για λίγο ένιωσε το δέρμα της να ανατριχιάζει.
«Κοίτα, ούτε εγώ πιστεύω, ωστόσο δεν μπορείς τουλάχιστον να αρνηθείς το γεγονός πως όποιος μπήκε εκεί, βγήκε τρέχοντας» επέμεινε η φίλη της.
«Δεν το αρνούμαι, αλλά πιστεύω πως αν είσαι προκατειλημμένος, τότε ακούς δήθεν θορύβους ή βλέπεις σκιές. Όλα είναι παιχνίδια του μυαλού μας, μην ανησυχείς Σοφί μου. Φεύγω με πολύ θετική ενέργεια και ειλικρινά την χρειάζομαι την ανανέωση της επαρχίας. Εκεί, θα δουλέψω στην υποδοχή ενός παραδοσιακού καταλύματος και ο Πιέρ θα συνεχίσει το επάγγελμά του. Θα είναι όλα μία χαρά, οι άνθρωποι είναι πολύ φιλικοί» την καθησύχασε η Ελοντί και λίγο αργότερα επέστρεψαν και οι δύο στη δουλειά τους, με την Σοφί να κουβαλά μαζί της και ένα μικρό κουτάκι με φρέσκα κρουασάν βουτύρου, ενώ αποφάσισαν να δώσουν ραντεβού το απόγευμα στο ροζ σπίτι, σε ένα από τα ομορφότερα καφέ στο Παρίσι, πίσω από την Βασιλική της Ιερής καρδιάς, στην Μονμάρτη.
Ανέκαθεν το Παρίσι ήταν μία υπέροχη, ρομαντική πόλη που σε καλούσε να την εξερευνήσεις σε κάθε ευκαιρία που σου δινόταν, ακόμη και αν έμενες μόνιμα εκεί. Γνωστό λίκνο του πολιτισμού, έχει ταυτίσει το όνομά του με τις έννοιες της κομψότητας και της αισθητικής. Είναι μία πόλη που δεν μπορείς να περιγράψεις με λόγια. Πρέπει να την ζήσεις, να νιώσεις την αύρα της, να περπατήσεις στις μποέμικες πλατείες, να ποζάρεις για κάποιον ευτυχισμένο ζωγράφο. Η Ελοντί λάτρευε να το περπατά και να επισκέπτεται την Παναγία των Παρισίων στο νησί Σιτέ και σαν άλλος Βίκτωρ Ουγκό να στοχάζεται στο εσωτερικό του ναού, του οποίου η μεγαλοπρέπεια της προκαλούσε ρίγος. Είχε γεννηθεί στην πρωτεύουσα του φωτός, τόσο εκείνη όσο και ο αδερφός της ο μεγαλύτερος, μέσω του οποίου γνώρισε τον Πιέρ.
Ήταν συμφοιτητές με τον Μπιλέλ τον αδερφό της στα χρόνια του Πανεπιστημίου. Την ημέρα όμως της γνωριμίας τους, ήταν τριάντα χρονών και εκείνη είκοσι έξι. Ο Πιέρ ήταν καλεσμένος του σε ένα πάρτυ γενεθλίων και με την Ελοντί έδεσαν αμέσως. Δεν ήξερε να πει αν ήταν έρωτας δυνατός αυτό που ένιωσε, εξάλλου δεν είχε και ιδιαίτερη πείρα πριν από εκείνον. Το σίγουρο ήταν πως της είχε τραβήξει το ενδιαφέρον και σύντομα, εμφανίστηκαν και οι πρώτες βόλτες στις όχθες του Σικουάνα, ή στους κήπους του Λουξεμβούργου, καθώς και το μικρό λουκετάκι της αγάπης στη γέφυρα των Τεχνών. Ο Πιέρ την αγαπούσε και την πρόσεχε και έπειτα από δύο χρόνια, αποφάσισαν να συγκατοικήσουν για να μάθουν ο ένας τον άλλο καλύτερα. Αγαπούσαν το Παρίσι, αλλά είχαν ένα κοινό όνειρο, να μετακομίσουν στην ησυχία της επαρχίας. Το Λουρμαρέν φάνταζε λοιπόν η ιδανική λύση για ένα νέο ξεκίνημα, το ίδιο και εκείνη η υπέροχη, πέτρινη μονοκατοικία στο βάθος του πλακόστρωτου στενού.
Δίχως να το καταλάβει η Ελοντί, η ώρα είχε περάσει και το καφέ την καρτερούσε για μία τελευταία συζήτηση με την φίλη της. Μαζί με την Σοφί έφυγαν από τη δουλειά και ανηφόρισαν την γειτονιά της Μονμάρτης όπου ένας ζωγράφος, τους ζήτησε να ποζάρουν αγκαλιά για να τις ζωγραφίσει. ΄΄Τέτοιες φιλίες, πρέπει οπωσδήποτε να αποτυπώνονται στο χαρτί και να μένουν ανεξίτηλες στα χρόνια΄΄ τους είχε πει και δεν κατόρθωσαν να του αρνηθούν.
«Θα μου λείψεις πολύ, να το ξέρεις. Είσαι βέβαιη γι'αυτό;» την ρώτησε η Σοφί μόλις ήρθαν οι καφέδες τους.
«Νιώθω πιο σίγουρη από ποτέ. Το κατάλυμα όπου θα δουλεύω, είναι πανέμορφο και η κυρία που το έχει ευγενέστατη. Χάρηκε που θα εργαστεί κοντά της μία νέα κοπέλα και που θα την βοηθά. Όσο για τον Πιέρ, θα εργάζεται επιτέλους σε πιο αργούς ρυθμούς και έτσι θα έχουμε χρόνο και για εμάς τους δύο» της είπε η Ελοντί.
«Ή τρείς ή και τέσσερις. Ανάλογα με το πόσα φαντάσματα έχει το σπίτι» της απάντησε η Σοφί και γέλασαν. Λίγο αργότερα θα περνούσε και ο Πιέρ να την πάρει, προκειμένου να ετοιμάσουν τα πράγματά τους. Παρά το γεγονός πως η αλλαγή ήταν μεγάλη, εκείνη ανυπομονούσε. Έτσι, μισή ώρα αργότερα όταν εμφανίστηκε ο νεαρός, οι δύο φίλες αγκαλιάστηκαν σφιχτά παλεύοντας να συμφωνήσουν για το ποια θα κατέληγε επιτέλους να πάρει το σκίτσο μαζί της.
«Δεν το συζητώ» ξεκίνησε να φέρνει αντιρρήσεις η Σοφί. «Θα το πάρεις εσύ μαζί σου, να το κάνεις κάδρο για να με θυμάσαι. Όχι δηλαδή πως πρόκειται να σε αφήσω να με ξεχάσεις» συμπλήρωσε και καθώς απομακρυνόταν, άφησε να κυλήσει ένα δάκρυ συγκίνησης. Το μόνο που ήθελε για την Ελοντί, ήταν η νέα της ζωή να εξελισσόταν όσο ονειρεμένα προσδοκούσε και η ίδια. Της άξιζε εξάλλου.
«Πώς νιώθεις;» ήχησε η φωνή του Πιέρ σχετικά ψιθυριστά δίπλα από το αυτί της και η Ελοντί κοντοστάθηκε μπροστά του, περνώντας τα δύο της χέρια πίσω από το κεφάλι του.
«Μπορεί να φοβάμαι λιγάκι, αλλά ειλικρινά περίμενα χρόνια αυτήν τη στιγμή» του απάντησε εκείνη και ο νεαρός την φίλησε απαλά.
«Έχεις δίπλα σου εμένα και φοβάσαι; Σου μίλησε μήπως η Σοφί για τις διάφορες ιστορίες;» την ρώτησε.
«Η αλήθεια, δεν το σκέφτομαι κα πολύ. Ξέρεις πως δεν τα πιστεύω αυτά τα πράγματα. Το σπίτι είναι πανέμορφο τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά. Δεν βλέπω τον λόγο να με φοβίζει κάτι» του απάντησε και ο Πιέρ χαμογέλασε, δείχνοντάς της τα χαρτιά που του είχε στείλει ο ιδιοκτήτης.
«Από αύριο, θα είναι δικό μας έστω και με ενοίκιο» πρόφερε χαρωπά και αγκαλιασμένοι, με τον ήλιο να δύει λίγο λίγο, επέστρεψαν στο σπίτι τους για να ξεκινήσουν τις ετοιμασίες. Το δροσερό και ρομαντικό Λουρμαρέν, τους περίμενε να το εξερευνήσουν.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη