Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 27)

Ορόρα

Έντεκα μέρες

Έσφιξε το σάλι της Ντεσμέρας γύρω από τους ώμους και τον κορμό της, ένα ξεθωριασμένο, τρίχρωμο ύφασμα από παχύ μαλλί που είχε ξεφτίσει στις άκρες. Το βάρος του της προσέφερε μια ανεξήγητη αίσθηση παρηγοριάς. Η ποιότητα δε συγκρινόταν με τα μετάξια και τα βελούδα που είχε αφήσει πίσω, αλλά αμφέβαλλε πως εκείνα θα ήταν ικανά να τη ζεστάνουν. Αυτές τις μέρες το κρύο είχε ποτίσει τα πάντα, δάγκωνε το δέρμα της κάτω από τις στρώσεις των ρούχων και πριόνιζε τα κόκαλά της. Έντεκα μέρες είχαν περάσει από τη μέρα που ο πατέρας της την εξόρισε.

«Είσαι άνετα;» ρώτησε την Αμελί που καθόταν στη θέση της Ντεσμέρας, δίπλα στο τζάκι. Μια καφετιά κουβέρτα ήταν ριγμένη πάνω στην ποδιά της, κρύβοντας την κοιλιά της και το παιδί που μεγάλωνε εκεί. «Μήπως κρυώνεις;»

Η κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, τα λυτά καστανόξανθα μαλλιά της κυμάτισαν απαλά πάνω στους ώμους της με την κίνηση, αλλά η Ορόρα έπιασε ένα κούτσουρο από τον μικρό σωρό δίπλα από το τζάκι, το πέταξε στις φλόγες και χτύπησε τα χέρια της μεταξύ τους για να τινάξει τη σκόνη από το ξύλο. Η Αμελί δε ζητούσε ποτέ τίποτα, ήταν βέβαιη πως ακόμα κι αν ήθελε να δυναμώσουν τη φωτιά θα το κρατούσε για τον εαυτό της.



«Ευχαριστώ» είπε σιγανά η Αμελί. Η Ορόρα αναρωτήθηκε αν μπορούσε να σηκώσει τον τόνο της φωνής της, ήταν πάντα ήρεμος και ήπιος, με μια ευχάριστη μελωδική χροιά, οι κινήσεις της πάντα μετρημένες και ποτέ άσκοπες, λες και διαρκώς προσπαθούσε να μην τραβήξει την προσοχή πάνω της, και το βλέμμα της σπάνια συναντούσε το δικό της ή της Ντεσμέρας.

«Πως είναι η μικρή μας σήμερα;» ρώτησε η Ορόρα και ίσιωσε την πλάτη της, αφήνοντας τη θερμότητα από τις φλόγες να την αγκαλιάσει. Το βλέμμα της στάθηκε για μια στιγμή στα λαμπερά κάρβουνα. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα άντεχαν να σταθούν για πολλή ώρα μπροστά στο τζάκι, το δέρμα τους θα κοκκίνιζε και η δυσφορία θα τους ανάγκαζε να κάνουν πίσω, αλλά η Ορόρα ήταν δράκος και αυτό το κομμάτι του εαυτού της λαχταρούσε τη θαλπωρή της φωτιάς.

«Κάθε μέρα κλοτσάει όλο και πιο συχνά. Η μητέρα σου λέει πως είναι υγιής. Αυτό είναι το μόνο που ζητάω από τους Θεούς» είπε η Αμελί και καθώς χάιδεψε την κοιλιά της, το μικρό χέρι της σχεδόν εξαφανίστηκε μέσα στις πτυχές της κουβέρτας. Και η ίδια έδειχνε πιο υγιής. Υπήρχαν ακόμα σκιές κάτω από τα μάτια της, αλλά τα μάγουλά της είχαν περισσότερο χρώμα απ' ο τι πριν και τα βήματά της ήταν πιο ξεκούραστα. Ωστόσο, τα καστανά μάτια της παρέμεναν συννεφιασμένα.

«Έχεις διαλέξει ποιο όνομα θα της δώσεις; Αν θέλεις, μπορώ να σε βοηθήσω. Όταν η Κίρα ήταν έγκυος, εγώ και η Κάλικ είχαμε φτιάξει μια ολόκληρη λίστα με ονόματα για κοριτσάκια…»

«Σε ευχαριστώ, αλλά θέλω να διαλέξω το όνομα μαζί με τον Έντ» της απάντησε ευγενικά. «Είναι και δικό του παιδί. Θα πρέπει να έχει και εκείνος λόγο»

«Θέλεις να μου πεις τι σε απασχολεί;»

«Δεν είναι τίποτα, αρχόντισσά μου»

«Πριν από λίγες μέρες, σου χτύπησε την πόρτα μια νεοεξόριστη Ντρόγκομιρ και σου είπε να μαζέψεις τα πράγματά σου και να εγκαταλείψεις το σπίτι σου, διότι δεν ήταν ασφαλές να παραμείνεις εκεί. Έκτοτε, μένεις με την εξόριστη Ντρόγκομιρ και μια Θεραπεύτρια στη Σύναξη των μαγισσών. Αν θες τη γνώμη μου, όποιος μένει ανεπηρέαστος από κάτι τέτοιο και δεν προβληματίζεται, είναι ανόητος και δε μπορεί να εκτιμήσει την σοβαρότητα της κατάστασης» είπε κοιτώντα την Αμελί και σήκωσε το φρύδι της. «Λοιπόν;»

«Είναι απλά ότι... Πού είναι ο Έντγκαρ; Εδώ και έναν χρόνο ερχόταν τακτικά να με δει κάθε δυο-τρεις μέρες. Και όποτε δε μπορούσε να έρθει, μου έστελνε ένα γράμμα ή κάποιο σημείωμα. Αλλά έχουν περάσει σχεδόν δυο εβδομάδες και δεν έχω νέα του. Αν έπαθε κάτι;»

«Μην ανησυχείς. Αυτός ο μπάσταρδος δε θα απαλλάξει τόσο εύκολα τον κόσμο από την παρουσία του…»

Η Αμελί δε γέλασε. Σήκωσε το βλέμμα της από την κουβέρτα και την κοίταξε, και για πρώτη φορά η Ορόρα είδε ένα ίχνος θυμού στα μάτια της.

«Φοβάμαι για το τι μπορεί να κάνει ο Άρχοντας Αίρυς»

«Θα είναι μια χαρά» τη διαβεβαίωσε η Ορόρα, με σοβαρό ύφος αυτή τη φορά. Η αλήθεια ήταν ότι η Αμελί κινδύνευε περισσότερο. Ο Αίρυς ήθελε δυνατούς, πιστούς, και υπάκουους στρατιώτες. Κατά κύριο λόγο, ο Έντγκαρ ήταν ακριβώς αυτό, μέχρι που η Αμελί άλλαξε τις προτεραιότητές του και ο Αίρυς δεν ήθελε να μοιράζεται την αφοσίωση των στρατιωτών του. Είχε χάσει την εξουσία του πάνω στον Ντέβαν για χάρη μιας γυναίκας, όμως στην περίπτωση της Αμελί δεν υπήρχε κάποια κατάρα που απαιτούσε να παραμείνει ζωντανή για να σπάσει, ώστε να εξασφαλίσει τη ζωή της. Ήδη τον είχαν εγκαταλείψει τρεις δράκοι, δε μπορούσε να επιτρέψει να φύγει και τέταρτος.

«Όσο υπακούει τις εντολές του άρχοντα-πατέρα μου, δεν έχει λόγο να φοβάται» την καθησύχασε. Οι λέξεις άφησαν μια δυσάρεστη γεύση στο στόμα της, σαν και είχε δαγκώσει κάτι σάπιο. Αυτό ακριβώς είχε αρνηθεί να κάνει εκείνη και ο πατέρας της την είχε διώξει, λες και ήταν μια υπηρέτρια που είχε παραστρατήσει, αλλά για χάρη της Αμελί δεν άφησε τον θυμό και την πικρία της να φανούν στο πρόσωπό της. Για να μην την ανησυχήσει, θα τα έπνιγε όλα και θα παρίστανε την αισιόδοξη. Αργά ή γρήγορα θα έβγαιναν στην επιφάνεια, όλα όσα συγκρατούσε έβραζαν μέσα της όπως η λάβα που κοχλάζει μέσα στο ηφαίστειο πριν από την έκρηξη, αλλά προς το παρόν έπρεπε να φροντίσει την Αμελί και το αγέννητο παιδί που κουβαλούσε.

«Ο Άρχοντας Αίρυς είναι επικίνδυνος άνθρωπος» είπε η Αμελί. «Αλλά ακόμα κι αν αυτός δεν αποτελεί απειλή, ο Έντ πηγαίνει σε πόλεμο. Αν του συμβεί κάτι;»

Αυτό είναι αγάπη, σκέφτηκε η Ορόρα. Να ανησυχείς για τον αγαπημένο σου ακόμα κι αν ξέρεις πως μπορεί να μεταμορφωθεί σε δράκο και να ρίξει ένα μικρό φρούριο μόνος του...

«Οι Ντρόγκομιρ μαθαίνουν στους γιους τους και στις κόρες τους την τέχνη του πολέμου από την ηλικία των πέντε, με σπαθί στο έδαφος και νύχια στον αέρα. Είχαμε τους καλύτερους δασκάλους στη Ναβίντια και ακόμα κι όταν μας περιόριζε η κατάρα καταφέραμε να κρατήσουμε τον Οίκο μας δυνατό»

«Έχεις δίκιο, αρχόντισσά μου» προσπάθησε να γελάσει η Αμελί για να ελαφρύνει το κλίμα, αλλά ο ήχος ήταν μικρός, εξαναγκασμένος και δίχως ευθυμία μέσα του. «Μπορεί να γίνομαι υπερβολική. Απλά εύχομαι να ήταν εδώ. Να δω την έκφραση στο πρόσωπό του, όταν θα άκουγε πως θα αποκτήσουμε κόρη. Πιστεύεις ότι θα απογοητευτεί που είναι κόρη και όχι γιος;»

«Αν η αντίδρασή του είναι οτιδήποτε λιγότερο από απόλυτη ευτυχία και ενθουσιασμό, έχεις το δικαίωμα να πάρεις μια χύτρα και να την πετάξεις στο χοντροκέφαλό του. Εγώ θα σου τη φέρω» έκανε η Ορόρα κι η Αμελί γέλασε, γέλιο μικρό και σύντομο, αλλά αληθινό.

«Και μιας και μιλάμε για χύτρες νομίζω πως ήρθε η ώρα να ταΐσω εσένα και τη μικρή» ξανάπε η Ορόρα, η Ντεσμέρα είχε αναγκαστεί να φύγει, επειδή ένας ηλικιωμένος μάγος είχε σπάσει το πόδι του και δε μπορούσαν να τον μετακινήσουν για να τον φέρουν στο σπίτι της, οπότε την είχε αφήσει υπεύθυνη. Ή τουλάχιστον έτσι είχε πει η Ορόρα στον εαυτό της, και ήταν σίγουρη πως εκτός από το να κρατήσει τη νεαρή έγκυο ασφαλή και την φωτιά αναμμένη, μέσα στα καθήκοντά της συμπεριλαμβανόταν και το φαγητό.

«Θα μαγειρέψω» ανακοίνωσε κι η Αμελί την κοίταξε πανικόβλητη.

«Ξέρεις πώς να μαγειρεύεις, αρχόντισσά μου;»

«Όχι ακριβώς, αλλά πόσο δύσκολο είναι να φτιάξει κανείς βραστό; Απλά ζεσταίνεις το νερό στη χύτρα και ρίχνεις μέσα τα υλικά»

Η ξανθιά κοπέλα πέταξε την κουβέρτα στην άκρη και στάθηκε στα πόδια της με αξιοσημείωτη ταχύτητα για μια έγκυο. «Άσε εμένα να ετοιμάσω το φαγητό, αρχόντισσά μου. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να ανταποδώσω την καλοσύνη που μου έχετε δείξει εσύ και η μητέρα σου» είπε και η Ορόρα ήταν έτοιμη να επισημάνει ότι αυτά ήταν δικαιολογίες, αλλά εκείνη τη στιγμή οι δυο γυναίκες άκουσαν την πόρτα να ανοίγει. Η Ορόρα έπιασε το αδύνατο μπράτσο της Αμελί και την τράβηξε πίσω της. Ποιος μπορεί να ήταν; Η μητέρα της δε θα επέστρεφε πριν από το επόμενο πρωί και οι μάγισσες απέφευγαν το σπίτι, όποτε την επισκέπτονταν οι Ντρόγκομιρ. Αλλά ακόμα κι αν ήταν κάποιος από τους Ημισελήνους, θα χτυπούσε την πόρτα, δε θα την άνοιγε.

«Μητέρα! Ορόρα!»

Οι ώμοι της χαλάρωσαν και πριν το καταλάβει είχε αρχίσει να τρέχει. Ο Ντέβαν και η Κίρα στεκόντουσαν στο κατώφλι του σπιτιού. Ο Ραίγκαρ, που βρισκόταν στην αγκαλιά της μητέρας του, είχε γείρει στο πλάι προσπαθώντας να φτάσει τους δυο δερμάτινους σάκους που ήταν ακουμπισμένοι κόντρα στον τοίχο, δίπλα στην ανοιχτή πόρτα που άφηνε ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να μπει μέσα στο σπίτι. Το κόκκινο φτερό ενός από τους ξύλινους δράκους του ξεπρόβαλλε μέσα από τον έναν. Έπεσε στην αγκαλιά του αδελφού της με τέτοια ορμή που ο Ντέβαν παραπάτησε προς τα πίσω.

«Γιατί στην ευχή άργησες τόσο;» τον επέπληξε. «Έχεις φτερά!»

«Και γυναίκα και παιδί που ταξίδευαν μαζί μου και έπρεπε να κοιμηθούν σε κρεβάτια, όχι στην πλάτη ενός δράκου»

«Αλλά κατά τη διάρκεια της μέρας πετούσε λες και έτρεχε να ξεφύγει από τις φλόγες των Εφτά Κολάσεων» πρόσθεσε η Κίρα.

«Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα» της είπε ο Ντέβαν και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Συγγνώμη που δεν ήμουν εδώ όταν με χρειαζόσουν. Μου έλειψες»

«Και εμένα μου έλειψες» ομολόγησε, έκανε ένα βήμα πίσω και σκούπισε την υγρασία από τα μάτια της με την ανάστροφη της παλάμης της. «Ανόητα δάκρυα. Θα νομίζει κανείς ότι συμπεριφέρομαι σαν κανένα κλαψιάρικο πεντάχρονο»

Η Κίρα έβγαλε έναν ξαφνιασμένο ήχο, καθώς τα κορδόνια του σάκου έλυσαν και το παιχνίδι πέταξε και προσγειώθηκε μέσα στα μικρά χέρια του Ραίγκαρ. Η Ορόρα χρειάστηκε μια στιγμή για να επεξεργαστεί το μυαλό της αυτό που μόλις είχε παρακολουθήσει, και τότε τα γαλάζια μάτια της άνοιξαν διάπλατα.

«Χρησιμοποιεί μαγεία; Τόσο μικρός και χωρίς βοήθεια από μαγικές λέξεις;»

«Ναι» αποκρίθηκε η Κίρα και από τον τόνο της η Ορόρα καταλάβαινε πως ούτε εκείνη το είχε συνηθίσει ακόμα, αλλά διέκρινε και μια κρυφή περηφάνια στη φωνή της. «Τρέμω την ώρα που θα θελήσει να πιάσει κάτι γυάλινο»

Άπλωσε τα χέρια της για να πάρει τον ανιψιό της και παρατήρησε πως η Κίρα ήταν πιο πρόθυμη να τον αφήσει και να της τον δώσει απ' ότι ήταν πριν από μερικούς μήνες.

«Κοίτα πώς μεγάλωσες» του είπε και φίλησε απαλά το κεφαλάκι του. Μα τους Θεούς, της είχε λείψει αυτό το παιδί. «Σου έλειψε η θεία Ορόρα που έχεις να τη δεις τόσο καιρό, επειδή οι γονείς σου δεν το έπαιρναν απόφαση να επιστρέψουν στο σπίτι;» πρόσθεσε κι έριξε ένα βλέμμα γεμάτο νόημα προς την μεριά του ζευγαριού, αλλά εκείνοι είχαν εστιάσει την προσοχή τους πάνω στην Αμελί που στεκόταν λίγα βήματα μακριά. Η απορία για την παρουσία της άγνωστης κοπέλας ήταν ξεκάθαρη στα πρόσωπά τους. Καθυστερημένα, η Ορόρα θυμήθηκε πως είχε παραλείψει να αναφέρει εκείνη και τον Έντγκαρ στα γράμματά της.

«Αμελί, αυτός είναι ο δίδυμος αδελφός μου, ο Ντέβαν Ντρόγκομιρ» τους σύστησε, απευθυνόμενη στη μικροκαμωμένη ξανθιά, τινάζοντας το πιγούνι της προς το μέρος τους. «Και η γυναίκα του, η αρχόντισσα Κίρα Σέλτιγκαρ. Μην τολμήσεις να υποκλιθείς» την προειδοποίησε, μαντεύοντας τις προθέσεις της. «Και αυτός ο χαρισματικός μικρός άρχοντας που κρατάω είναι το νεότερο μέλος της οικογένειάς μας... Τουλάχιστον θα είναι για τους επόμενους τρεις μήνες»

«Τι-« ξεκίνησε να λέει μπερδεμένη η Κίρα, αλλά οι λέξεις απέμειναν να κρέμονται στον αέρα, καθώς παρατήρησε για πρώτη φορά την φουσκωμένη κοιλιά της αμήχανης κοπέλας.

«Αυτή είναι η Αμελί Χάισμιθ. Η Αμελί...»

Πώς έπρεπε να τη συστήσει; Δεν ήταν μνηστή του Έντγκαρ και δε γνώριζε τις προθέσεις του ξαδέλφου της. Ο Ντέβαν και η Κίρα δε θα τους έκριναν, αφού και η δική τους κατάσταση δεν διέφερε πολύ, αλλά εξακολουθούσε να είναι άβολο.

«Η Αμελί θα χαρίσει στον Οίκο των Ντρόγκομιρ άλλο ένα μέλος» είπε τελικά. «Σε λίγο καιρό, ο Ραίγκαρ θα αποκτήσει μια ξαδελφούλα».

«Ποιος;» ήταν η μόνη ερώτηση του Ντέβαν.

«Ο Έντγκαρ» αναστέναξε κουρασμένα. «Τον είχα πείσει να αρνηθεί να συμμετάσχει στον πόλεμο με τη Νταχάρα. Ήλπιζα ότι θα έπειθε τον Κάσρελ και την Κάλικ να κάνουν το ίδιο και πως, αν ο πατέρας μας έχανε από τους δράκους, θα αναγκαζόταν να υποχωρήσει. Αλλά δεν υπολόγισα ότι ο πατέρας μας θα απειλούσε την Αμελί».

Φέρθηκα ανόητα και την εξέθεσα σε κίνδυνο, ήθελε να πει αλλά ήταν σίγουρη πως το είχαν καταλάβει από μόνοι τους. Τύψεις, τι απαίσιο συναίσθημα…

Η Κίρα προσπέρασε τα δίδυμα και χωρίς να πει λέξη έπιασε την Αμελί και την τράβηξε στην αγκαλιά της. Η Ορόρα δεν ήταν η μοναδική που ξαφνιάστηκε από αυτή την αντίδραση, αφού η αμηχανία ήταν ζωγραφισμένη σε ολόκληρο το πρόσωπο της Αμελί.

«Δε θα βλάψει εσένα ή το παιδί σου» της υποσχέθηκε και άγρια δάκρυα που δεν είχαν χυθεί ακόμα έκαναν τα συννεφιασμένα μάτια της να γυαλίζουν. Διστακτικά στην αρχή, και στη συνέχεια πιο σίγουρα, η Αμελί ακούμπησε τα χέρια της στην πλάτη της Κίρας. Η Ορόρα είχε την αίσθηση πως παρακολουθούσε μια σιωπηλή συζήτηση, οι δυο γυναίκες δε χρειαζόντουσαν λόγια για να επικοινωνήσουν και να δείξουν τη συμπαράστασή τους η μια στην άλλη. Μάλλον θα έπρεπε να το περιμένει πως θα αναπτυσσόταν κάποιου είδους σύνδεση ανάμεσά τους. Η ιστορία της Κίρας και του Ντέβαν ήταν γνωστή σε κάθε γωνιά της Ναβίντια, δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Αίρυς απειλούσε μια οικογένεια.

«Σου το ’πα πως έπρεπε να ιππεύσουμε πιο γρήγορα» είπε ξαφνικά μια άγνωστη αντρική φωνή πίσω τους...

 

Φαίη