Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 11: Μια Μεγάλη Πόλη της Ζερκαλίας)

Λίγη ώρα αφότου είχαν ξεκινήσει και είχαν αποκτήσει σταθερή ταχύτητα και ο Μιχάλης μπόρεσε να χαλαρώσει και να καθίσει πιο άνετα στη θέση του. Γύρισε πίσω του και παρατήρησε πως η μικρή πόλη φαινόταν με δυσκολία πια.

«Πότε θα φτάσουμε;» ρώτησε τον Όμηρο μετά από λίγη ώρα.

«Σε δύο μέρες, αν δε συμβεί κάτι απρόοπτο»

Ο Μιχάλης απογοητεύτηκε για το ότι θα αργούσε άλλες δύο μέρες.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» ρώτησε τότε τον Όμηρο, για να ξέρει αν αυτά τα απρόοπτα σήμαιναν κάτι συγκεκριμένο.

«Όχι ακριβώς, απλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί»

«Για ποιο λόγο;»

«Υπάρχουν κάποιοι Χιζέρκα που παριστάνουν τους προστάτες και παρακολουθούν τις περιοχές. Αν πάμε κατευθείαν στη μάχη, θα μας υποπτευθούν και θα μας πιάσουν πριν φτάσουμε προς το στρατόπεδο του βασιλιά. Άρα, θα πάμε και σε κάποιες πόλεις, σαν έμποροι, κάτι που είμαι φυσικά, ώστε να μη μας δώσουν ιδιαίτερη προσοχή και να πάμε αργότερα στη μάχη, που θα είναι και στο δρόμο μας έτσι κι αλλιώς»

Αφού σκέφτηκε για λίγη ώρα τα λόγια του Όμηρου, ο Μιχάλης κατάλαβε πως δεν ήταν όσο εύκολα περίμενε τα πράγματα και έπρεπε να κάνει υπομονή.

Ρίχνοντας μια ματιά στο δράνο, κατάλαβε πως πήγαιναν σε άλλη κατεύθυνση. «Πού πηγαίνουμε τώρα;»

«Στην πιο κοντινή μας πόλη, την Αλεσία. Εκεί θα κάνουμε αρκετές συναλλαγές»

«Θα υπάρχουν εκεί αρκετοί άνθρωποι όμως;»

«Φυσικά, μην ξεχνάς ότι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη της χώρας. Δεν την έχεις επισκεφτεί ποτέ;»

«Όχι. Δε θα έπρεπε να βρίσκονται όμως στη μάχη;»

«Δε νομίζω. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Αλεσίας είναι αντίθετοι με τον τωρινό βασιλιά και δύσκολα θα του προσέφεραν βοήθεια, ειδικά πολεμική. Ειδικά μετά την αντιπαράθεσή τους σχετικά με τους προστάτες, είμαι σίγουρος ότι αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν»

«Τι είχε συμβεί με τους προστάτες;»

«Δεν τα ξέρεις;» έκανε παραξενεμένος ο Όμηρος, «Λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας τελευταία, ο βασιλιάς πήρε αυστηρά μέτρα, δίνοντας αρκετή δύναμη στους προστάτες. Αυτό δεν άρεσε στους πολιτικούς του αντιπάλους, που υποστήριξαν πως θα κάνουν κατάχρηση εξουσίας οι προστάτες, με αποτέλεσμα να καταστραφούν οι σχέσεις τους»

Ο Μιχάλης έμεινε για λίγο σκεφτικός. Φαίνεται πως ο βασιλιάς δεν είχε απόλυτο έλεγχο πριν καν ξεκινήσει ο πόλεμος. Τα προβλήματα αυτά ίσως να ήταν μέρος ενός μεγάλου σχεδίου. Οι αντίπαλοί του σίγουρα έπαιζαν έξυπνα, άρα έπρεπε να προσέχει πολύ.

Λίγο αργότερα είχαν βγει από την ατελείωτη έρημο και είχαν μπει σε ένα φαρδύ χωματόδρομο, ο οποίος περιβαλλόταν από πολλά δέντρα και θάμνους, που έκαναν το τοπίο πολύ όμορφο. Πήρε μια βαθιά ανάσα από τον καθαρό αέρα του δάσους, απολαμβάνοντας την αίσθηση.

Η πόλη δεν άργησε να φανεί, ενώ ήταν αρκετά μεγαλύτερη από ότι υπολόγιζε, με μερικά μεγάλα κτήρια να διακρίνονται από μακριά. Μόλις πλησίασαν, άρχισαν να κόβουν ταχύτητα και όταν κινούνταν πια με πολύ αργό ρυθμό, είχαν αρχίσει να μπαίνουν στην πόλη. Εκεί, ο Μιχάλης είδε για πρώτη φορά πολλούς μάγους μαζεμένους. Δεν υπήρχε κάτι το εντυπωσιακό ή παράξενο πάνω τους, πέρα από τα ρούχα που φορούσαν. Αντιθέτως, ο τρόπος που περπατούσαν, που μιλούσαν μεταξύ τους, που χαιρετιόντουσαν και χάζευαν τις βιτρίνες των μαγαζιών που υπήρχαν εκεί, θύμιζε πάρα πολύ τους θνητούς. Σκέφτηκε, πως αν δε φορούσαν περίεργα ρούχα δε θα καταλάβαινε πως πρόκειται για μάγους.

Το άλλο θέαμα που του τράβηξε το ενδιαφέρον ήταν τα διάφορα μαγαζιά που υπήρχαν εκεί, των οποίων η βασική δομή τους και προφανώς ο τρόπος λειτουργίας τους ήταν ίδιοι με εκείνους των μαγαζιών των θνητών. Υπήρχαν πολλά μαγαζιά που ήταν ίδια, όπως οπωροπωλεία, κρεοπωλεία, φούρνοι, καταστήματα ενδυμάτων και υποδημάτων, προσαρμοσμένα όμως στη χώρα των μάγων. Σκέφτηκε πως δε θα είχε και τόσο μεγάλο πρόβλημα, αν ζούσε εκεί.

Προχωρούσαν αργά με την άμαξα πάνω στον φαρδύ πλακόστρωτο δρόμο της πόλης, ανάμεσα στα διάφορα κτήρια, μέχρι που έφτασαν σε ένα ανοιχτό μέρος, χωρίς καθόλου κτήρια να το περιβάλλουν, με κυκλικό σχήμα, που ήταν αρκετά μεγάλο για να χωρέσει αρκετές δεκάδες ή και εκατοντάδες ανθρώπων. Εκεί υπήρχαν και μερικές άλλες άμαξες, σαν και αυτήν του Όμηρου, σταματημένες με διάφορους ανθρώπους κοντά σε καθεμία. Σε μία, ένας έδινε ένα μεγάλο σάκο σε κάποιον άλλο, ενώ ο δεύτερος του έδινε μερικά χρυσά νομίσματα, από ότι μπόρεσε να διακρίνει ο Μιχάλης. Αυτό τον έκανε να καταλάβει πως οι άλλες άμαξες ανήκαν σε εμπόρους που ήρθαν να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους, κάτι που θα έκανε και αυτός με τον Όμηρο.

Σταμάτησαν σε ένα σημείο της περιοχής, με τον Όμηρο να κατεβαίνει από την άμαξα και τον Μιχάλη να κάνει το ίδιο μετά από λίγο. Μάλλον θα προσπαθούσαν να πουλήσουν τους δύο σάκους που κουβαλούσε μαζί του ο Όμηρος.

«Ελπίζω να μην αργήσει» είπε ο Όμηρος τότε.

«Ποιος;» ρώτησε ο Μιχάλης παραξενεμένος.

«Ένας μαγαζάτορας της πόλης. Συνεννοηθήκαμε να έρθει τώρα εδώ, για να μη χάσουμε εμείς και άλλο χρόνο περιμένοντάς τον»

«Και μετά θα φύγουμε κατευθείαν;»

«Όχι, έχουμε κάποιες δουλειές εδώ. Θα φύγουμε το απόγευμα»

«Πάντα συνεπής στα ραντεβού σου, Όμηρε» ακούστηκε ξαφνικά μία ανδρική φωνή, από κάποιον που μάλλον κατευθυνόταν προς εκείνους.

Την επόμενη στιγμή ο Μιχάλης διαπίστωσε πως πράγματι κάποιος άνδρας ερχόταν προς το μέρος τους. Ήταν και αυτός ντυμένος όπως και όλοι οι άλλοι μάγοι, με ρούχα λίγο παλαιότερης εποχής, ενώ ήταν κοντά στη μέση ηλικία. Αυτό που ξεχώριζε πάνω του ήταν το μεγάλο και πυκνό μαύρο μουστάκι του.

«Δεν μπορώ να πω δυστυχώς το ίδιο και για σένα» του απάντησε ο Όμηρος.

«Είχαμε κάτι πελάτες που με καθυστέρησαν. Δεν άργησα όμως και πολύ»

Ο Όμηρος την επόμενη στιγμή έκανε μια αστραπιαία κίνηση αρπάζοντας τον έναν από τους δύο σάκους που βρισκόταν πάνω στην άμαξά του και τον έδωσε στον άλλο άνδρα, εντυπωσιάζοντας το αγόρι με την ταχύτητά του.

Ο άλλος έμπορος δεν έδειξε να εκπλήσσεται καθόλου, αλλά περιορίστηκε στο να κάνει μια περίεργη κίνηση με το χέρι του, όπου έκλεισε την παλάμη του δεξιού του χεριού σχηματίζοντας μια γροθιά και την επόμενη στιγμή την άνοιξε. Αυτή τη φορά όμως δεν ήταν άδεια όπως και πριν, αλλά γεμάτη με μερικά χρυσά νομίσματα, τα οποία έδωσε στον Όμηρο.

«Σου έχω την καλύτερη σοδειά» του είπε ο Όμηρος, μόλις πήρε τα νομίσματα.

«Όπως πάντα» σχολίασε γελώντας ο άλλος άνδρας, «είμαι τυχερός που φροντίζεις να μου δίνεις το καλύτερο. Ο μικρός;» τον ρώτησε στη συνέχεια δείχνοντας με τα μάτια τον Μιχάλη.

«Περιπλανώμενος ήταν και τον πήρα για βοηθό μου»

«Α, κατάλαβα» στρέφοντας και πάλι το βλέμμα στον έμπορο.

«Πρέπει να πηγαίνουμε»

Αφού τον αποχαιρέτησαν, ξεκίνησαν και πάλι, μόνο που αυτή τη φορά τα άλογα περπατούσαν με αργό ρυθμό στους δρόμους της πόλης. Ο Μιχάλης περιεργαζόταν τα σπίτια δίπλα από τα οποία περνούσαν, όπου το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο, με υπέροχους κήπους γεμάτους με διάφορα και πολύχρωμα λουλούδια, τοίχους βαμμένους με διάφορα χρώματα, ακόμη και παράξενα, αλλά και εντυπωσιακό σχεδιασμό.

Μετά από λίγο σταμάτησαν μπροστά από ένα μαγαζί και ο Όμηρος κατέβηκε παίρνοντας μαζί του και το δεύτερο σακίδιο που υπήρχε στην άμαξα, λέγοντας στον Μιχάλη να τον περιμένει εκεί. Το μόνο που έκανε, όσο καθόταν, ήταν να παρατηρεί τους ανθρώπους. Άνθρωποι με διάφορα χαρακτηριστικά και διαφόρων ηλικιών περνούσαν από εκεί. Εκτός από τα παιδιά πάντως, οι υπόλοιποι ήταν σκυθρωποί και μιλούσαν λίγο. Προφανώς ήταν επηρεασμένοι από τον πόλεμο, έστω και αν δε συμμετείχαν σε αυτόν.

Οι παραδόσεις, αλλά και λήψεις προς μεταφορά, συνεχίστηκαν μέχρι το μεσημέρι. Έκαναν στάση για να φάνε σε μία ταβέρνα, που δεν ήταν πού διαφορετική από εκείνες που ήξερε. Η διαφορά ήταν στα περιορισμένα διαθέσιμα γεύματα, εξαιτίας της κατάστασης με τον πόλεμο.

Όσο έτρωγαν πάντως, από μία συζήτηση δύο ανδρών κοντά τους, άκουσε πως η κατάσταση ήταν άσχημη για τις δυνάμεις του βασιλιά και μάλλον η ήττα δε θα αργούσε. Από αυτό, ο Μιχάλης κατάλαβε πως έπρεπε να βιαστεί, ειδικά αν ο λόγος που ο βασιλιάς έχανε ήταν το διαμάντι.

Λίγο αργότερα έβγαιναν από την πόλη, από διαφορετικό σημείο από εκείνο που είχαν μπει, με τα άλογα να αναπτύσσουν πολύ μεγάλη ταχύτητα και την πόλη να χάνεται πίσω τους. Το ταξίδι τους συνεχιζόταν και είχαν να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που παραμόνευαν στις ανοιχτές περιοχές.

Παναγιώτης Βάβαλος