Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 12)

Το στομάχι της σφιγγόταν όλο και περισσότερο με κάθε βήμα που έκανε και μέχρι να δει τα πρώτα σπίτια της Σύναξης, ο κόμπος είχε σφίξει επικίνδυνα. Τι ετοιμαζόταν να κάνει; Ο Έρικ δίπλα της δεν έδειχνε περισσότερο σίγουρος από εκείνη και η βαριά σιωπή που τους τύλιγε χειροτέρευε την ήδη βαριά διάθεση τους.

Προσπάθησε να μαντέψει τι σκεφτόταν. Τι ειρωνεία, ένας Κυνηγός να βαδίζει με την θέλησή του προς το χωριό των μαγισσών, δίπλα σε μια μάγισσα που ο ίδιος είχε ελευθερώσει. Ίσως όμως θα έπρεπε να σκέφτεται την δική της ειρωνική κατάσταση.

Η μάγισσα που οδήγησε τον Κυνηγό στην Σύναξη.

Από αυτή την απόσταση μπορούσε να δει καθαρά το σπίτι της Νάγια και να ξεχωρίσει τις φιγούρες των μαγισσών που περπατούσαν στους δρόμους στο βάθος, μικρές σαν μυρμήγκια και εντελώς ανυποψίαστες για την παρουσία των δυο νέων. Ήλπιζε πως αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή δεν θα αποδεικνυόταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της και, αν ήταν, τότε ας το πλήρωνε μόνο εκείνη και όχι οι δικοί της.

Σταμάτησε και έριξε μια αβέβαιη ματιά προς το μέρος του Έρικ.

«Μη με προδώσεις ξανά».

Αν σκόπευε να ακουστεί σκληρή ή απειλητική είχε αποτύχει οικτρά. Η φωνή της ακούστηκε σιγανή και παρακλητική.

«Δεν θα το έκανα αυτό». Ξανά, ήταν η λέξη που κρεμόταν σαν φάντασμα ανάμεσά τους. Η Σελίν τον κοίταξε κατάματα προσπαθώντας να διακρίνει αν έλεγε αλήθεια. Τα ζεστά καστανά μάτια του έδειχναν ειλικρινή, αλλά πάλι, είχε ξεγελαστεί από αυτά τα μάτια ήδη μια φορά. «Εξάλλου, σου χρωστάω τη ζωή μου. Δεν το έχω ξεχάσει αυτό».

«Με έβγαλες από την φυλακή, άρα το χρέος σου ξεπληρώθηκε», αποκρίθηκε.

«Σου χρωστάω ξανά για το ξέφωτο και για τα αδέλφια μου». Συνοφρυώθηκε ελαφρά καθώς έκανε τον υπολογισμό. «Άρα αυτό είναι άλλες τρεις φορές;»

«Μόνο αν μετρήσεις μία για κάθε αδελφό. Δεν ξέρω, μπερδεύτηκα». Τα χείλη της κύρτωσαν ασυναίσθητα σε ένα αχνό χαμόγελο που έδιωξε αμέσως.

«Σελίν;»

Η σαστισμένη φωνή της Νάγια που είχε ανέβει κάμποσες οκτάβες την έκανε να γυρίσει ξαφνιασμένη. Το καλάθι που κρατούσε γλίστρησε από τα χέρια της και έπεσε στο έδαφος, τα φρεσκοκομμένα βότανα που είχε μέσα σκορπίστηκαν, αλλά η κοκκινομάλλα δεν νοιάστηκε. Έπιασε τη φούστα του φορέματος της και έτρεξε προς το μέρος της. Σχεδόν έπεσε πάνω της και τύλιξε τα χέρια της σφιχτά γύρω από της.

Ένιωσε τέτοια ανακούφιση που έβλεπε ξανά τη φίλη της που ένιωθε ότι το στήθος της θα εκραγεί. Δάκρια μαζεύτηκαν στα μάτια της και κύλισαν πάνω στα μάγουλα της.

«Ανησυχήσαμε τόσο πολύ», της είπε η Νάγια και έκανε λίγο πίσω, χωρίς ωστόσο να την αφήνει τελείως, για να την κοιτάξει. Τα γαλάζια μάτια της σκοτείνιασαν καθώς παρατηρούσαν το πρόσωπο της, τις βαθιές γκρίζες σκιές κάτω από τα μάτια της, το ασθενικά χλωμό δέρμα που τεντωνόταν πάνω στα ζυγωματικά της, τις μελανιές που ξεθώριαζαν αργά.

Η ανάγκη να χαμηλώσει το κεφάλι της την κατέκλυσε. Ποτέ δεν είχε νιώσει ανασφαλής για την εμφάνισή της αλλά ήξερε πως τώρα το θέαμα δεν ήταν ευχάριστο.

«Τι σου έκαναν;» Τα λόγια της Νάγια ήταν ένας τρομοκρατημένος ψίθυρος. Σαν να αντιλήφθηκε ξαφνικά πως δεν ήταν μόνες, το βλέμμα της γλίστρησε στον Έρικ που στεκόταν μερικά βήματα πιο πίσω. Η σιγουριά της αναγνώρισης άστραψε στο πρόσωπο της και τα μάτια της στένεψαν. «Έσύ!»

Ενέργεια σπινθήρισε στην ατμόσφαιρα. Τέντωσε το χέρι της και τίναξε τον καρπό της προς το μέρος του. Ο Έρικ σηκώθηκε στον αέρα λες και ένας οργισμένος άνεμος τον χτύπησε και τον πέταξε με ορμή πάνω στο απέναντι δέντρο. Γλίστρησε στο έδαφος αφήνοντας ένα πονεμένο βογκητό.

«Ξέρω ποιος είσαι!» του φώναξε και άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του. Τα μάτια της γυάλιζαν επικίνδυνα. «Σε θυμάμαι από την γιορτή».

Η Σελίν την έπιασε από το μπράτσο. «Νάγια, σταμάτα!» Με την άκρη του ματιού της είδε τον Έρικ να σηκώνεται στα πόδια του, κρατώντας τον αριστερό του ώμο. Το πρόσωπό του συσπάστηκε από έναν μορφασμό.

Η Νάγια γύρισε το πρόσωπο της προς το μέρος της Σελίν και την κοίταξε. «Τι; Γιατί; Είναι ένας Κυνηγός!»

«Με βοήθησε να αποδράσω»

Δεν ήταν αυτό που περίμενε να ακούσει η Νάγια και η έκπληξή της φάνηκε. Η έκφρασή της έγινε ένα μίγμα σύγχυσης και φόβου. «Να αποδράσεις; Σελίν, για όνομα των Πνευμάτων, τι έγινε;»

Έριξε μια ματιά στον Έρικ που κρατούσε τον τραυματισμένο ώμο του και έπειτα στράφηκε ξανά στη φίλη της. «Θα σου τα πω όλα, αλλά δε μπορεί να γίνει εδώ».

«Δεν καταλαβαίνω τίποτα».

«Οι γονείς σου είναι στο σπίτι;»

Το κορίτσι ένευσε αρνητικά. «Έφυγαν ξανά πριν από δυο μέρες».

«Τότε πάμε μέσα και θα σου εξηγήσω τα πάντα».

«Θέλεις να βάλω έναν Κυνηγό μέσα στο σπίτι μου;» της είπε εμβρόντητη. «Αποκλείεται»

«Αν είσαι φίλη μου και νοιάζεσαι για μένα θα το κάνεις», την παρακάλεσε. «Σε παρακαλώ, Νάγια».

Μπορούσε να δει τη διαμάχη που εξελισσόταν μέσα στο κεφάλι της και για να είναι δίκαιη έπρεπε να παραδεχθεί πως αυτό που της ζητούσε ήταν πράγματι τρελό και παρακινδυνευμένο. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή.

Έπιασε τα χέρια της Νάγια και τα έσφιξε μέσα στα δικά της, κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια. «Σε παρακαλώ»

Η Νάγια καταράστηκε σιγανά. «Θα το μετανιώσω αυτό… Εντάξει. Αλλά αν ο Άιζακ το μάθει...»

«Θα πάω και θα τους τα εξηγήσω όλα εγώ», την πρόλαβε. Δεν ήξερε πώς ακριβώς θα το έκανε και έτρεμε τη στιγμή που θα αντίκριζε τον Άιζακ και τον Ρόραν, αλλά αυτό ήταν το σωστό και δεν θα επέτρεπε να μπλέξει η φίλη της.

Η Νάγια προχώρησε πρώτη για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν τους έβλεπε και τους έκανε σήμα να πλησιάσουν. Η Σελίν έπιασε τον Έρικ από το γερό του χέρι για να τον βοηθήσει και μαζί έτρεξαν στο σπίτι. Η Νάγια έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω τους και έσπευσε να τραβήξει τις κουρτίνες.

Μπήκαν στην κουζίνα. Η Σελίν τράβηξε μια από τις καρέκλες του τραπεζιού και βοήθησε τον Έρικ να καθίσει.

Επιθεώρησε τον πληγωμένο ώμο του. Μόλις τα δάχτυλά της τον άγγιξαν το αγόρι τινάχτηκε.

«Μάλλον έχει ραγίσει. Μην ανησυχείς, θα τον φτιάξουμε».

«Δεν θα κάνουμε τίποτα μέχρι να μου εξηγήσει κάποιος τι στο καλό συμβαίνει», διαμαρτυρήθηκε η Νάγια. Η πλάτη της ήταν τόσο τεντωμένη λες και είχαν αντικαταστήσει τη ραχοκοκαλιά της με ένα ραβδί, έτοιμη να αμυνθεί –ή να επιτεθεί– ανά πάσα στιγμή.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να της αφηγείται όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες βδομάδες, αφήνοντας έξω τις πιο σκληρές λεπτομέρειες, όμως και πάλι η Νάγια απέμεινε να την παρακολουθεί κοιτώντας την με ένα μίγμα φρίκης, τρόμου και θλίψης. Μέχρι να τελειώσει τα μάτια της κοκκινομάλλας είχαν γεμίσει δάκρυα. Υπήρχε και κάτι άλλο στο βλέμμα της, ένα συναίσθημα που η Σελίν δεν μπορούσε να προσδιορίσει εκείνη τη στιγμή.

Η Νάγια πήγε κοντά της και την αγκάλιασε ξανά. «Λυπάμαι τόσο πολύ».

«Πέρασε τώρα αποκρίθηκε η κοπέλα, αλλά δεν ήξερε αν το έλεγε για να διαβεβαιώσει την φίλη της ή τον εαυτό της. Δεν μπορούσε να αφήσει τα συναισθήματα της να την κατακλύσουν ξανά οπότε τα έκλεισε σε ένα μικρό κουτί μέσα στο μυαλό της, τουλάχιστον για την ώρα. Έπρεπε να κρατήσει τον εαυτό της ενωμένο μέχρι να αντιμετωπίσει τον Άιζακ.

«Μπορείς να μου φέρεις κάτι να φορέσω;» της ζήτησε. Αν εμφανιζόταν στο σπίτι της με το κουρελιασμένο της φόρεμα ο Ρόραν θα έχανε το μυαλό του και ο Έρικ θα κατέληγε νεκρός. Η κατάσταση ήταν ήδη άσχημη, ας προσπαθούσε τουλάχιστον να περιορίσει τη ζημιά.

Η Νάγια ένευσε. «Θα βρω κάτι που να σου κάνει». Έφυγε για να πάει στο υπνοδωμάτιο της αφήνοντάς τους μόνους.

Η Σελίν ξεφύσηξε και έσκυψε πάνω από τον Έρικ. «Άσε με να το δω αυτό».

«Δεν έχει σπάσει», της είπε. «Είναι απλά μια μεγάλη μελανιά». Το σφιγμένο από τον πόνο πρόσωπό του τον διέψευσε. «Η φίλη σου πρέπει να σε αγαπάει πολύ».

«Ναι» συμφώνησε. «Είμαι πολύ τυχερή».

Του έβγαλε προσεκτικά το γιλέκο και τράβηξε τον γιακά του πουκαμίσου του προς τα κάτω, παραμερίζοντας το ύφασμα για να μπορέσει να δει την πληγή.

Αυτή ήταν μια πολύ μεγάλη μελανιά.

«Για όνομα των Πνευμάτων!» αναφώνησε η Νάγια μπαίνοντας στο δωμάτιο. Στα χέρια της κρατούσε ένα κίτρινο φόρεμα που πριν από μήνες είχε δηλώσει πως μισούσε επειδή δεν κολάκευε το χρώμα των μαλλιών της.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», της είπε η Σελίν στριφογυρίζοντας τα μάτια της.

«Γλυκιά μου, δεν έχεις ιδέα τι νομίζω», αποκρίθηκε και της έδωσε το ρούχο. Η Σελίν το πήρε με ευγνωμοσύνη. «Εξάλλου, εξαιτίας του δεν έγιναν όλα;» πρόσθεσε, τινάζοντας το πιγούνι της προς το μέρος του Έρικ.

«Νάγια…»

«Έχει δίκιο», συμφώνησε ο Έρικ, τραβώντας τη προσοχή τους. «Είπα πως θα σε πάω πίσω στους δικούς σου και τώρα είσαι στο σπίτι σου, ασφαλής» είπε στην Σελίν. Σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Το τελευταίο που θέλω είναι να σου προκαλέσω κι άλλα προβλήματα. Θα φύγω».

«Και πού θα πας;» τον ρώτησε. «Δε γνωρίζεις αυτό το δάσος».

Το λάθος για αυτά που έγιναν ήταν τόσο δικό της όσο και δικό του. Κανένας δεν την είχε πιέσει να τον συναντήσει εξαρχής οπότε είχε και εκείνη μερίδιο ευθύνης.

«Κάθισε κάτω, Κυνηγέ» πρόσταξε η Νάγια. «Πού ξέρουμε πως τώρα που γνωρίζεις που είναι το χωριό μας δεν θα πας να βρεις τους δικούς σου και να τους οδηγήσεις εδώ;»

«Ορκίζομαι στη τιμή μου πως δεν έχω τέτοια πρόθεση».

«Δε δίνω δεκάρα για τη τιμή σου», απάντησε γλυκά η κοπέλα. «Κάτσε κάτω μέχρι να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με του λόγου σου. Και εσύ…» στράφηκε προς τη Σελίν, «… πήγαινε να αλλάξεις. Θα μείνω εγώ μαζί του. Αλλά αν κουνηθεί θα βάλω τα φυτά μου να τον στραγγαλίσουν», προειδοποίησε.

Με ένα τελευταίο διστακτικό βλέμμα προς το μέρος τους τους άφησε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα για να αλλάξει. Η Νάγια δεν το εννοούσε όταν έλεγε ότι θα έβαζε τα κλίματα να σκοτώσουν τον Έρικ, όχι πραγματικά.

Ήλπιζε.

Μέσα στην κρεβατοκάμαρα, έβγαλε το φόρεμά της και το πέταξε στο πάτωμα. Ήταν ωραίο να μπορεί να ξεφορτωθεί επιτέλους αυτό το κουρέλι από πάνω της. Το φόρεμα της Νάγια ήταν λίγο κοντό αλλά θα έκανε τη δουλειά του. Ήταν απρόσμενα χαλαρό πάνω στο σώμα της, παρόλο που ήταν ραμμένο για ένα πιο μικροκαμωμένο άτομο. Μην το σκέφτεσαι αυτό, είπε στον εαυτό της και κατάπιε τον κόμπο στον λαιμό της. Τέλειωσε τώρα. Είσαι στο σπίτι και όλα θα πάνε καλά.

Αλλά αυτό ήταν ψέμα. Τίποτα δεν είχε τελειώσει μέχρι να μιλήσει στον Άιζακ και στον Ρόραν. Ήξερε πως αυτό θα ήταν το δυσκολότερο κομμάτι. Παραδόξως, φοβόταν περισσότερο τη στιγμή που θα αντίκριζε τον Ρόραν παρά τον Άιζακ. Μπορεί να μην ήταν δικό της λάθος που την είχαν πιάσει –στο μεγαλύτερο μέρος– αλλά πώς θα του έλεγε ότι είχε γίνει επειδή το είχε σκάσει για να συναντήσει έναν άλλον άντρα χωρίς να του ραγίσει την καρδιά;

Ήταν το πιο απαίσιο άτομο του κόσμου.

Επιστρέφοντας στη κουζίνα περίμενε να βρει τον Έρικ μεταμορφωμένο σε δέντρο. Ξαφνιάστηκε όταν είδε τη Νάγια απλά να κάθεται δίπλα του, έχοντας περιοριστεί μονάχα στις δηλητηριώδη ματιές.

«Έλα», της είπε η Νάγια και έδειξε τη τσαγιέρα που άχνιζε πάνω στο τραπέζι. Ένα φλιτζάνι ήταν σερβιρισμένο μπροστά της, και προς ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη της, είχε βάλει ένα και για τον Έρικ που παρέμενε ανέγγιχτο μπροστά του. «Έφτιαξα τσάι».

Για την ακρίβεια, αυτό που είχε φτιάξει ήταν ένα ημιδιάφανο μαύρο υγρό με μικροσκοπικά μακρόστενα φυλλαράκια που επέπλεαν στην επιφάνεια του και που μύριζε σαν βραστός αρουραίος. Όχι ότι η Σελίν ήξερε πώς μύριζε ο βραστός αρουραίος αλλά μια τέτοια μυρωδιά φανταζόταν. Ωστόσο πήρε τη κούπα που της προσέφερε.

Παρά τη δυσάρεστη οσμή, η Νάγια ήξερε καλά πώς να μεταχειρίζεται τα βότανα του δάσους και το ρόφημα καταπράυνε τις κράμπες στο στομάχι της. Μακάρι να έκανε το ίδιο και για τα νεύρα της, που ήταν σαν τεντωμένες χορδές.

«Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;» ξεκίνησε να λέει. «Δεν ξέρω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο σπίτι μου οπότε… Μπορώ να περάσω εδώ τη νύχτα αν χρειαστεί;»

«Και ο Κυνηγός;» ρώτησε η Νάγια. Βύθισε ελαφρά το νύχι της μέσα στο τσάι της και έσπρωξε πέρα-δώθε τα φυλλαράκια.

«Δε μπορούμε να τον αφήσουμε να κοιμηθεί στο δάσος, Νάγια».

«Φυσικά και μπορούμε! Μπορεί να είναι επικίνδυνος».

Ο Έρικ καθάρισε τον λαιμό του σαν να ήθελε να υπενθυμίσει την παρουσία του.

Η Νάγια γύρισε προς το μέρος του και τον κοίταξε σηκώνοντας ένα καστανοκόκκινο φρύδι. «Δεν έχω διώξει ποτέ κανέναν από το σπίτι μου και δεν θα το κάνω για έναν Κυνηγό. Μπορείς να μείνεις εδώ απόψε αφού προφανώς η Σελίν έχει χάσει το μυαλό της, αλλά θα σε παρακολουθώ. Και, φυσικά,» πρόσθεσε με έμφαση. «θα μου παραδώσεις τα όπλα σου».

Η Σελίν ένιωσε ανακούφιση να την πλημμυρίζει. Αυτό ήταν περισσότερο απ’ όσα θα μπορούσε να ζητήσει από την φίλη της και ήταν ευγνώμων για τη στάση της Νάγια. Τουλάχιστον αυτό είχε τακτοποιηθεί.

«Μπορώ να σου ζητήσω κάτι ακόμα;»

«Θα το κάνεις ούτως ή άλλως, οπότε…» της έκανε νόημα να συνεχίσει. Κοίταξε το περιεχόμενο της κούπας της λες και όλες οι απαντήσεις του κόσμου κρύβονταν εκεί μέσα, σίγουρα μετανιώνοντας ήδη την απόφασή της.

«Μπορείς να φέρεις τον Ρόραν εδώ;»

Μόλις το όνομα βγήκε από τα χείλη της τα κεφάλια της Νάγια και του Έρικ γύρισαν προς το μέρος της. Το αγόρι έμεινε σιωπηλό, αλλά το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω της. Η Νάγια ρώτησε:

«Νόμιζα πως θα πήγαινες εσύ στο σπίτι σου».

«Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα», παραδέχθηκε. «Όσοι με δουν θα ξεκινήσουν τις ερωτήσεις και δεν είμαι έτοιμη να το αντιμετωπίσω αυτό σήμερα. Ούτε τον Άιζακ. Αλλά έχω ανάγκη να μιλήσω με τον Ρόραν και να προσπαθήσω να του εξηγήσω όλο αυτό το αναθεματισμένο μπέρδεμα. Θα το κάνεις;»

«Εντάξει», αναστέναξε. Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε όρθια. «Θα πάω να τον συναντήσω και θα βρω μια δικαιολογία για έρθει στο σπίτι, αλλά τίποτα άλλο».

Η Σελίν ένευσε. Αυτό ήταν δικό της καθήκον. Μπορούσε να αντιμετωπίσει όλους τους υπόλοιπους αύριο, αλλά ο Ρόραν είχε το δικαίωμα να μάθει την αλήθεια από εκείνη προτού ξεσπάσει η καταιγίδα.

Ζήτησε από τον Έρικ να πάει στο δωμάτιο της Νάγιας. Η παρουσία του μόνο κακό θα έκανε εκείνη τη στιγμή και, βασικά, οποιαδήποτε στιγμή. Ο Έρικ το έκανε χωρίς αντιρρήσεις ή σχόλια.

Ένιωσε σαν να πέρασε μια αιωνιότητα και ταυτόχρονα μονάχα μια στιγμή μέχρι η πόρτα του σπιτιού να ανοίξει, αποκαλύπτοντας τη ψηλή φιγούρα του Ρόραν. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε γρήγορα λες και είχε τρέξει μέχρι το σπίτι. Τα πράσινα μάτια του την εντόπισαν αμέσως μέσα στον χώρο και πριν η Σελίν το καταλάβει είχε βρεθεί μέσα στην αγκαλιά του.

«Μα τα Πνεύματα…» είπε ξέπνοα. «Ανόητη γυναίκα, ξέρεις τι πέρασα τις τελευταίες εβδομάδες εξαιτίας σου;»

«Και εμένα μου έλειψες». Έκρυψε το πρόσωπό της στην καμπύλη του λαιμού του, λες και αυτό θα την έκανε αόρατη στα πάντα γύρω τους. Μύριζε, όπως πάντα, δάσος, ζεστασιά, και σπίτι. Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα, προστατευμένη μέσα στην αγκαλιά του.

«Έψαχνα για σένα κάθε μέρα και προσευχόμουν στα Πνεύματα να γυρίσεις πίσω», της είπε, σφίγγοντας την περισσότερο σαν να φοβόταν πως αν την άφηνε θα εξαφανιζόταν μέσα από τα δάχτυλα του σαν καπνός.

Σαν να συνειδητοποίησε ξαφνικά κάτι τα χέρια του χαλάρωσαν γύρω από το σώμα της και απομακρύνθηκε ελάχιστα για να μπορέσει να την κοιτάξει καλύτερα. Η έκφρασή του σκοτείνιασε και ολόκληρο το σώμα του σφίχτηκε μόλις είδε τα σημάδια στο πρόσωπο της.

«Ποιός σου το έκανε αυτό;» Όλη η ζεστασιά είχε χαθεί από τη φωνή του «Πες μου, για να ξέρω ποιον θα σκοτώσω».

«Ρόραν, όχι», του είπε και γαντζώθηκε πάνω του. Ήθελε να ξεχάσει τα πάντα, να μη ξανακούσει ή να ξαναμιλήσει για το χωριό των ανθρώπων ή τους Κυνηγούς, να διαγράψει τα πάντα και να γυρίσει στη μέρα που ο Άιζακ της είχε ανακοινώσει τον αρραβώνα της με τον Ρόραν. Παρακάλεσε τα Πνεύματα να γυρίσουν τον χρόνο πίσω και εκείνη θα έκανε τα πράγματα σωστά αυτή τη φορά.

Όμως καμία μαγεία δεν μπορούσε να αλλάξει αυτά που είχαν ήδη συμβεί, και ακόμα κι αν υπήρχε θα το έκανε; Θα διέγραφε το αγόρι που εκείνη τη στιγμή καθόταν στο διπλανό δωμάτιο;

Ο Ρόραν παραμέρισε μια καστανή τούφα από το πρόσωπο της και τη στερέωσε πίσω από το αυτί της. «Πες μου», επανέλαβε. Έπιασε απαλά το πιγούνι της και σήκωσε το πρόσωπο της για να μπορέσει να την κοιτάξει κατάματα. «Σελίν, πες μου τι συνέβη».

Και του τα είπε. Του είπε τα πάντα, από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να παραλείψει τίποτα. Είχε βαρεθεί τα ψέματα. Αυτή τη φορά ήθελε να είναι απόλυτα ειλικρινής. Του το χρωστούσε άλλωστε.

Ο Ρόραν την παρακολουθούσε αμίλητος, αλλά η Σελίν τον ήξερε καλά και μπορούσε να διαβάσει τα συναισθήματα στο βάθος των ματιών του: πόνος, απογοήτευση, θυμός, παράπονο, προδοσία και την ερώτηση που περίμενε να της κάνει από στιγμή σε στιγμή.

Γιατί;

Γιατί είχε νιώσει την ανάγκη να βρεθεί με έναν άλλον άντρα ενώ είχε έναν αρραβωνιαστικό που ήξερε πως την αγαπούσε όσο κανένας άλλος; Γιατί αυτό δεν της ήταν αρκετό; Γιατί ο Ρόραν δεν της ήταν αρκετός; Τι ζητούσε που η ζωή που είχε μέχρι τώρα δεν μπορούσε να της προσφέρει, έτσι ώστε άρχισε να ψάχνει για κάτι άλλο; Γιατί όλα αυτά τα ψέματα;

Όμως η ερώτηση δεν ήρθε ποτέ και ο Ρόραν παρέμεινε σιωπηλός, να κοιτάει κάτι πέρα από εκείνη.

«Πες κάτι» τον ικέτευσε.

«Τι περιμένεις να πω; Τι υποτίθεται πως πρέπει να πω μετά από όλα αυτά;» την ρώτησε ρητορικά και αυτό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να κάνει. Μπορούσε να αντέξει τον θυμό του και να προσπαθήσει να κερδίσει την συχώρεσή του, ακόμα κι αν ήξερε πως δεν την άξιζε επειδή ήταν εγωίστρια και δεν ήθελε να τον χάσει. Αλλά πώς θα αντιμετώπιζε την αδιαφορία του;

«Λυπάμαι». ήταν το μόνο που κατάφερε να πει.

Ο Ρόραν γέλασε πικρά. «Λυπάσαι;» επανέλαβε σαν να ήταν κάποιο αστείο.

Η Σελίν πονούσε, πονούσε επειδή ήξερε πως εκείνη ήταν ο λόγος που πονούσε ο Ρόραν. Δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο από το να προκαλείς οδύνη στον τελευταίο άνθρωπο που θα ήθελες ποτέ να πληγώσεις. Αυτή η αίσθηση την κομμάτιαζε, σαν κάτι ζωντανό μέσα της που προσπαθούσε να βγει προς τα έξω ξεσκίζοντάς την, αλλά κάθε φορά που κοίταζε το πρόσωπο του Ρόραν παγιδευόταν ξανά μέσα στο στήθος της κάνοντας κάθε ανάσα που έπαιρνε να πονάει.

Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το δικό του. «Συγγνώμη. Ήμουν ανόητη, και εγωίστρια, και το ξέρω πως έκανα λάθος, αλλά...» Η φωνή της ράγισε. «Δε θέλω να σε χάσω. Είσαι ό,τι πιο σημαντικό έχω».

«Το πιο σημαντικό που έχεις είναι η ελευθερία σου. Και εγώ ήμουν ένα εμπόδιο» αποκρίθηκε, τραβώντας το χέρι του μακριά. «Αλλά όχι πια».

«Ρόραν...»

«Θα πω στην Αλθία να έρθει και να σε κοιτάξει» τη διέκοψε. Της γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά, σαν να μην άντεχε να την κοιτάζει.

Η πόρτα έκλεισε πίσω του και η Σελίν απέμεινε να κοιτάζει το άδειο σημείο όπου πριν από λίγο στεκόταν. Ένιωθε σαν να της είχαν ξεριζώσει ένα κομμάτι, ένα κομμάτι που της ήταν απαραίτητο, και τώρα το μόνο που είχε απομείνει ήταν μαύρη τρύπα εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται.

Η Νάγια μπήκε στο σπίτι λίγες στιγμές μετά την αποχώρηση του Ρόραν.

«Σελίν;» αναφώνησε, αναμφίβολα θέλοντας να μάθει τι είχαν πει. Αλλά η Σελίν δεν μπορούσε να της απαντήσει εκείνη τη στιγμή. Την κοίταξε προβληματισμένη. «Είσαι καλά;»

«Όχι» απάντησε σιγανά, νιώθοντας τα μάτια της να καίνε.

Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση της, προσπαθώντας να εμποδίσει τον εαυτό της να καταρρεύσει, αλλά όλη η ενέργεια είχε στραγγίσει από μέσα της. Άρχισε να κλαίει επειδή αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει και σύντομα τα δάκρια μετατράπηκαν σε δυνατούς λυγμούς.

Η Νάγια κάθισε δίπλα της. «Όλα θα πάνε καλά» προσπάθησε να την διαβεβαιώσει, αλλά ούτε εκείνη ακουγόταν σαν να το πιστεύει.

Δεν ήθελε να σκέφτεται πως είχε χάσει τον Ρόραν, δεν μπορεί να τον είχε χάσει για πάντα. Όλη τους τη ζωή είχαν ο ένας τον άλλο και αυτός ο δεσμός δεν μπορούσε να εξαφανιστεί έτσι απλά.

Αυτό επαναλάμβανε ξανά και ξανά στον εαυτό της, καθώς η Νάγια την βαστούσε όση ώρα έκλαιγε και ο Έρικ τις παρακολουθούσε από τη μισάνοιχτη πόρτα της κρεβατοκάμαρας με θλιμμένα μάτια.





Πριν προλάβει να συνέλθει από την συνάντηση με τον Ρόραν, η Σελίν κλήθηκε να αντιμετωπίσει και τον Άιζακ.

Ο αρχηγός τη Σύναξης σχεδόν εισέβαλε μέσα στο σπίτι, με τον μαύρο μανδύα του να κυματίζει πίσω του σαν σημαία και το σαγόνι του τόσο σφιγμένο που τα δυο κορίτσια περίμεναν να ακούσουν δόντια να ραγίζουν.

Η Νάγια άφησε την Σελίν και σηκώθηκε από το πάτωμα, ισιώνοντας τις φούστες του φορέματός της. «Ίσως δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να...» ξεκίνησε να λέει με την πιο ευγενική και γλυκιά φωνή που διέθετε, αλλά ένα αγριεμένο βλέμμα από τον Άιζακ την έκανε να σωπάσει.

«Πήγαινε μέσα», την διέταξε, λες και δε βρίσκονταν στο δικό της σπίτι.

Η κοκκινομάλλα συνοφρυώθηκε αλλά ο φόβος της για τον Άιζακ υπερτερούσε της ενόχλησής της. Έριξε ένα συμπονετικό βλέμμα στην φίλη της και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντάς τους μόνους. Η Σελίν μπορούσε μονάχα να ελπίζει πως η Νάγια είχε δει την σιωπηλή ικεσία στο πρόσωπο της να μην αφήσει τον Έρικ να βγει από την κρεβατοκάμαρα.

Πήρε τον χρόνο της για να σηκωθεί. Ποιος ο λόγος να βιαστεί άλλωστε; Ούτε έκανε κάποια κίνηση για να σκουπίσει τα πρησμένα μάτια της και να φανεί ευπαρουσίαστη. Κάτι τέτοιο δεν θα βοηθούσε να μετριάσει αυτό που ερχόταν.

«Το ήξερα πως ήσουν ανεύθυνη, αλλά αυτό...» είπε ο Άιζακ, συγκρατώντας μετά βίας τον θυμό του. Και αυτό για τον Άιζακ, που ήταν η προσωποποίηση του αυτοελέγχου, έλεγε πολλά.

«Συγνώμη». ήταν το μόνο που είπε, αλλά η φωνή της ήταν άδεια, χωρίς κανένα συναίσθημα. Ένιωθε κενή. Δεν ήθελε να τον απογοητεύσει και ήξερε πως αυτό που είχε κάνει ήταν πολύ βαρύ, αλλά τότε γιατί δεν ένιωθε ενοχές ή μεταμέλεια ή κάτι;

Ίσως υπήρχε ένα όριο στο πόσα μπορούσε να αντέξει και να διαχειριστεί κάποιος. Αν η απόρριψη του Ρόραν ήταν το δικό της; Αν είχε χάσει την ικανότητά της να νιώθει;

«Δεν με ενδιαφέρει η συγνώμη σου! Αρκετά ανέχτηκα τις ανοησίες σου. Έκανα υπομονή τόσα χρόνια, αλλά πλέον έχεις ξεπεράσει κάθε όριο! Θα παντρευτείς τον Ρόραν, θα μάθεις πώς να φέρεσαι και δεν θα ξαναδημιουργήσεις προβλήματα».

«Όχι!» του φώναξε. Ολόκληρο το σπίτι τραντάχτηκε λες και συμμεριζόταν τον θυμό της. «Δεν θα παντρευτώ!»

Η υπομονή του Άιζακ είχε εξαντληθεί; Ε, λοιπόν, και η δική της είχε φτάσει στα όριά της.

Τα μάτια του Άιζακ άνοιξαν διάπλατα για μια στιγμή και εστίασαν πάνω της, σαν να έβλεπε ένα άγριο ζώο και προσπαθούσε να υπολογίσει αν αποτελούσε απειλή.

«Αχάριστη». Ο τόνος του ήταν σκληρός και γεμάτος κατηγορία. «Έφερες έναν Κυνηγό στο χωρίο μας. Έχεις χάσει το μυαλό σου; Έτσι ξεπληρώνεις τους εκείνους που σε φρόντισαν όλα αυτά τα χρόνια;» Κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του ήταν σαν χαστούκι.

Ήταν εκτός εαυτού και, ως ένα σημείο, δικαιολογημένα, αλλά όχι πλήρως. Η Σελίν δεν θα έκανε ποτέ κάτι που θα τον έβαζε σε κίνδυνο ή τον Ρόραν, την Αλίρα, την Νάγια, την Σάλυ και την Ανν, την Αριάνα ή οποιονδήποτε άλλον από την Σύναξη. Δεν θα επέτρεπε να πάθει κακό η οικογένεια της. Θα έμπαινε ανάμεσα σε αυτούς και σε ό,τι τους απειλούσε και θα το σκότωνε με τα ίδια της τα χέρια αν χρειαζόταν. Πώς μπορούσε να την κατηγορεί ότι πως θα τους έκανε κακό ηθελημένα;

Ο θυμός που σιγόκαιγε μέσα της και είχε πυροδοτηθεί από τα λόγια του, παραδόξως της προσέφερε κάποια ανακούφιση. Σήμαινε πως μπορούσε ακόμα να νιώσει.

«Σου έδωσα ένα σπίτι» συνέχισε ο Άιζακ. «Φαγητό, ρούχα, μόρφωση, θα σε πάντρευα με τον μοναχογιό μου...»

«Για να είναι ο Ρόραν ευτυχισμένος, όχι εγώ!» ξέσπασε, διακόπτοντάς τον. Οι εποχές που χαμήλωνε το βλέμμα της και απλά άκουγε σιωπηλή είχαν περάσει. «Ρώτησες ποτέ τι ήθελα εγώ; Ξέρω τι έχεις κάνει για εμένα, αλλά αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να ορίζεις την ζωή μου!»

Πλέον ήξερε πως ήταν να της στερούν την ελευθερία και δεν σκόπευε να επιτρέψει σε κανέναν να της το κάνει ξανά αυτό, είτε κυριολεκτικά είτε με έμμεσο τρόπο όπως προσπαθούσε να κάνει ο Άιζακ και το Συμβούλιο, για τον όποιο λόγο κι αν ένιωθαν την ανάγκη να το κάνουν. Το κοριτσάκι που μπορούσαν να ελέγξουν είχε χαθεί. Δεν ήθελε να τον βγάλει από την ζωή της, παρά τα προβλήματα τους ήταν οικογένεια, αλλά αν δεν συμφωνούσε να μείνει με τους δικούς της όρους θα το έκανε. Και αν αυτή η έξοδος ήταν να γίνει με μια μεγάλη σύγκρουση, ας ήταν.

Από ‘δω και στο εξής εκείνη αποφάσιζε για τον εαυτό της, και μόνο.

Το πρόσωπο του Άιζακ άλλαξε, σαν να είχε συμβεί κάτι που απευχόταν, αλλά και που ταυτόχρονα το περίμενε. «Έφερες έναν δολοφόνο στην πόρτα μας και αντί να μετανοήσεις για το λάθος σου το υπερασπίζεσαι. Τελικά αποδείχθηκε πως έκανα μεγάλο λάθος για εσένα».

Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της. «Τελείωσες; Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να με κατηγορείς με αυτόν τον τρόπο ενώ δεν ξέρεις όλη την ιστορία».

«Ξέρω αρκετά», απάντησε διφορούμενα. «Αλλά να ξέρεις πως εσύ θα είσαι υπεύθυνη για ότι συμβεί από 'δω και πέρα, όχι εγώ».

«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να φύγεις». Ο τόνος της δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις, ακόμα και από τον αρχηγό μιας ολόκληρης Σύναξης. Είχε βαρεθεί να τον ακούει και δεν θα ανεχόταν άλλο τις κατηγορίες του.

Τον παρακολούθησε να πηγαίνει προς την πόρτα και να βγαίνει από το σπίτι, ενώ αναρωτιόταν πόσο χειρότερη μπορούσε να γίνει αυτή η μέρα.

Πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει τα νεύρα της. «Μπορείτε να βγείτε τώρα».

Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και το κόκκινο κεφάλι της Νάγια ξεπρόβαλλε από μέσα. «Δεν νομίζω να έχω ξανακούσει κανέναν να μιλάει έτσι στον Άιζακ», σχολίασε με ενθουσιασμό αλλά σοβάρεψε μόλις αντίκρισε την έκφραση της άλλης κοπέλας. «Αυτό σημαίνει πως δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου;»

«Δε νομίζω πως έχω αυτή την επιλογή πια». Χαμογέλασε σφιγμένα. «Δεν είναι και τόσο άσχημα τα πράγματα».

Μπορούσε να μείνει με την Νάγια μέχρι να επιστρέψουν οι γονείς της, και μετά να πάει στην Αλίρα που σίγουρα δεν θα την άφηνε στον δρόμο. Ή θα μπορούσε να πάει στην Αλθία και να γίνει μαθητευόμενη θεραπεύτρια. Αυτά που είχε κάνει θα προκαλούσαν αντιδράσεις από πολλούς, όμως υπήρχαν κι άλλοι που θα της άνοιγαν τα σπίτια τους. Η Σύναξη φρόντιζε τους δικούς της.

Ένα μικρό, σκοτεινό κομμάτι του μυαλού της της ψιθύρισε πως το Συμβούλιο μπορούσε να στήσει την επιλογή για της Θυσίες –υπήρχαν φήμες πως το είχαν ξανακάνει στο παρελθόν. Και τι βολικός τρόπος που θα ήταν για να την ξεφορτωθούν αν την έστελναν στα βαθύτερα σημεία του δάσους!

Μπορούσαν να έρθουν και να προσπαθήσουν αν ήθελαν.

«Έλα να καθίσεις», είπε στον Έρικ, θέλοντας να στρέψει τη προσοχή της κάπου αλλού. «Πρέπει να φτιάξουμε το χέρι σου. Νάγια, μπορείς να φέρεις μερικούς επιδέσμους;».

Η κοκκινομάλλα στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια της και μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο, αλλά έφυγε για να κάνει αυτό που της ζήτησε.

Η Σελίν τράβηξε μια καρέκλα και έκανε νόημα στον Έρικ να καθίσει. Το αγόρι υπάκουσε.

Προσπάθησε να κατεβάσει το ύφασμα του πουκαμίσου του αρκετά ώστε να μπορέσει να φροντίσει σωστά το τραύμα, αλλά ο ώμος του είχε πρηστεί αρκετά τις τελευταίες ώρες εμποδίζοντας το έργο της. «Ξέρεις κάτι...» είπε, εγκαταλείποντας την προσπάθεια. «Δε μπορώ να δουλέψω έτσι. Βγάλε το πουκάμισό σου».

«Περίεργο, μια κοπέλα μου είχε πει αυτά ακριβώς τα λόγια στη γιορτή».

«Να είσαι σίγουρος πως δεν εννοούμε το ίδιο πράγμα» αντιγύρισε. «Βγάλ' το».

Με αργές κινήσεις, αφού δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει και τα δυο του χέρια, έβγαλε το γιλέκο του, αλλά κάθε φορά που πήγαινε να βγάλει το πουκάμισο ο πληγωμένος ώμος του κουνιόταν στέλνοντας του σουβλιές πόνου που τον έκαναν να μορφάσει.

«Άσε με να σε βοηθήσω» προσφέρθηκε η Σελίν, και έπιασε την άκρη το πουκαμίσου του, τραβώντας το προσεχτικά πάνω από το κεφάλι του.

Ναι, ίσως να μην ήταν και η πιο έξυπνη ιδέα που είχε.

Ένιωσε την ανάγκη να αποστρέψει το βλέμμα της από τον γυμνό κορμό του αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει να καταλάβει την αμηχανία της. Είχε δει τον Ρόραν να αλλάζει αμέτρητες φορές αλλά η ψιλή, λιγνή φιγούρα του ήταν πολύ διαφορετική από τις φαρδιές πλάτες του Έρικ και...

Σταμάτα, διέταξε τον εαυτό της.

«Ήσουν τόσο πρόθυμος να γδυθείς και για την άλλη κοπέλα;» τον ρώτησε και άφησε το πουκάμισο του πάνω στο τραπέζι.

«Όχι» αποκρίθηκε. «Επειδή το ίδιο βράδυ μια άλλη γυναίκα εμφανίστηκε και μου απέσπασε την προσοχή».

Πίεσε τα δάχτυλα της πάνω στο ευαίσθητο, μελανιασμένο δέρμα και το αγόρι δάγκωσε τα χείλη του για να πνίξει ένα πονεμένο επιφώνημα.

«Μπορώ να διώξω τον πόνο και να μειώσω το πρήξιμο αν με αφήσεις, αλλά και πάλι ο ώμος θα πρέπει να δεθεί».

Δεν της απάντησε αλλά ούτε και αρνήθηκε οπότε η Σελίν άρχισε να δουλεύει μουρμουρίζοντας τα ξόρκια της. Η Αλθία της έλεγε πάντα πως ήταν καλή στα ξόρκια ίασης. Ο ώμος θα γιατρευόταν γρήγορα.

Είχε σχεδόν τελειώσει όταν, χωρίς προειδοποίηση, ο Έρικ έπιασε το χέρι της. Η κίνηση την ξάφνιασε. Αν είχε αποφασίσει πως τελικά δεν ήθελε την βοήθεια μιας μάγισσας ήταν λίγο αργά.

«Τι κάνεις;» τον ρώτησε.

«Γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να σε σκέφτομαι;»

Η ερώτησή του την ξάφνιασε τόσο που η κοπέλα έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα. Είχε ακούσει καλά;

«Ακόμα και όταν ήμουν γεμάτος οργή, το μυαλό μου γύριζε διαρκώς σε εσένα, ξανά και ξανά κι ας ήξερα πως ήταν λάθος» Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της και έμεινε εκεί, σαν να προσπαθούσε να βρει την απάντηση στο βάθος των ματιών της. «Με έκανες να αμφισβητώ τα πάντα. Γιατί δεν μπορώ να σε διώξω από τις σκέψεις μου;»

Ήθελε να του πει πως αν βρει την απάντηση να την πει και σε εκείνη, αλλά ήταν λες και ξαφνικά είχε ξεχάσει πώς να σχηματίζει λέξεις. Ίσως η απάντηση στην ερώτησή του να την βοηθούσε να βρει μια λογική εξήγηση και για τη δική της συμπεριφορά. Θα έπρεπε να μισεί αυτό το αγόρι με όλη της τη ψυχή και αντ’ αυτού φρόντιζε τον τραυματισμένο ώμο του.

Ίσως η φυλακή την είχε κάνει να τρελαθεί.

Ο Έρικ απέστρεψε το βλέμμα του σπάζοντας την οπτική επαφή. «Ο άντρας που μόλις έφυγε...»

«Με υιοθέτησε όταν ήμουν νεογέννητο», του εξήγησε βιαστικά, πριν προλάβει να ολοκληρώσει την ερώτηση του, που σίγουρα θα προκαλούσε περισσότερη αμηχανία απ’ ότι πλανιόταν ήδη ανάμεσα τους.

«Υιοθέτησε», επανέλαβε ο Έρικ, σαν να δοκίμαζε τη λέξη. «Αυτό εξηγεί πολλά». Έκανε μια μικρή παύση πριν μιλήσει ξανά. «Λυπάμαι που δε μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου».

«Εγώ όχι», απάντησε, χωρίς να αφιερώσει χρόνο για να σκεφτεί τι έλεγε πριν ξεστομίσει τις λέξεις. Ξαφνιάστηκε, αλλά συνειδητοποίησε πως ήταν αλήθεια. Φυσικά και ήταν στεναχωρημένη για αυτή την κατάσταση, μα ταυτόχρονα ένιωθε και μια περίεργη αίσθηση ελευθερίας, σαν να είχε κόψει ένα σχοινί που την κρατούσε πίσω και την εμπόδιζε να ανοίξει τα φτερά της.

Αλλά δεν σκόπευε να παραιτηθεί από τον Ρόραν. Τον ήξερε καλά, πρώτα γινόταν απόμακρος, ακολουθούσε ένα ξέσπασμα που μπορεί να ερχόταν μετά από μερικές ώρες ή ακόμα και βδομάδες, και αφότου το είχε βγάλει από μέσα του όλα επέστρεφαν στους φυσιολογικούς τους ρυθμούς. Αυτό ακριβώς σκόπευε να κάνει: θα του έδινε χώρο και χρόνο για να ξεσπάσει και να ηρεμίσει και μετά θα πήγαινε να τον βρει για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.

«Αν ήμουν στη θέση σου θα ανησυχούσα περισσότερο για τον εαυτό μου», του είπε και τελείωσε με τον ώμο του. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Δεν ξέρω» ομολόγησε. «Ποτέ δε φαντάστηκα την ζωή μου μακριά από το χωριό μου, αλλά υπάρχουν κι άλλα μέρη μακριά από αυτό και το δάσος. Μπορώ να πάω σε ένα από αυτά. Ή σε όλα».

«Αυτό είναι ένα καλό σχέδιο», συμφώνησε η κοπέλα. Γιατί να μην το εφαρμόσει και η ίδια, συλλογίστηκε. Γιατί η ζωή της έπρεπε να περιστρέφεται γύρω από τη Σύναξη; Εξάλλου, σύντομα τα πράγματα θα γίνονταν άσχημα με τις Θυσίες και με όλα. Μπορούσε να ταξιδέψει όπως ονειρευόταν πάντα και, αν νοσταλγούσε τους δικούς της, τι την εμπόδιζε να επιστρέψει και να τους επισκεφτεί;

Η αβεβαιότητα και το άγνωστο μπροστά της ήταν τρομαχτικά αλλά οι πιθανότητες που έκρυβαν ήταν κάτι συναρπαστικό, αρκεί να είχε το θάρρος να προχωρήσει και να τις ανακαλύψει.

«Χαμογελάς» παρατήρησε ο Έρικ.

«Απλά σκεφτόμουν να ακολουθήσω και εγώ το σχέδιο σου», αποκρίθηκε, προσπαθώντας να πάρει μια πιο σοβαρή έκφραση αλλά ένα μικρό, αχνό χαμόγελο εξακολουθούσε να τρεμοπαίζει στις άκρες των χειλιών της. «Πάντα ήθελα να δω νέα μέρη και πράγματα».

«Μόνη;»

«Λοιπόν, είμαστε και οι δυο διωγμένοι από τα σπίτια μας, εξόριστοι από τους δικούς μας, χωρίς ξεκάθαρα σχέδια και πορεία. Έχουμε τόσα κοινά!» αναφώνησε με προσποιητό ενθουσιασμό. «Ίσως θα έπρεπε να γίνουμε και συνταξιδιώτες», αστειεύτηκε, αλλά ένα μικρό κομμάτι του εαυτού της παρέμεινε σοβαρό.

Ο Έρικ γέλασε σιγανά. «Μια χαρά τα καταφέραμε στο δάσος, έτσι δεν είναι;»

«Ναι», συμφώνησε. «Αν εξαιρέσεις πως χωρίς εμένα θα είχες γίνει λίπασμα για τα φυτά».

«Αυτό συνέβη μόνο μια φορά!»

Η Νάγια ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή τους και οι δυο νέοι σταμάτησαν απότομα.

«Διακόπτω κάτι;» Η αποδοκιμασία ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής στο πρόσωπό της. Μπήκε στη κουζίνα και άφησε τους καθαρούς, λευκούς επιδέσμους πάνω στο τραπέζι, πριν στραφεί προς τη φίλη της. «Μπορώ να σου μιλήσω ιδιαιτέρως για μια στιγμή;» της είπε, κάνοντας τα πάντα για να κρατήσει τα μάτια της μακριά από τον Έρικ, σαν να μην ήθελε να αναγνωρίσει την παρουσία του.

«Θα γυρίσουμε αμέσως» υποσχέθηκε η Σελίν και ακολούθησε την Νάγια έξω από το δωμάτιο.

«Έχεις τρελαθεί;» απαίτησε να μάθει η κοκκινομάλλα, κρατώντας τη φωνή της χαμηλή για να μην τις ακούσει ο Έρικ. «Γελάς μαζί του; Σοβαρά;»

Σταύρωσε αμυντικά τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. «Από πότε είναι κακό να γελάς;»

Μετά από όσα είχε περάσει δικαιούταν περισσότερο από τον καθένα να χαλαρώσει για λίγο. Εντάξει, όφειλε να παραδεχθεί πως ο Έρικ μπορεί να μην ήταν το κατάλληλο άτομο για να το κάνει δεδομένου των συνθηκών, αλλά δεν έκαναν κάτι κακό.

«Ο τρόπος που τον κοιτάζεις είναι κακός. Με κάνει να ανησυχώ, Σελίν. Ποτέ δεν σε είδα να κοιτάζεις τον Ρόραν έτσι. Τι τρέχει με εσένα και αυτόν τον άνθρωπο;»

Η Σελίν ξεφύσηξε.

Μακάρι να ήξερε την απάντηση σε αυτή την ερώτηση.

 

Φαίη