Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 13)

Ξύπνησε από έναν ανήσυχο ύπνο γεμάτο εφιάλτες και σκόρπια ασυνάρτητα όνειρα σαν αυτά που της προκαλούσε η Λοβελία. Άνοιξε τα βαριά βλέφαρά της και κοίταξε αποπροσανατολισμένη τριγύρω. Οι πρωινές ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν μέσα από τις κουρτίνες την έκαναν να μορφάσει. Ένας επίμονος πόνος σαν να την τρυπούσαν βελόνες είχε εγκατασταθεί ανάμεσα στα μάτια της. Η Σελίν έτριψε το μέτωπό της.

Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη για να αποφύγει το φως και κοίταξε τον Έρικ που κοιμόταν δίπλα της.

Το δωμάτιο των γονιών της Νάγια είχε μόνο ένα κρεβάτι -κάτι που δεν αποτελούσε επιλογή- οπότε η νεαρή μάγισσα τους είχε στρώσει κουβέρτες και μαξιλάρια στο κέντρο του σαλονιού. Η Σελίν θα μπορούσε να είχε πάρει το δωμάτιο, αλλά ήξερε πως η Νάγια δεν θα τον άφηνε να μείνει στο σπίτι της χωρίς κάποιου είδους επίβλεψη και σίγουρα θα ήταν άβολο και για εκείνον, οπότε... Δεν ήταν και το πιο άνετο μέρος για να κοιμηθεί κάποιος, όμως μετά τις νύχτες που είχαν περάσει πάνω στο σκληρό χώμα του δάσους το πάτωμα και οι κουβέρτες της φαίνονταν πιο άνετες και από πουπουλένιο στρώμα.



Ανασηκώθηκε και στηρίχθηκε στους αγκώνες της νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στήθος, λες και αόρατο βάρος καθόταν πάνω του. Σηκώθηκε από το πάτωμα και αμέσως την κατέκλυσε ένα κύμα ζαλάδας. Ξαφνικά δίπλα της βρίσκονταν δυο ξαπλωμένοι Έρικ, που ενώθηκαν και χωρίστηκαν ξανά.

Τι μου συμβαίνει;

Μια μικρή φωνούλα ξεπήδησε μέσα από την ομίχλη του μυαλού της και την συμβούλευσε να πάει στην Αλθία.

Το έδαφος ήταν ασταθές κάτω από τα πόδια της. Πήγε στην πόρτα και την έσπρωξε για να βγει έξω. Ήταν πάντα τόσο βαριά; Το φως του ήλιου έκανε τον πόνο ανάμεσα στα μάτια της πιο έντονο και η νεαρή μάγισσα δάγκωσε το κάτω χείλος της για να μην φωνάξει. Ίσως έπρεπε να ξυπνήσει τη Νάγια και να της ζητήσει να την βοηθήσει αλλά η σκέψη ήρθε και έφυγε τόσο γρήγορα που την ξέχασε αμέσως. Το σφίξιμο στο στήθος της μεγάλωσε και η μάγισσα κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να προκαλέσει μια κρίση βήχα στον εαυτό της. Ακούμπησε το χέρι της στο κάσωμα της πόρτας και περίμενε τα πνευμόνια της να ηρεμήσουν.

Έπρεπε να πάει στην Αλθία. Η Αλθία θα ήξερε πώς να την γιατρέψει.

Τα δέντρα γύρω της τρεμούλιασαν σαν να τα κοιτούσε μέσα από το νερό και γκρίζες σκιές χόρεψαν ανάμεσά τους. Μια από αυτές ξεχώρισε και άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος της. Ή το φανταζόταν; Έπιασε το κεφάλι της και το κούνησε αριστερά-δεξιά για να διώξει την θολούρα αλλά η σκιά συνέχισε να πλησιάζει. Ο πόνος στο κεφάλι της έγινε πιο έντονος, τρυπώντας τα μηνίγγια της καθώς πάλευε να καταλάβει αν ήταν παραίσθηση ή πραγματικότητα.

Ξεκίνησε σαν ένα ακανόνιστο, μακρόστενο σχήμα, όμως όσο περισσότερο πλησίαζε τόσο άρχιζε να αποκτά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, έως ότου η νεαρή μάγισσα μπόρεσε να ξεχωρίσει την οικεία φιγούρα.

Ο Ρόραν.

Και, κρίνοντας από τον τρόπο που οι φλέβες στον λαιμό του πάλλονταν και το σφιγμένο του σαγόνι ήταν πολύ, πολύ θυμωμένος.

Την έπιασε από τους ώμους και την κόλλησε στον τοίχο του σπιτιού. Δεν την πόνεσε, αλλά η Σελίν θα είχε σοκαριστεί από την κίνηση αν το κεφάλι της δεν ήταν έτοιμο να ανοίξει στα δυο. Ένιωθε να καίγεται μέσα της, τα σωθικά της και οι πνεύμονες της έλιωναν με κάθε ανάσα που έπαιρνε.

«Γιατί;» είπε, κάνοντας την ερώτηση που τον βασάνιζε από χθες. «Γιατί έναν αναθεματισμένο άνθρωπο;» Τα μάτια του γυάλιζαν άγρια αλλά αυτό δεν αρκούσε για να κρύψει την οδύνη που υπήρχε μέσα τους.

«Πήγα στα Κόκκινα Δάκρυα». Δεν ήξερε γιατί του το είπε αυτό, μα εκείνη τη στιγμή της φαινόταν λογικό. Τα μάτια του είχαν το ανοιχτό πράσινο χρώμα του νεφρίτη. Το αγαπούσε αυτό το χρώμα, την ηρεμούσε. «Θυμάσαι τη μέρα που είχαμε πάει στο ξέφωτο όταν ήμασταν μικροί;» Ο ήλιος πίσω του έκανε τα ξανθά μαλλιά του να λάμπουν. «Δεν άφησες το χέρι μου ούτε για μια στιγμή».

«Θα σου είχα δώσει τα πάντα» της είπε, με τα λόγια του να ακούγονται σαν κατηγορία. Επειδή εκείνη ήταν αυτή που του είχε αφήσει το χέρι. «Το ήξερες ότι σε αγαπούσα αλλά προτίμησες κάποιον που σε βασάνισε. Γιατί;» Η φωνή του έσπασε λίγο στο τέλος, όπως μονάχα κάποιος με ραγισμένη καρδιά μπορούσε να ακουστεί.

Ο λαιμός της άρχισε να κλείνει. Η ανάσα της ήταν βαριά. «Δε μπορώ να αναπνεύσω».

Πανικός έκανε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει γρήγορα. Έπιασε τον λαιμό της και με τα δυο χέρια. Τα νύχια της βυθίστηκαν μέσα στο δέρμα σαν να προσπαθούσαν να ανοίξουν δίοδο στον αέρα, αφήνοντας πίσω κόκκινα σημάδια. Ήταν σαν να βρισκόταν μέσα σε ένα φλεγόμενο σπίτι και πάσχιζε να πάρει ανάσα αλλά το μόνο που εισέπνεε ήταν ο δηλητηριώδης καπνός. Δεν κατάλαβε για πότε τα γόνατα της λύγισαν και βρέθηκε να πέφτει προτού ο Ρόραν την πιάσει.

«Σελίν;»

Το βούισμα στα αυτιά της έπνιγε τη φωνή του. Τα πάντα θόλωσαν και μαύρα στίγματα άρχισαν να χορεύουν στις άκρες των ματιών της, όμως δεν τους έδωσε σημασία. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ο αέρας που αδυνατούσε να στείλει στους πνεύμονές της. Το μαύρο μεγάλωσε και κατάπιε τα πάντα τραβώντας την μέσα του, και ακόμα και η αγκαλιά του Ρόραν δεν ήταν αρκετή για να σταματήσει την πτώση της.





Ήταν απίστευτο το πως τη μια στιγμή είσαι σαν ένα ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί και να σαρώσει τα πάντα με τον θυμό να κυλά μέσα σου σαν καυτή λάβα, και την αμέσως επόμενη νιώθεις τα κρύα χέρια του αγνού, απόλυτου τρόμου να τυλίγονται γύρω από την καρδιά σου και να σε παραλύουν.

Έτσι ακριβώς αισθάνθηκε ο Ρόραν όταν η Σελίν κατέρρευσε.

«Σελίν» επανέλαβε, με τον φόβο να παραμερίζει και να δίνει τη θέση του στον πανικό. «Σελίν, με ακούς;» Άγγιξε το γκρίζο μάγουλό της. Το δέρμα της ήταν καυτό κάτω από τα δάχτυλά του, καλυμμένο με μια λεπτή στρώση ιδρώτα. Πώς μπορούσε να είναι τόσο ανόητος και να μη το δει;

Η Νάγια, που προφανώς είχε ξυπνήσει από τις φωνές, βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Τα κόκκινα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα από τον ύπνο και τα μάτια της ήταν ακόμα γλαρωμένα. Πίσω της ερχόταν ένας μελαχρινός νεαρός άντρας. Ο Ρόραν δεν τον είχε ξαναδεί αλλά δεν χρειάζονταν συστάσεις για να καταλάβει ποιος ήταν.

Τα καστανά μάτια του Κυνηγού εστίασαν στη Σελίν και στη συνέχεια πάνω του.

«Τι της έκανες;» απαίτησε να μάθει.

«Τολμάς να κάνεις αυτήν την ερώτηση σε εμένα, Κυνηγέ;» γρύλισε μέσα από σφιγμένα δόντια. «Εσύ και οι άνθρωποί σου καταστρέψατε τις ζωές μας!»

Συνήθως είχε μεγάλο αυτοέλεγχο, ένα χαρακτηριστικό που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, όμως στη θέα αυτού του ανθρώπου οι αλυσίδες που κρατούσαν αυτόν τον έλεγχο έσπασαν, Η μαγεία που κυλούσε μέσα στις φλέβες του βγήκε στην επιφάνεια σαν ανεξέλεγκτο κύμα. Την επόμενη στιγμή το αγόρι διπλώθηκε στα δύο, κρατώντας το κεφάλι του μέσα στα χέρια του. Τα δόντια του καρφώθηκαν στο κάτω χείλος του, τόσο δυνατά που μάτωσε. Δεν ούρλιαξε, ο Ρόραν έπρεπε να του το αναγνωρίσει αυτό.

«Ρόραν, σταμάτα!» φώναξε η Νάγια. Γονάτισε δίπλα του, αδιαφορώντας για το λευκό νυχτικό της που τώρα είχε καταστραφεί από τα χώματα. «Σταμάτα» επανέλαβε πιο ήρεμα. «Αυτό δεν είσαι εσύ».

Όμως ο Ρόραν ήθελε να του κάνει κακό. Ήθελε να τον κάνει να πονέσει, αν και αμφέβαλλε ότι αυτός ο πόνος θα ήταν τίποτα σε σχέση με τον πόνο που τους είχε προκαλέσει εκείνος.

Η Νάγια ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. «Ρόραν;»

Πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε την μαγεία προς τα πίσω, κλείνοντας την ενέργεια ξανά μέσα του. Η Νάγια είχε δίκιο. Δεν ήταν τέρας και ούτε θα γινόταν για χάρη ενός Κυνηγού.

Ο Έρικ άφησε το κεφάλι του και ίσιωσε την πλάτη του βαριανασαίνοντας. Μια ρουμπινένια σταγόνα αίματος κυλούσε από τη μύτη του προς το άνω χείλος του. Ένα αγγείο είχε σπάσει μέσα στο δεξί του μάτι, λεκιάζοντας το ασπράδι με μια πιτσιλιά κόκκινο. Ο Ρόραν περίμενε να τον δει να τρέχει μακριά, αλλά ο άνθρωπος μάλλον ήθελε να πεθάνει γιατί μόλις βρήκε την ανάσα του άρχισε να περπατάει στο μέρος τους.

«Τι συνέβη;» τον ρώτησε η Νάγια, με το ανήσυχο βλέμμα της καρφωμένο πάνω στην ακίνητη μορφή της Σελίν.

«Δεν ξέρω. Ξαφνικά λιποθύμησε».

«Πρέπει να την πάμε στην Αλθία». Σήκωσε απότομα το κεφάλι της και κοίταξε τον Έρικ, σαν να θυμήθηκε ξαφνικά την παρουσία του. «Κι εσύ, άνθρωπε, μπες στο σπίτι και κλείσε τις πόρτες και τα παράθυρα. Μην κουνηθείς, μη μιλήσεις και, αν μπορείς, μην αναπνέεις».

«Δεν την αφήνω μόνη» δήλωσε, σαν να μην είχε ακούσει λέξη απ' όσα του είχε πει.

«Θέλεις να πεθάνεις;» τον ρώτησε ο Ρόραν, με τις λέξεις να βγαίνουν από το στόμα του ψυχρές και θανάσιμες σαν λεπίδες. «Μπορεί να σταμάτησα πριν, αλλά αν νοιάζεσαι έστω και λίγο για την θλιβερή ζωή σου θα αρχίσεις να τρέχεις».

«Δε σε φοβάμαι» δήλωσε κρατώντας ψηλά το κεφάλι του, παρόλο που πριν από λίγες στιγμές δυσκολευόταν να σταθεί από τον πόνο. Γενναίος, αλλά ανόητος.

Ένα μικρό γέλιο ξέφυγε από τον λαιμό του αλλά ο ήχος ήταν σκληρός και δυσοίωνος. «Νομίζεις πως επειδή οι όμοιοί σου μας κυνηγάνε λες και είμαστε ζώα και μας δολοφονούν ξέρεις το οτιδήποτε για τις μάγισσες; Δεν έχετε ιδέα τι μπορούμε να κάνουμε. Μπορώ να κάνω τα μάτια σου να πονέσουν τόσο που εσύ ο ίδιος θα τα βγάλεις με τα χέρια σου για να σταματήσει ο πόνος. Θέλεις να δοκιμάσεις;»

«Σταματήστε και οι δυο!» επενέβη η Νάγια. «Αυτή τη στιγμή προέχει η Σελίν. Αν θέλετε να αλληλοσκοτωθείτε καν’ τε το αργότερα».

Η Νάγια είχε δίκιο. Πάλι. Το σημαντικότερο εκείνη τη στιγμή ήταν να βρουν βοήθεια για την Σελίν.

Την σήκωσε στα χέρια του και άρχισαν να περπατάνε με προορισμό το σπίτι της Αλθία. Οι τύψεις γράπωσαν τα νύχια τους μέσα του. Ήταν άρρωστη και ο θυμός του δεν τον είχε αφήσει να το δει. Είχε ορκιστεί ότι θα την προστάτευε πάντα και είχε αποτύχει. Αν πάθαινε κάτι δε θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του.

Η Νάγια κοίταξε πάνω από τον ώμο της και έκανε μια μικρή γκριμάτσα όταν είδε ότι ο Έρικ τους ακολουθούσε. «Είσαι τρελός; Αν αρχίσεις να περπατάς ανάμεσα στις μάγισσες ούτε τα Πνεύματα δεν θα μπορέσουν να σε γλιτώσουν. Θα σε ξεσκίσουν».

«Χάνουμε χρόνο» ήταν το μόνο που είπε ο άνθρωπος.

Μπορεί οι μάγισσες να σέβονταν κάθε είδους ζωή, όμως τον τελευταίο καιρό τα πάντα φαίνονταν να αλλάζουν. Υπήρχε τόσος θυμός και μίσος για τις μάγισσες που είχαν χάσει τις ζωές τους, είτε από τα χέρια των Κυνηγών είτε από τις Θυσίες, που θα έπεφταν πάνω του όπως οι λύκοι να κατασπαράζουν ένα ελάφι. Δεν είχε σημασία αν είχε προλάβει να λερώσει τα χέρια του με το αίμα των δικών τους ή όχι , δεν θα τους ένοιαζε.

Δεν μπορεί να ήταν τόσο ανόητος ώστε να μη το καταλάβαινε αυτό. Κι όμως επέλεγε να τους ακολουθήσει. Να μην αφήσει την Σελίν.

Ο Ρόραν θυμήθηκε όσα είχε δει μέσα στις αναμνήσεις της. Έκλεισε όλες αυτές τις σκέψεις σε ένα μικρό κουτί και το έσπρωξε στο πίσω μέρος του μυαλού του. Θα το ξανάνοιγε σύντομα και θα αναγκαζόταν να τις αντιμετωπίσει, δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό, μα τώρα δεν ήταν ούτε ο τόπος ούτε η στιγμή να το κάνει.

Όλο αυτό το χάος στη Σύναξη είχε ξεσπάσει επειδή ήθελε να την βρει. Τώρα την κρατούσε στην αγκαλιά του, όμως και πάλι την είχε χάσει.

Το χωριό είχε αρχίσει να ξυπνά και οι μάγισσες ετοιμάζονταν για τις πρωινές δουλειές τους. Η πόρτα του σπιτιού της Ρεάννα άνοιξε και η ξανθιά μάγισσα βγήκε έξω, όμως μόλις αντίκρισε τους τέσσερις νεαρούς, το ψάθινο καλάθι που κρατούσε έπεσε από τα χέρια της. «Ρόραν!» φώναξε και έπιασε τις φούστες του γαλάζιου φορέματος της για να μη τις πατήσει καθώς έτρεχε προς το μέρος τους. «Μα τα Πνεύματα...» αναφώνησε και κάλυψε το στόμα της με τα χέρια της, μόλις το βλέμμα της έπεσε πάνω στην Σελίν. Μουρμούρισε κάτι στην Αρχαία Γλώσσα και τον κοίταξε με μάτια διάπλατα ανοιχτά από το σοκ. «Πού ήταν όλο αυτό τον καιρό;»

Ο Ρόραν δεν απάντησε ούτε στην Ρεάννα ούτε στους υπόλοιπους που την ακολούθησαν. Προσπάθησε να απομονώσει τις φωνές και τις ερωτήσεις τους που έπνιγαν κάθε άλλο ήχο. Πού ήταν η Σελίν; Γιατί είχε εξαφανιστεί; Πώς είχε γυρίσει; Τι της είχε συμβεί; Πολλοί πλησίασαν περισσότερο για να δουν καλύτερα την νεαρή μάγισσα, άλλοι έτρεξαν για να πουν τα νέα στο χωριό. Μέσα στην αναταραχή κανείς δε φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη σημασία στον Έρικ, πέρα από μερικές καχύποπτες ματιές. Φυσικά, ακόμα δεν ήξεραν τι ήταν. Προς το παρόν η προσοχή τους ήταν στραμμένη στη νεαρή μάγισσα που είχε εμφανιστεί μυστηριωδώς μετά από τόσο καιρό.

Ο Ρόραν τους φώναξε να κάνουν στην άκρη. Δεν είχε χρόνο για τις ερωτήσεις τους και ούτε ήθελε να τις απαντήσει. Το μόνο που θα κατάφερναν θα ήταν να επιδεινώσουν την ήδη τεταμένη κατάσταση, κάτι που πολύ φοβόταν ότι ήταν αναπόφευκτο, αλλά θα το αντιμετώπιζε αργότερα, όταν θα ήξερε πως η Σελίν ήταν καλά.

Μα τα Πνεύματα, ήταν έξαλλος μαζί της! Πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε έτσι: προδομένος και εξαπατημένος και θιγμένος... Όμως δε μπορούσε να είναι θυμωμένος μαζί της, όχι τώρα που ήταν τόσο ακίνητη στην αγκαλιά του και έδειχνε τόσο μικρή και αδύναμη. Όταν θα γινόταν καλά σκόπευε να της ζητήσει μερικές εξηγήσεις, με πρώτη και κύρια τον Κυνηγό που τους ακολουθούσε.

Το σπίτι της Αλθία φάνηκε μπροστά τους και η Νάγια έτρεξε να χτυπήσει την πόρτα, μόνο και μόνο για να αποφασίσει αμέσως πως δεν ήθελε να περιμένει κι έτσι έπιασε το πόμολο και άνοιξε μόνη της διάπλατα την πόρτα για να περάσουν.

Η Αλθία καθόταν στην πολυθρόνα της και είχε συγκεντρωθεί απόλυτα σε κάτι με τα μάτια της μισόκλειστα -ή μπορεί και να είχε αποκοιμηθεί, ο Ρόραν δεν ήξερε- επιβλέποντας την Αριάνα και την Νταίνα που καθόντουσαν μπροστά της και εξασκούνταν σε μερικά βασικά ξόρκια ίασης. Η Νταίνα προσπαθούσε να μάθει στην Αριάνα πώς να προφέρει σωστά το ξόρκι, ενώ η άλλη κοπέλα πολτοποιούσε βότανα σε ένα μπολ με ένα συνοφρύωμα να έχει σχηματιστεί στο μέτωπό της, καθώς προσπαθούσε να τονίσει σωστά τις λέξεις. Ο θόρυβος τις έκανε να σηκώσουν τα κεφάλια τους.

Η Αριάνα τινάχτηκε όρθια, ρίχνοντας το μπολ με την πράσινη πάστα στο πάτωμα. «Σελίν!» αναφώνησε σοκαρισμένη, σχεδόν σκοντάφτοντας πάνω στο φουστάνι της Νταίνας καθώς έσπευσε να πάει κοντά τους.

«Πώς...» ξεκίνησε να λέει, κοιτάζοντας ερωτηματικά πρώτα τον Ρόραν και μετά τη Νάγια, όταν όμως τα ανοιχτογάλανα μάτια της βρήκαν τον Έρικ η νεαρή μάγισσα πάγωσε. «Εσύ» ψέλλισε τρέμοντας, με όλο το χρώμα να έχει εξαφανιστεί από το πρόσωπό της.

Η Αλθία έπιασε το ξύλινο μπαστούνι της και το χρησιμοποίησε για να σηκωθεί όρθια. Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα, σκεβρωμένη από τα χρόνια που τώρα δεν ξεπερνούσε το ύψος ενός δεκατετράχρονου παιδιού και το ζαρωμένο ημιδιάφανο δέρμα της έδειχνε τόσο λεπτό που σου έδινε την εντύπωση ότι θα διαλυόταν αν το άγγιζες, όπως οι σελίδες ενός πολύ παλιού βιβλίου. Αλλά, παρά το παρουσιαστικό της, η θέση της είχε κύρος στη Σύναξη και οι γνώσεις της την καθιστούσαν απαραίτητη.

Στράφηκε προς τους νεαρούς μάγους και τον Κυνηγό, καθώς και στο μικρό πλήθος που είχε μαζευτεί έξω από τη πόρτα της.

«Όσοι δεν είστε άρρωστοι περάστε έξω» διέταξε. Ο τόνος της ήταν ήρεμος αλλά ο Ρόραν ήξερε πολύ καλά πως αν δεν υπάκουαν η ηλικιωμένη θεραπεύτρια δεν θα δίσταζε να τους πετάξει έξω μόνη της. «Δεν υπάρχει κανενός είδους θέαμα εδώ». Έκανε νόημα στην Νταίνα να κλείσει την πόρτα και στράφηκε προς τον Ροραν. «Έλα μαζί μου» του είπε και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει στην κουζίνα.

Ένα κρεβάτι ήταν τοποθετημένο δίπλα στο τζάκι, εκεί όπου η Αλθία φρόντιζε τους ασθενείς της αφού ήταν το πιο ζεστό σημείο του σπιτιού και η φωτιά κρατούσε την υγρασία μακριά. Μπορούσε να ετοιμάζει τα γεύματα και τα φάρμακα χωρίς να φεύγει από το πλευρό τους, ενώ αρκετές φορές οι νεαρές μαθητευόμενες που φιλοδοξούσαν να γίνουν θεραπεύτριες μια μέρα έμεναν μαζί της για να μάθουν και να αποκτήσουν πείρα.

Ο Ρόραν άφησε την Σελίν πάνω στο κρεβάτι και έκανε στην άκρη για να πλησιάσει η Αλθία. Η γερόντισσα ακούμπησε το μαραμένο χέρι της στο μάγουλο του κοριτσιού που έβγαλε έναν μικρό ήχο σαν να πνιγόταν. «Πρέπει να ρίξουμε τον πυρετό. Γρήγορα, Νταίνα, Αριάνα, βγάλτε της το φόρεμα. Κι εσύ Νάγια, πήγαινε να φέρεις κρύο νερό». Απομακρύνθηκε από το κρεβάτι και πήγε στο μακρόστενο ξύλινο τραπέζι, στην άλλη άκρη του δωματίου. Η επιφάνειά του ήταν γεμάτη με αμέτρητα, άτακτα τοποθετημένα βαζάκια γεμάτα υγρά και σκόνες, μπολάκια και εργαλεία, ματσάκια με βότανα και καλάθια με ρίζες και μανιτάρια. Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα τους μουρμουρίζοντας.

Η Νάγια έφυγε σαν αστραπή για να φέρει καθαρό νερό και οι δυο μαθηετευόμενες έσπευσαν να κάνουν ό,τι που τους είπε η θεραπεύτρια. Η Αριάνα ανασήκωσε την Σελίν για να βοηθήσει την Νταίνα ώστε να την απαλλάξει από τις περιττές στρώσεις ρούχων με την ελπίδα ότι αυτό θα βοηθούσε να την δροσίσουν. Καμία τους δε μίλαγε και αυτή η σιωπή έδινε χώρο στον φόβο και την ανησυχία του Ρόραν να μεγαλώσουν.

Συνειδητοποίησε πως ο Κυνηγός ήταν ακόμα στο δωμάτιο. Στεκόταν στην άκρη της κουζίνας, με τα χέρια του σταυρωμένα. Ολόκληρη η στάση του εξέπεμπε ένταση και νευρικότητα. Όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη στην Σελίν, σχεδόν σαν να μην υπήρχαν άλλα άτομα μέσα στο δωμάτιο, παρόλο που είχε μεγαλύτερα προβλήματα για να ανησυχεί. Όπως μια ορδή από εξαγριωμένες μάγισσες που θα τον χρησιμοποιούσε ως εξιλαστήριο θύμα για τις αμαρτίες των δικών του.

Πριν προλάβει να σκεφτεί τι έκανε, ο Ρόραν πήγε προς το μέρος του και τον άρπαξε από το μπροστινό μέρος του γιλέκου του. «Καμαρώνεις για αυτό που έκανες, Κυνηγέ;» έφτυσε και τον κόλλησε με δύναμη στον τοίχο, δίπλα στο παράθυρο. Υπήρχαν άνθρωποι που στέκονταν απ' έξω και πολλά κεφάλια γύρισαν με τον γδούπο. «Έμεινες εδώ για να δεις αυτό που εσύ και οι άνθρωποί σου προκαλέσατε; Νιώθεις περήφανος;»

Με ποιο δικαίωμα έδειχνε ανήσυχος, όταν είχε ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για όσα συνέβησαν; Αν δεν υπήρχε εκείνος η Σελίν δεν θα είχε φύγει από το χωριό. Δεν θα την είχαν φυλακίσει, οι μελανιές στο πρόσωπό της δεν θα υπήρχαν. Εκείνος δεν θα ένιωθε τόσο θυμό ώστε να ξεκινήσει μια επανάσταση απέναντι στους Πρεσβύτερους. Θα είχαν παντρευτεί και θα είχαν συνεχίσει τις ζωές τους χωρίς όλον αυτόν τον πόνο και την δυστυχία. Δεν είχε αυταπάτες, ήξερε πως δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, αλλά θα μπορούσαν να έχουν μια καλή ζωή.

Όχι πια. Αυτό το μέλλον είχε γίνει χίλια κομμάτια, σαν σπασμένος καθρέφτης που δεν γινόταν να επιδιορθωθεί. Μπορούσες να προσπαθήσεις να βάλεις τα κομμάτια πίσω στη θέση τους, αλλά οι ρωγμές θα έμεναν για πάντα εκεί.

«Άφησέ με» του είπε ο Κυνηγός, κοιτάζοντάς τον σταθερά μέσα στα μάτια. Η φωνή του ήταν ήρεμη, αλλά υπήρχε κρυμμένη ένταση μέσα της.

Ένα χέρι προσγειώθηκε πάνω στον ώμο του. Ο Ρόραν γύρισε ελάχιστα, χωρίς να απελευθερώνει τον άνθρωπο, και κοίταξε την Αλθία που στεκόταν πίσω του.

«Μπορεί να έχεις μια θέση σε αυτή τη Σύναξη, αλλά αυτό δεν σου δίνει το δικαίωμα να κάνεις φασαρία στο σπίτι μου».

«Ξέρεις ποιος είναι αυτός που υπερασπίζεσαι;» τη ρώτησε και κοίταξε ξανά τον Έρικ. Μίσος τον πλημμύρισε, τόσο έντονο που για μερικές στιγμές δεν υπήρχε κανένα άλλο συναίσθημα μέσα του. «Ένας αναθεματισμένος άνθρωπος!»

«Βλέπεις μόνο ότι σου δείχνουν τα μάτια σου» αποκρίθηκε ήρεμα η Αλθία. «Όμως αυτό που υπάρχει στην επιφάνεια δεν είναι η μοναδική αλήθεια. Άφησέ τον, γιε μου. Υπάρχει λόγος που αυτό το αγόρι βρέθηκε εδώ και όσο είναι κάτω από τη στέγη μου τον θεωρώ φιλοξενούμενό μου».

Τα λόγια της ήταν αινιγματικά και από την μπερδεμένη έκφραση του Κυνηγού ούτε εκείνος καταλάβαινε το νόημά τους.

Επιστράτευσε όλη τη δύναμη της θέλησης του για να τον αφήσει και να κάνει ένα βήμα πίσω. Πόσο ήθελε να τον κάνει να υποφέρει όπως υπέφερε και εκείνος όταν του πήρε την Σελίν. Πόσο εύκολο θα ήταν να ξεσπάσει τον θυμό και την πικρία του πάνω του. Αυτό ίσως τον έκανε να νιώσει καλύτερα, αλλά κατά βάθος ήξερε πως θα ήταν κάτι προσωρινό. Όταν θα περνούσε και θα έβλεπε τι είχε κάνει θα αντίκριζε ένα διαφορετικό άτομο στον καθρέφτη, κάποιον για τον οποίον θα ντρεπόταν.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και εξέπνευσε αργά από τη μύτη. Δεν θα επέτρεπε στον Κυνηγό να τριγυρνάει ελεύθερος στο χωριό του, αυτό ήταν σίγουρο, αλλά ορκίστηκε στον εαυτό του πως θα του έδινε μια δίκαιη δίκη.

Αυτό τους ξεχώριζε από τους ανθρώπους.

«Αλθία!» φώναξε η Αριάνα για να τραβήξει τη προσοχή της μεγαλύτερης μάγισσας. «Πρέπει να το δεις αυτό».

Και οι τρεις πλησίασαν στο κρεβάτι. Η Αλθία στάθηκε πάνω από την Αριάνα και την αναίσθητη Σελίν, προσπαθώντας να εστιάσει τα εξασθενημένα από τον χρόνο μάτια της στο σημείο που της έδειχνε το κορίτσι. Ξαφνικά η ηλικιωμένη τινάχτηκε προς τα πίσω, μουρμουρίζοντας μια προσευχή στην Αρχαία Γλώσσα.

«Τι είνα;«» ρώτησε ο Ρόραν, με το στομάχι του να έχει γίνει ένας σφιχτός κόμπος. Τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα όσο τα παρουσίαζε η έξαλλη φαντασία του, σωστά; Η Σελίν θα γινόταν καλά. Δεν μπορούσε να δεχθεί οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη.

Έσκυψε μπροστά για να δει τι ήταν αυτό που είχε αναστατώσει την Αλθία. Τα κορίτσια είχαν ξεκινήσει να λύνουν τα κορδόνια στο μπροστινό μέρος του νυχτικού της Σελίν και είχαν τραβήξει το ύφασμα από τους ώμους της αλλά είχαν σταματήσει ξαφνικά. Κάτω από την αριστερή κλείδα της Σελίν ήταν ένα σημάδι σαν λεκές από μελάνι πάνω στο λευκό δέρμα της. Οι φλέβες γύρω του είχαν πρηστεί και είχαν πάρει ένα σκούρο χρώμα σα μόλυνση.

«Μα τα Πνεύματα» μουρμούρισε η γερόντισσα τελειώνοντας την προσευχή της. «Αυτή δεν είναι κοινή ασθένεια. Κάποιος την καταράστηκε».

«Αδύνατον!» αναφώνησε ο Ρόραν κουνώντας το κεφάλι του, αδυνατώντας να πιστέψει πως κάποιος ήθελε να σκοτώσει την Σελίν. «Άσε με να το δω αυτό». Η Νταίνα έκανε πίσω, αφήνοντας του χώρο για να πάρει τη θέση της δίπλα στο κρεβάτι.

Κοίταξε το μαύρο σημάδι συνοφρυωμένος. Τώρα που το έβλεπε με μεγαλύτερη προσοχή μπορούσε να ξεχωρίσει γραμμές στο κέντρο του. Ήταν ένας ρούνος, ήταν σίγουρος, αλλά δεν έμοιαζε με κανέναν από αυτούς που είχε διδαχθεί. Υπήρχε κάτι σκοτεινό και δυσοίωνο στις αιχμηρές γραμμές του συμβόλου αλλά ταυτόχρονα και... οικείο

Καταπολεμώντας κάθε ένστικτο που του έλεγε να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν, άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το σημάδι με τις άκρες των δαχτύλων του. Η μαγική ενέργεια που έρρεε μέσα στο σύμβολο...

Την αναγνώριζε.

Το χρώμα στράγγιξε από το πρόσωπο του. Ήξερε πολύ καλά σε ποιον ανήκε. Κοίταξε την Αριάνα.

«Πήγαινε να βρεις τον πατέρα σου» της είπε. «Πες του να μαζέψει τους Πρεσβύτερους».

«Γιατί;» ρώτησε μπερδεμένη.

''Αριάνα, καν' το!''

Ξαφνικά η πλάτη της Σελίν κύρτωσε και η κοπέλα άρχισε να μουρμουρίζει πνιχτές λέξεις που ο Ρόραν δεν μπορούσε να καταλάβει. Τα λόγια ήταν τραχιά, αρχαία, και ένα ανεξήγητο προαίσθημα του έλεγε πως ανήκαν σε μια γλώσσα που είχε εξαφανιστεί πριν από πολύ καιρό από αυτόν τον κόσμο και έτσι θα έπρεπε να παραμείνει. Τα κορίτσια τινάχτηκαν τρομαγμένα προς τα πίσω.

«Τι γλώσσα μιλάει;» ρώτησε η Νταίνα, με φρίκη να αστράφτει στα καστανά μάτια της.

«Δεν ξέρω». της απάντησε η Αλθία, με το ρυτιδωμένο πρόσωπο της να έχει πάρει μια εξίσου προβληματισμένη έκφραση.

Οι μαύρες φλέβες στο δέρμα της Σελίν άρχισαν να μικραίνουν και να μαζεύονται προς τα πίσω. Μια μικρή ελπίδα σκίρτησε μέσα στο στήθος του, αλλά τότε η αναπνοή της Σελίν κόπηκε και το σώμα της έπεσε ξανά πάνω στο στρώμα. Οι μαύρες φλέβες επέστρεψαν ξανά λες και ο άσχημος ρούνος στο κέντρο τους τις έθρεφε.

Σηκώθηκε όρθιος και βγήκε από το σπίτι σχεδόν τρέχοντας, αγνοώντας την Αριάνα που φώναξε το όνομά του και τα απορημένα βλέμματα που του έριξαν. Η αίσθηση της ενέργειας που εξέπεμπε το σύμβολο κάτω από τα δάχτυλα του ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί. Καταλάμβανε κάθε γωνιά του μυαλού του. Ξαφνικά ο κόσμος του είχε βαφτεί κόκκινος.

«Ρόραν;» είπε η Αλίρα που στεκόταν έξω από την πόρτα, παίζοντας νευρικά με τις πτυχώσεις του μαύρου φορέματός της για να κρατήσει απασχολημένα τα δάχτυλα της που έτρεμαν. «Ρόραν!» φώναξε ξανά όταν το αγόρι δεν σταμάτησε.

Έκανε λάθος, είπε στον εαυτό του. Οι κρόταφοί του σφυροκοπούσαν από την πίεση. Αυτό δεν ήταν δυνατόν. Βήματα ακούγονταν πίσω του και ένα μικρό, ασήμαντο μέρος του μυαλού του τού έλεγε πως κάποιος τον ακολουθούσε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Έκανε λάθος, έπρεπε να κάνει λάθος.

Άρχισε να τρέχει. Το καλοκαιρινό αεράκι είχε μετατραπεί σε παγωμένο βοριά που μαστίγωνε το πρόσωπο του.

Δεν μπορεί να είναι αλήθεια.

Έτρεξε πιο γρήγορα και δεν σταμάτησε μέχρι να φτάσει στο κατώφλι του σπιτιού του. Άνοιξε την πόρτα με τόση δύναμη που το ξύλο χτύπησε πάνω στον τοίχο και οι μεντεσέδες έτριξαν με έναν παραπονεμένο ήχο. Την άφησε να χάσκει ορθάνοιχτη και όρμησε προς τις σκάλες.

«Πατέρα!» βρυχήθηκε. Χωρίς να κόψει ταχύτητα ξεχύθηκε στον διάδρομο του δεύτερου ορόφου. «Πατέρα!»

Ευτυχώς η πόρτα του δωματίου του Άιζακ ήταν μισάνοιχτη αλλιώς αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μια πολύ επώδυνη σύγκρουση. Ο Ρόραν σταμάτησε προσπαθώντας να βρει την ανάσα του και κοίταξε τον Άιζακ που στεκόταν μπροστά στο παράθυρο, με την πλάτη του γυρισμένη στον γιο του.

Ήταν λες και ο χρόνος είχε σταματήσει. «Εσύ το έκανες;» ρώτησε ξέπνοα, με την ένταση να έχει χαθεί από την φωνή του.

Μια απλή ερώτηση ικανή να σαρώσει τα πάντα. Ναι ή όχι, δυο τόσο μικρές λέξεις που μπορούσαν να γκρεμίσουν τις ζωές τους μέσα σε μια στιγμή.

Ο Άιζακ δεν γύρισε για να αντικρίσει τον γιο του ούτε απάντησε στην ερώτησή του, αλλά η μισοκαμμένη ρίζα μανδραγόρα στα χέρια του τα έλεγε όλα.

«Γιατί;» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει. Η λέξη σκάλωσε στον λαιμό του.

Ο πατέρας του ήταν πάντα το πρότυπό του. Μπορεί να ήταν αυστηρός και απόμακρος, αλλά πάντα ήταν δίκαιος, ηθικός και έβαζε το καλό της Σύναξης πάνω από τα πάντα. Και όμως, τώρα στεκόταν μπροστά του κρατώντας τα αδιάσειστα στοιχεία της απόπειρας του να δολοφονήσει έναν δικό τους, το έσχατο έγκλημα που μπορούσε να διαπράξει ένας μάγος.

«Προσπάθησα» του είπε, με το βλέμμα να μένει καρφωμένο σε κάτι έξω από το παράθυρο, αλλά ο Ρόραν δε μπορούσε να καταλάβει αν απευθυνόταν σε εκείνον ή στον εαυτό του. «Πίστευα πως η ανατροφή υπερτερούσε του αίματος, αλλά έκανα λάθος. Δεν υπάρχει σωτηρία για αυτό το κορίτσι».

«Εσύ την καταράστηκες». Ήταν απλά μια δήλωση, κάτι που γνώριζαν και οι δυο, αλλά τη στιγμή που το είπε δυνατά ένιωσε το ασυγκράτητο βάρος των λέξεων.

«Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό!» Το αρχικό σοκ άρχισε να ξεθωριάζει και έδωσε την θέση του στην διαύγεια. Ο πατέρας του προσπαθούσε να σκοτώσει την Σελίν. «Την μέρα που την έφερες σε αυτό το σπίτι ορκίστηκες να την προστατεύεις!»

Ο Άιζακ γύρισε για να τον κοιτάξει. Η συνηθισμένη επιβλητική παρουσία του δεν κυρίευε το δωμάτιο και παρόλο που ο Ρόραν μπορούσε να διακρίνει κάτι που έμοιαζε με θλίψη στο πρόσωπο του, δεν υπήρχε ίχνος μεταμέλειας.

«Και προσπάθησα να κρατήσω αυτή την υπόσχεση αλλά δεν μου άφησε άλλη επιλογή» απάντησε. «Κοίτα τι μας έχει κάνει. Έφερε ένα Κυνηγό στη Σύναξη. Έναν Κυνηγό, τους ανθρώπους που εδώ και χρόνια σφάζουν τους δικούς μας. Και όλη αυτή η δυσπιστία και η οργή που εξαπλώνονται σαν ασθένεια στο χωριό μας είναι αποτέλεσμα των δικών της πράξεων. Πιστεύεις πως μπορείς να αρνηθείς στη Μπαστιάνα τις Θυσίες και να μη συμβεί τίποτα; Μπορεί να μένει σιωπηλή αλλά όταν αποφασίσει πως βαρέθηκε να περιμένει θα χαθούν πολύ περισσότερες ζωές απ' όσο αξίζει»

«Και τι σκόπευες να κάνεις; Να σκοτώσεις την Σελίν και μετά να προσποιηθείς ότι δε συνέβη τίποτα; Νομίζεις πως η Σύναξη θα γυρίσει το βλέμμα από την άλλη και δεν θα το αναφέρουν ξανά; Θα σε εξορίσουν γι' αυτό!»

Ξέρω τις συνέπειες των πράξεών μου και τις αποδέχομαι» αποκρίθηκε με ηρεμία αδιανόητη για το μυαλό του Ρόραν. «Η Σελίν είναι επικίνδυνη. Η καταστροφή είναι στο αίμα της, γι' αυτό ό,τι κι αν πιστεύεις δε μπορείς να την βοηθήσεις. Προσπάθησα και απέτυχα. Η πραγματική μας φύση πάντα βγαίνει στην επιφάνεια ό,τι κι αν κάνουμε».

Έκανε ένα βήμα προς τον Ρόραν και το αγόρι έκανε αηδιασμένο ένα προς τα πίσω.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε, κοιτάζοντας με απέχθεια τον άντρα που στεκόταν μπροστά του. «Ο πατέρας μου ήταν πολλά πράγματα αλλά ποτέ δεν υπήρξε τρελός. Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς αλλά δεν θα σε αφήσω να συνεχίσεις αυτήν την παράνοια» Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος του. «Δώσε μου τη ρίζα, πατέρα».

Μπορούσε να ακούσει σιγανές ομιλίες από τον κάτω όροφο και ήξερε πως κάποιος είχε μπει στο σπίτι.

«Ξέρω πώς είναι να νιώθεις την καρδιά σου να ματώνει. Το έζησα όταν χάσαμε την μητέρα σου και προσευχόμουν να μη ζήσεις ποτέ κάτι τέτοιο, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με εσένα ή με εμένα».

«Δώσε μου τη ρίζα!» φώναξε.

Βήματα ακούστηκαν από την ξύλινη σκάλα και τον διάδρομο. Ο Ελάιζα μπήκε μέσα στο δωμάτιο με το υπόλοιπο Συμβούλιο να τον ακολουθεί.

«Άιζακ, τι συμβαίνει εδώ;» απαίτησε να μάθει η Αμάρα. Τα γκρίζα μάτια της πήγαν από τον Άιζακ στη ρίζα του μανδραγόρα στο χέρι του και εστίασαν ξανά στο πρόσωπο του μεγαλύτερου μάγου περιμένοντας μια εξήγηση.

Ο Ελάιζα βγήκε μπροστά, με το πρόσωπό του να έχει πάρει μια σκληρή όψη. «Ελπίζω να έχεις μια καλή εξήγηση» του είπε αν και ο τόνος του υπονοούσε πως δεν πίστευε κάτι τέτοιο.

«Ξέρεις την εξήγησή μου καλύτερα από όλους. Εσύ και εγώ μοιραζόμαστε τα ίδια μυστικά. Αν η μοίρα είχε γραφτεί λίγο διαφορετικά θα μπορούσες να είσαι εσύ στη θέση μου αυτή τη στιγμή».

Ολόκληρο το σώμα του Ελάιζα σφίχτηκε. «Έχεις χάσει το μυαλό σου και δεν ξέρεις τι λες».

Οι Πρεσβύτεροι άρχισαν να ανταλλάζουν ματιές προσπαθώντας να καταλάβουν αν ο Άιζακ είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του.

«Το παρατράβηξες, Άιζακ» είπε ο Έτζεραν. Τα λόγια του ακούστηκαν σαν κατηγορία, όχι τόσο επειδή νοιαζόταν για τη ζωή της Σελίν αλλά για την απερισκεψία των πράξεών του. Μπορεί να είχαν τις διαφωνίες τους αλλά ήξεραν πως η Σύναξη ήταν καλύτερα με τον Άιζακ παρά χωρίς αυτόν. «Προσπάθησες να αφαιρέσεις τη ζωή μιας μάγισσας και αυτό είναι ένα έγκλημα που δεν μπορεί να παραβλεφθεί ή να συγχωρεθεί».

Ακόμα και καθώς το άκουγε αυτό ο Άιζακ εξακολουθούσε να κρατάει το κεφάλι του ψηλά, αμετανόητος για την πράξη του. Ο Ελάιζα έκανε ένα βήμα μπροστά και άρπαξε την καμένη ρίζα από το χέρι του. Για μια στιγμή φάνηκε στον Ρόραν πως έγειρε μπροστά και του ψιθύρισε κάτι, αλλά κανείς άλλος δεν το πρόσεξε. Ο Ελάιζα απομακρύνθηκε και ενώθηκε ξανά με τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου. Οι επόμενες λέξεις που βγήκαν από το στόμα του έκαναν την καρδιά του Ρόραν να σφιχτεί επώδυνα.

«Δεν είσαι πια μέλος αυτής της Σύναξης». 

 

Φαίη