Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 25)

 Ορόρα


Οι φρουροί έξω από τα διαμερίσματα του πατέρα της έσπευσαν να μπουν μπροστά της για να την εμποδίσουν να περάσει.

«Αρχόντισσα μου, δεν μπορείς να περάσεις» την ενημέρωσε ο ένας από τους δυο, ένας γεροδεμένος κοκκινομάλλης με κοντά γένια και καθαρά γαλάζια μάτια. Η Ορόρα τον ήξερε, το όνομα του ήταν Μπραν, Μπρον, Μπρόντι... Κάτι τέτοιο. Το μυαλό της αδυνατούσε να θυμηθεί εκείνη τη στιγμή.

«Φύγετε από μπροστά μου».

Οι δυο άντρες έμειναν ριζωμένοι στη θέση τους.

«Τολμάτε να αγνοείτε τις διαταγές μου;» Οι λέξεις έβγαιναν μέσα από σφιγμένα δόντια και η νεαρή Ντρόγκομιρ έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές για να σταματήσει το τρέμουλο. Κοίταξε τους δυο άντρες προκαλώντας τους να την αψηφήσουν. Και να υποστούν τις συνέπειες. Δεν είχε σημασία που αυτοί οι δυο δεν ήταν υπεύθυνοι για την οργή της ούτε είχαν ανάμιξη στα ζοφερά νέα που της είχαν φέρει νωρίτερα οι υπηρέτες.

«Ο Άρχοντας Αίρυς διέταξε να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να περάσει. Πρέπει να σου ζητήσουμε να αποχωρήσεις».

Ο λαιμός της είχε κοκκινίσει και το αίμα βούιζε στα αυτιά της. Τα πάντα μέσα στο οπτικό της πεδίο είχαν πάρει το κόκκινο χρώμα του αίματος. Φόβος άστραψε στα μάτια των δυο φρουρών καθώς τα χαρακτηριστικά του προσώπου της άλλαξαν και έγιναν πιο αιχμηρά, τα μάτια της χωρίστηκαν στα δυο από φιδίσιες μαύρες κόρες, και ανοιχτογάλανα λέπια αναδύθηκαν από το δέρμα της πάνω στα ζυγωματικά της.

«Χαθείτε από μπροστά μου αλλιώς ορκίζομαι σε όλους τους Θεούς ότι ο Άρχοντας Αίρυς θα είναι η μικρότερη από τις ανησυχίες σας επειδή θα ξεριζώσω τα εντόσθια σας και θα σας στραγγαλίσω με αυτά. Κατανοητό;»

Οι στρατιώτες χλώμιασαν. Και πράγματι, η απειλή της δεν ήταν κούφια. Θα το έκανε κι ας ένιωθε αηδιασμένη με τον εαυτό της αργότερα, αλλά αυτή τη στιγμή τίποτα δεν θα την εμπόδιζε να μιλήσει στον πατέρα της.

«Κουνηθείτε!» πρόσταξε και αυτή τη φορά οι φρουροί είχαν τη σύνεση να υπακούσουν και να κάνουν στην άκρη για να περάσει.

Αγνόησε τον τρόπο που απέστρεψαν τον βλέμμα τους και ολόκληρο το σώμα τους σφίχτηκε παίρνοντας μια επιφυλακτική, σχεδόν αμυντική στάση λες και ήταν ένα λυσσασμένο σκυλί που δεν ήθελαν να προκαλέσουν.

Άνοιξε διάπλατα τη σκαλιστή, βαριά, δίφυλλη πόρτα των διαμερισμάτων του πατέρα της και πέρασε μέσα. Διέσχισε το καθιστικό με μεγάλα, βιαστικά βήματα. Το χρυσό, το ασήμι και τα πετράδια που στόλιζαν τον χώρο πλέον της προκαλούσαν αηδία. Θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν για να ταίσουν τις φτωχές οικογένειες της χώρας, κι όμως ο Αίρυς τα κρατούσε για να επιδεικνύει τον πλούτο του στους υπηρέτες που καθάριζαν τα δωμάτια και στα ελάχιστα άτομα που τους επιτρεπόταν να μπουν εκεί, ενώ ο ίδιος δεν έριχνε ούτε ένα βλέμμα στα πετράδια που κοσμούσαν τα βάζα ή τα χρυσά μπιχλιμπίδια του.

Άνοιξε την πόρτα της βιβλιοθήκης χωρίς να χτυπήσει και ουσιαστικά εισέβαλε μέσα στο δωμάτιο.

Ο Αίρυς δεν ήταν μόνος, γεγονός που εξηγούσε τις διαταγές των φρουρών να μην αφήσουν κανέναν να περάσει. Η Ορόρα αναγνώρισε αμέσως τους δυο από τους τέσσερις στρατηγούς του άρχοντα- πατέρα της - Πέντε μαζί με τον θείο Γκρέγκορ, αν και ο δικός του τίτλος ήταν τιμητικός και ο ρόλος του περιοριζόταν κυρίως σε αυτόν του συμβούλου.

Τα μάτια της στένεψαν μόλις έπεσαν πάνω στον Ντόριαν Μπλάκγουντ. Ήταν ένας καλοστεκούμενος για την ηλικία του άντρας, με ηλιοκαμένο δέρμα, και μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και ήταν πάντα κουρεμένα σύριζα στο κρανίο του. Η Ορόρα υποψιαζόταν ότι το έκανε για να κρύψει κάποια αραίωση. Τα ψεγάδια δεν ήταν ανεχτά στον Οίκο των Ντρογκομιρ. Η γαμψή μύτη του της θύμιζε γύπα.

Ποτέ της δεν τον εμπιστεύτηκε. Προτού ορκιστεί πίστη στον πατέρα της και στον Οίκο της είχε ζήσει για χρόνια στην υπηρεσία των Σελτιγκαρ, ώσπου μια μέρα αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο. Είχε βοηθήσει τους Ντρόγκομιρ να εισβάλουν στο κάστρο των Σέλτιγκαρ τη νύχτα που πέθανε ο πατέρας της Κίρας- αν και όχι με τον τρόπο που σχεδίαζε ο Αίρυς.

Είχε προσπαθήσει να πείσει τον πατέρα της να τον απομακρύνει. Ένας άντρας που είχε πατήσει τους όρκους του και είχε προδώσει μια φορά τον άρχοντα του ήταν ικανός να το ξανακάνει. Αλλά ο Αίρυς πίστευε ατράνταχτα πως ο φόβος ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την υπακοή ενός άντρα και είχε αγνοήσει τις ανησυχίες της.

Η παρουσία του δεύτερου, του στρατηγού Έντμουντ Βόλμαρκ, της ήταν πιο ευχάριστη. Ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που η παρουσία του δεν επισκιαζόταν από την παρουσία του Αίρυς μέσα στο δωμάτιο. Ο πατέρας της του είχε αναθέσει την ασφάλεια της πρωτεύουσας, και όλοι μπορούσαν να συμφωνήσουν πως ο στρατηγός Βόλμαρκ έπαιρνε τη δουλειά του πολύ σοβαρά. Τα πράγματα δεν ήταν τέλεια στην πόλη (αλλά σίγουρα καλύτερα από τα χωριά όπου σπάνια υπήρχε φρουρά) αλλά επικρατούσε ένα κλίμα τάξης και γενικής ηρεμίας. Ήταν ένας συμπαθητικός άντρας, από τότε που η Ορόρα ήταν μικρό κοριτσάκι θυμόταν πως κάθε φορά που τον συναντούσε στους διαδρόμους του κάστρου πάντα σταματούσε για να την χαιρετήσει και να ανταλλάξουν μερικές ευχάριστες κουβέντες.

Όμως όχι αυτή τη φορά.

Δεν είχε δει τους άλλους δυο στρατηγούς του Αίρυς αλλά μπορούσε να υποθέσει τον λόγο της απουσίας τους. Σίγουρα ο πατέρας της τους είχε αναθέσει καθήκοντα που απαιτούσαν την προσοχή τους. Ο ίδιος λόγος που την είχε κάνει να τρέξει σαν τρελή στο γραφείο του Αίρυς.

Ο Αίρυς σήκωσε το βλέμμα του από τον όμορφο ζωγραφισμένο χάρτη της Ναβίντιας και των χωρών που συνόρευε που ήταν απλωμένος πάνω στο γραφείο του και κοίταξε την κόρη του, ενοχλημένος για τη διακοπή αλλά όχι ξαφνιασμένος.

«Θυμάμαι καθαρά ότι έδωσα εντολή να μη μας ενοχλήσει κανείς».

«Είμαι σίγουρη πως αυτή η διακοπή δεν συμπεριλάμβανε και το ίδιο σου το παιδί, έτσι δεν είναι άρχοντα μου;» είπε με ευχάριστο τόνο και αποπειράθηκε να χαμογελάσει αλλά το χαμόγελο της ήταν ψεύτικο και εξαναγκασμένο. Η έκφραση της θύμιζε περισσότερο λιοντάρι που γύμνωνε απειλητικά τα δόντια του στον αντίπαλο παρά κόρη που απευθυνόταν στον πατέρα της. «Ελπίζω οι φρουροί σου να μη βρουν μπελά εξαιτίας μου. Ειλικρινά, οι προσπάθειες τους να με διώξουν λες και είμαι καμία κοινή υπηρέτρια ήταν γενναίες και αξιέπαινες, αλλά νομίζω πως τους τρόμαξα. Εξάλλου, είμαι κόρη σου».

«Πράγματι» αποκρίθηκε ο Αίρυς. Ο τόνος της φωνής του ήταν σχεδόν απαθής, ο ίδιος που χρησιμοποιούσε κάθε φορά που μιλούσε μπροστά σε τρίτους ώστε να μη προδίδει τις προθέσεις του. «Ποιος είναι ο λόγος αυτής της εισβολής;»

«Είναι αλήθεια, πατέρα; Έδωσες διαταγή να ξεκινήσει επιστράτευση;»

«Πηγαίνουμε σε πόλεμο» της απάντησε με τον τρόπο που η Ορόρα μισούσε. Σαν να ήταν αναγκασμένος να της εξηγήσει κάτι αυτονόητο που θα έπρεπε να έχει καταλάβει μόνη της. Λες και το να της μιλάει ήταν αγγαρεία. «Χρειαζόμαστε περισσότερους στρατιώτες ώστε οι πιθανότητες να είναι υπέρ μας στο πεδίο της μάχης».

«Επιστρατεύεις παιδιά!»

Τα νέα της επιστράτευσης δεν ήταν σοκαριστικά. Στην πραγματικότητα ήταν κάτι αναμενόμενο. Αυτό που τη σόκαρε ήταν ότι η επιστράτευση αφορούσε όλα τα αγόρια άνω των δεκατριών ετών. Παιδιά από την επαρχία που δεν είχαν κρατήσει ποτέ σπαθί στα χέρια τους.

«Θα εκπαιδευτούν» απάντησε απλά ο Μπλάκγουελ λες και αυτό έλυνε τα πάντα.

«Δεν θυμάμαι να σου απεύθυνα τον λόγο!» είπε απότομα η Ορόρα και του έριξε ένα κοφτερό βλέμμα. Ήταν σίγουρη πως αυτό το ποταπό σκυλί ήταν ο πρώτος που είχε επικροτήσει την απόφαση του Αίρυς. Ίσως και να το είχε δει σαν μια ευκαιρία, να ρίξει τα άγουρα αγόρια που ούτως ή άλλος θα πέθαιναν στις γραμμές του εχθρού σαν αντιπερισπασμό όσο εκείνος και οι πραγματικοί στρατιώτες θα έστηναν ενέδρα στα στρατεύματα των Ρίχακ. «Δεν θα έχετε χρόνο για να τους εκπαιδεύσετε σωστά» Όχι αν ο Αίρυς σκόπευε να επιτεθεί στους Ρίχακ κατά τη διάρκεια της γιορτής. «Οι περισσότεροι από αυτούς δεν θα ξαναδούν τα σπίτια τους».

«Θα είναι ήρωες της πατρίδας τους».

«Θα είναι νεκροί, όποια λέξη κι αν θέλεις να χρησιμοποιήσεις για να το ωραιοποιήσεις».

Άλλη μια λέξη από το στόμα του και θα του έκοβε τον λαιμό. Τα δάχτυλα της τη γαργαλούσαν, το σώμα της την εκλιπαρούσε να τα αφήσει να μεταμορφωθούν σε γαμψά νύχια. Ήταν σίγουρη ότι θα απολάμβανε το θέαμα του Μπλάκγουελ πεσμένο στο πάτωμα, να κρατάει τον λαιμό του και να πνίγεται με το ίδιο του το αίμα.

Στράφηκε προς τον πατέρα της. «Πιστεύεις πως οι υπήκοοι σου θα εξακολουθούν να σου είναι πιστοί αν πάρεις τα παιδιά τους και τα στείλεις στο μέτωπο;»

«Και εγώ θα στείλω τα παιδιά μου στη μάχη» της απάντησε.

«Δεν είναι το ίδιο! Εμείς μπορούμε να μεταμορφωθούμε σε δράκους. Έχουμε φτερά, νύχια και δόντια για να μας κρατήσουν ζωντανούς. Εκείνοι τι έχουν;»

«Όλοι πρέπει να κάνουμε θυσίες για την πατρίδα. Η ιστορία δεν γράφεται για χώρες με βασιλιάδες που κάθονται αδρανείς στους θρόνους τους και ο λαός δεν εμπνέεται από τέτοιους ηγέτες».

«Ώστε γι' αυτό το κάνεις;» τον ρώτησε με τα λόγια της να στάζουν ειρωνεία. «Για τη δόξα;»

«Για τη δόξα και για το λιμάνι της Νόρτας» αποκρίθηκε και ακούμπησε το χέρι του στο σημείο πάνω στον χάρτη. «Είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα του Γνωστού Κόσμου. Αν περάσει στα χέρια μας τα θησαυροφυλάκια της Ναβίντια θα είναι γεμάτα για γενιές».

Η Ορόρα πλησίασε στο γραφείο και στάθηκε απέναντι από τον πατέρα της κοιτώντας τον κατάματα. «Μπορούμε να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, δεν νομίζεις; Στο σημείο που έχουμε φτάσει δεν ωφελεί να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας». Ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο γραφείο και έγειρε ελαφριά προς τα μπρος.

«Δεν σε ενδιαφέρει η δόξα, το χρυσάφι, ή το λιμάνι. Πόσο καιρό το σχεδίαζες αυτό; Χρόνια ολόκληρα, είμαι σίγουρη, περίμενες να λυθεί η κατάρα για να πάρεις την εκδίκηση σου. Σε λίγες εβδομάδες τα σύνορα θα γεμίσουν με ομαδικούς τάφους εξαιτίας του μίσους σου για τον Άρχοντα Κάσρελ. Η Ροσλιν Ρίχακ είναι νεκρή. Κανένας πόλεμος δεν θα το αλλάξει αυτό». Το σαγόνι του Αίρυς ήταν τόσο σφιγμένο που περίμενε να ακούσει δόντια να ραγίζουν. «Πάρε πίσω τη διαταγή για την επιστράτευση, πατέρα. Είναι λάθος».

Ο Αίρυς χτύπησε με δύναμη το χέρι του πάνω στο γραφείο και ολόκληρο το έπιπλο τραντάχτηκε αλλά η Ορόρα δεν έκανε πίσω. Το ανοιχτό μελανοδοχείο αναπήδησε και έπεσε στο πλάι, το μαύρο μελάνι χύθηκε πάνω στον όμορφο χάρτη και άφησε έναν μεγάλο μαύρο λεκέ πάνω από τη Ναβίντια. Δεν θα επέτρεπε να συνεχιστεί αυτή η τρέλα και δεν θα υποχωρούσε μέχρι να έκανε τον πατέρα της να δει καθαρά.

«Ποια είσαι εσύ που τολμάς να αμφισβητείς τις εντολές μου;!» εξερράγη ο Αίρυς. Η Ορόρα υποψιαζόταν πως το ξέσπασμα οφειλόταν στην αναφορά της στη Ροσλίν Ρίχακ και όχι στην όποια αμφισβήτηση έδειχνε στις διαταγές του. «Εγώ είμαι ο Άρχοντας αυτού του Οίκου! Εγώ έχω τη δύναμη να αποφασίζω πιο είναι το σωστό και το λάθος!»

«Ένας βασιλιάς που νιώθει την ανάγκη να φωνάξει τον τίτλο του δεν είναι πραγματικός βασιλιάς» αντιγύρισε η κοπέλα. «Και η δύναμη σου προέρχεται από εμάς. Τα παιδιά σου και τα ανίψια σου. Είχες τη δυνατότητα να κάθεσαι στον θρόνο σου και να κάνεις σχέδια για πόλεμο επειδή εγώ σε κρατούσα ασφαλή. Εγώ κυνηγούσα τους εχθρούς σου για να μην καρφώσουν ένα μαχαίρι στο στήθος σου ή ένα βέλος στον λαιμό σου όσο ήσουν εγκλωβισμένος στην ανθρώπινη μορφή σου. Χωρίς εμάς είσαι ένα τίποτα».

Ο Αίρυς σήκωσε το χέρι του και το επόμενο πράγμα που μπορούσε να επεξεργαστεί το μυαλό της Ορόρας ήταν το κάψιμο που απλωνόταν στο δεξί της μάγουλο. Άγγιξε σαστισμένη το ευαίσθητο δέρμα που είχε αρχίσει να κοκκινίζει, νιώθοντας τα βλέμματα του Μπλάκγουελ και του Βόλμαρκ καρφωμένα πάνω τους. Το χαστούκι είχε πονέσει περισσότερο την περηφάνια της παρά τη σάρκα της.

Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε τον πατέρα της. Πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος να έχει τόσο ψυχρά μάτια αλλά ταυτόχρονα να καίνε από οργή; Στο πρόσωπο του δεν υπήρχε ίχνος μεταμέλειας για αυτό που είχε μόλις κάνει. Ο Αίρυς μπορεί να ήταν πολλά πράγματα, και σίγουρα δεν ήταν από τους πατεράδες που έλεγαν ιστορίες στα παιδιά τους για να κοιμηθούν, αλλά ποτέ δεν είχε σηκώσει χέρι πάνω της.

«Δεν θα πολεμήσω για 'σένα» του δήλωσε, συγκρατώντας τα δάκρυα που έκαιγαν στα μάτια της. Δεν θα έκλαιγε. Όχι μπροστά σε αυτούς του ανθρώπους. «Και να είσαι σίγουρος πως και ο Ντέβαν θα αρνηθεί να το κάνει. Ούτε ο...»

«Ο Έντγκαρ;» τη διέκοψε. «Μπορεί να είσαι κόρη μου, Ορόρα, αλλά αν πιστεύεις πως είσαι άξια αντίπαλος για 'μένα τότε είσαι γελασμένη. Νομίζεις πως είσαι η μόνη που γνωρίζει για τις νυχτερινές εξόδους του Έντγκαρ; Για τη μικρή μοδίστρα στο Κάρχολντ; Ό,τι συμφωνία κι αν έχεις κάνει μαζί του είμαι βέβαιος πως μπορώ να του αλλάξω γνώμη».

Κοφτερά θραύσματα πάγου κυλούσαν μέσα στις φλέβες της. Ο πατέρας της θα έπεφτε τόσο χαμηλά όσο να απειλήσει μια έγκυο κοπέλα που δεν είχε κανέναν για να χειραγωγήσει τον ανιψιό του;

Φυσικά και θα το έκανε

Πώς ήταν δυνατόν να είναι κόρη ενός τέτοιου αδίστακτου ανθρώπου;

«Όσο για 'σένα» συνέχισε ο Αίρυς. «Εφόσον δεν αναγνωρίζεις την εξουσία μου δεν έχεις και θέση στον Οίκο μου. Ανέχτηκα την ανυπακοή σου για πολύ καιρό αλλά η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Δεν θα σου δώσω καν διορία μέχρι τη δύση. Θα φύγεις αυτή τη στιγμή. Δεν με ενδιαφέρει που θα πας ή τι θα κάνεις. Από τώρα και στο εξής οι πύλες αυτού του κάστρου θα είναι κλειστές για εσένα».

«Άρχοντα μου...» προσπάθησε να επενέβη ο Βόλμαρκ.

«Η απόφαση μου είναι οριστική!» γάβγισε ο Αίρυς, κάνοντας τον καλοπροαίρετο στρατηγό να μαζευτεί. «Από σήμερα δεν έχω πια κόρη».

«Ποτέ δεν είχες» ήταν τα τελευταία πικρά λόγια της Ορόρας πριν του γυρίσει την πλάτη για να φύγει από το σπίτι της.


Φαίη