Το Γαίμα (Κεφάλαιο 4 - Μέρος 2)

Ο Γιώργης είχε στήσει τη χωσία του κρυμμένος πίσω από κάτι αγκαθωτούς θάμνους, πουρνάρια και φραγκοσυκιές, και καρτερούσε βαστώντας σφιχτά στο χέρι του ένα παλιό τουφέκι που το ’χε γυαλίσει και γεμίσει σφαίρες, ποτέ του δεν το χρησιμοποίησε ως τώρα, του πατέρα του κληροδότημα, μα απόψε ήταν πια η ώρα να το κάνει, μέρες τώρα παραμόνευε τον γιο της Καχιάναινας, τον οχτρό του, τις στράτες του να μάθει, τα πατήματά του, έριχνε σε δέντρα και κλαδιά για να ετοιμαστεί, το χτύπημα να ’ναι σίγουρο, να μην ξαστοχήσει, να στείλει μια και καλή στον άλλο κόσμο τον άισκιο που τόλμησε να του ζητήσει σάξη...

«Απόψε θα πληρώσεις για όλα εσού, παλιοτζιτζιλόμη» μούγκρισε μέσα από τα δόντια του, και να που την επόμενη στιγμή ο νέος φάνηκε να διαβαίνει προς το σπίτι του, τρεκλίζοντας, ανύποπτος για τη θανάσιμη ενέδρα που τον περίμενε στημένη απ’ τον πατέρα της καλής του, κι εκείνος τον είδε,τινάχτηκε όλο νεύρο το σώμα του το γεροντομπασμένο, χούφτιασε τον σαρμά γερά απ’ το κοντάκι και την κάννη, στόχευσε, πάτησε τη σκανδάλη κι οι πιστολιές του έσκισαν τη σιωπή της νύχτας που την έσπαγαν μόνο τα αθώα τριζόνια. Μια, δυο, τρεις φορές...

Ούτε αχ δεν πρόλαβε καλά - καλά να βγάλει ο δόλιος ο Πιερράκος, οι σφαίρες γάζωσαν βροχή το σώμα του και αιμόφυρτος έπεσε μπρούμυτα δαγκώνοντας το χώμα, ενώ η ψυχή του πετούσε μακριά... Κι ο Γιώργης βγήκε απ’ την κρυψώνα του, τηρώντας δεξιά ζερβά μην τυχόν τον έπαιρνε κανένα μάτι, πλησίασε το πτώμα του παλικαριού,

τον κλότσησε πρώτα να δει αν ακόμη ζούσε κι αφού του έριξε τη χαριστική βολή τον έφτυσε με μίσος, σταύρωσε τέλος το χώμα με την κάννη του σαρμά, μη γίνει καταχανάς και τον κυνηγάει ο φονεμένος, και πήρε τον δρόμο του γυρισμού, νιώθοντας άγρια, σκληρή χαρά μες στο τραχύ του στέρνο...

 

***

Ιδρωμένη πετάχτηκε απ’ το στρώμα της η Κατέρω, με τον σφυγμό της να σφυροκοπά, όνειρο κακό την είχε ταράξει. Βρισκόταν λέει σε μέρος σκοτεινό και άραχλο, ίδιο με τα δώματα του Άδη, ντυμένη σαν νυφιάτικα με τη λευκή τσεμπέρα στο κεφάλι της, σκιές την τριγυρίζανε και ψίθυροι απόκοσμοι, και φάνηκε κι ο Πιερράκος να ’ρχεται, να τη σιμώνει, κι αυτός λαμπροντυμένος σαν γαμπρός, μα το σώμα του ήταν κατατρυπημένο και καταματωμένο, κι η κόρη σκιάχτηκε, έκανε να κράξει το όνομά του αλλά φωνή δεν έβγαινε απ’ το στόμα της· το παλικάρι έφτασε κοντά, παραπατώντας, χώματα στο πρόσωπό του, την άγγιξε στο στήθος το ζερβό με το δεξί του χέρι κι έπεσε καταγής, κι είδε η Κατέρω έντρομη να αιμορραγεί στο σημείο που την άγγιξε, και ξύπνησε λίγο πριν σωριαστεί κι αυτή στο πλάι του...

«Παναγιά μου... Παναγιά μου, τι να σημαίνει όλο αυτό;» αναρωτήθηκε, ριγώντας σύγκορμη απ’ την τρομάρα της, και σύγκαιρα ήχος καμπάνας πένθιμος αντήχησε στα αυτιά της που την έκανε να τιναχτεί απορημένη, να διώξει με τη βία τα στερνά αποκαΐδια του εφιάλτη της, να σηκωθεί στα πόδια της και να κατέβει αργά από την κάμαρή της, μισοζαλιζόταν απ’ την αναφαγιά, αλλά η περιέργεια κι η αγωνία υπερίσχυαν μέσα της...

«Κατέρω μου... Σηκώθηκες επιτέλους;» ψέλλισε η Θοδώρα μόλις την είδε, με όψη κέρινη, χλομή, και συνέχισε με νευρικότητα: «Έλα, έλα να φας κάτι, να στυλωθείς...»

«Μάνα, πού είναι ο πατέρας;» ρώτησε η κοπέλα, τηρώντας γύρω της. «Και γιατί χτυπάνε πένθιμα οι καμπάνες; Ποιος πέθανε;»

Κέρωσε πιότερο η Θοδώρα, έσκυψε βαθιά το κεφάλι και σταύρωσε τα κρυωμένα χέρια της κοντά στα στήθη της, να εξαφανιζόταν ήθελε τούτη την ώρα, μυρμήγκι να γινόταν να χαθεί από τα μάτια της θυγατέρας της... Τι να της έλεγε, τι να της αποκρινόταν; Πως ο πατέρας της κρυβόταν στο κελάρι μην τον βρουν οι χωροφύλακες, γιατί γίνηκε φονιάς του ανθρώπου που τον είχε ευεργετήσει; Πώς να της το ομολογήσει, πώς να της πει για προψές το βράδυ που γύρισε με τον σαρμά στο χέρι κι αστράψανε τα μάτια του, σαν τον βρόντηξε πάνω στον σοφρά κι είπε ψυχρά πως έκανε αυτό που έπρεπε;...

«Μάνα, για δε μιλάς; Τι έγινε;» απόρησε πάλι η Κατέρω και ένα χέρι κρύο τής έπιασε ξεδιάντροπο τα στήθια, βλέποντας τη Θοδώρα να σιωπά με αυτόν τον τρόπο. Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπούν, και τώρα πια ακούστηκαν κι άλλοι ήχοι ανάκατοι να έρχονται από το παραθύρι που έβλεπε στη στράτα, απ’ την οποία πέρναγαν τα ξόδια που πήγαιναν στο κοινό νεκροταφείο του χωριού, ψαλμουδιές και φωνές γυναίκειες, βόγγοι και κλάματα. Σίμωσε η Κατέρω ανύποπτη, με την αγωνία και το κακό προαίσθημα να της σφίγγει τον λαιμό, έσκυψε στο παραθύρι της και είδε, είδαν και άκουσαν τα δυστυχισμένα μάτια της και αυτιά της το θέαμα το τραγικό, τον παπά Σαράντο να ψέλνει με φωνή τρικυμιασμένη, το κιβούρι που το κρατούσαν τέσσερις και πλάι του τη Σταυριανή την Καχιάναινα μαζί με τις μυρολογίστρες να οδύρεται και να εκτοξεύει κατάρες για τους Καπερναριάνους, σκοτείνιασε το φως της, στον νου της μια αναλαμπή, «θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια τον άισκιο», έλεγε ο πατέρας, κι ευθύς σταμάτησε κι αυτός, έσβησαν όλα γύρω της και λιποθύμησε, μόλις που πρόλαβε να τη βαστάξει η Θοδώρα...

«Κατέρω μου! Κατέρω μου, τι έπαθες;» έκανε, και η φωνή της τη συνέφερε μεμιάς, και μόλις ήρθε στον εαυτό της και θυμήθηκε, σπασμός οδυνηρός συντάραξε το μέσα της κι ένα κλαυτερό ουρλιαχτό ξεχύθηκε από το λαρύγγι της, ανεξέλεγκτο:

«Πιερράκο μου! Αγάπη μου, όχι, όχι... Όχι, καλέ μου, όχι... Αα! Πατέρα, σε μισώ, σε μισώ... Αα!»

Κεραμίδα της έπεσε της Θοδώρας στο κεφάλι μόλις αγροίκησε τον θρήνο της θυγατέρας της που της αποκάλυψε την τραγική αλήθεια, τα χέρια της ακούσια λύθηκαν από το αγκάλιασμα που της είχε κάνει και κρέμασαν παράλυτα, σηκώθηκε με λυμένα γόνατα κι έφραξε το στόμα της να πνίξει έναν λυγμό. «Θεέ μου...» άρθρωσε, ενώ η Κατέρω αντίθετα διπλώθηκε στα δυο στο πάτωμα και σπάραζε σαν αγρίμι λαβωμένο, μαχαιριές και καμτσικιές μαζί της έριχνε ο πόνος της, και κάτω στη στράτα το ξόδι του Πιερράκου διάβαινε, να πάει τον αδικοσκοτωμένο αγγελικάτο νιο στο στερνό του σπίτι...


***

Έρημος έστεκε ο νιόσκαφτος τάφος του Πιερράκου, απ’ τη στιγμή που ο παπά - Σαράντος έψαλε τις τελευταίες ευχές, κατέβασαν το φέρετρο στη γης οι βαστάζοι και φτυάρισαν από πάνω του το χώμα, με ένα καντήλι και έναν ξύλινο σταυρό, ο μαρμαράς θα ερχόταν απ’ το Ταίναρο σε καμιά βδομάδα να σκεπάσει το μνήμα· έρημος ως το βράδυ, που μια σκιά γυναίκεια γλίστρησε μες στο σκοτεινό κοιμητήρι - η σκιά της Κατέρως, της κόρης που σαν χήρα ήρθε να κλάψει τον κρυφό τον άντρα της, έχοντας πάρει τον δρόμο που δεν είχε γυρισμό... Τρέμοντας, γονάτισε βαριά στο φρέσκο χώμα και οι λυγμοί που με το ζόρι συγκρατούσε τόσην ώρα τη συντάραξαν, ξεχείλισαν τα στήθια και τα μάτια της οδύνη κι οδυρμό, έμπηξε τις παλάμες της στο χώμα και τα δάκρυα που στάζανε καυτά επάνω του το λάσπωσαν μεριές μεριές...

«Πιερράκο μου... Άντρα μου!» πρόφερε, με τις λέξεις να πνίγονται στο κλάμα της, και με τα νύχια γεμάτα χώμα πήρε να γδέρνει τα μάγουλά της, όσο πιο βαθιά μπορούσε, με μανία, μυρολογώντας σιωπηλά, σταλαγματιές αίμα κύλησαν από τις γρατζουνιές και λέρωσαν την άσπρη της τσεμπέρα που ’χε στεριωμένη στο σαγόνι της...

«Πιερράκο μου!» έσκουξε πάλι βραχνά η Κατέρω, καθώς κορυφωνόταν ο πόνος της, έλυσε και πέταξε την τσεμπέρα της, κι άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της και να τα ξεριζώνει. «Πού να γυρέψω γδικιωμό για τον χαμό σου, άντρα μου, η γι- άμοιρη; Ανάθεμα το γαίμα μου και τη γενιά μου, ανάθεμα το ριζικό μου το μαύρο, που μου ’γραψε να ζ’ αγαμπού κει που ’πρεπε να σε μισού... Ανάθεμά σας, μοίρα μου και ριζικό μου, που δε μ’ αφήσατα στον κόσμο τούτο να χαρώ, να ’ρθει ο καλός μου να με πάρει στην εκκλησία και να μου τραγουδήσουσι νυφιάτικα, μόνο με στεφανώσατε με ένα κλωνάρι ελίας και με χηρέψατα απ’ τον σαρμά του αφέντη μου!»

Ήχος άλλος κανείς δεν τάραζε τη σιγαλιά της νύχτας κείνη την ώρα, μήτε γκιόνης μήτε κουκουβάγια μήτε τριζόνι, λες και όλη η πλάση είχε βουβαθεί ακούγοντας τον θρήνο της δύστυχης Καπερναροπούλας, της κρυφοπαντρεμένης και χαροκαμένης, που δε μαυροφορούσε όμως στο μυρολόγημά της, μα σαν νυφούλα γιορτινά ήταν ντυμένη... Κι εκείνη, στα συνήθια υπακούοντας του τόπου της, έπιασε το βελέσι της, ξήλωσε ένα κομμάτι απ’ το κόκκινο μπουγάζι και το έριξε στο χώμα του μνήματος του Πιερράκου, συμβία σωστή θαρρείς μετά του καμαράδου της του ξόδι, κι ύστερα σηκώθηκε όρθια, η όψη της η μέχρι πριν πανέμορφη, χλομή πια από το κλάμα, κερένια, μαδημένη από τα ίδια της τα χέρια, αλλόκοσμη και άσχημη φάνταξε τώρα στο πελιδνό φως του φεγγαριού, κι έβγαλε απ’ το ζωνάρι της αργά ένα κουμπούρι...

«Γυναίκα δικιά σου είμαι μοναχά, ακριβέ μου... Άντρας κανείς δε θα με πάρει άλλος, τ’ ορκίστηκα, μονάχα εσύ θα μ’ έχεις πλάι σου στον Άδη» έκανε κι έστρεψε το σιδερικό στον εαυτό της, ίσια πάνω στο ζερβό βυζί της, στο μέρος της καρδιάς της που την είχε κουρελιάσει ο έρωτας κι ο πόνος, σφάλισε τα μάτια να μη δειλιάσει και πίεσε το δάχτυλό της στη σκανδάλη του, μια μπαταριά και το αίμα ανάβρυσε μεμιάς βάφοντας κόκκινη την καμιζόλα της, το λυγερό κορμί της σωριάστηκε μεμιάς καταγής χωρίς πνοή και η ψυχή της η αγνή και άσπιλη δραπέτευσε απ' τα πανιασμένα χείλη της και πέταξε να βρει το ταίρι της, στα άραχλα ξεμόνια μέσα του αφέντη Χάροντα, να σμίξουνε αιώνια, γάμος να γίνει δεύτερος δικός τους κι οι πεθαμένοι να στήσουνε χαρά και γλέντι που θα ανατρίχιαζε τους ζωντανούς...

 Μαρία Παπαθεοδώρου