Την επόμενη μέρα, όταν ξύπνησε, είδε την υπεύθυνη του θεραπευτηρίου να βρίσκεται στο δωμάτιο και να κοιτάζει τον ουρανό έξω από το παράθυρο.
«Καλημέρα» του είπε, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
Ένιωθε το σώμα του βαρύ και αισθανόταν πολύ κουρασμένος, αλλά τουλάχιστον ο ύπνος του ήταν αρκετά καλός.
«Πρέπει να σηκωθείς. Δεν μπορείς να μείνεις περισσότερο εδώ»
«Γιατί;»
«Τα ξημερώματα κάποιος από εδώ είδε τον Έκτορα και τη συμμορία του κοντά στην πόλη και άκουσε να λένε πως ψάχνουν για ένα αγόρι-αγγελιοφόρο. Αυτό το αγόρι στο οποίο αναφερόντουσαν είσαι εσύ, έτσι δεν είναι;»
Ο Μιχάλης έμεινε να την κοιτάει. Οι χειρότεροι φόβοι του σχετικά με τη συμμορία είχαν γίνει πραγματικότητα, αφού η συμμορία είχε βρει τα ίχνη του και ήταν πολύ κοντά του. Ένευσε καταφατικά.
«Άρα πρέπει να φύγεις το συντομότερο δυνατό, πριν σε βρουν και προξενήσουν όμως και σε εμάς μπελάδες. Ετοιμάσου και μετά έλα να με βρεις στον κεντρικό θάλαμο»
Αμέσως μετά έφυγε από το δωμάτιο, που φωτιζόταν τώρα από το φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο. Χωρίς να χάσει λεπτό, ετοιμάστηκε και κίνησε για τον κεντρικό θάλαμο. Δεν άργησε να φτάσει εκεί, όπου βρήκε τη γυναίκα να κάθεται σε μία καρέκλα από αυτές που υπήρχαν μέσα στο κυκλικό μέρος που περιβαλλόταν από το μικρό τείχος. Εκείνη τη στιγμή διάβαζε κάτι που δεν μπόρεσε να διακρίνει ο Μιχάλης και δε φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι είχε φτάσει εκείνος.
«Η κοπέλα που ήταν μαζί μου πως είναι;» ρώτησε το αγόρι.
«Δεν έχει ξυπνήσει ακόμη» του απάντησε εκείνη συνεχίζοντας να διαβάζει ένα χαρτί, «υπολογίζω πάντως πως σε μία εβδομάδα θα είναι εντελώς καλά»
«Ευτυχώς»
«Ευτυχώς που κάποιος τη θεράπευσε εγκαίρως» συμπλήρωσε εκείνη.
Ο Μιχάλης την κοίταξε παραξενεμένος. Δεν κατάλαβε τι εννοούσε.
«Ναι, μου το είπατε και χθες-»
«Δεν εννοώ τον εαυτό μου. Για αυτόν που θεράπευσε το δηλητήριο εννοώ»
«Δηλητήριο; Βασικά, δε νομίζω να τη θεράπευσε κάποιος».
«Σίγουρα κάποιος έκανε μια άτεχνη προσπάθεια θεραπείας στη νεαρή, που όμως της έσωσε τη ζωή. Διέλυσε το δηλητήριο που είχαν τα μαστίγια»
«Δε θυμάμαι κάποιον να προσπάθησε να τη θεραπεύσει. Οι άλλοι συγκρατούμενοί μας ήταν αποδυναμωμένοι»
Τότε η γυναίκα σταμάτησε να διαβάζει το χαρτί και σήκωσε το βλέμμα της για να κοιτάξει τον Μιχάλη.
«Περίεργο» σχολίασε, «οι Ραζέρκα δεν έχουν θεραπευτικές ικανότητες και αν σας κρατούσαν σε φυλακή αποδυνάμωσης, τότε κανένας δε θα μπορούσε να τη θεραπεύσει. Εκτός φυσικά, αν είχαν αιχμαλωτίσει κάποιον με πολύ ισχυρές ικανότητες»
«Δεν υπήρχε κάποιος τέτοιος»
«Μυστήριο... Δεν έχουμε όμως χρόνο να ασχοληθούμε με αυτό. Περίμενε μισό λεπτό να τελειώσω το διάβασμα αυτού του εγγράφου και θα φύγουμε. Ήδη έχουμε χάσει αρκετό χρόνο. Όσο για το κορίτσι, εφόσον είναι ασθενής εδώ, δεν μπορούν να την αγγίξουν. Ακόμα και γι’αυτούς είναι αδύνατο να σπάσουν την ειδική προστασία του θεραπευτηρίου για τους νοσηλευόμενους»
Σύντομα, εκείνη σηκώθηκε απότομα και άρπαξε από δίπλα της ένα σάκο, λίγο μεγαλύτερο από την τσάντα που κουβαλούσε μαζί του ο Μιχάλης. Πήρε επίσης και το δράνο που ήταν ακουμπισμένο δίπλα της, που ήταν λογικά το δικό του, και του τα έδωσε.
«Παρ’ τα αυτά. Είναι ρούχα που θα σου χρειαστούν, αφού από ότι είδα δεν έχεις άλλα δικά σου»
«Ευχαριστώ».
«Ακολούθησέ με» του είπε η γυναίκα μετά και ξεκίνησε για την πόρτα του θεραπευτηρίου.
Αφού βγήκαν από το κτήριο και διέσχισαν την αυλή του, κίνησαν προς τα αριστερά. Περπατούσαν γρήγορα, με εκείνη να ελέγχει αμίλητη δεξιά και αριστερά τους, σαν να φοβόταν μην εμφανιστεί κάποιος ξαφνικά και τους επιτεθεί. Προχωρούσαν για αρκετή ώρα, μέχρι που έφτασαν στα προάστια της πόλης, εκεί που τα σπίτια εκτός από αυλή, είχαν στάβλους και χώρους για ζώα. Η γυναίκα έστριψε ξαφνικά στο δεύτερο δεξιά που συνάντησαν και αμέσως μετά η αυλόπορτα που διέθετε άνοιξε σαν να την παρέσυρε ένα δυνατό κύμα αέρα. Συνέχισαν προς τα μέσα, αλλά πριν φτάσουν στην πόρτα του σπιτιού, έστριψε προς τα αριστερά οδηγούμενη στο στάβλο που υπήρχε και στον οποίο μπήκαν μετά από λίγο.
Ο στάβλος από μέσα ήταν μεγαλύτερος από ότι τον περίμενε ο Μιχάλης, αλλά δεν υπήρχαν μέσα άλογα ή άλλα ζώα στους πολλούς χώρους που υπήρχαν εκεί. Τα περισσότερα έμοιαζαν έρημα, πως δεν είχαν δηλαδή χρησιμοποιηθεί για καιρό. Η μόνη κίνηση μέσα σε ολόκληρο τον χώρο ήταν στην άλλη άκρη, όπου βρισκόταν δύο καφέ άλογα, δεμένα σε μία ανοιχτή παλιά άμαξα από ξύλο, όπως και εκείνη της συμμορίας, μέσα στην οποία βρισκόταν δύο κλειστοί μεγάλοι σάκοι. Δίπλα στα άλογα υπήρχε ένας άνδρας μεγάλης ηλικίας, με γκρίζα αραιωμένα μαλλιά και λίγα γκρίζα γένια. Εκείνη τη στιγμή χάιδευε το ένα από τα δύο άλογα και ήλεγχε τα πέταλα που είχαν εκείνα φορεμένα στα πόδια τους.
«Αυτός είναι. Είσαι έτοιμος;» μίλησε η γυναίκα στον άνδρα μόλις έφτασαν εκεί.
Εκείνος κοίταξε τον Μιχάλη και φάνηκε προς στιγμήν να εκπλήσσεται, αλλά μετά στράφηκε και πάλι στα άλογα. «Ναι… έλα γρήγορα».
Λίγο πριν κινήσει όμως εκείνος βιαστικά προς την άμαξα, η γυναίκα δίπλα του τον έπιασε από το μπράτσο, κάνοντάς τον να σταματήσει. Ο Μιχάλης σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε περίεργα.
«Αυτός εδώ είναι ο Όμηρος, έμπορος που θα πάει στο σημείο της μάχης και δέχθηκε να σε μεταφέρει. Να προσέχεις και να μη μιλάς πολύ σε διάφορους που θα συναντήσετε»
«Εντάξει»
Μετά, ο Μιχάλης ανέβηκε στην άμαξα αφήνοντας τα πράγματά του δίπλα, με τον άνδρα να τον ακολουθεί, καθήμενος στη συνέχεια δίπλα του και πιάνοντας τα χαλινάρια των αλόγων.
«Μην ανησυχείς, Αλεξία. Θα τον προσέχω»
«Το ελπίζω. Κι εσύ μικρέ »
Και πριν προλάβει ο Μιχάλης να τη χαιρετήσει, ο άνδρας δίπλα του έκανε μία απότομη κίνηση και τα άλογα άρχιζαν να κινούνται με πολύ μεγάλη επιτάχυνση προς την πόρτα που οδηγούσε στην έξοδο της αντίθετης πλευράς από αυτήν που είχαν μπει ο Μιχάλης με την Αλεξία. Το αγόρι πλέον βρισκόταν κολλημένο πίσω στο κάθισμα της άμαξας και κρατιόταν από τις άκρες δίπλα του για να μην πέσει. Μέσα σε ελάχιστο χρόνος είχαν βγει από την πόλη, με τον Μιχάλη να αισθάνεται πιο ανάλαφρος, εφόσον το κορίτσι θα γινόταν καλά.
Παναγιώτης Βάβαλος