Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 11)

Δυο ολόιδια ζευγάρια μάτια τον κοιτούσαν από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Γαλάζια και μεγάλα, με πυκνές σκούρες αγορίστικες βλεφαρίδες να τα σκεπάζουν, σου έδιναν την εντύπωση πως το μόνο που υπήρχε μέσα τους ήταν καλοσύνη και αθωότητα.

Όμως ο Τομ ήξερε καλύτερα.

«Θα σας ρωτήσω μόνο μια φορά και θέλω να μου πείτε την αλήθεια» τους είπε.

Τα δίδυμα κάθονταν δίπλα-δίπλα στις παλιές ξύλινες καρέκλες του τραπεζιού ενώ εκείνος στεκόταν όρθιος στην απέναντι πλευρά Είχε ζητήσει από τον πατέρα του να πάει μια βόλτα με την Άλις ώστε να μείνει μόνος με τα δυο μικρότερα αδέλφια του, ξέροντας πως θα μιλούσαν πιο ειλικρινά αν ήταν μονάχα οι τρεις τους. Όχι επειδή φοβόταν πως τα δίδυμα θα έλεγαν ψέματα μπροστά στον πατέρα τους, αλλά επειδή ήξερε ότι ο Ρίτσαρντ θα προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον Έρικ με τον πιο πεισματάρικο τρόπο και θα δυσκόλευε την συζήτηση.

«Αυτό είναι πολύ σοβαρό και γι’ αυτό θέλω να είστε απόλυτα ειλικρινείς μαζί μου». Έκανε μια μικρή παύση για να βεβαιωθεί ότι είχε την αμέριστη προσοχή τους και ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο γέρικο ξύλο του τραπεζιού. «Ο Έρικ βοήθησε την μάγισσα να δραπετεύσει; Ξέρω πως νομίζετε ότι τον προστατεύετε αν πείτε ψέματα αλλά…»



«Δεν προστατεύουμε κανέναν» τον διέκοψε ο Γουίλ.

«Ο Έρικ το έκανε» μαρτύρησε ο Τζέιμς χωρίς να διστάσει στιγμή, προδίδοντας στυγνά τον αδελφό τους. «Μας είπε να σας πούμε πως ήταν εκείνος».



«Ο ηλίθιος» μουρμούρισε ο Τομ, εισπνέοντας και εκπνέοντας από τη μύτη για να κρατήσει την ψυχραιμία του. Ποτέ του δεν πίστευε πως θα μπορούσε να θυμώσει τόσο πολύ με κάποιον, τόσο που τα χέρια του έτρεμαν, έτοιμος να χάσει κάθε έλεγχο, αλλά ο Έρικ τον είχε διαψεύσει. Το μυαλό του αδυνατούσε να συλλάβει πως ο πάντα μετρημένος και συνετός αδελφός του, που ονειρευόταν μια θέση ανάμεσα στους Κυνηγούς, είχε κάνει κάτι τόσο απερίσκεπτο.

Και όχι απλά απερίσκεπτο.

Αυτό που είχε κάνει ήταν προδοσία! Είχε πετάξει όλες τις προσπάθειες και τους κόπους μιας ζωής. Είχε πετάξει τη θέση του στο χωριό, είχε απαρνηθεί την οικογένειά του και είχε καταστρέψει το μέλλον του για χάρη μιας μάγισσας! Ποια δαιμόνια είχαν κυριεύσει το μυαλό του και τον είχαν βάλει να κάνει κάτι τέτοιο; Τόσο εύκολα τον είχε τυφλώσει ένα όμορφο πρόσωπο, που δεν μπορούσε να διαχωρίσει το καλό από το κακό; Ο Τομ ήλπιζε ο αδελφός του να ήταν όντως δαιμονισμένος και να μην τα είχε κάνει όλα αυτά με καθαρό μυαλό, αλλιώς θα του κοπανούσε το κεφάλι στον τοίχο για να πάει το μυαλό του ξανά στη θέση του.

Τράβηξε τα χέρια του από το τραπέζι και έτριψε τους κροτάφους του με τις άκρες των δαχτύλων του για να εκτονώσει την ένταση που είχε αρχίσει να συσσωρεύεται.

«Καταλαβαίνετε τι λέτε; Αυτό που έκανε ο Έρικ –και εσείς τον βοηθήσατε– είναι προδοσία. Ο Ντέμιαν ζήτησε το κεφάλι του γι’ αυτό!»

Και υπήρχαν κι άλλα. Δεν ήταν δύσκολο για το χωριό να συνδέσει την ταυτόχρονη απόδραση της μάγισσας και της εξαφάνισης του Έρικ, παρόλο που οι Κυνηγοί δεν είχαν ανακοινώσει τίποτα επίσημα, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν αυτό που συνέβη ούτως ή άλλως: παντού επικρατούσε ένα κλίμα αβεβαιότητας και δυσπιστίας. Αν ένας Κυνηγός, κάποιος που είχε αφιερώσει τη ζωή του στη μάχη με τις μάγισσες είχε συμμαχήσει μαζί τους τότε πώς μπορούσαν να τους εμπιστευτούν για προστάτες; Κάποιες ακραίες φωνές είχαν φτάσει στο σημείο να λένε πως ο Έρικ οργάνωσε την επίθεση στο χωριό μαζί με τις μάγισσες για να ελευθερώσει την κοπέλα από την φυλακή.

«Ο Ντέμιαν μπορεί να πάει να…»

Ο Γουίλ τινάχτηκε και έκλεισε το στόμα του Τζέιμς με την παλάμη του προτού προλάβει να ολοκληρώσει την φράση. Στράφηκε προς τον Τομ ενώ ο Τζέιμς συνέχιζε να μουρμουρίζει πνιχτές λέξεις που δεν έβγαζαν νόημα και σίγουρα δεν ήταν ιδιαίτερα κολακευτικές για τον αρχηγό των Κυνηγών.

«Αλλά δεν θα τους αφήσεις, έτσι δεν είναι;»

«Ο Έρικ μας πρόδωσε» αποκρίθηκε, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει την πάλη που μαινόταν μέσα του. Στη μια μεριά ήταν ο αδελφός του και στην άλλη το καθήκον του.

«Ο Έρικ είναι αδελφός μας!» φώναξε έξαλλος ο Γουίλ, εξαιτίας αυτού που είχε μόλις ακούσει. «Η οικογένεια είναι πάνω από τους ηλίθιους Κυνηγούς!»

«Μίλα με περισσότερο σεβασμό» τον επέπληξε ο Τομ, αν και στην πραγματικότητα ο θυμός του δεν κατευθυνόταν προς τα μικρότερα αδέλφια του. Αυτά νόμιζαν πως βοηθούσαν τον αδελφό τους. Το σφάλμα ήταν του Έρικ.

«Αυτοί που χτυπάνε και βασανίζουν κορίτσια δεν αξίζουν σεβασμό!» φώναξε ο Τζέιμς. «Έσωσε τη ζωή του αδελφού μας, θα έπρεπε να της ανοίξουμε το σπίτι μας, και εσύ είσαι έτοιμος να απαρνηθείς τον Έρικ επειδή έκανε το σωστό και δεν σας άφησε να την κρεμάσετε. Προσεύχομαι να βρεθεί κάποιος να τιμωρήσει εσάς επειδή αυτό σας αξίζει!»

«Και τι θέλετε να κάνω;» τους ρώτησε, με την ένταση να πλημμυρίζει τη φωνή του.

«Να μην εγκαταλείψεις τον αδελφό μας» του είπε ο Γουίλ, με τα γαλάζια μάτια του να τον κοιτάνε γεμάτα κατηγορία.

Δεν έβλεπαν πως και για εκείνον ήταν εξίσου δύσκολο; Όμως τι περίμεναν να κάνει; Να προδώσει όλα όσα πίστευε και να χάσει τα πάντα; Να πάει ενάντια στους συντρόφους του και να ζήσει σαν κυνηγημένος; Είχε ένα παιδί να φροντίσει. Δεν θα επέτρεπε η Άλις να ζήσει στο περιθώριο και να υποστεί τον χλευασμό του χωριού επειδή θα θεωρούσαν τον πατέρα της αποστάτη. Δεν θα κατέστρεφε το μέλλον της για τα λάθη του Έρικ!

Ίσιωσε την πλάτη του και πάλεψε για να κλείσει όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματα που έκαιγαν μέσα του πίσω από ένα ψυχρό τοίχος.

«Ο Έρικ έκανε την επιλογή του και τώρα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες».

Ο Τζέιμς τον κοίταξε με στενεμένα μάτια που είχαν μετατραπεί σε δυο γαλάζιες φλόγες.

«Αλήθεια το πιστεύεις αυτό που λες;»

Ο τόνος του τον προειδοποιούσε να διαλέξει προσεχτικά τα επόμενα λόγια του επειδή δεν θα υπήρχε επιστροφή μετά από αυτό, και ο Τομ το ήξερε.

«Ναι».

Τα δίδυμα σηκώθηκαν ταυτόχρονα και έκαναν τον γύρω του τραπεζιού, προσπερνώντας τον για να φύγουν. Ο Γουίλ βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να κοιτάξει πίσω, σαν να μην άξιζε να του ρίξει ούτε ένα βλέμμα. Η καρδιά του σχίστηκε, αλλά αν εγκατέλειπε τα πιστεύω και τις αξίες του θα εγκατέλειπε την ταυτότητά του. Και, αν δεν ήταν Κυνηγός, τότε τι θα ήταν;

Ο Τζέιμς σταμάτησε στην πόρτα και του έριξε μια απογοητευμένη ματιά πάνω από τον ώμο του. «Τότε ντρέπομαι που είσαι αδελφός μου» του είπε και έφυγε.

Μόνος πλέον, ο Τομ τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε, κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια του.



«Έχεις χάσει το μυαλό σου;» φώναξε έξαλλος ο Αίζακ μπαίνοντας σχεδόν τρέχοντας στο σαλόνι.

Ο Ρόραν άφησε το βιβλίο που κρατούσε πίσω στο ράφι και τον κοίταξε με προσποιητή ηρεμία. «Καλή σου μέρα κι εσένα, πατέρα».

Αν χρησιμοποιούσε τη φαντασία του θα έβλεπε καπνούς να βγαίνουν από τα αυτιά και τα ρουθούνια του πατέρα του. Ο θυμός του ήταν τόσο έντονος που τον ένιωθε να έρχεται κατά κύματα προς το μέρος του.

«Τι νομίζεις πως κάνεις;» απαίτησε να μάθει. Ο Ρόραν αποφάσισε πως δεν του άρεσε πλέον αυτός ο τόνος. «Προσπαθείς να διχάσεις το χωριό τη στιγμή που είναι μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ να μείνουμε ενωμένοι; Θέλεις να ξεκινήσεις εξέγερση;»

«Θέλω να τους προστατεύσω» απάντησε κοιτώντας τον πατέρα του στα μάτια. «Να τους βοηθήσω να σταματήσουν να είναι άβουλα πλάσματα που απλά κάθονται και κοιτάνε όσο εσείς θυσιάζετε τους δικούς τους».

Το βλέμμα του Άιζακ ήταν σκληρό και επικριτικό. «Νόμιζα πως ήσουν πιο ώριμος, αλλά τελικά είσαι ακόμα ένα παιδί με μεγάλες ιδέες που σου φουσκώνουν τα μυαλά. Κρίμα»

«Κι όμως φοβάσαι ότι το χωριό θα ακολουθήσει εμένα, αλλιώς δεν θα είχαμε αυτή τη συζήτηση» αντιγύρισε και έκανε ένα βήμα μπρος. «Έτσι δεν είναι;»

Τώρα βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο, με τις πράσινες ματιές τους να συγκρούονται και να προκαλούν ο ένας τον άλλο να υποχωρήσει, αλλά κανείς από τους δυο δεν ήταν πρόθυμος να υποταχθεί.

«Νομίζεις πως θα γινόσουν καλύτερος αρχηγός από εμένα; Δεν θα σε ακολουθήσουν ως ηγέτη αλλά ως πολεμιστή. Μας οδηγείς σε πόλεμο».

«Είμαστε σε πόλεμο!» του φώναξε ο Ρόραν. «Και ο αριθμός των θυμάτων ανεβαίνει κάθε φορά που υποκύπτετε στον εκφοβισμό εκείνης της γυναίκας».

«Δεν έχεις δει πραγματικό πόλεμο. Δεν ξέρεις ποια είναι η Μπαστιάνα και για τι είναι ικανή. Το μονοπάτι που ακολουθείς είναι βουτηγμένο στο αίμα και θα έχει τρομερές συνέπειες για την Σύναξη». Το πρόσωπό του μαλάκωσε λίγο. «Είσαι ό,τι πολυτιμότερο έχω. Ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα είναι για εσένα. Πριν κάνεις κάτι παρορμητικό που δεν θα μπορέσεις να πάρεις πίσω σου ζητώ να ρωτήσεις τον εαυτό σου το εξής: Αντέχεις να έχεις τόσο αίμα στα χέρια σου;»



Όσο κι αν προσπαθούσε να κλείσει τα μάτια της και να αποκοιμηθεί, ο ύπνος δεν ερχόταν. Ενοχλημένη, γύρισε ανάσκελα και άρχισε να μετράει τα λαμπερά αστέρια που ξεπρόβαλαν μέσα από τις κορυφές των δέντρων ελπίζοντας ότι αυτό θα βοηθούσε το μυαλό της να χαλαρώσει. Μέχρι να φτάσει στο είκοσι δύο, τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα, αρνούμενα πεισματικά να κλείσουν.

Αν ήταν στο σπίτι θα είχε σηκωθεί από το κρεβάτι της και θα είχε πάει στο δωμάτιο του Ρόραν, διασχίζοντας τον διάδρομο που τους χώριζε στις μύτες των ποδιών της για να μη ξυπνήσει τον Άιζακ. Ο Ρόραν θα μουρμούριζε κάτι ακατάληπτο μέσα στον ύπνο του, δήθεν ενοχλημένος που τον είχε ξυπνήσει, αλλά ταυτόχρονα θα σήκωνε τα σκεπάσματα και θα της έκανε χώρο για να ξαπλώσει. Θα μιλούσαν για ώρες, και ο Ρόραν θα γκρίνιαζε που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί αλλά η Σελίν θα τον έβλεπε να μισογελάει κρυφά, και θα συνέχιζε να της μιλάει μέχρι να αποκοιμηθεί.

Όμως δεν ήταν στο σπίτι.

Ξεφύσηξε και γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος που ήταν ξαπλωμένος ο Έρικ. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη στο μέρος της και η φωτιά που έκαιγε ανάμεσά τους έριχνε πορτοκαλί ανταύγειες στα μαύρα μαλλιά του. Απέστρεψε το βλέμμα της και εστίασε την προσοχή της σε ένα από τα φλεγόμενα κούτσουρα. Οι φλόγες χόρευαν γύρω του κατατρώγοντας το, ώσπου το ξύλο ράγισε φτύνοντας σπίθες και έσπασε σε ένα σωρό από ζωηρά κόκκινα κάρβουνα.

«Είσαι ξύπνιος;» ρώτησε σιγανά, θέλοντας να τραβήξει την προσοχή του αλλά ταυτόχρονα χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη ότι ήθελε να την ακούσει.

Το αγόρι ανασάλεψε και γύρισε προς το μέρος της. «Ούτε εσύ μπορείς να κοιμηθείς;»

Η μάγισσα κούνησε το κεφάλι της.

«Εφιάλτης;» την ρώτησε.

«Όχι». Δεν μπορούσε να χαλαρώσει αρκετά ώστε να βυθιστεί στον κόσμο των ονείρων και παρά την εξάντληση της ήταν ευγνώμων για αυτό το μικρό έλεος.

«Εσύ γιατί είσαι ξύπνιος;»

«Σκέφτομαι» απάντησε λακωνικά.

Γύρισε στο δεξί πλευρό και έβαλε τα χέρια της κάτω από το κεφάλι της, σαν αυτοσχέδιο μαξιλάρι. Το ταλαιπωρημένο της κορμί την τιμώρησε για την κίνηση με τσιμπιές πόνου.

«Τι σκέφτεσαι;» Ήξερε πως δεν θα έπρεπε να του μιλάει αλλά είχε τόσο καιρό να κάνει μια κανονική, απλή συζήτηση με κάποιον και είχε ανάγκη αυτή τη μικρή επαφή.

Ο Έρικ μιμήθηκε τη κίνησή της και έβαλε τα χέρια του κάτω από το κεφάλι του. «Τα αδέλφια μου».

«Τα δυο μικρά αγόρια;»

Ο Έρικ ένευσε καταφατικά και η Σελίν συλλογίστηκε για λίγο αν έπρεπε να κάνει την ερώτηση που τριγυρνούσε στο μυαλό της.

«Γιατί σε βοήθησαν να με βγάλεις από την φυλακή;» ξεστόμισε τελικά.

«Επειδή, προφανώς, είναι πιο έξυπνοι από εμένα».

Σιωπή απλώθηκε ανάμεσα τους αφού κανείς τους δεν είχε τι να πει. Η Σελίν θα μπορούσε να σχολιάσει το γεγονός ότι είχε αποκαλέσει τον εαυτό του βλάκα, αλλά δεν είχε διάθεση να γίνει ειρωνική αυτή τη φορά.

Αντ’ αυτού είπε: «Αλήθεια δεν μπορείς να γυρίσεις στο σπίτι σου;»

«Δεν ξέρω» απάντησε ειλικρινά το αγόρι και ξεφύσηξε. «Δε νομίζω το χωριό να με δεχθεί με ανοιχτές αγκάλες αν επιστρέψω και σίγουρα ο Ντέμιαν και ο Τομ είναι εξαγριωμένοι μαζί μου».

«Το μετάνιωσες;»

Δεν χρειαζόταν να πει περισσότερα, ήξερε πως ο Έρικ είχε καταλάβει.

Μετάνιωσες που με ελευθέρωσες;

«Μετανιώνω για τις πράξεις μου εκείνη τη μέρα στον λόφο και που δεν σε ελευθέρωσα νωρίτερα».

«Μην απολογηθείς ξανά» του ζήτησε.

«Δεν είχα τέτοιο σκοπό». Γύρισε ανάσκελα και κοίταξε τα αστέρια. Τώρα η Σελίν μπορούσε να δει μονάχα το μισό πρόσωπο του, η μια πλευρά φωτιζόταν από τη φωτιά και η άλλη ήταν κρυμμένη στο σκοτάδι. «Ξέρω πως δεν έχω δικαίωμα να ζητάω τη συγχώρεσή σου. Άλλωστε μου είπες ήδη πως η συγνώμη μου δεν σημαίνει τίποτα για εσένα»

Για κάποιο περίεργο λόγο η Σελίν δεν ένιωσε ικανοποίηση ή χαρά με την δυστυχία του. Ούτε καν αδιαφορία. Αντιθέτως, η θλίψη που συνόδευε τα λόγια του της προκαλούσε ένα δυσάρεστο συναίσθημα που έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. Δεν ήταν όπως όταν ο Ρόραν ή οι φίλες της ήταν θλιμμένοι, η ανησυχία της για τους ανθρώπους που αγαπούσε και ο θυμός για ό,τι κι αν ήταν αυτό που τους στεναχωρούσε. Αυτό ήταν διαφορετικό, αλλά εξίσου έντονο και πραγματικό.

Γιατί όλα ήταν τόσο περίπλοκα με αυτό το αγόρι;

Ανασηκώθηκε και σύρθηκε ελαφρά προς το μέρος του. «Δώσε μου το χέρι σου».

Ο Έρικ την κοίταξε με απορία. Ανακάθισε και την παρατήρησε εξεταστικά για μια στιγμή προσπαθώντας να διακρίνει τις προθέσεις της. Η Σελίν περίμενε να αρνηθεί και να δηλώσει με αποστροφή ότι δεν πρόκειται να αγγίξει μια μάγισσα. Η σκέψη έστειλε μια απροσδόκητη σουβλιά απογοήτευσης μέσα στο στήθος της αλλά ίσως κάτι τέτοιο να την βοηθούσε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα στο κεφάλι της.

Ο Έρικ άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της και η Σελίν το πήρε μέσα στα δικά της. Το δέρμα του ήταν ζεστό και γεμάτο κάλους. Έκλεισε τα μάτια της και συγκεντρώθηκε.

Ενέργεια έρεε μέσα σε όλους τους μάγους, τόσο διαφορετική και χαρακτηριστική στον καθένα όπως και ο ήχος της φωνής. Έψαξε αυτή την ενέργεια μέσα στον Έρικ.

Τίποτα.

Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε το πρόσωπό του. «Δεν είσαι μάγος».

«Το ξέρω» αποκρίθηκε σαν να μην καταλάβαινε το νόημα αυτού του σχολίου.

«Τότε πώς γίνεται να είδες τις αναμνήσεις μου;» αναρωτήθηκε.

Τα γεγονότα στο ξέφωτο με τα Κόκκινα Δάκρια επαναλαμβάνονταν μέσα στο μυαλό της και δεν την άφηναν να ηρεμήσει. Είχε μοιραστεί μια ανάμνηση με τον Έρικ, κάτι που θα έπρεπε να είναι αδύνατο ανάμεσα σε μια μάγισσα και έναν άνθρωπο.

«Δεν το έκανα επίτηδες» απάντησε ο Έρικ.

Σημασία δεν είχε αν το είχε κάνει επίτηδες ή άθελα του αλλά ότι το είχε κάνει. Ίσως μάγισσες και άνθρωποι να μπορούσαν να μοιραστούν αναμνήσεις αλλά να μη το ήξεραν επειδή κανείς δεν το είχε δοκιμάσει. Αλλά πως είχε αντισταθεί στα Κόκκινα Δάκρια;

Συνειδητοποίησε καθυστερημένα πως κρατούσε ακόμα το χέρι του. Το άφησε βιαστικά, ευγνώμων για το σκοτάδι που έκρυβε την αμηχανία που έβαψε τα μάγουλα της κόκκινα. Ο Έρικ δεν το αντιλήφθηκε, ή αν το έκανε δεν το ανέφερε.

«Εκείνο το αγόρι από το όραμα…» ξεκίνησε να λέει άβολα, σαν να μην ήταν σίγουρος αν έπρεπε να ολοκληρώσει την ερώτηση που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει. Και για καλό λόγο.

«Είναι ο αδελφός μου» απάντησε κοφτά. Και πάνω που νόμιζε πως οι άβολες στιγμές είχαν τελειώσει… Τι τον έπιασε και την ρωτούσε κάτι τέτοιο;

Ένα μικρό συνοφρύωμα εμφανίστηκε στο μέτωπο του και η Σελίν ήξερε γιατί. Είχε δει τις σκέψεις της μέσα από την ανάμνηση και είχε καταλάβει πως τα συναισθήματα του Ρόραν για εκείνη δεν περιγράφονταν ακριβώς ως αδελφικά.

Θα μπορούσε να του εξηγήσει ότι δεν ήταν πραγματικός αδελφός της, απλά ο πατέρας του την είχε υιοθετήσει όταν ήταν νεογέννητο. Και μη ξεχάσεις να αναφέρεις ότι είναι επίσης και αρραβωνιαστικός σου, ψιθύρισε η φωνή μέσα στο κεφάλι της με ένα άσχημο, επικριτικό τόνο. Αλλά γιατί να το κάνει; Δεν του χρωστούσε εξηγήσεις ούτε την ένοιαζε τι σκεφτόταν για εκείνη.

Ναι, καλά.

Σκάσε πια, αντιγύρισε η κοπέλα.

Μια φωτεινή μπάλα πέρασε αστραπιαία ανάμεσα τους τραβώντας τη προσοχή τους. Γύρισαν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους προς το μέρος της και την είδαν να ανταμώνει με μια δεύτερη φωτεινή κουκίδα, λίγο παραπέρα.

«Τι είναι αυτά;» ρώτησε ο Έρικ, με το βλέμμα του καρφωμένο πάνω τους.

Κι άλλες φωτεινές σφαίρες άρχισαν να εμφανίζονται μέσα από τα δέντρα και να ξεπετάγονται από τους θάμνους. Καθεμιά είχε το μέγεθος της γροθιάς της Σελίν και κινούνταν τόσο γρήγορα που ευθείες γραμμές φωτός σχηματίζονταν πίσω τους μοιάζοντας με πεφταστέρια. Ορισμένες έλαμπαν με ένα αχνό πράσινο φως και άλλες είχαν το απαλό γαλάζιο χρώμα του πάγου, ενώ υπήρχαν κι άλλες που έμοιαζαν με το λευκό-κίτρινο φως που έριχναν οι φλόγες των κεριών. Σχημάτισαν μια ομάδα και άρχισαν να χορεύουν σε ένα ξέφρενο χορό πριν σκορπιστούν ξανά σε κάθε μεριά του δάσους σαν μια βροχή από πολύχρωμες χιονονιφάδες.

Μερικές ήρθαν προς το μέρος τους και σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω τους σαν να ήθελαν να παίξουν κάποιο παιχνίδι μαζί τους. Μια αχνή κόκκινη, σχεδόν ροζ, σφαίρα ξεμάκρυνε από τις συντρόφισσες της και τους πλησίασε με περιέργεια.

«Μείνε ακίνητος» είπε σιγανά η Σελίν, με ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη της.

Η κουκκίδα πλησίασε ακόμα περισσότερο, επιφυλακτικά προσπαθώντας να καταλάβει αν οι δυο τους ήταν απειλή ή όχι και σταμάτησε σχεδόν πάνω από τον ώμο του Έρικ. Το αγόρι έμεινε τελείως ακίνητο, ακολουθώντας τις οδηγίες της μάγισσας, κουνώντας μόνο τα καστανά μάτια του που είχαν καρφωθεί πάνω στην κουκκίδα. Από αυτή την απόσταση μπορούσε να διακρίνει το μικροσκοπικό πλάσμα στο κέντρο του λαμπερού φωτοστέφανου. Έμοιαζε με ανθρωπάκι, αν και τα άκρα του ήταν πολύ μακριά και λεπτά και δεν μπορούσε να ξεχωρίσει αν ήταν αρσενικό ή θηλυκό. Λεπτά κοντά μαλλιά κάλυπταν το ολοστρόγγυλο κεφάλι του, αν και μπορεί να ήταν απλά ένα ψευδαίσθηση εξαιτίας του φωτός. Τα μάτια του ήταν δυο γυαλιστερές κατάμαυρες χάντρες και λεπτά ιριδίζοντα φτερά λιβελούλας ξεφύτρωναν από την πλάτη του.

«Αυτά είναι...» ξεκίνησε να λέει με δέος.

«Νεράιδες» συμπλήρωσε η Σελίν.

Είχε ξαναδεί νεράιδες, αλλά ποτέ τόσες πολλές μαζεμένες. Παρόλο που ήταν μαγικά πλάσματα και υπηρέτες της Φύσης, όπως και οι μάγισσες, συνήθως δεν εμφανίζονταν μπροστά τους.

Και άλλες ξεθάρρεψαν ακολουθώντας το παράδειγμα της πρώτης. Ο Έρικ τις παρακολούθησε μαγεμένος να κάνουν κύκλους γύρω τους, σαν να προσπαθούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτά τα περίεργα πλάσματα που είχαν εμφανιστεί στον δρόμο τους. Μια γαλάζια νεράιδα πέρασε δίπλα από την Σελίν, αγγίζοντας φευγαλέα το μάγουλό της. Της ξέφυγε ένα μικρό γέλιο και το πλάσμα απομακρύνθηκε τρομαγμένο.

«Είναι πανέμορφα» σχολίασε ο Έρικ, συνεπαρμένος από τα μικροσκοπικά φτερωτά πλάσματα.

«Ναι» συμφώνησε η Σελίν χαμογελώντας. «Βλέπεις εκείνες τις πράσινες;» του έδειξε μια μικρή ομάδα που έπαιζε γύρω από μια βατομουριά. «Βγαίνουν έξω κάθε βράδυ και κάνουν τα φυτά και τα λουλούδια να μεγαλώνουν και να ανθίζουν. Και εκείνες τις μπλε; Είναι λίγες τώρα γιατί έχουμε καλοκαίρι αλλά τον χειμώνα φέρνουν τα χιόνια και τους βοριάδες».

«Και αυτές;» τη ρώτησε, καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω σε μια μικρή ομάδα από λευκές.

«Αγνά πλάσματα. Είναι οι φύλακες που συνοδεύουν τις ψυχές των νεκρών ζώων και ανθρώπων. Αφότου έπαιρναν την ψυχή, χρησιμοποιούσαν την ενέργειά της για να τροφοδοτήσουν κάτι νέο. Έτσι ο κύκλος της ζωής συνεχιζόταν».

Ο Έρικ σήκωσε το χέρι του και το άπλωσε προς μια λευκή νεράιδα, εξαιρετικά αργά και προσεχτικά σαν να ήθελε να αγγίξει μια πεταλούδα χωρίς να την τρομάξει. Το πλάσμα τινάχτηκε αλλά στη συνέχεια έμεινε ακίνητο και τον άφησε να αγγίξει απαλά τα φτερά του για μια στιγμή προτού πετάξει μακριά.

Τα μάτια της Σελίν είχαν ανοίξει διάπλατα. Οι νεράιδες δεν εμφανίζονταν μπροστά στον καθένα και οπωσδήποτε δεν άφηναν να τις αγγίξουν. Αν το είχαν επιτρέψει στον Έρικ σήμαινε ότι είχαν αισθανθεί τις προθέσεις μέσα στη ψυχή του και ήξεραν πως ήταν ειλικρινής.

Η απόφαση πάρθηκε πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενε. «Θα θυμώσουν πολύ» αναστέναξε.

Ο Έρικ τράβηξε την προσοχή του από τις νεράιδες και την κοίταξε. «Ποιοι θα θυμώσουν;»

«Οι Πρεσβύτεροι». Συνειδητοποιώντας ότι ο Έρικ δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα μιλούσε πρόσθεσε: «Είναι οι αρχηγοί μας. Και θα γίνουν έξαλλοι μαζί μου. Δηλαδή, περισσότερο απ’ ότι συνήθως».

Την κοίταξε μπερδεμένος. «Γιατί;»

Αναστέναξε ενώ οι νεράιδες συνέχιζαν ανέμελες τον χορό γύρω τους. «Επειδή θα φέρω έναν άνθρωπο στο χωριό».

Φαίη