Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 39: Συνάντηση)

Μπορούσε να ακούσει τα πάντα, ακόμη και τον παραμικρό ήχο, αλλά δεν ήταν σε θέση να δει τίποτα.

«Πώς γίνεται αυτό;» ρώτησε το πλάσμα με την απόκοσμη φωνή.

«Πρέπει να είναι κάποιο κόλπο των υπηρετών του Φωτεινού Κύκλου, ώστε να μην μπορέσει να το πάρει κανένας» απάντησε ένα τέρας, σαν κι εκείνα που πολεμούσε μόλις πριν ο Μιχάλης.

«Αρχίζουν να μου τη δίνουν αυτοί οι ανόητοι. Αλλά αυτοί χρησιμοποιούν…»

Τότε ξαφνικά σταμάτησε. Έκανε μερικά βήματα μπροστά, πριν σταθεί κάπου και μείνει για λίγη ώρα ακίνητος. Μετά, ακούστηκε να γελάει ελαφρά, σαν να ήταν ικανοποιημένος από κάποιο εύρημά του.

«Θα χρειαστεί λίγη ζωτική δύναμη»

Αμέσως μετά άκουσε ένα σπαθί να τραβιέται, ενώ ένιωσε πως ήταν κάπου κοντά του, που τον έκανε να τρανταχτεί. Εκείνος πρέπει να μετακινήθηκε γρήγορα προς κάπου δεξιά του.

«Όχι, αφέντη» ακούστηκε το άλλο πλάσμα να ουρλιάζει ξαφνικά, πριν ακούσει τον ήχο από ένα σπαθί να μπήγεται στα σωθικά του πλάσματος, σκοτώνοντάς το έτσι απλά.

Στη συνέχεια ένιωσε χρήση μαγείας, την οποία δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά όλως παραδόξως την έδινε εκείνος στο πλάσμα με την απόκοσμη φωνή. Η μαγεία αυτή, που ήταν πολύ ισχυρή, τράβηξε από το νεκρό πλάσμα τη μαγεία που είχε μέσα του και μεταφέρθηκαν μαζί σε εκείνον με την απόκοσμη φωνή. Εκείνος στράφηκε μετά προς τα αριστερά του και μετακινήθηκε εκεί όπου είχε πάει πριν.

«Επιτέλους» είπε ευχαριστημένος, με την απόκοσμη φωνή του να κάνει τον Μιχάλη να ανατριχιάσει για μία ακόμη φορά…

Ένιωθε τα βλέφαρά του πολύ βαριά, με αποτέλεσμα να δυσκολευτεί να τα ανοίξει. Βρισκόταν ακόμη στο μεγάλο χώρο του σπηλαίου, όπου είχε παλέψει λίγο πριν με τα τέρατα. Δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί, με το αριστερό του χέρι όπου ήταν καρφωμένα τα νύχια ενός από αυτά να έχει παραλύσει, ενώ δυσκολευόταν πολύ να πάρει ανάσα, εξαιτίας του έντονου πόνου στο στήθος σε κάθε κίνηση του διαφράγματος. Επίσης, τα πόδια του πάνω από τα γόνατα ήταν άσχημα τραυματισμένα, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται πολύ να σταθεί όρθιος.

Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ήταν να προσπαθήσει να ηρεμήσει τους πόνους που είχε από τις πληγές. Οι προσπάθειες θεραπείας του εαυτού του δεν ήταν επιτυχείς, αλλά τουλάχιστον θα γινόταν κάπως καλύτερα. Έφερε το χέρι του πάνω από την πληγή στο στήθος, και προσπάθησε να την κλείσει, όπως ήξερε. Ένιωσε μια μικρή δροσιά και μετά τον πόνο να μειώνεται λιγάκι, τόσο που κατάφερνε να αναπνέει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Συνέχισε με τα τραύματα στα πόδια του, χωρίς να καταφέρει κάτι σπουδαίο, αλλά μπόρεσε να σταθεί όρθιος λίγο μετά, όταν σηκώθηκε με μεγάλη δυσκολία και έντονους πόνους σε όλο του το σώμα, το οποίο είχε πιαστεί επίσης από τη μάχη.

Και τότε έφτασε η δυσκολότερη στιγμή. Δεν ένιωθε έτοιμος για αυτό, αλλά δεν είχε χρόνο. Έπιασε και τα τέσσερα νύχια του πλάσματος που ήταν καρφωμένα στο μπράτσο του, και άρχισε να τα τραβά, ενώ τα κυρίευσε και με το μυαλό του, ώστε να τα κάνει να μετακινηθούν και να διευκολύνει την αφαίρεσή τους από το χέρι του. Ένιωσε ένα τρομερό πόνο που τον έκανε να ουρλιάξει, αλλά δε σταμάτησε μέχρι που τα έβγαλε. Άφησε να του πέσουν από το χέρι, γονατίζοντας και πιάνοντας την πληγή με το άλλο χέρι του, ενώ δάκρυα πάλι γέμισαν τα μάτια του, τα οποία είχε κλείσει ασυναίσθητα.

Πρέπει να είχε περάσει πάνω από ένα λεπτό όταν τα άνοιξε και πάλι και άρχισε να συνηθίζει αυτό τον πόνο. Στο διάστημα αυτό είχε παγώσει η σκέψη του και ένιωσε να ηρεμεί λιγάκι από όλα εκείνα που τον βασάνιζαν. Ο πόνος υποχώρησε λιγάκι, όταν ένιωσε κρύο ιδρώτα να τρέχει από το πρόσωπό του, όπως πάθαινε συνήθως όταν πονούσε αρκετά. Η σκέψη του μετά πήγε στη μόλυνση του χεριού του κι έτσι έκανε το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό, δημιούργησε ένα μεγάλο κομμάτι βαμβακιού με βάμμα ιωδίου. Το έβαλε στην πληγή του και ένιωσε να δροσίζεται λιγάκι. Το άφησε εκεί για ένα λεπτό περίπου, προσπαθώντας παράλληλα να βρει το κουράγιο να συνεχίσει. Λίγες στιγμές αργότερα εξαφάνισε το βαμβάκι και προσπάθησε να κλείσει την πληγή με το γνωστό μαγικό τρόπο, αλλά δεν έγινε τίποτα. Ήταν σαν να νύχια να ήταν μαγεμένα και δεν επέτρεπαν να κλείσει το τραύμα που είχαν προκαλέσει.

Προχώρησε σε έναν ακόμη διάδρομο, καταλήγοντας σε έναν χώρο όπου υπήρχαν συντρίμμια από τα γύρω τείχη. Αισθάνθηκε κάποια κίνηση μαγείας και σταμάτησε απότομα, όντας επιφυλακτικός. Ξαφνικά, ξέσπασε φωτιά από το πουθενά ακριβώς μπροστά του, τόσο ισχυρή που θα μπορούσε να τον κάνει ψητό σε μία στιγμή. Με το χέρι του μείωσε την έντασή της, διαπιστώνοντας πως ήταν μια καλή παγίδα.

Προχώρησε και άλλο, μέχρι που έφτασε έναν μικρό κυκλικό χώρο, με τη σκέψη πως ήταν εκείνος που είδε στο όνειρο, να του δημιουργείται. Ένα μικρό πηγάδι βρισκόταν στο κέντρο, από όπου ανάβλυζε ένα αραιός λευκός καπνός. Λίγο δεξιά και μπροστά από το πηγάδι βρισκόταν πεσμένο το πλάσμα που ένιωσε να σκοτώνεται στο όνειρο, άψυχο με τα μάτια παγωμένα. Και στο κέντρο, μπροστά ακριβώς από το πηγάδι, βρισκόταν κάποιος που φορούσε ένα κατακόκκινο μανδύα, που κάλυπτε όλο του το σώμα. Τον είδε να τραβάει από το πηγάδι, μέσα στο οποίο είχε βάλει το χέρι του, κάτι χρυσό, που στη συνέχεια φάνηκε πως ήταν μια ολόχρυση λαβή σπαθιού, που περιβαλλόταν από τρεις λευκές γραμμές, που ισαπείχαν μεταξύ τους, ενώ πρέπει να ήταν από λευκόχρυσο. Συνέχισε να ανασύρει το σπαθί από το πηγάδι, κάνοντας να εμφανιστεί η ολόχρυση λεπίδα του, με λίγες ασημένιες γραμμές να υπάρχουν κοντά στην αιχμή του.

Δε χρειάστηκε καν να ανοίξει το μυαλό του για να αισθανθεί την απίστευτα μεγάλη δύναμη που είχε, ενώ έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά και τη λάμψη του. Κοιτούσε σαν υπνωτισμένος, πριν το βλέμμα του πέσει και πάλι σε εκείνον με τον κατακόκκινο μανδύα που έκανε αντίθεση με το χρυσό του σπαθιού, ο οποίος πρέπει να κοιτούσε και εκείνος σαν μαγεμένος το τρομερό σπαθί.

«Τέλεια» σχολίασε εκείνος με την απόκοσμη φωνή του, «ώρα να αρχίσει το ενδιαφέρον μέρος»

Παναγιώτης Βάβαλος