Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 16: Φυγή)

Ο Μιχάλης το πήρε το δαχτυλίδι που του έδωσε ο συγκρατούμενός του και το φόρεσε στον παράμεσο του αριστερού του χεριού, όπου διαπίστωσε πως ταίριαξε τέλεια, λες και ήταν από πλαστελίνη και προσαρμοζόταν στο μέγεθος του δαχτύλου στο οποίο φοριόταν. Δεν έδωσε όμως περαιτέρω σημασία σε αυτό το εντυπωσιακό θέαμα, και έκατσε αμίλητος περιμένοντας το γνωστό φύλακα να ορμήσει μέσα και να τους οδηγήσει κάπου αλλού, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή και όλο του το σώμα να τρέμει από το άγχος και την αγωνία που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Είδε τον Σταμάτη να κλείνει τα μάτια του και να παριστάνει πως κοιμάται, και προσπάθησε να κάνει και εκείνος το ίδιο, κάτι που κατάφερε με μεγάλη δυσκολία.

Ξαφνικά, άκουσε κάποιον να ορμάει μέσα στο κελί. Τότε αντίκρισε τον γνώριμο φύλακα για πρώτη φορά πανικόβλητο, να τους φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε να βγουν από το κελί και να τον ακολουθήσουν. Ο Μιχάλης κατάφερε να σηκωθεί με δεύτερη προσπάθεια, αφού το σώμα του δεν υπάκουε, εξαιτίας του έντονου άγχους που είχε.

Τους οδήγησε στη μεγάλη αίθουσα. Δεν τους έσπρωχνε ούτε καν τους άγγιζε, αλλά διατηρούσε κάποια απόσταση από αυτούς, λες και είχαν χολέρα και φοβόταν να τους πλησιάσει. Όλοι οι κρατούμενοι εκεί είχαν στηθεί απέναντι από τους φύλακες, οι οποίοι έδειχναν να τα έχουν χαμένα. Επίσης, ήταν πολύ λιγότεροι από ότι συνήθως, αφού, όπως υπέθεσε, έμεναν τη νύχτα εκεί μόνο όσοι είχαν βάρδια.

Ο Μιχάλης από το σημείο που βρισκόταν δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν μεταξύ τους οι φύλακες, αλλά μπορούσε να καταλάβει πως βρίσκονταν σε αναταραχή. Δεν πρόσεχαν ιδιαίτερα τους κρατούμενους, οι οποίοι έμοιαζαν να υποφέρουν. Ένιωσε κάποιον να τον σπρώχνει προς την αντίθετη άκρη από εκεί όπου είχε μπει, αλλά δε γύρισε να κοιτάξει. Έτσι, χωρίς να το καταλάβει, είχε βρεθεί στην άλλη άκρη. Αυτό όμως δεν το πρόσεξαν οι φύλακες, οι οποίοι άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους για το τι έπρεπε να κάνουν, να τους ελέγξουν μόνοι τους δηλαδή ή να ειδοποιήσουν τον αρχηγό τους.

Εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση που επικρατούσε ο Μιχάλης γύρισε να κοιτάξει το Σταμάτη, ο οποίος τον κοίταξε με ένα διαπεραστικό βλέμμα, το οποίο κατάλαβε πως σήμαινε ότι έπρεπε να περιμένει. Ταυτόχρονα, ένας φύλακας έφυγε από τη μία πλευρά, την αντίθετη από εκείνη στην οποία βρισκόταν τώρα ο Μιχάλης, ενώ οι υπόλοιποι πλησίασαν λιγάκι τους κρατούμενους. Άρχισαν να τους κοιτάζουν εξεταστικά, σαν να τους έβλεπαν για πρώτη φορά, αλλά δεν έφταναν σε σημείο να τους αγγίξουν. Αν δεν είχε τόσο πολύ άγχος για την απόδρασή του, ο Μιχάλης θα γελούσε με αυτό το πρωτοφανές θέαμα, για εκείνους τους Χιζέρκα δηλαδή, που έμοιαζαν περισσότερο με φοβισμένα παιδιά παρά με σκληρούς φύλακες.

«Τι γίνεται εδώ;» άκουσε μια δυνατή φωνή, η οποία του ήταν γνώριμη από την απόκοσμη χροιά της.

Ο αρχηγός των Χιζέρκα του Χίελθ μπήκε μέσα στην αίθουσα, εμφανώς εκνευρισμένος, κοιτώντας με πολύ άγριο βλέμμα τους φύλακες.

«Υπάρχει κάποια επιδημία στους κρατούμενους, αρχηγέ» είπε κάποιος από τους φύλακες, με λίγο τρομοκρατημένη φωνή.

Ο αρχηγός τους κοίταξε με άγριο βλέμμα για λίγη ώρα χωρίς να πει τίποτα. Μετά από λίγο έκανε νόημα σε έναν από τους Χιζέρκα.

«Φέρε μου εκείνον» είπε δείχνοντας έναν άνδρα από τους κρατούμενους, που στεκόταν λίγο πίσω από τον Μιχάλη και έδειχνε σε πολύ άσχημη κατάσταση.

Ο Χιζέρκα στον οποίο είχε δώσει την προσταγή έδειξε να διστάζει να κάνει αυτό που του είπε ο αρχηγός του. Κατευθύνθηκε τελικά αργά προς το μέρος του κρατούμενου, τον άρπαξε από το μπράτσο και τον οδήγησε προς τον αρχηγό. Ήταν εμφανές πως δεν ήθελε να τον αγγίξει, αλλά ο άνδρας δεν έμοιαζε να είναι σε θέση να μπορεί να κουνηθεί, αφού στεκόταν υποβασταζόμενος στον τοίχο όρθιος. Σταμάτησαν μπροστά στον αρχηγό, ο οποίος άρχισε να τον κοιτάζει εξεταστικά, χωρίς όμως να τον ακουμπά.

Καθώς κοιτούσε εκεί ο Μιχάλης, παρατήρησε φευγαλέα πως ο Σταμάτης τον κοιτούσε και μόλις γύρισε να τον κοιτάξει και εκείνος, ο άνδρας του έκλεισε το μάτι, δείχνοντάς του μετά το βλέμμα τον διάδρομο πίσω του. Ή τώρα ή ποτέ, είπε από μέσα, του παίρνοντας βαθιά ανάσα και ξεκίνησε.

Ξαφνικά ακούστηκε μία κραυγή πόνου από κάπου πίσω του, τη στιγμή ακριβώς που ξεκινούσε να τρέχει προσεκτικά, για να μην ακουστεί. Αν και ήξερε πως δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο, στράφηκε προς τα πίσω, όπου είδε το φύλακα που είχε οδηγήσει τον άρρωστο κρατούμενο στον αρχηγό, να έχει σωριαστεί κάτω και να σφαδάζει, ενώ όλοι οι άλλοι είχαν γυρίσει και τον κοίταζαν. Δεν έχασε όμως ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω, και άρχισε να τρέχει σαν τρελός προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκεί που ήταν όλοι.

Δεν άργησε πάντως να αντικρίσει μία μεγάλη δίφυλλη πόρτα, η οποία ήταν κατασκευασμένη από σίδερο με περίτεχνα σχέδια από χρυσό να τη διακοσμούν. Πάνω είχε καμπυλοειδές σχήμα, ενώ περίπου στο ύψος του προσώπου του Μιχάλη υπήρχαν δύο μεγάλα ολόχρυσα χερούλια. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά της και, χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει, τράβηξε την πόρτα προς τα μέσα, ανοίγοντας έτσι το ένα φύλλο της.

Ο αέρας που τον χτύπησε προερχόμενος από το χώρο που βρισκόταν έξω από το Χίελθ τον αναζωογόνησε. Έπειτα, βγήκε έξω από το τις φυλακές, ανακτώντας αρκετές από τις δυνάμεις του. Αυτή ήταν και η επιβεβαίωση πως το Χίελθ ήταν φυλακή αποδυνάμωσης.

Αμέσως μετά γύρισε και κοίταξε πίσω για να δει το μέγεθος του Χίελθ, αλλά το μόνο που αντίκρισε έκπληκτος ήταν μία πύλη που οδηγούσε μέσα σε ένα χώρο, ο ποίος δεν εμφανιζόταν πουθενά αλλού γύρω του. Ήταν δηλαδή μια τρύπα σε εκείνο το σημείο, μέσα από την οποία έβλεπες το εσωτερικό των φυλακών, αλλά δεν είχε βάθος. Σαν να ήταν η οθόνη κάποιου υπολογιστή ή τηλεόρασης, που έδειχνε μια εικόνα από κάπου αλλού, αλλά εδώ η εικόνα δεν προερχόταν από κάποιο άλλο σημείο, υπήρχε εκεί και μπορούσες να μπεις μέσα. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό και ο Μιχάλης είχε μείνει να το κοιτάζει μην μπορώντας αρχικά να πιστέψει στα μάτια του.

«Μπες τώρα μέσα ή αλλιώς θα πεθάνεις, μικρέ» άκουσε κάποιον να φωνάζει.

Δεν κατάφερε να δει που βρισκόταν αυτός που φώναζε, αλλά δεν ασχολήθηκε παραπάνω και άρχισε να τρέχει με όλη του δύναμη μπροστά. Δεν κατάφερε όμως να απομακρυνθεί πολύ από το σημείο, όταν ακούστηκε κάτι να διαπερνά με μεγάλη ταχύτητα τον αέρα και είχε την άσχημη αίσθηση πως αυτό, ότι και αν ήταν, κατευθυνόταν προς εκείνον. Έστω και υπό το φως του φεγγαριού, αλλά και από εκείνο που προερχόταν από το άνοιγμα στο Χίελθ, είδε μια ντουζίνα περίπου βέλη να κατευθύνονται με τεράστια ταχύτητα προς αυτόν, με σκοπό να καρφωθούν στο σώμα του.

Το μόνο που πρόλαβε να βάλει ασυναίσθητα τα χέρια του μπροστά από το πρόσωπό του. Τότε, μια τρομερή φωτιά ξέσπασε ακριβώς μπροστά του, στο σημείο που ήταν τα βέλη, ανακόπτοντας τη φόρα τους και κάνοντάς τα στάχτη σε ελάχιστο χρόνο. Αυτή η φωτιά είχε ένα αλλόκοτο μαύρο χρώμα, με μία λευκή λάμψη στο κέντρο, την οποία δεν άργησε να αναγνωρίσει. Ήταν εκείνη που είχε δει στα δύο όνειρά του, με την οποία είχε κάψει τις παράξενες σκιές στο πρώτο και η οποία τον είχε περικυκλώσει στο δεύτερο όνειρο.

Είχε μείνει κοκαλωμένος να κοιτάζει εκείνο το σημείο. Σύντομα ακούστηκαν καλπάσματα αλόγων, τα οποία δεν άργησε να αντικρίσει, βλέποντας πως έτρεχαν προς αυτόν. Δεν άργησε επίσης να διακρίνει πως οι στολές των ανδρών που ίππευαν σε αυτά ήταν ίδιες με εκείνες που φορούσαν οι φύλακες.

Πλησίαζαν με πολύ γρήγορους ρυθμούς, με τον πρώτο εξ αυτών να κρατά ένα σπαθί στο ένα του χέρι, με σκοπό να το μπήξει στα σωθικά του Μιχάλη μόλις έφτανε σε απόσταση βολής.

«Δε θα φύγεις ζωντανός, μικρέ» του φώναξε με άγρια και δυνατή φωνή ο κοντινότερος.

Ο Μιχάλης ετοιμάστηκε για το χτύπημα που θα δεχόταν. Πριν όμως γίνει αυτό, ένιωσε κάποιον να τον αρπάζει από το μπράτσο και να τον παρασύρει με μεγάλη ταχύτητα, σώζοντάς τον την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή από το σπαθί του Χιζέρκα. Στη συνέχεια, τον πέταξε με απρόσμενη δύναμη πάνω στο ζώο.

Έτσι, ο Μιχάλης ανέβηκε για πρώτη φορά στη ζωή του πάνω σε άλογο. Εκείνος που τον έσωσε ήταν ένας νεαρός άνδρας, που φορούσε ρούχα παρόμοια με αυτά του Μιχάλη.

«Κρατήσου γερά» του είπε μετά και το αγόρι κρατήθηκε από τους ώμους.

Το άλογο ήταν αρκετά γρήγορο, όμως ανάλογα γρήγορα ήταν και τα άλογα των Χιζέρκα που ήταν πίσω τους και προσπαθούσαν να τους φτάσουν. Έκαναν ελιγμούς για να αποφύγουν τα πυρά που εκτόξευαν εναντίον τους οι Χιζέρκα. Ο νεαρός άνδρας όμως δεν απαντούσε σε αυτά, όπως είχε κάνει ο Όμηρος, πιθανώς για να μη χάσει καθόλου φόρα το άλογο από μια μεταστροφή. Μία λάμψη πέρασε δίπλα από το αυτί του Μιχάλη, που την απέφυγε με μια ελαφριά μετακίνηση του κορμού του προς την άλλη πλευρά, όπως συνέβη και με μερικές ακόμη.

Κατευθύνονταν προς ένα δάσος που υπήρχε εκεί κοντά, το οποίο και πλησίαζαν με γρήγορους ρυθμούς. Οι διάφοροι ελιγμοί που έκανε το άλογο έκοβαν φυσικά λίγο αυτό το ρυθμό που είχαν, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούν να τους φτάσουν οι Χιζέρκα.

«Δε θα ξεφύγετε, ανόητοι» τους φώναξε με πολύ μεγάλη δύναμη ο άνδρας που κρατούσε το σπαθί και βρισκόταν πρώτος στην ομάδα που τους καταδίωκαν.

«Μην είσαι τόσο σίγουρος» του απάντησε ο νεαρός μπροστά από τον Μιχάλη, δείχνοντας αρκετά θαρραλέος..

Την επόμενη στιγμή έσκυψε, όπως και ο Μιχάλης, για να αποφύγουν μία κόκκινη λάμψη από. Αμέσως μετά δημιουργήθηκε ένας πύρινος κλοιός γύρω τους, κάνοντας τον νεαρό άνδρα να σταματήσει απότομα το άλογο, με αποτέλεσμα ο Μιχάλης να πέσει προς τα μπροστά, αλλά το σώμα του συνεπιβάτη του τον συκγράτησε.

Χωρίς να περάσει ούτε μια στιγμή, εκείνος έκανε μία κίνηση με το χέρι του, σαν να έσπρωχνε προς τα πάνω ένα αόρατο εμπόδιο. Ακούστηκε ένας κρότος και την επόμενη στιγμή πετάχτηκε από το έδαφος νερό, ακριβώς στη θέση που υπήρχε η φωτιά, σβήνοντάς την κατευθείαν. Ταυτόχρονα, ο νεαρός άνδρας τέντωσε τα χέρια του προς τις δύο πλευρές, κάνοντας όλες τις λάμψεις να σταματήσουν σε κάποια αόρατα τείχη, δημιουργώντας ήχους σαν χιλιάδες γυαλιά που έσπαγαν και σίδερα που διαλυόταν. Μετά έκανε μία ακόμη κίνηση και ο Μιχάλης ένιωσε ένα πολύ ισχυρό κύμα αέρα να κατευθύνεται προς τους Χιζέρκα, ρίχνοντάς τους κάτω από τα άλογά τους, παρά τις προσπάθειές τους να το ανακόψουν.

Ο Μιχάλης είχε μείνει εντυπωσιασμένος από τις ικανότητες του άνδρα, χαμογελώντας μάλιστα που είδε τους Χιζέρκα να σκάνε άτσαλα στο έδαφος. Αυτό τους έδωσε τον χρόνο να ξεκινήσουν πάλι, αποκτώντας σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα υψηλή ταχύτητα, φτάνοντας έτσι στο δάσος σύντομα, έχοντας πλέον μια ικανοποιητική απόσταση από τους διώκτες τους.

Τα πυρά τους πάντως τους έφταναν. Ένα από αυτα πέτυχε ένα δέντρο, το οππίο τυλίχτηκε στις φλόγες και έπεσε στο έδαφος. Ένα άλλο δέντρο κομματιάστηκε. Ο νεαρός άνδρας όμως δεν έδειξε να πτοείται, συνεχίζοντας ακάθεκτος προς το εσωτερικό του δάσους, κι ας αυτό διαλυόταν από τις επιθέσεις των Χιζέρκα.

Έκαναν εκπληκτικούς ελιγμούς για να αποφύγουν τα δέντρα του δάσους. Την ίδια ευελιξία δε φάνηκε να είχαν και οι Χιζέρκα, δύο από τους οποίους χτύπησαν σε δέντρα, σταματώντας έτσι την καταδίωξη. Ο Χιζέρκα που ηγούταν των υπολοίπων συνέχισε να γκρεμίζει δέντρα στο πέρασμά του, αλλά δεν κατάφερνε να μειώσει τη διαφορά με το άλογο στο οποίο βρισκόταν ο Μιχάλης. Λίγη ώρα μετά, ήταν ο μόνος που τους ακολουθούσε ακόμη, αλλά ούτε αυτός δεν έδειχνε σε θέση να μπορεί να τους πιάσει. Ήταν πια θέμα χρόνου να ξεφύγουν και από αυτόν και να συνεχίσουν ανενόχλητοι.

«Θα σε βρω, μικρέ» φώναξε κάποια στιγμή στον Μιχάλη, «όπου και να σε κρύψουν θα σε βρω και τότε τέλειωσες»

Μόλις ολοκλήρωσε την κουβέντα του σταμάτησε, με αποτέλεσμα ο Μιχάλης να τον χάσει από το οπτικό του πεδίο, καθώς κοιτούσε προς τα πίσω. Χαλάρωσε που πια είχαν ξεφύγει, αλλά τον επηρέασε η απειλή του.

«Μην του δίνεις σημασία, προσπαθεί να σε φοβίσει» τον καθησύχασε τότε ο νεαρός άνδρας μπροστά του.

Ο Μιχάλης δεν είπε τίποτα και προσπάθησε να ξεχάσει τα λόγια του Χιζέρκα, απολαμβάνοντας για πρώτη φορά την αίσθηση στης ελευθερίας, που είχε χάσει εδώ και ένα μήνα που ήταν φυλακισμένος στο Χίελθ.