Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 17 - μέρος 1)

Αυτή τη φορά το ταξίδι μέσα στο δάσος ήταν διαφορετικό. Πλέον δεν ήταν απλά δυο άτομα που είχαν αναγκαστεί να μείνουν ενωμένοι για να επιβιώσουν. Ήταν δυο συνταξιδιώτες που είχαν επιλέξει να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλο.

«Το δάσος έχει πολλά είδη φυτών που φυτρώνουν μόνο εδώ επειδή αναπτύσσονται με την μαγεία» του εξηγούσε καθώς περπατούσαν.

Ο ουρανός ήταν καθαρός, με μερικά αφράτα λευκά σύννεφα να αιωρούνται εδώ κι εκεί, προμηνύοντας μια καλή μέρα. Η σκιά των δέντρων τους προστάτευε από τον δυνατό καλοκαιρινό ήλιο και τους κρατούσε δροσερούς.

«Όπως τα Κόκκινα Δάκρυα. Σε όλο το δάσος μπορείς να βρεις χαμηλούς, αγκαθωτούς θάμνους με καρπούς που μοιάζουν με μικρά κίτρινα μούρα. Οι καρποί μπορούν να σε κρατήσουν ζωντανό για βδομάδες αν δεν έχεις άλλη πηγή τροφής αλλά τα αγκάθια είναι επικίνδυνα. Αν σε τρυπήσουν μπορούν να φτάσουν μέχρι το κόκαλο και αν δεν τα αφαιρέσει κάποιος έμπειρος τότε οι άκρες τους μπορούν να σπάσουν και να μείνουν μέσα. Οι πληγές μολύνονται -και πίστεψε με είναι πολύ άσχημο θέαμα- και συχνά είναι απαραίτητο να ακρωτηριαστεί το άκρο για να μην εξαπλωθεί η μόλυνση. Επίσης, κοντά στα ρυάκια φυτρώνει ένα μικρό φυτό που μοιάζει με βρύα. Οι περισσότεροι το αγνοούν ή το πατάνε αλλά στην πραγματικότητα είναι αντίδοτο για πολλά δηλητήρια»



«Όλα αυτά ακούγονται πολύ ενδιαφέροντα» σχολίασε ο Έρικ και έσκυψε για να αποφύγει ένα χαμηλό κλαδί. «Αλλά πως προέκυψε αυτό το μάθημα πάνω στα φυτά;»

«Εσύ είπες ότι δεν μπορείς να ξέρεις ποιος είσαι αν υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού σου που αγνοείς. Το κομμάτι της μαγικής σου κληρονομιάς από την πλευρά της μητέρας σου. Σκέφτηκα πως αν μάθεις για τις μάγισσες και για τον τρόπο ζωής μας θα σε βοηθήσει να ξεκαθαρίσεις μερικά πράγματα»

Ο Έρικ σταμάτησε και την κοίταξε με ένα τρόπο που η Σελίν δεν ήταν σίγουρη πώς να ερμηνεύσει, σαν να έβλεπε κάτι πάνω της που δεν είχε προσέξει μέχρι τώρα για πρώτη φορά.

«Γιατί με κοιτάς έτσι;» τον ρώτησε.

«Τίποτα» απάντησε, κουνώντας το κεφάλι του για να διώξει την όποια σκέψη τον είχε κάνει να πάρει αυτό το ύφος. «Απλά ξαφνιάστηκα που το θυμήθηκες αυτό»

«Φυσικά και το θυμήθηκα. Σε ακούω όταν μου μιλάς»

«Σωστά» αποκρίθηκε αλλά η φωνή του ακούστηκε απόμακρη, λες και κάτι άλλο τον είχε τραβήξει ξανά στον κόσμο των σκέψεων.

Η Σελίν δυσκολευόταν να καταλάβει την συμπεριφορά του. «Οπότε; Να συνεχίσω;»

Ο Έρικ ένευσε καταφατικά και η νεαρή μάγισσα ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό της.

«Εκτός από τα φυτά, υπάρχουν και πολλές μορφές ζωής που μπορεί να συναντήσει κανείς μονάχα εδώ» Του έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της. «Σου μιλάω για το δάσος επειδή... ξέρεις» Έκανε μια κίνηση με το χέρι της για να δείξει τα δέντρα και την βλάστηση γύρω τους. «Περπατάμε μέσα του και μου φάνηκε ταιριαστό» Κούνησε το κεφάλι της. «Τέλος πάντων, πίσω στο θέμα μας. Οι μάγισσες δεν είναι οι μόνοι κάτοικοι του δάσους. Υπάρχουν επίσης αυτές που αποκαλούμε αδελφές-φυλές, δηλαδή τα μαγικά πλάσματα που είναι πιο κοντά στο είδος μας, όπως οι νεράιδες, που τις έχεις δει ήδη, και τα ξωτικά»

«Ξωτικά;»

«Ναι. Έχουν κι αυτά χωριά όπως το δικό μας αλλά προτιμάμε να αποφεύγουμε τις επαφές μαζί τους»

«Είναι εχθρικά;»

«Δεν θα το έλεγα. Είναι σκανδαλιάρικα. Αλλά η άποψη τους για την πλάκα είναι διαστρεβλωμένη, ή τουλάχιστον πολύ διαφορετική από τη δική μας»

Ο Έρικ σκαρφάλωσε πάνω σε έναν κορμό που πρέπει να είχε σπάσει σε μια καταιγίδα και τους έκλεινε το δρόμο. Της πρόσφερε το χέρι του για να την βοηθήσει να ανέβει.

Ετοιμάστηκε να του πει πως ήταν απόλυτα ικανή να σκαρφαλώσει μόνη της και πως δεν χρειαζόταν βοήθεια, αλλά την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και έπιασε το χέρι του. Ήξερε ότι ο Έρικ δεν την θεωρούσε αδύναμη, απλά ήταν ευγενικός.

«Για παράδειγμα, μπορεί να θεωρήσουν αστείο να ράψουν τα χείλη ενός ανθρώπου μεταξύ τους, να αντικαταστήσουν τα πόδια του με ρίζες, ή ακόμα και να κλέψουν ένα μωρό από την κούνια του μέσα στη νύχτα»

«Έχω ακούσει κάτι παρόμοιο. Όποτε γεννιέται ένα παιδί βάζουμε ένα κομμάτι σίδερο μέσα στην κούνια του για να τρομάξει τα κακόβουλα πνεύματα, λένε κάποιοι. Πάντα πίστευα πως είναι απλά δεισιδαιμονίες»

«Καθόλου» του απάντησε η μάγισσα. «Στα ξωτικά δεν αρέσει το σίδερο. Τα καίει αν το αγγίξουν. Τις τελευταίες δεκαετίες οι άνθρωποι χρησιμοποιούν περισσότερο σίδερο στα σπίτια και τα χωριά τους απ’ ότι παλιά και έτσι τα ξωτικά ξέρουν πως είναι καλύτερο να μείνουν μακριά. Μετά υπάρχουν τα τρολ» συνέχισε. «Που έχουν διάφορα μεγέθη και γενικά είναι φιλικά αν τα προσεγγίσεις ήρεμα, αν και μάλλον δεν θα ήθελες να τα πλησιάσεις επειδή η μυρωδιά τους μπορεί να σε ρίξει αναίσθητο» Σούφρωσε τη μύτη της. «Μια- δυο φορές έχει τύχει να δω και νάνους στο δάσος αν και συνήθως ζουν στα βουνά όπου σκάβουν υπόγειες σήραγγες. Δεν τα πάνε καθόλου καλά με τα ξωτικά»

«Πως κι έτσι;» ρώτησε ο Έρικ.

Σήκωσε τους ώμους της. «Μπορεί να νιώθουν κατωτερότητα λόγω ύψους, ποιος ξέρει;»

«Ή απλά κανένα έξυπνο άτομο δεν θα πλησίαζε ένα ξωτικό μετά από όσα μου περιέγραψες» Κοίταξε τριγύρω για να βρει ένα μέρος για να κατασκηνώσουν. «Υπάρχουν τόσα πολλά που δεν ξέρουμε για το δάσος» συλλογίστηκε.

«Και πολλά που δεν θα θέλατε να μάθετε. Πίστεψε με. Αν γνωρίζατε τι υπάρχει στην καρδιά του δάσους εκεί όπου πηγάζει η μαύρη μαγεία, θα βλέπατε πως οι μάγισσες δεν είναι τίποτα μπροστά στα πλάσματα που κατοικούν εκεί»

«Χειρότερα από τα ξωτικά που κλέβουν παιδιά;»

«Πολύ χειρότερα. Έχεις δει τους λύκους. Αυτό από μόνο του σου δίνει μια ιδέα»

Το πρόσωπο του σκοτείνιασε και η Σελίν κατάλαβε πως κι εκείνος θυμήθηκε τον λόφο με την βελανιδιά, τη μέρα που του είχε σώσει τη ζωή και εκείνος την είχε συλλάβει. Η ανάμνηση έφερε μια πικρή άσχημη γεύση στο στόμα της σαν να είχε δαγκώσει κάτι σάπιο. Την κλείδωσε σε μια μικρή γωνία μαζί με όλα τα άσχημα που ήλπιζε μια μέρα να καταφέρει να αφήσει πίσω της.

«Και που να δεις τα φαντάσματα» συνέχισε, προσπαθώντας να προσποιηθεί πως οι τελευταίες στιγμές δεν είχαν συμβεί. «Αν και αυτά δεν είναι και τόσο τρομαχτικά μέχρι να προσπαθήσουν να καταλάβουν το σώμα κάποιου»

Ο Έρικ σταμάτησε απότομα. «Περίμενε. Λες πως τα φαντάσματα είναι αληθινά;»

Τον κοίταξε σηκώνοντας ένα φρύδι. «Έχεις δει μάγισσες και δεν πιστεύεις στα φαντάσματα;»

«Φυσικά και όχι. Αυτές είναι ιστορίες για παιδιά. Όταν ένας άνθρωπος πεθάνει η ψυχή του πηγαίνει, δεν ξέρω, σε ένα καλύτερο μέρος; Τουλάχιστον έτσι λένε οι ιερείς μας»

«Ίσως» Δεν ήξερε τι απάντηση να του δώσει σε αυτό. Όταν ένα μαγικό πλάσμα πέθαινε οι νεράιδες έπαιρναν την ζωτική του ενέργεια και την χρησιμοποιούσαν σε κάτι άλλο, έτσι ώστε ο κύκλος της ζωής και της αναγέννησης δεν σταματούσε ποτέ. Αλλά δεν ήξερε που πήγαιναν οι ψυχές των θνητών ή αν εξαφανίζονταν μετά τον θάνατο. «Τα φαντάσματα για τα οποία σου μιλάω είναι σατανικά πνεύματα που αρνούνται να αφήσουν αυτόν τον κόσμο. Ή άνθρωποι που πέθαναν βάναυσα και δεν μπορούν να βρουν γαλήνη. Το γεγονός ότι εκεί ζουν και οι νεκρομάντεις σίγουρα δεν βοηθάει»

«Και εσύ θέλεις να πας σε αυτό το μέρος» είπε ειρωνικά το αγόρι.

«Τι να πω; Είμαι περιπετειώδης»

«Νομίζω πως το ριψοκίνδυνη είναι καλύτερη λέξη για να σε περιγράψει»

«Μπορεί» αποκρίθηκε και ένα μικρό χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της. «Πάντως δεν μπορείς να με κατηγορήσεις πως είμαι βαρετή»

«Δεν θα τολμούσα να το κάνω αυτό» της είπε ο Έρικ. «Είσαι καλή δασκάλα. Το κεφάλι μου έχει αρχίσει να πονάει από τις πολλές πληροφορίες αλλά έμαθα πράγματα σήμερα. Σ' ευχαριστώ»

«Μη με ευχαριστείς. Δεν είναι κόπος να μιλάω για το δάσος μου»

«Όχι γι' αυτό. Επειδή θέλεις να με βοηθήσεις. Το ξέρω ότι δεν αξίζω την καλοσύνη σου μετά από αυτά που έκανα αλλά είμαι ευγνώμων για αυτή»

Η Σελίν γνώριζε καλά το συναίσθημα που έβλεπε μέσα στα καστανά του μάτια. Τύψεις. Το είχε νιώσει και εκείνη με τον Ρόραν. Απαίσιο συναίσθημα, η διαρκής υπενθύμιση πως είχες αδικήσει κάποιον και το αίσθημα πως ήσουν ανίκανος να το διορθώσεις. Μπορούσε να οδηγήσει κάποιον στην τρέλα.

«Θες να δεις κάτι;» τον ρώτησε και έπιασε το χέρι του. Κοίταξε το πρόσωπο του για να δει αν είχε αντίρρηση και χαμήλωσε τα νοερά τείχη γύρω από το μυαλό της για να τον αφήσει να μπει

Του έδειξε την ανάμνηση που είχε από την πρώτη φορά που είδε το χωριό των ανθρώπων. Ήταν η γιορτή για το Πρώτο Φεγγάρι του Καλοκαιριού και όλοι ήταν μασκαρεμένοι, έπιναν, γελούσαν και χόρευαν. Ολόκληρο το χωριό έσφυζε από ζωή. Θυμήθηκε πόσο ενθουσιασμένη είχε νιώσει εκείνη την νύχτα, λίγο φοβισμένη, και ταυτόχρονα μαγεμένη με τον συναρπαστικό νέο κόσμο που ανακάλυπτε.

Σταμάτησε την ροή των αναμνήσεων τη στιγμή που ένα άγνωστο μελαχρινό αγόρι την πλησίασε και της μίλησε.

Ο Έρικ δίστασε να αφήσει το χέρι της σαν να ήθελε να δει περισσότερα. Όμως δεν τόλμησε να το ζητήσει και εκείνη υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει να δει τι σκεφτόταν την πρώτη φορά που τον είδε.

«Έτσι έβλεπες το χωριό;» την ρώτησε.

Ένευσε καταφατικά. «Ήταν μια καλή ανάμνηση» Και σκέφτηκε πως αν του έδειχνε το σπίτι του θα βοηθούσε να διώξει λίγη από την μελαγχολία που τον περιτριγύριζε τις τελευταίες μέρες.

Αλλά ο Έρικ έδειχνε πιο προβληματισμένος απ' ότι πριν. «Αν μπορούσες να αλλάξεις εκείνη τη νύχτα και να μην πατούσες ποτέ στο χωριό, θα το έκανες;»

«Όχι» Εκείνη η νύχτα, εκείνη η συνάντηση, είχε αλλάξει τις ζωές και των δυο τους. Για το καλύτερο ή όχι, δεν μπορούσε να το ξέρει ακόμα. Αλλά δεν το μετάνιωνε. «Ξέρεις, εκείνη τη νύχτα η Αριάνα είχε προσπαθήσει να μας πείσει να γυρίσουμε πίσω στη Σύναξη. Αν είχα αποφασίσει να την ακούσω τότε και να κάνω πίσω τώρα θα βρισκόμουν σε μια πολύ διαφορετική θέση. Θα είχα δεχθεί την απόφαση του Άιζακ και θα είχα παντρευτεί τον Ρόραν. Θα είχα μια καλή ζωή μαζί του, θα με φρόντιζε και θα με σεβόταν, δεν αμφιβάλλω, σε μερικά χρόνια μάλλον θα είχαμε παιδιά»

Ο Έρικ τράβηξε το βλέμμα του από το δικό της και το κάρφωσε κάπου πέρα από τον ώμο της. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν πάρει μια πιο σκληρή όψη, κρύβοντας τις σκέψεις που περνούσαν από το μυαλό του από εκείνη σαν ένα πέτρινο τοίχος.

«Αλλά θα ήμουν δυστυχισμένη επειδή θα είχα αφήσει κάποιον άλλο να ορίσει τη ζωή μου και εγώ απλά θα ακολουθούσα παθητικά. Θα σκεφτόμουν τι θα είχε γίνει αν. Οπότε όχι, δεν το μετανιώνω»

Δεν τον ρώτησε αν αν εκείνος είχε μετανιώσει που την ελευθέρωσε- η στιγμή που είχε αλλάξει την δική του ζωή. Της είχε δώσει ήδη την απάντηση σε αυτή την ερώτηση.

«Και όσο τρελό κι αν ακούγεται...» ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του και τον έκανε να την κοιτάξει ξανά. «Δεν μετανιώνω που σε γνώρισα»







Βρήκαν ένα μέρος για να κοιμηθούν δίπλα σε έναν μεγάλο βράχο. Η καλυμμένη με αναρριχητικά φυτά πέτρα θα χρησίμευε ως ένα τοίχος προστασίας στις πλάτες τους. Ο Έρικ πήγε να βρει ξύλα για την φωτιά και η Σελίν προσφέρθηκε να την ανάψει. Η νύχτα ήταν αρκετά ζεστή αλλά η φωτιά θα κρατούσε μακριά τα ζώα του δάσους. Της έριξε ένα μικρό ξόρκι για να καίει όλο το βράδυ χωρίς να χρειάζεται να ανησυχούν γι’ αυτό.

Έστρωσαν τις κουβέρτες τους και έφαγαν το βραδινό τους, κρύα κοτόπιτα που τους είχε δώσει η Αλθία, χωρίς να μιλάνε αλλά δεν ήταν άβολη σιωπή.

Έριξε μια κλεφτή ματιά στον Έρικ και σκέφτηκε πόσο μακριά είχαν φτάσει. Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δεν θα φανταζόταν αυτή την εξέλιξη όταν τον πρωτοείδε στη γιορτή των ανθρώπων.

Είχε κλείσει τα μάτια της εδώ και ώρα αλλά δεν είχε προλάβει να αποκοιμηθεί όταν ένιωσε ένα χέρι στον ώμο της.

«Σελίν, ξύπνα» είπε σιγανά ο Έρικ που ήταν γονατισμένος δίπλα της.

Ανασηκώθηκε. «Τι συμβαίνει;»

«Νομίζω πως κάποιος μας παρακολουθεί»

Πράγματι, το βλέμμα της έπιασε κάτι να σαλεύει μέσα στα δέντρα αλλά μέσα στο σκοτάδι ήτα δύσκολο να διακρίνει τι ακριβώς ήταν.

«Κρύψε το σπαθί σου» του είπε και σηκώθηκε όρθια. Μέχρι να μάθουν τι είναι καλύτερα να μη το προκαλούσαν, αλλά και να κρατούσαν κοντά τα όπλα τους για τη περίπτωση που θα χρειαζόταν να παλέψουν για να ξεφύγουν. Καλύτερα να είχαν το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος τους.

Προχώρησε μπροστά, φροντίζοντας να μείνει κοντά στην φωτιά και τον Έρικ, και άνοιξε ελαφρώς τα χέρια της για να δείξει ότι ήταν άοπλη και ακίνδυνη. «Ξέρουμε ότι μας παρακολουθείς!» φώναξε στο πλάσμα που κρυβόταν στα δέντρα. «Εμφανίσου!»

Ένα κορίτσι ξεπετάχτηκε μέσα από τους θάμνους με μια κίνηση που θύμιζε αιλουροειδές. Το πρόσωπο της ήταν νεαρό, δεκατριών ή δεκατεσσάρων ετών το πολύ, και η πρώτη σκέψη της Σελίν ήταν να αναρωτηθεί τι έκανε ένα μικρό κορίτσι μόνο του στο δάσος. Αλλά καθώς τα μάτια της προσαρμόζονταν στο σκοτάδι συνειδητοποίησε πως το κορίτσι δεν ήταν άνθρωπος ή μάγισσα.

Η Σελίν ήταν μια όμορφη κοπέλα, όλοι της το έλεγαν καθώς μεγάλωνε, αλλά μπροστά σε αυτό το κορίτσι φάνταζε αδιάφορη και άχρωμη. Η ομορφιά της ήταν απερίγραπτη, το πρόσωπο της τόσο συγκλονιστικό που ήταν εξωπραγματικό. Τα ανοιχτά ξανθά μαλλιά της κυμάτιζαν στην πλάτη της σαν μετάξι και ήταν στολισμένα με μαργαρίτες. Το φόρεμα της αγκάλιαζε το πάνω μέρος του κορμού της αφήνοντας τους ώμους της γυμνούς, αποκαλύπτοντας λείο, αψεγάδιαστο δέρμα. Η Σελίν δεν είχε ξαναδεί τόσο λεπτό και αέρινο ύφασμα, ασημόλευκο που ιρίδιζε απαλά στα σημεία που έπεφτε πάνω του το φεγγαροφως, σαν να ήταν καμωμένο από ιστούς αράχνης.

Μόνο τα μάτια της πρόδιδαν την πραγματική της φύση. Έντονο σμαραγδένιο πράσινο δίχως ίριδα, κόρη ή ασπράδι.

«Είσαι ξωτικό» είπε η Σελίν.

Το κορίτσι πλησίασε, κάθε βήμα ανάλαφρο και με χάρη σαν να ήταν ένας μικρός χορός. Έγειρε ελαφρά το κεφάλι της στο πλάι και την παρατήρησε με περιέργεια. Η κίνηση έμοιαζε αθώα αλλά παρά το όμορφο πρόσωπο της είχε κάτι ψυχρό πάνω του λες και ήταν σμιλεμένο από πάγο. «Ναι»

Το βλέμμα της Σελίν έπιασε και άλλες κινήσεις μέσα στο σκοτάδι. «Μήπως καταπατήσαμε άθελα μας την περιοχή σας;» ρώτησε, διαλέγοντας τις λέξεις της προσεχτικά.

«Ίσως» αποκρίθηκε το ξωτικό και πλησίασε περισσότερο.

Η παρουσία της την έκανε να νιώθει άβολα αλλά διατήρησε μια ουδέτερη έκφραση. Ο Έρικ στάθηκε δίπλα της σε επιφυλακή.

«Εγώ και ο συνταξιδιώτης μου ζητάμε συγνώμη για αυτό το ατυχές συμβάν. Δεν είχαμε καμία πρόθεση να μπούμε στην περιοχή σας χωρίς άδεια. Θα φύγουμε αμέσως»

Το κορίτσι χαμογέλασε πλατιά. Δεν υπήρχε τίποτα αθώο ή φιλικό σε αυτό το χαμόγελο. «Σπάνια συναντάμε ταξιδιώτες στα μέρη μας. Ο βασιλιάς μας θα χαρεί να διοργανώσει μια γιορτή προς τιμή σας. Τα ξωτικά είναι γνωστά για την φιλοξενία τους»

Επίσης, ήταν γνωστό πως οι φιλοξενούμενοι τους σπάνια έφευγαν από τις πόλεις τους. Ζωντανοί τουλάχιστον.

Το ξωτικό άπλωσε το λεπτοκαμωμένο, αλαβάστρινο χέρι του προς το μέρος της Σελίν σαν να περίμενε να το πιάσει. Κάθε ένστικτο της της φώναζε να τρέξει, να βάλει όση περισσότερη απόσταση μπορούσε ανάμεσα σε εκείνη και το παράξενο κορίτσι. Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα ήταν σοφό. Τα ξωτικά είχαν μια τάση να γίνονται πολύ εκδικητικά αν αισθανθούν ότι τα προσέβαλες. Γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του Έρικ και ψιθύρισε:

«Ό,τι κι αν γίνει μην τους φέρεις αντίρρηση ευθέως και μην τους προκαλέσεις. Να απαντάς στις ερωτήσεις τους αλλά πρόσεχε πόσα αποκαλύπτεις. Δεν ξέρεις ποτέ πως θα τα χρησιμοποιήσουν εναντίον σου»

Ο Έρικ ένευσε καταφατικά, αν και ήταν ξεκάθαρο ότι δεν του άρεσε.

Η Σελίν έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή και εξέπνευσε αργά από την μύτη, φέρνοντας στο μυαλό της όλα όσα γνώριζε για να ξωτικά. Θα έβρισκε έναν τρόπο να ξεμπλέξουν αλλά έπρεπε να το κάνουν με προσοχή.

Έπιασε το απροσδόκητα κρύο χέρι του κοριτσιού. Το δέρμα της ήταν σκληρό στην αφή και γλιστερό, σαν την επιφάνεια μιας πέτρας που καθόταν μέσα στο ποτάμι.

«Είστε ευπρόσδεκτοι στο χωριό μας. Αλλά αυτό θα μείνει εδώ» είπε, δείχνοντας με απέχθεια το σπαθί που κρεμόταν στον γοφό του Έρικ.

«Αν το αφήσω εδώ μπορεί να το κλέψουν» είπε το αγόρι με προσοχή, απρόθυμος να αποχωριστεί το όπλο του.

Η Σελίν θυμήθηκε πως ήταν όταν είχε χάσει τις δυνάμεις της, τον δικό της τρόπο να προστατευτεί. Πόσο εκτεθειμένη και αβοήθητη είχε νιώσει.

Το ξωτικό έστρεψε τα αλλόκοτα μάτια του πάνω του. «Τίποτα δεν χάνεται στη γη των ξωτικών. Τίποτα δεν συμβαίνει στην επικράτεια μας χωρίς να το γνωρίζουμε. Τα πράγματα σας θα είναι εδώ όταν θα επιστρέψετε»

Η Σελίν κοίταξε τον Έρικ. «Έχει δίκιο» είπε μαλακά. Προσευχήθηκε να δει στο πρόσωπο της ότι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να αφήσουν το σπαθί πίσω.

Ο Έρικ έλυσε τη ζώνη του σπαθιού με γρήγορες, σταθερές κινήσεις, αλλά η Σελίν είδε τον στιγμιαίο δισταγμό που πέρασε από τα μάτια του καθώς έκρυβε το θηκάρι με το σπαθί ανάμεσα στις κουβέρτες.

«Μην ανησυχείς, θα το ξαναδείς σύντομα» τον πείραξε, κάνοντας τον τόνο της να ακουστεί εύθυμος. Ο Έρικ ένευσε κοφτά, έχοντας καταλάβει το κρυμμένο μήνυμα στα λόγια της.

Θα φρόντιζε να επιστρέψουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να εξαφανιστούν από εκείνη τη γη. Το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω στο ανατριχιαστικό παιδί. Όσο φιλικό κι αν φαινόταν ένα ξωτικό μπορούσες να είσαι σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα σε μαχαίρωνε πισώπλατα. 

 

Φαίη