Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 2 - Μέρος 1) - Ζώντας στην αφάνεια

Τη στιγμή που όλοι βρίσκονταν στα σπίτια τους, με τις αυλόπορτες κλειστές, μία φιγούρα πάντοτε σκυφτή, με βήμα αβέβαιο, θα έλεγε κανείς φοβισμένο, διστακτικό βάδιζε στους έρημους και βυθισμένους στο ημίφως δρόμους. Τα πόδια του θαρρείς και δεν ακουμπούσαν στο έδαφος, τόσο ανάλαφρα περπατούσε ρίχνοντας μέσα από το σκοτάδι της κάλυψής του, φευγαλέες ματιές στις γύρω αυλές. Όπου έβλεπε καλάθια, ή φαγητό, ζύγωνε και τα μάζευε, με εξαίρεση το σπίτι της Ζακελίν. Προχωρώντας στο βάθος του δρόμου, διέκρινε με τα λαμπερά, γεμάτα μίσος μάτια του, πως μία πόρτα είχε ξεχάσει να αφήσει κάτι για εκείνον. Κοντοστάθηκε λοιπόν και παραμόνευε με την κάλυψη που του πρόσφερε ο κακός φωτισμός των δρόμων. Όταν είδε τα φώτα του σπιτιού να σβήνουν, ένα τσεκούρι σηκώθηκε στον αέρα διαλύοντάς του την πόρτα. Η σκιά προχώρησε μαινόμενη, τσαλαπατώντας στο διάβα της ό,τι έβρισκε, μέχρι που με αίμα δικό της, από τα τραύματά της, έγραψε στην πόρτα την λέξη ΄΄περιμένω΄΄.

Όταν οι ένοικοι τρομοκρατημένοι βγήκαν έξω, ανάβοντας όλα τα φώτα, αντίκρυσαν το απόλυτο χάος. Η γυναίκα είχε πάρει ένα σταυρουδάκι και το βαστούσε πολύ σφιχτά στο χέρι της ψιθυρίζοντας προσευχές. Κανένας δεν φαινόταν πουθενά, ούτε ίχνη υπήρχαν στο χώμα.

Πίσω στο σπίτι, ο Πιέρ είχε επιστρέψει από την δουλειά και η Ελοντί πάλευε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να του περιγράψει την ιστορία με τα ρούχα τους που βρέθηκαν σκισμένα και κουρελιασμένα στο πάτωμα. Ευτυχώς για εκείνους, τους είχαν απομείνει μερικά και έτσι η κοπέλα αφού σέρβιρε το φαγητό τους, ξεκίνησε την αφήγηση, με τον Πιερ να σταματά να τρώει και να την κοιτάζει με βλέμμα έντρομο.

«Καταλαβαίνεις τι μου λες; Αυτό το πράγμα, μπορεί να είναι ακόμη και ληστής ή δολοφόνος που εκμεταλλεύεται απλώς τη φήμη και όλη αυτή τη παράξενη ιστορία που έχει στηθεί γύρω από αυτό το πρόσωπο. Ελοντί, θα μπορούσε να είναι κάποιος επικίνδυνος. Πρέπει να προσέχεις και να κλείνεις καλά τις πόρτες» τη μάλωσε ο Πιερ.

«Ωστόσο, πώς εξηγείς πως καμία πόρτα απολύτως δεν ήταν ανοιχτή; Έξω ο κήπος μας έχει χώμα, ωστόσο δεν υπήρχαν ίχνη πουθενά. Όλα τα παντζούρια και οι πόρτες ήταν κλειστές. Τη στιγμή που είδα τα ρούχα και έσκυψα να τα πιάσω, ένιωσα μία ανάσα πίσω μου ακριβώς και ένα αεράκι τόσο ελαφρύ και σύντομο, όσο και η ανθρώπινη κίνηση. Όταν γύρισα το κεφάλι μου για να κοιτάξω προς την μεριά της πόρτας, την είδα να έχει μία ελαφριά κλίση η οποία πριν δεν υπήρχε. Έτρεξα στον διάδρομο, αλλά δεν είδα, ούτε άκουσα κάποιον» τελείωσε εκείνη απογοητευμένη και ο Πιέρ την κάλεσε για να έρθει στην αγκαλιά του.

«Ίσως τελικά όλη αυτή η ιστορία να μην είναι τυχαία. Όπως και να έχει, δεν θα του περάσει του κύριου Φιλίπ τόσο εύκολα. Μπορεί οι νεκροί να έχουν δικαιώματα, αλλά έχουν και οι ζωντανοί» της είπε παλεύοντας να ακουστεί αστείος.

Η Ελοντί ξεφύσησε και άφησε ένα φιλί στα χείλη του.

«Θα σε περιμένω» της είπε χαμογελώντας πονηρά και ξεκινώντας να ανεβαίνει στην κρεβατοκάμαρά τους.

Η κοπέλα για λίγο κάθισε στην κουζίνα έχοντας το βλέμμα της συγκεντρωμένο στην φλόγα ενός κεριού που σιγόκαιγε. Ρεύματα αέρα δεν υπήρχαν και όμως εκείνη χόρευε σε ξέφρενους ρυθμούς, όταν άκουσε μία φωνή για πρώτη φορά σαν ψίθυρο απόκοσμο.

΄΄Φύγε΄΄ ακούστηκε ο ψίθυρος ο οποίος σκορπιζόταν στον χώρο.

Το φως της φλόγας συνέχισε να χορεύει μέχρι που έσβησε και ο χώρος βυθίστηκε στο σκοτάδι. Τότε ήταν που για πρώτη φορά, η Ελοντί ένιωσε τρόμο. Στα γρήγορα έβαλε μία μερίδα φαγητό σε ένα πιάτο, παλεύοντας μέσα στο σκοτάδι και το άφησε πάνω στο τραπέζι.

«Ορίστε. Αυτό είναι για εσένα. Σε παρακαλώ μην μας κάνεις κακό, εμείς δεν γνωρίζαμε...»πήγε να πει, ωστόσο ο απόκοσμος ψίθυρος δυνάμωσε.

΄΄Ω, Ελοντί φυσικά και γνωρίζατε. Γνωρίζατε την ιστορία που κρατά δεμένο αυτό το σπίτι. Γνωρίζατε πως όλοι όσοι έχουν πατήσει το καταραμένο πόδι τους, έχουν φύγει τρέχοντας γιατί έχουν αντικρύσει τον ίδιο τον Διάβολο. Το καλό που σας θέλω να κάνετε το ίδιο. Έχετε στη διάθεσή σας μία μέρα για να τα μαζέψετε. Από εκεί και πέρα, η ευθύνη είναι δική σας΄΄ τελείωσε και η κοπέλα είχε ζαρώσει σε μία γωνία από φόβο.

Το μόνο φως που υπήρχε, ήταν εκείνο που έμπαινε από το παράθυρο της κουζίνας και χτυπούσε στο πάτωμα. Εκεί ακριβώς καθρεπτίστηκε μία φοβερή σκιά, την οποία λίγο αργότερα κατάπιε το σκοτάδι. Αποτρελαμένη εξαιτίας του φόβου της ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλιά με φόρα, μέχρι που έπεσε πάνω σε ένα σώμα. Τότε, μία κραυγή της ξέφυγε μέχρι να συνειδητοποιήσει πως είχε πέσει πάνω στον Πιερ.

«Θεέ μου Πιέρ, κόντεψα να πάθω καρδιακό» του είπε εκείνη, ενώ το μέτωπό της ήταν ελαφρώς ιδρωμένο.

«Η αλήθεια καθυστέρησες και είχα αρχίσει να ανησυχώ. Έτσι απλώς κατέβηκα για να σε βρω. Λοιπόν, πάμε;» την ρώτησε και ένευσε καταφατικά.

Εκείνο το βράδυ, ήταν το πρώτο που η Ελοντί αποφάσισε να κλείσει την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, κρατώντας με αυτόν τον τρόπο και όλα τα κακά έξω. Φυσικά, μόλις έκλεισαν το φως, άκουσαν έναν αργό, μα συνεχόμενο χτύπο, ενώ είδαν και το χερούλι να λυγίζει.

«Πιέρ...»πάλεψε να πει εκείνη, μα ο νεαρός σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του.

Το χερούλι εξακολουθούσε να είναι λυγισμένο, ωστόσο τη στιγμή που ο Πιέρ άνοιξε την πόρτα, δεν είδε απολύτως κανέναν από πίσω.

«Δεν είναι δυνατόν αυτό. Ειλικρινά δεν πιστεύω στα φαντάσματα και δεν θέλω να πιστέψω ρε γαμώτο! Δεν μπορεί να με αναγκάσει αυτό το σπίτι να πιστέψω. Όλο και κάποια λογική εξήγηση θα υπάρχει. Δεν μπορεί, είμαι σίγουρος. Λοιπόν, προσπάθησε και εσύ να κοιμηθείς. Τι στο καλό πια; Θα μας πνίξει στον ύπνο μας;» διερωτήθηκε μονάχος του και η Ελοντί κούρνιασε στην αγκαλιά του παλεύοντας μάταια να αποκοιμηθεί.

Ο φόβος της ήταν τόσο μεγάλος, που δίσταζε να κάνει την κίνηση να ανοίξει το μάτι της και μόνο στην ιδέα ύπαρξης κάποιας σατανικής φιγούρας. Ευτυχώς, η κούραση ήταν τόσο μεγάλη που ο ύπνος την κάλεσε τελικά στην τρυφερή του αγκαλιά.

Την επομένη, όλο το χωριό ψιθύριζε φοβισμένα για την κατάσταση του κήπου των Ντιμπουά. Η στρουμπουλή νοικοκυρά αφηγούταν με γαργαλιστικές λεπτομέρειες, όλο το συμβάν καθώς και τον απόκοσμο ήχο που έκανε το τσεκούρι τη στιγμή που έπεφτε επάνω στον φράχτη της διαλύοντάς τον, αλλά και στα λουλούδια της. Όσο για το αίμα, δεν ήθελαν να ξέρουν ποιος είχε σφαγιαστεί προκειμένου να γραφεί το συγκεκριμένο μήνυμα. Η Ζακελίν καθόταν στον απέναντι φράχτη τρώγοντας αργά ένα φρέσκο κρουασάν, μέχρι που είδε την Ελοντί να έρχεται κατευθυνόμενη στο παραδοσιακό ξενοδοχείο.

«Λοιπόν, αυτό με προσβάλλει. Το διόλου φιλικό φάντασμα, έσπασε ο,τι βρήκε στην διπλανή αυλή, τη στιγμή που το δικό μου φαγητό εξακολουθεί να μην το αγγίζει» ξεφύσησε εκείνη παρατηρώντας τα κουρασμένα και ξέπνοα μάτια της Ελοντί εξαιτίας της αϋπνίας.

«Μα, εσύ δεν κοιμήθηκες καθόλου χτες;» την ρώτησε.

«Μάλλον ο Φιλίπ κράτησε και εμάς σε εγρήγορση εκτός από τους άτυχους γείτονές σου. Ζακελίν, άκουσα τη φωνή του» της είπε και η κοπέλα κόντεψε να πέσει.

«Σου μίλησε;» τη ρώτησε και η Ελοντί ένευσε θετικά.

«Ναι και μου είπε να τα μαζέψω μέχρι σήμερα και να φύγω. Το βράδυ άκουγα θορύβους από κάπου, έβλεπα το χερούλι να λυγίζει και να μην είναι κανένας έξω. Δεν αντέχω άλλο και είμαι εδώ μονάχα δύο ημέρες. Αλήθεια, έχεις σκεφτεί γιατί δεν παίρνει το φαγητό σου;» την ρώτησε η Ελοντί.

«Λοιπόν έχω μία θεωρία. Ήμουν ίσως η μόνη που δεν περίμενε την πυροσβεστική να έρθει εκείνο το απαίσιο βράδυ και πάλεψα με ό,τι μέσα είχα να σβήσω τη φωτιά. Νομίζω πως κατά κάποιον τρόπο, είναι σαν να μην του χρωστώ τίποτε και μόνο επειδή προσπάθησα να σώσω έστω το σπίτι του» τελείωσε εκείνη και η Ελοντί την κοίταξε θλιμμένα.

«Μακάρι να μπορούσα να βρω και εγώ τον τρόπο να καταπραΰνω την οργή του, αλλά ό,τι και να κάνω είναι μάταιο»

«Μην το σκέφτεσαι άλλο, πάμε για δουλειά και βλέπουμε» την καθησύχασε η νέα της φίλη και οι δυο τους βάδισαν προς την υποδοχή του ξενοδοχείου.

Καθώς ο καιρός ήταν πολύ γλυκός στο Λουρμαρέν, ο τουρισμός ήταν ιδιαίτερα ανεβασμένος. Στο ξενοδοχείο καταφθάνανε ζευγάρια, άλλοτε μόνα τους και άλλοτε μαζί με τα παιδιά τους, ενώ οι περισσότεροι δεν είχαν ιδέα φυσικά για την παράξενη ιστορία που σκέπαζε αυτόν τον μικρό τόπο. Μαζί με την Ζακελίν, δούλευαν δίχως να σηκώνουν κεφάλι, αλλά καθώς είχαν αγοράσει πολλά καλούδια από τον φούρνο, η ώρα περνούσε πολύ πιο ευχάριστα.

Τελευταίος, μπήκε στην υποδοχή ένας νεαρός ιδιαίτερα γυμνασμένος που τον έλεγαν Μάικ και είχε έρθει από το Λονδίνο. Το δέρμα του ήταν σταρένιο και είχε γαλάζια μάτια και τυπικά εγγλέζικα χαρακτηριστικά.

«Δεν ξέρω για εσένα, αλλά εμένα μου έφτιαξε η μέρα. Να σκεφτείς πως ξέχασα ακόμη και το περιστατικό του αιματοβαμμένου μηνύματος στην πόρτα των Ντιμπουά» της είπε η Ζακελίν ωστόσο η Ελοντί την κοίταξε αποδοκιμαστικά. «Εντάξει εσύ έχεις βρει τον άντρα σου, εμείς δικαιούμαστε όμως να κοιτάζουμε. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, το απλό κοίταγμα δεν θεωρείται κακό, αν περιορίζεται μονάχα εκεί» πρόφερε σκουντώντας την κοπέλα της οποίας το μυαλό είχε μείνει να αιωρείται κάπου ανάμεσα στους ψιθύρους και στην αιματοβαμμένη επιγραφή.

Η αλήθεια, ο Πιέρ δεν της είχε στείλει κάποιο μήνυμα από το πρωί και είχε αρχίσει να ανησυχεί. Με όσα είχαν συμβεί μέσα στο σπίτι, το μυαλό της έπλαθε περίεργα σενάρια και όλα τους σκοτεινά.

«Προσπάθησε να ηρεμήσεις. Δεν θα συμβεί τίποτε κακό» άκουσε ξανά την καθησυχαστική φωνή της Ζακελίν και πάλεψε να ακολουθήσει τη συμβουλή της.

Η ώρα ήταν περασμένη και κατάκοπες πλέον αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο του γυρισμού. Η Ελοντί μην αντέχοντας να περιμένει άλλο, πήρε τηλέφωνο τον Πιέρ, ο οποίος το σήκωσε τελικά αλλά της μίλησε για λίγο και βιαστικά καθώς είχε δουλειά. Νέες μονοκατοικίες χτίζονταν, βασισμένες στα παλιά καλούπια και εκείνος δεν έπαιρνε ανάσα. Η κοπέλα ωστόσο αισθανόταν άβολα να επιστρέψει μονάχη της διασχίζοντας το στενό, πέτρινο μονοπάτι μέχρι το σπίτι της. Ο ήχος που έκαναν τα τακουνάκια των παπουτσιών της στις υγρές πέτρες, την ανατρίχιαζε. Ωστόσο, πήρε μία βαθιά ανάσα και αποφάσισε πως έπρεπε να φανεί γενναία.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη