Ο Οίκος των Δράκων ΙΙ (Κεφάλαιο 30)

«Αυτά είναι όλα».

Δίπλωσε μια τελευταία φορά τον καφέ μανδύα του Ντέβαν, έσκυψε και τον φύλαξε μέσα στον δερμάτινο σάκο που θα έπαιρνε μαζί του. Έδεσε προσεκτικά τα κορδόνια για να βεβαιωθεί ότι τα πράγματα θα παρέμεναν μέσα στον σάκο κατά τη διάρκεια της πτήσης. Θα έπαιρνε μαζί του μερικά ρούχα, τις καλές του μπότες, ένα μικρό ξύλινο κουτί με βότανα που του είχε δώσει η μητέρα του, το σπαθί και το θηκάρι του, δυο μαχαίρια και λίγα τρόφιμα. Η πανοπλία του βρισκόταν στο κάστρο των Ντρόγκομιρ, αλλά ο Ντέβαν αρνήθηκε να πάει να την πάρει. Θα σπαταλούσε χρόνο στις διαδρομές και το μόνο που θα του προσέφερε μια πανοπλία ήταν περιττό βάρος. Οι δράκοι δεν είχαν ανάγκη από μέταλλο για να τους προστατεύσει. Είχαν τις φολίδες τους.

«Είσαι έτοιμος», του ανακοίνωσε και πήγε να σηκωθεί όρθια, αλλά στα μισά της κίνησης έπεσε ξανά στα γόνατα και άρχισε να τραβάει τα κορδόνια του σάκου. Έβγαλε τον μανδύα έξω και έτριψε το λείο ύφασμα ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Είναι πολύ λεπτό», μονολόγησε. Ήταν ένα από τα ρούχα που είχαν πάρει μαζί τους στο Νιέζντιελ, εκεί όπου ο ζεστός ήλιος και η υγρασία έκαναν τα βαριά υφάσματα αποπνικτικά και αχρείαστα. Όμως το φθινοπωρινό κρύο ήταν τσουχτερό στην Ναβίντια και οι παγωμένοι άνεμοι προανήγγελαν την άφιξη του χειμώνα, σε λίγες εβδομάδες. «Θα κρυώνεις».
Δεν του άρεσε το κρύο. Χρειαζόταν κάτι πιο παχύ που θα τον προστάτευε από τις χαμηλές θερμοκρασίες.

Πέταξε θυμωμένα τον άχρηστο μανδύα στην άκρη, λες και το ρούχο έφταιγε για όλα, και σηκώθηκε όρθια.

«Κίρα», είπε ο Ντέβαν, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έπαιζε με τον Ραίγκαρ, βοηθώντας τον να σταθεί όρθιος για να μάθει να περπατάει.

«Θα βρούμε κάτι άλλο». Άρχισε να ψάχνει μέσα στον ξενώνα της Ντεσμέρα, λες και ένας νέος μανδύας θα εμφανιζόταν μαγικά μέσα από τον αέρα.

Ο Ντέβαν άφησε τον Ραίγκαρ πάνω στην κουβέρτα που του είχαν στρώσει στο ξύλινο πάτωμα. Μπήκε μπροστά της και έβαλε τα χέρια του στους ώμους της για να την κρατήσει ακίνητη και να δώσει ένα τέλος στη μάταιη αναζήτηση της.

«Ηρέμησε. Είσαι νευρική από το πρωί. Θέλεις να ζητήσω από την μητέρα μου να σου φτιάξει ένα τσάι για να χαλαρώσεις;»

«Δεν θέλω τσάι! Είμαι νευρική επειδή φοβάμαι!» ξέσπασε, παρόλο που δεν ήταν θυμωμένη μαζί του. «Φοβάμαι», επανέλαβε, αφήνοντας λίγο από το βάρος να φύγει από μέσα της μαζί με τις λέξεις.

Ο Ντέβαν έπιασε τρυφερά το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του. «Το ξέρεις πως δεν θα αφήσω κανέναν να κάνει κακό σε εσένα ή στον Ραίγκαρ».

«Το ξέρω». Μπορούσε να το δει μέσα στα μάτια του ότι θα τους προστάτευε ακόμα και με την τελευταία του ανάσα. «Αλλά δεν φοβάμαι για εμάς». Έπιασε το δεξί του χέρι που κάλυπτε το μάγουλο της. «Φοβάμαι για εσένα. Δεν πηγαίνεις μόνο σε έναν πόλεμο. Υπάρχουν τόσο μέτωπα, ο Αίρυς, ο Κάσρελ, ο Ελεαζάρ. Το ξέρω πως πρέπει να πας αλλά το μισώ. Μα τους Θεούς, το μισώ. Και όσο σκέφτομαι πως θα είσαι μόνος σου ενώ εγώ κρύβομαι εδώ...»

«Δεν κρύβεσαι. Θα μείνεις εδώ για να προσέχεις τον Ραίγκαρ».

«Θέλω να σε βοηθήσω».

«Θα με βοηθήσεις αν ξέρω πως είσαι ασφαλής. Δεν μπορώ να ανησυχώ για εσάς και ταυτόχρονα να προσπαθώ να σώσω την χώρα μου. Γιατί αν κινδυνέψετε και αναγκαστώ να επιλέξω ανάμεσα σε εσάς και στον λαό της Ναβίντια φοβάμαι πως χιλιάδες θα πεθάνουν». Κοίταξε τον Ραίγκαρ που έπαιζε αμέριμνος με τους δράκους του πάνω στη κουβέρτα. «Θέλω να είμαι κάποιος που ο γιος μου θα θαυμάζει. Όχι κάποιος που άφησε το βασίλειο να διαλυθεί ενώ θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι. Αυτή η χώρα θα ανήκει στον Ραίγκαρ μια μέρα. Δεν θέλω να κυβερνάει ερείπια».

Η Κίρα τα καταλάβαινε όλα αυτά, πραγματικά τα καταλάβαινε. Ποιος άλλος θα μπορούσε να κάνει κάτι, αν όχι ο Ντέβαν; Ποιος θα τολμούσε να ορθώσει το ανάστημα του απέναντι στον Αΐρυς; Κανένας. Ένιωθε λες και παρακολουθούσε κάτι που είχε σχεδιαστεί πριν από πολύ καιρό, ένα παιχνίδι που είχε ξεκινήσει όταν ο παππούς του Ντέβαν είχε αποφασίσει να παντρέψει τον γιο του με την θυγατέρα των Ρίχακ για να κερδίσει συμμάχους. Ένα σχέδιο που έφερε τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Αντί για συμμάχους είχε καταφέρει να δημιουργήσει δυο ορκισμένους εχθρούς.

Οι Θεοί είχαν στήσει τα πιόνια στη σκακιέρα και κανείς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για αυτό. Αυτό που μπορούσαν όμως να κάνουν ήταν να διαλέξουν αν θα έπαιζαν και θα προσπαθούσαν να κερδίσουν ή αν έμεναν αδρανείς και θα περίμεναν να ηττηθούν.

«Αν πείσεις τον Ελεαζάρ να έρθει με το μέρος σου, ή έστω να μείνει ουδέτερος, ο Κάσρελ θα κάνει πίσω;»

«Δεν νομίζω. Ακόμα κι αν θέλει να υποχωρήσει, οι βασιλιάδες είναι περήφανοι και δεν θα το κάνει. Αν όμως του δώσουμε την επιλογή να συνθηκολογήσουμε, να πάρουμε και οι δυο τους στρατούς από τα σύνορα και να αφήσουμε αυτή τη θλιβερή παρεξήγηση πίσω μας, πιστεύω πως θα υποχωρήσει. Αντί να φανεί δειλός στα μάτια των υπηκόων του θα φανεί έξυπνος».

«Για να συνθηκολογήσεις μαζί του θα πρέπει πρώτα να γίνεις Άρχοντας», του είπε, ψάχνοντας μέσα στα χρυσά βάθη των ματιών του για να δει τι είχε σκοπό να κάνει.

«Θα γίνω», δήλωσε, δίχως συναίσθημα στη φωνή του, λες και ήταν απλά ένα γεγονός που δεν τον επηρέαζε ιδιαίτερα.

«Οπότε το πήρες απόφαση να προκαλέσεις τον πατέρα σου για τον θρόνο».

«Δεν μου αφήνει άλλη επιλογή. Αν παραμείνει στην εξουσία οι χιλιάδες στρατιώτες θα σφαγιαστούν, οι άρχοντες θα μας γυρίσουν την πλάτη, και ο λαός θα ξεσηκωθεί. Έχει γίνει επικίνδυνος και κάποιος πρέπει να τον σταματήσει. Και πρέπει να γίνει σύντομα, προτού ο αυτός ο πόλεμος αρχίσει να έχει καταστροφές και απώλειες. Αυτό θα κάνει μια συνθήκη με την Νταχάρα πιο δύσκολη».

Μιλούσε σχεδόν με απάθεια αλλά η Κίρα ήξερε πως η σκέψη να παλέψει και πιθανόν να σκοτώσει τον πατέρα του τον αρρώσταινε. Παρά τις αμαρτίες που βάραιναν τον Αΐρυς, εξακολουθούσε να είναι ο πατέρας του. Και η πιθανότητα να τον αντιμετωπίσει μόνος του, ενώ εκείνη θα βρισκόταν μίλια μακριά του, έκανε την καρδιά της να βουλιάξει μέσα στο στήθος της.

Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος

Τον αγκάλιασε, σφίγγοντάς τον με όλη της την δύναμη, λες και έτσι θα τον κρατούσε κοντά της. Μπορούσε να νιώσει τον σταθερό χτύπο της καρδιάς του μέσα στο στήθος του.

«Οπότε ποιο είναι το σχέδιο; Θα πετάξεις μέχρι στο στρατόπεδο και θα προκαλέσεις τον Αΐρυς;»

«Όχι. Πρώτα θα πάω στον Ελεαζάρ. Δεν πιστεύω πως το μόνο που έκανε ήταν να πει στον Άρχοντα Κάσρελ ότι ο πατέρας μου σχεδίαζε να του επιτεθεί. Αν σχεδιάζουν και κάτι άλλο μαζί προτιμώ να το ξέρω και να είμαι προετοιμασμένος».

«Μα, αν γίνεις Άρχοντας και διατάξεις τον στρατό σου να υποχωρήσει ο Ελεαζάρ δεν θα έχει λόγο να συνεχίσει να βοηθάει τον Κάσρελ. Αφού η περιοχή του θα είναι ασφαλής. Δεν θα έχει λόγο να εμπλακεί».

Δεν πήρε απάντηση.

Τράβηξε τα χέρια της από γύρω του και ξεκόλλησε από το σώμα του ώστε να μπορεί να τον κοιτάξει. «Ντέβαν;»

Απέφυγε να συναντήσει το βλέμμα της. Σήκωσε το χέρι της και έπιασε το μάγουλό του για να τον κάνει να την κοιτάξει. Γένια λίγων ημερών έδιναν στο δέρμα του μια τραχιά υφή.

«Θα πας πρώτα στις μάγισσες επειδή δεν θέλεις να παλέψεις με τον πατέρα σου και προσπαθείς να το καθυστερήσεις...» ζήτησε να μάθει. «Ή επειδή φοβάσαι πως αν παλέψεις μαζί του δεν θα κερδίσεις και θέλεις να εξασφαλίσεις πρώτα στην Ναβίντια ένα πλεονέκτημα για να νικήσει στον πόλεμο;»

«Πρέπει να σκεφτώ όλες τις πιθανότητες».

«Όχι!» του φώναξε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Δεν θα σκεφτούμε αυτή την πιθανότητα!Δεν μπορούμε να την σκεφτούμε!»

«Κίρα, δεν θέλω να σου πω ψέματα». Άπλωσε το χέρι του για να την αγγίξει αλλά εκείνη το έσπρωξε μακριά.

«Το έκανες ήδη. Μου είπες πως δεν θα αφήσεις κανέναν να μου κάνει κακό. Αν δεν γυρίσεις πίσω είναι σαν να με σκοτώνεις. Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό, ούτε στον Ραίγκαρ. Ορκίσου μου ότι θα γυρίσεις πίσω σε ΄μας».

Κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού της συνειδητοποιούσε πως μιλούσε παράλογα, πως ο Ντέβαν πήγαινε σε ένα επικίνδυνο μέρος και δεν μπορούσε να ελέγξει τι θα συμβεί, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να σκεφτεί και να μιλήσει λογικά. Ήθελε ο άντρας που αγαπούσε να γυρίσει σώος κοντά της και να δουν μαζί το παιδί τους να μεγαλώνει.

«Ορκίσου μου!»

«Σου το ορκίζομαι, αλλά δεν μπορώ να υποκριθώ ότι θα είναι εύκολο. Είτε με τον έναν τρόπο είτε με τον άλλον θα πρέπει να συναντήσω τον Ελεαζάρ και ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι θα μπορούσα να του προσφέρω για να τον πείσω να μην βάλει τις μάγισσες του να μας καταραστούν όλους ή κάτι χειρότερο».

«Ξεκίνα με το κανένας στρατός δεν θα προελάσει μέσα από την περιοχή σου. Διαβεβαίωσε τον πως οι άνθρωποι του και τα σπίτια τους είναι ασφαλή».

«Και αν δεν είναι αρκετό; Αν ο Κάσρελ του έχει προσφέρει κάτι για να τον πάρει με το μέρος του; Αν έχει τις Μάντισσες τότε όποια στρατηγική κι αν σκεφτούμε θα είναι άχρηστη γιατί θα είναι προετοιμασμένος. Πρέπει να προσφέρω κάτι καλύτερο στον Ελεαζάρ. Αλλά τι;»

«Όλοι θέλουν κάτι», μουρμούρισε σκεπτική. Οι άνθρωποι πάντα ήθελαν κάτι παραπάνω από αυτό που είχαν είτε ήταν δύναμη, γη, χρυσός, ή αγάπη. Αν γνώριζες τις επιθυμίες κάποιου μπορούσες να τις χρησιμοποιήσεις για να τον χειραγωγήσεις. «Ρώτα την Ντεσμέρα και την Ραζιγιέ. Ίσως εκείνες μπορούν να σε βοηθήσουν».

«Αυτό σκοπεύω να κάνω».

«Ο Νάριαν πήγε με την Νερίσσα να φέρουν τον Κάσσιαν;» τον ρώτησε.

Δεν εμπιστευόταν τον μάγο της Νερίσσα επειδή δυσκολευόταν να καταλάβει τα κίνητρα του. Το έκανε για το χρυσάφι; Μα θα μπορούσε να βρει χρυσό με πολύ πιο εύκολους τρόπους, αν αυτά που έλεγε ίσχυαν. Το έκανε για την δόξα; Μα είχε ήδη μια πολύ άσχημη φήμη ως εξόριστος και δεν φαινόταν να τον απασχολεί.

«Όχι, έμεινε εδώ. Γιατί;»

«Νομίζω πως έχω την λύση για το πρόβλημα με τις Μάντισσες». Σήκωσε τον Ραίγκαρ από το πάτωμα και τον στερέωσε στον γοφό της για να τον πάρει μαζί της. «Έλα».

Ο Ντέβαν την κοίταξε με περιέργεια αλλά δεν την σταμάτησε για να την ρωτήσει τι είχε στο μυαλό της.

Βγήκαν από τον ξενώνα που πλέον χρησιμοποιόταν από την Αμελί και την Ορόρα. Είχε περάσει την πρώτη της νύχτα σε αυτό το σπίτι σε αυτό το δωμάτιο, όταν ο Ντέβαν την είχε φέρει χτυπημένη στην Ντεσμέρα, ικετεύοντας την μητέρα του να την βοηθήσει. Εκεί της είχε πει «σ' αγαπώ» για πρώτη φορά και πως θα πάλευε για εκείνη. Είχε και κακές και καλές αναμνήσεις από αυτό το δωμάτιο.

Στο καθιστικό βρήκαν τον Νάριαν μαζί με την Ντεσμέρα και την Ραζιγιέ. Το αγόρι καθόταν στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι και η Ραζιγιέ στεκόταν μπροστά του, αγγίζοντας το μέτωπο του με την παλάμη της. Η Κίρα κοίταξε καλύτερα και είδε την παχιά αλυσίδα ενός φυλαχτού να κρέμεται μέσα από τα δάχτυλα της. Η αρχηγός των Ημισελήνων έψελνε σιγανά, κρατώντας τα μάτια της κλειστά. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο δωμάτιο ήταν οι ανάσες των παρευρισκόμενων.

«Ανησυχούσα πως ήσουν ένας νεκροζώντανος», είπε η Ραζιγιέ, όταν επιτέλους τελείωσε. «Τα καταραμένα πράγματα που καλούν οι νεκρομάντεις για να σπείρουν την καταστροφή. Αλλά εσύ είσαι απολύτως φυσιολογικός, λες και δεν σε σκότωσαν ποτέ».

«Σου το είπα», είπε ο ξανθός Ντρόγκομιρ. Παρόλο που ήταν διπλάσιος σε μέγεθος από εκείνη έδειχνε αξιοθρήνητα μικρός μπροστά της.

«Πράγματι, το είπες». αποκρίθηκε αδιάφορα και πέρασε την αλυσίδα γύρω από τον λαιμό της. Στην άκρη της κρεμόταν ένα μενταγιόν με μια στρογγυλή μαύρη πέτρα, παρόμοιο με αυτό που είχε δώσει στον Ραίγκαρ. «Αλλά δεν μπορεί να πίστεψες ότι δεν θα το έλεγχα Δεν θα επέτρεπα σε νεκροζώντανους Ντρόγκομιρ να τριγυρνούν στο δάσος μου. Υπάρχουν και όρια».

Η Κίρα αναρωτήθηκε τι αντίδραση θα είχε η Νερίσσα αν ήταν εδώ για να δει αυτό τον έλεγχο.

Η Ραζιγιέ γύρισε και κοίταξε το ζευγάρι. Τα λεπτά, ροζ χείλη της σχημάτισαν ένα αχνό χαμόγελο, που φυσικά δεν ήταν για εκείνους αλλά για τον Ραίγκαρ.

«Δώσ' τον μου», είπε και η Κίρα το έκανε. Η Ραζιγιέ ήταν ένα από τα λίγα άτομα που εμπιστευόταν με το παιδί της, και η νεαρή μάγισσα είχε κάνει πολλά για να το αξίζει. «Μεγάλωσε. Και είναι πιο βαρύς από την τελευταία φορά που τον είδα». Άγγιξε με τον δείκτη της την παλάμη του μωρού και τα μικρά, αφράτα δαχτυλάκια του Ραίγκαρ έκλεισαν γύρω του. «Η Ντεσμέρα μου είπε ότι χρησιμοποιεί μαγεία για να μετακινεί πράγματα», είπε, κοιτάζοντας την Κίρα.

«Όχι μόνο. Μπορεί να νιώσει την μαγεία». Θυμήθηκε πως έκλαιγε κάθε φορά που εκείνη τον κρατούσε το σύντομο διάστημα που φορούσε το κολιέ με το καταραμένο ζαφείρι. «Και όταν μας επιτέθηκαν στο Νιέζντιελ έκανε τα σπαθιά των επιτιθέμενων να τους κάψουν». Άντρες που ήταν βέβαιη ότι ανήκαν στον Κάσρελ Ρίχακ. Το σχέδιό του με το καταραμένο κολιέ δεν είχε αποδώσει και η επίθεση ήταν το εφεδρικό σχέδιο για να απαλλαγεί από τον Ντέβαν και τον Ραίγκαρ, το μέλλον του Οίκου που μισούσε.

«Είναι ασυνήθιστο για τους μάγους να έχουν δυνάμεις από τόσο νεαρή ηλικία», παραδέχθηκε η Ραζιγιέ. «Άν δεν κάνω λάθος δεν έχει κλείσει ακόμα τον πρώτο του χρόνο. Σπάνιο φαινόμενο, αλλά συμβαίνει». Κοίταξε τον Ραίγκαρ που κρατούσε ακόμα το δάχτυλο της. «Και εγώ χρησιμοποιούσα μαγεία όταν ήμουν μικρή», του είπε. «Σημαίνει πως είσαι ξεχωριστός. Θα γίνεις ένας πολύ ισχυρός μάγος». Στράφηκε προς το μέρος των γονιών του. «Αλλά μέχρι να μεγαλώσει αρκετά ώστε να μπορούμε να τον εκπαιδεύσουμε θα σας συμβούλευα να μην τον αφήνετε μόνο. Δεν θέλετε κάψει το σπίτι σας κατά λάθος».

«Αυτό δεν θα είναι δύσκολο», είπε ο Ντέβαν. «Η Κίρα δεν τον αφήνει από τα μάτια της». Την κοίταξε. «Είπες πως σκέφτηκες κάτι».

«Ναι, αλλά χρειαζόμαστε την βοήθεια του Νάριαν».

Ο ξανθός Ντρόγκομιρ την κοίταξε με περιέργεια. «Ακούω».

«Όταν ήμουν μικρή συνήθιζα να περνάω ώρες διαβάζοντας τα βιβλία του πατέρα μου. Πίστευα πως μέσα σε κάποιο από αυτά θα έβρισκα τον λόγο που ήμουν διαφορετική από την υπόλοιπη οικογένεια μου, που δεν μπορούσα να ασκήσω μαγεία. Και πως ίσως έβρισκα έναν τρόπο να το διορθώσω». Ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό της προτού συνεχίσει. «Φυσικά, δεν υπήρχε τρόπος για να αλλάξω αυτό που είμαι. Αλλά έμαθα πράγματα. Ξέρω πως υπάρχουν ξόρκια που σε προστατεύουν από τους εχθρούς και άλλα που σε κρύβουν από τα μάτια των κατασκόπων. Σκέφτηκα πως αν πάρουμε τις βάσεις από αυτά τα ξόρκια ίσως μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα νέο που θα μας κρύψει από τις Μάντισσες».

«Και αυτό δεν θα εξαγριώσει τον Ελεαζάρ;» αναρωτήθηκε η Ντεσμέρα. «Αν τυφλώσετε τις Μάντισσες του;»

«Μπορεί και να εκτιμήσει την ευρηματικότητά σας». σχολίασε η Ραζιγιέ.

«Και θα δεχθεί να συναντηθεί μαζί μου;» ρώτησε ο Ντέβαν.

«Έτσι πιστεύω. Είναι μανιακός τους κανόνες του και θέλει τα πάντα να γίνονται σωστά. Γιατί νομίζεις ότι οι Ορεσίβιοι φοβόντουσαν τόσο να επιστρέψουν στο βουνό όταν παράκουσαν τις εντολές τους; Αν πας στα πλαίσια επίσημης αποστολής για να διαπραγματευτείτε ανακωχή δεν επιτρέπεται να αρνηθεί να σε ακούσει. Και δεν θα σε αγγίξει», πρόσθεσε, κοιτάζοντας την Κίρα, λες και μπορούσε να διαβάσει την σκέψη της. «Αυτό θα ήταν άνανδρο και ανέντιμο. Ο Ελεαζάρ δεν είναι τέτοιος χαρακτήρας».

Γαλάζιες και μοβ σπίθες ξεπετάχτηκαν από τις άκρες των δαχτύλων της και σχημάτισαν λιλιπούτειους δράκους που άρχισαν να πετάνε γύρω της. Ο Ραίγκαρ ξεφώνισε ενθουσιασμένος και αποπειράθηκε να τους πιάσει αλλά ευτυχώς οι σπίθες διαλύονταν προτού προλάβουν να κάψουν το δέρμα του.

Η Κίρα κοίταξε τον Νάριαν, περιμένοντας την απάντησή του. «Θα το κάνεις;»

«Μπορεί να λειτουργήσει», απάντησε σκεπτικός. «Μπορεί και όχι. Πρέπει να το δοκιμάσουμε για να μάθουμε. Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα».

«Τι;»

«Είμαι ακόμα αδύναμος. Θα χρειαστώ βοήθεια για να φτιάξω το ξόρκι».

«Η Νερίσσα θα επιστρέψει το μεσημέρι μαζί με τον Κάσσιαν», είπε ο Ντέβαν. Κανείς δεν ζήτησε από την Ραζιγιέ να βοηθήσει. Οι Ημισέληνοι είχαν ξεκαθαρίσει πως δεν ήθελαν καμία ανάμιξη. «Αν συνεργαστείς μαζί του θα μπορέσετε να το κάνετε;»

«Μην εμπιστεύεστε τον εξόριστο», τους προειδοποίησε η Ραζιγιέ. «Κάποιος που στράφηκε ενάντια στους δικούς του δεν θα διστάσει να στραφεί ενάντια σε ξένους».

«Ο Κάσσιαν δεν είναι κακός», τον υπερασπίστηκε ο Νάριαν. «Ταξιδεύαμε μαζί του για βδομάδες. Σίγουρα μπορεί να γίνει ενοχλητικός, αλλά δεν είναι κακός χαρακτήρας, όπως ο Άρχοντας Αΐρυς».

Η Ραζιγιέ αγνόησε το σχόλιο του και συνέχισε να παίζει με τον Ραίγκαρ. «Αν θες να κερδίσεις την εύνοια του Ελεαζάρ πρέπει να τον πάρεις μαζί σου», είπε στον Ντέβαν.

«Τον Κάσσιαν;» ρώτησε ο Ντέβαν, υψώνοντας τα φρύδια του με απορία.

«Τον Ραίγκαρ».

«Είσαι τρελή;» αναφώνησε η Κίρα. «Ο Ραίγκαρ είναι μωρό», επισήμανε, λες και η νεαρή μάγισσα είχε ξεχάσει αυτή τη λεπτομέρεια. «Δεν έχει θέση στο στρατόπεδο ή σε μια συνάντηση με μάγισσες... ή οπουδήποτε κοντά σε μάχες και συμπλοκές». Όχι όσο εκείνη ανέπνεε και μπορούσε να το αποτρέψει.

«Οι μάγισσες εκτιμούν την δύναμη», τους εξήγησε. «Και ιδιαίτερα οι συγκεκριμένες».

«Ο Ραίγκαρ είναι ο γιος μου, όχι όπλο», διαμαρτυρήθηκε ο Ντέβαν. «Δεν θα τον χρησιμοποιήσω για να κάνω εντύπωση στον Ελεαζάρ. Αυτό είναι παράλογο».

«Και τι θα χρησιμοποιήσεις; Το όνομά σου; Τα κατορθώματα της οικογένειάς σου; Μου φαίνεται πως δεν έχετε καταλάβει σε πόσο δύσκολη θέση βρίσκεσαι! Δεν έχεις στρατό, δεν έχεις ακόμα τίτλο που να μετράει, και δεν έχεις συμμάχους. Το μόνο που μπορείς να προσφέρεις στον Ελεαζάρ είναι μια υπόσχεση».

«Τι υπόσχεση;»

«Ότι ο επόμενος Άρχοντας των Ντρόγκομιρ και ο επόμενος μετά από αυτόν θα είναι σύμμαχοί τους. Και πίστεψε με, κάθε Σύναξη θα ήθελε έναν σύμμαχο με τις ικανότητες του Ραίγκαρ όταν θα μεγαλώσει».

«Αυτό είναι γελοίο», επενέβη η Κίρα και πήρε το παιδί της από τα χέρια της νεαρής μάγισσας. «Ο γιος μου δεν θα πάει στο βουνό».

«Δεν είναι όλες οι μάγισσες σαν την Νιλάι», είπε ήρεμα η Ραζιγιέ. «Εκείνη ήταν η εξαίρεση και το πλήρωσε. Δεν σκοτώνουμε αθώα παιδιά. Ο Ραίγκαρ θα είναι ασφαλής».

«Και αν κάνεις λάθος; Δεν μπορείς να ξέρεις τις προθέσεις όλων των μαγισσών». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και έσφιξε το μωρό στην αγκαλιά της. «Δεν μπορώ να το κάνω».

«Πολέμησα για τον Ραίγκαρ όταν γεννήθηκε. Τον πήρα υπό την προστασία μου όταν του έδωσα το φυλαχτό και τον έκανα μέλος της Σύναξης μου. Δεν σου προτείνω να κάνεις κάτι που θα βάλει τη ζωή του σε κίνδυνο. Σου δίνω έναν τρόπο να αυξήσεις τις πιθανότητες επιβίωσης του άντρα σου».

Η Κίρα κοίταξε τον Ντέβαν και μετά τον Ραίγκαρ. Ξαφνικά ένιωθε μια πίεση στους κροτάφους της, λες και κάποιος πίεζε το κρανίο της. Ήθελε να ουρλιάξει. Θα έκανε τα πάντα για να βοηθήσει τον Ντέβαν, αλλά αυτό...

Και αν η Ραζιγιέ έκανε λάθος; Αν είχε κρίνει λάθος την κατάσταση; Αν ο Ελεαζάρ δεν νοιαζόταν για τον Ραίγκαρ και πώς θα επηρέαζε στο μέλλον τον λαό του; Αν ο Ντέβαν δεν κατάφερνε να τον πείσει να συνεργαστεί μαζί του και...

Όχι. Δεν θα σκεφτόταν έτσι.

Ο Ντέβαν θα τα κατάφερνε. Δεν το έλεγε μόνο και μόνο για να τον στηρίξει και να του δώσει ελπίδα, ειλικρινά το πίστευε. Το βλέμμα της συνάντησε το δικό του. Δεν θα την πίεζε να συμφωνήσει με την πρόταση της Ραζιγιέ ή να την αρνηθεί. Είχε αφήσει την επιλογή σε εκείνη.

Μπορούσε να τους προστατεύσει. Ακόμα της ζητούσε να τον ακολουθήσει μέσα σε μια εχθρική Σύναξη θα τον εμπιστευόταν με τη ζωή της. Και θα προστάτευε τον Ραίγκαρ με τον ίδιο τρόπο.

«Πολύ καλά», είπε, νιώθοντας τη φωνή της και το σώμα της να τρέμουν. Δεν εμπιστευόταν τα λόγια της Ραζιγιέ ή τον υποτιθέμενο ακέραιο χαρακτήρα του Ελεαζάρ, αλλά εμπιστευόταν τον Ντέβαν. «Φαίνεται πως θα πάμε όλοι μαζί».

Φαίη