Όλα ξεκινούν όταν δύο νεαρά κορίτσια βρίσκεται δολοφονημένα και παρατημένα στο δάσος του Βέλβετ Ρόου. Ο εγκληματολόγος Άλαν Ράσελ καλείται να αναλάβει την υπόθεση. Παρά την αρχική απροθυμία να επιστρέψει στη δράση, η αίσθηση του καθήκοντος είναι βαθιά ριζωμένη μέσα του και έτσι ο Άλαν δέχεται και ρίχνεται με τα μούτρα σε μια υπόθεση με λίγα στοιχεία και σενάρια. Ένας αγώνας με τον χρόνο ξεκινάει και ο Άλαν πρέπει να αντιμετωπίσει ένα παρελθόν που τον στοιχειώνει, έναν δολοφόνο που κυκλοφορεί ελεύθερος και όχι μόνο. Ιστορίες χαρακτήρων μπλέκονται στην πορεία και κάθε λεπτομέρεια μετράει. Η εξυπνάδα από μόνη της μερικές φορές δε φτάνει. «Συμφέροντα και ολέθρια πάθη, ψέματα και δίψα για εξουσία συνυφαίνουν έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, τον κόσμο των Ημιζωών» γράφει το οπισθόφυλλο και δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο.
Τι να πρωτοπώ για αυτό το βιβλίο…
Θα ξεκινήσω από το είδος. Στην αρχή θα το χαρακτήριζα καθαρόαιμο αστυνομικό. Ο Άλαν μού θυμίζει λίγο χαρακτήρες όπως ο Πάτρικ από το Mentalist (αν δεν το έχετε δει, σπεύστε) που εκτός από την εξυπνάδα, έχουν ένα μοναδικό ταλέντο: να βλέπουν πράγματα που οι άλλοι αγνοούν. Στην πορεία όμως τα πράγματα αλλάζουν και το αστυνομικό παντρεύεται αρμονικά με το κοινωνικό. Θέματα όμως ο ρατσισμός θίγονται με σεβασμό και έρχονται στο προσκήνιο. Ο συγγραφέας επιλέγει να εντάξει αρκετά πρόσωπα στην αφήγηση, δίνοντας στον αναγνώστη μια πιο πολύπλευρη κατανόηση της ιστορίας. Διαφορετικοί άνθρωποι και ιστορίες ξετυλίγονται και μπλέκονται. Οι Ημιζωές είχαν εν τέλει λίγο από όλα.
Συνεχίζοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στον πρόλογο του βιβλίου, που θεωρώ πως αποτελεί εξαιρετικό δείγμα γραφής. Από την πρώτη σελίδα με έκανε να κολλήσω και το βιβλίο, παρότι καθόλου μικρό, διαβάστηκε απνευστί. Η οπτική με την οποία δόθηκε η αποκάλυψη του φόνου είναι εμπνευσμένη και ανοίγει την τριλογία, όπως μαθαίνω, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Και μιας και αναφέρθηκα στην τριλογία, να πω ότι δεν το ήξερα ξεκινώντας το βιβλίο, παρόλο που υπήρχε στο εξώφυλλο σχετική αναφορά. Πλησιάζοντας προς το τέλος είχα φρικάρει, γιατί δεν υπήρχαν αρκετές σελίδες, για να γίνουν όσα έπρεπε. Η τελευταία πρόταση με έκανε να διψώ για τη συνέχεια, η οποία έρχεται, ευτυχώς για μένα, σύντομα.
Ο Νίκος Αγαθαγγελίδης, παρότι κάτοικος Ελλάδας, φαίνεται πως είναι γνώστης της αμερικανικής πραγματικότητας και πως έχει ερευνήσει σε βάθος αρκετά ζητήματα από τον τρόπο που γράφει. Από τον ρατσισμό μέχρι τη σημασία του κογιότ στην κουλτούρα των ιθαγενών, όλα βγάζουν νόημα και συνεισφέρουν στο σύνολο.
Οι χαρακτήρες έχουν βάθος, προσωπικότητα και φωνή που ξεχωρίζει, ενώ οι διάλογοι είναι εμπνευσμένοι, άμεσοι και ξεκούραστοι. Το λεξιλόγιο πλούσιο, χωρίς να επαναλαμβάνονται φράσεις, η γραφή άμεση, γρήγορη, απλή αλλά όχι απλοϊκή. Ο Άλαν είναι από τους αγαπημένους μου χαρακτήρες του βιβλίου, αλλά όχι μόνο.
Συνολικά, οι Ημιζωές είναι ένα γρήγορο αστυνομικό μυθιστόρημα, που διαβάζεται ευχάριστα, με χαρακτήρες τρισδιάστατους, μοναδικούς και μια πλοκή που, ενώ φαίνεται στρωμένη, αποκαλύπτεται σιγά σιγά πόσο μπλεγμένη είναι στην πραγματικότητα. Τα κομμάτια του παζλ είναι διάσπαρτα και ανυπομονώ να μπουν στη σειρά στη συνέχεια.
Το συστήνω ανεπιφύλακτα.
Τώρα, όσον αφορά το δεύτερο βιβλίο... Δε νομίζω ότι μπορώ να πω τίποτα που δεν είναι επικό σπόιλ. Μπορώ να πω ότι ξεκινά από το σημείο που τελείωσε ο πρώτος τόμος κάνει έναν κύκλο εξηγώντας κομμάτια του παρελθόντος που ήταν άγνωστα και ξανακαταλήγει στο ίδιο σημείο, έχοντας δημιουργήσει απείρως περισσότερες απορίες από αυτές που έλυσε. Όπως καταλαβαίνετε, αφού το τελειώσετε, θα αδημονείτε όσο εγώ για τη συνέχεια.
Το δεύτερο βιβλίο της σειράς μπορώ να πω ότι ήταν ίσως και ακόμα καλύτερο από το πρώτο και αυτό τα λέει όλα. Είναι μικρότερο, πιο μαζεμένο, γεμάτο δράση και εξελίξεις. Διαβάζεται απνευστί και με κομμένη την ανάσα. Ειλικρινά, έκανα μια βδομάδα να συνέλθω μετά την ανάγνωση. Οι χαρακτήρες παραμένουν αληθοφανείς και πειστικοί, η δομή προσεγμένη, η γραφή συγκροτημένη. Τα κοινωνικά ζητήματα που θίγονται αντιμετωπίζονται από τον Νίκο Αγαθαγγελίδη με σεβασμό και λεπτότητα. Σοκάρουν, ναι, αλλά δεν είναι εκεί απλώς για αυτό. Αποτελούν εγγενές στοιχείο του βιβλίου και βοηθούν ένα πολύπλοκο κουβάρι να ξετυλιχτεί.
Αξίζει να διαβαστεί από λάτρεις του είδους και μη!