Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 46: Η Λίθος του Θανάτου)

Η διάρκεια που μεταφερόταν κράτησε ελάχιστα και δεν άργησε να νιώσει πως βρισκόταν ξαπλωμένος σε κάτι μαλακό, υγρό και κρύο. Ανοίγοντας τα μάτια του διαπίστωσε πως ήταν χώμα που είχε βραχεί εξαιτίας μιας βροχής που προφανώς είχε πέσει πριν από λίγο.

«Δε μας πήγε πολύ μακριά, τo χωριό είναι μερικά χιλιόμετρα από εδώ που είμαστε» ανέφερε ο Νίκος, που στεκόταν λίγο πιο πέρα.

«Ωραία» σχολίασε ο Μιχάλης, «το Κάλδιο ξέρεις προς τα πού είναι;»

Ο Νίκος στράφηκε και τον κοίταξε με απορία. «Τι θα κάνεις εκεί πέρα;»

«Θέλω να πάρω κάτι από κάποιον αποκαλούν Γεράκι»

Εκείνος έμεινε να τον κοιτάζει, σαν να είχε ακούσει κάτι αλλόκοτο. «Πλάκα μου κάνεις, έτσι;»

Έκανε ένα αρνητικό νεύμα καθώς σηκωνόταν.

«Για ποιο λόγο θες να πάρεις κάτι από αυτόν;»

Μετά από λίγη σκέψη, αποφάσισε να είναι ειλικρινής και του εξήγησε.

«Τι σχέση έχεις με τον Σέκαρ;» ρώτησε μετά ο φίλος του.

Ήταν η στιγμή να του αποκαλύψει τα πάντα, εξιστορώντας τι είχε συμβεί όταν έφτασε στη χώρα. Ο Νίκος μετά από τη διήγηση έμεινε για λίγο σκεφτικός.

«Κάτι είχα καταλάβει, εντάξει. Πάντως με το Γεράκι θα δυσκολευτείς. Είναι περίεργος άνθρωπος και…»

Τον διέκοψε ένας περίεργος ήχος που ακούστηκε, σαν παράσιτα ραδιοφώνου και προερχόταν από το σακίδιό του. Ο Μιχάλης κατάλαβε πως ήταν το δαχτυλίδι του και μάλλον προσπαθούσε να του μιλήσει η Μαρία, με τον Νίκο ήδη να το βγάζει από το σακίδιο, έτοιμος να της απαντήσει. Την επόμενη στιγμή κρατούσε το δαχτυλίδι στο χέρι, σαν να προσπαθούσε παράλληλα κάτι να κάνει. Οι ήχοι σαν παράσιτα ραδιοφώνου συνεχίστηκαν για λίγο ακόμη μέχρι που η φωνή της Μαρίας ακούστηκε καθαρά, προερχόμενη μέσα από το δαχτυλίδι.

«Με ακούς, Νίκο;»

«Ναι, τώρα σε ακούω καθαρά» της απάντησε εκείνος, «τι έγινε; Είσαι καλά;»

«Καλά είμαι, εσείς πώς τα πάτε;»

«Την τελειώσαμε την αποστολή και θα έρθω τώρα σε σένα»

«Όχι. Να μην έρθεις, μ’ ακούς;»

«Τι;» έκανε ο Νίκος με το χαμόγελό του να παγώνει, «τρελάθηκες; Φυσικά και θα έρθω»

«Όχι, δεν πρέπει να έρθεις, είναι πολύ επικίνδυνο. Δεν πρέπει να μας ψάξεις»

«Γιατί;»

«Είναι διαταγή του Ζεραήλ. Δεν ξέρω περισσότερα. Δεν πρέπει να μας ψάξεις και ούτε να ασχοληθείς με εμάς. Συνεννοηθήκαμε;» είπε μετά με πιο χαμηλή φωνή.

«Δε με νοιάζει» είπε στο τέλος ο Νίκος, εκπλήσσοντας τον Μιχάλη, «θα σας βρω και θα έρθω. Δεν πρόκειται να σε αφήσω άλλο μόνη σου»

«Σε παρακαλώ, Νίκο, μην έρθεις» του ζήτησε εκείνη μετά, «και αν δε θέλεις να υπακούσεις στο Ζεραήλ, καν’ το για μένα»

Ο Νίκος έμεινε για μία ακόμη φορά σαστισμένος. Έδειξε να παλεύει μέσα του για να αποφασίσει, ενώ μίλησε μετά από λίγη ώρα.

«Αυτό είναι που θες πραγματικά; Να μην έρθω;»

Η Μαρία ακούστηκε να αναστενάζει. «Εγώ θέλω…» άρχισε να λέει μετά αλλά σταμάτησε ξαφνικά, «να μην έρθεις. Δε θέλω να έρθεις εδώ»

«Εντάξει, αφού το θες» μίλησε απότομα την επόμενη στιγμή, αλλά μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και έκλεισε τα μάτια του.

«Πρέπει να σε αφήσω» είπε η Μαρία, «να προσέχεις» συνέχισε και μετά η φωνή της χάθηκε, με τον Μιχάλη να διαπιστώνει πως η επικοινωνία είχε τελειώσει.

Ο Νίκος κρατούσε ακόμη το δαχτυλίδι, ενώ τα μάτια του ήταν ακόμη κλειστά και παρέμενε ακίνητος. Ο Μιχάλης, μη γνωρίζοντας τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, τον πλησίασε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο.

«Την άκουσες» είπε ο φίλος του, «θα παραμείνουμε μαζί λίγο περισσότερο»

Εκείνος δε σχολίασε κάτι. Απλώς συμφώνησε.

«Υπάρχει και κάτι ακόμη που πρέπει να κάνουμε» πρόσθεσε ο Νίκος μετά.

«Τι άλλο;»

«Κάτι σχετικά με το χωριό των νεκρών. Πρέπει να βρούμε κάποιον Αλχημιστή και μετά να ψάξουμε τη Λίθο του Θανάτου»

Τον κοίταξε με απορία.

«Δεν ξέρω τίποτα για αυτόν» συνέχισε ο Νίκος, «όσο για τη λίθο, είναι μία πέτρα με περίεργες δυνάμεις, που σε βοηθά να ελέγξεις κατά κάποιο τρόπο το θάνατο. Την είχε μεταφέρει ένας συγγενής ενός κατηγορούμενου που καταδικάστηκε εκεί την ώρα της δίκης και του την έδωσε κρυφά. Μετά τη χρησιμοποίησαν για να αποδράσουν όσοι βρίσκονταν φυλακισμένοι στο χωριό. Έσπασαν τη δύναμη που τους κρατούσε δέσμιους εκεί και πήγαν να φύγουν, αλλά τους πρόλαβαν οι παρατηρητές και έγινε μεγάλη μάχη, στην οποία σκοτώθηκαν πολλοί. Μερικοί κατάφεραν να ξεφύγουν φυσικά και τους υπόλοιπους τους έπιασαν και τους πέταξαν σε άλλη φυλακή. Οι ψυχές όσων σκοτώθηκαν στη μάχη αλλά και μερικών άλλων, άκυρων, βρέθηκαν στο χωριό, αλλά η μαγεία που το περίκλειε επανήλθε και έμειναν εγκλωβισμένες εκεί. Τα πνεύματα που συναντήσαμε κι εμείς. Η λίθος μετά δόθηκε σε κάποιο ικανό μάγο για να μπορέσει να βρει τον τρόπο οι ψυχές να φύγουν για τον άλλο κόσμο, αλλά δεν τα κατάφερε, ούτε και οι υπόλοιποι που προσπάθησαν. Ο τελευταίος που την πήρε, πέρασε από το χωριό και έκανε κάποια πειράματα στα φαντάσματα. Η τύπισσα μου είπε ότι ετοιμάζει κάτι πολύ επικίνδυνο. Αλλά δεν μπορούσε να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Έμαθε όμως πως θα την ξέρει αυτός ο Αλχημιστή, από τον οποίο έκλεψε τη λίθο αυτός ο μυστηριώδης τύπος»

Ο Μιχάλης άκουγε με προσοχή όσα του αφηγήθηκε ο φίλος του. «Και την πίστεψες;»

«Τι να σου πω; Μου φάνηνε πως έλεγε αλήθεια. Φοβόταν για τα παιδιά και τα εγγόνια που έχει»

«Λες να έχει σχέση με τους Ηγέτες;»

«Μπορεί. Μόνος ένας τρόπος υπάρχει να το μάθουμε»

«Να βρούμε αυτόν τον Αλχημιστή» συμπλήρωσε ο Μιχάλης.

«Οι αλχημιστές είναι τύποι που κατασκευάζουν διάφορες ενώσεις ή φίλτρα, όπως τις αποκαλούν, για θεραπευτικούς και άλλους λόγους. Ως όνομα πάντως, πρώτη φορά το ακούω» εξήγησε μετά ο Νίκος.

«Θα τον ψάξουμε. Αφού τελειώσουμε με το Κάλδιο» αποφάσισε ο Μιχάλης μετά, προσπαθώντας να βάλει σε μία τάξη όσα είχε μάθει.

Ξεκίνησαν με προορισμό τους εκείνο το χωριό, το οποίο ο Νίκος γνώριζε που βρισκόταν.

«Έχω ξαναπάει στο Κάλδιο, μένει ένας ξάδερφός μου εκεί. Μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε το Γεράκι. Πάντως, δε θα είναι και τόσο εύκολο να του πάρεις τον πάπυρο που θέλει ο Σέκαρ. Είναι πολύ παράξενος» τον ενημέρωσε στη διαδρομή.

Τα σύννεφα διαλύονταν σιγά-σιγά και έδιναν τη θέση τους στον ήλιο, που δεν επαρκούσε όμως για να ζεσταθεί η περιοχή αρκετά. Ο Μιχάλης ένιωθε να κρυώνει λίγο παραπάνω, συνειδητοποιώντας πως πλησίαζε ο χειμώνας, αφού ήδη είχαν πρέπει να είχαν περάσει πάνω από δύο μήνες που βρισκόταν στη Ζερκαλία και ήταν πια στα μέσα του φθινοπώρου. Τον κάλυψε πάντως η ζακέτα που φορούσε, αν και πίστευε πως θα χρειαζόταν μία ακόμη μπλούζα σε λίγο καιρό. Στη συνέχεια, ξεκίνησαν για το χωριό.

Παναγιώτης Βάβαλος