Αόρατο Πρόσωπο (Κεφάλαιο 6 - Μέρος 3) - Η Μάσκα της αθωότητας

Στο χωριό πλησίαζε μία μεγάλη γιορτή, η οποία λάμβανε χώρα μία φορά τον χρόνο, στα μέσα του Νοέμβρη, λίγο πριν ξεκινήσουν οι στολισμοί των Χριστουγέννων. Οι κάτοικοι γιόρταζαν ένα δικό τους Χάλογουιν, το οποίο κανονικά γιορταζόταν στις τριάντα μία του Οκτώβρη. Το Λουρμαρέν γιόρταζε την μορφή της κίτρινης, γιγάντιας κολοκύθας, την οποία όπως και στην γιορτή των πνευμάτων, λάξευαν ο καθένας με έναν δικό του τρόπο και φυσικά η πιο ευφάνταστη δημιουργία, ήταν εκείνη που τελικά κέρδιζε. Η ημέρα εκείνη, ξεκινούσε γιορτινά από νωρίς το πρωί, με τους ανάλογους στολισμούς και στην μέση της κεντρικής πλατείας, έρχονταν όλοι μεταμφιεσμένοι και με το δημιούργημά τους στο χέρι.

Τα εδέσματα ήταν πολλά και ποικίλα, τα οποία φυσικά αναλάμβανε σχεδόν κάθε χρόνο, ο φούρνος του Ναπολεόν. Έφτιαχνε υπέροχο κέικ καρότου και σέρβιραν διάφορα γλυκά και φαγητά με βασικό συστατικό, εκείνο της κολοκύθας. Το χωριό λοιπόν, πάλευε για ακόμη μία φορά να ορθοποδήσει από το τελευταίο περιστατικό της απόπειρας βιασμού της Ζακελίν και φυσικά του ξυλοκοπήματος του Πιέρ. Είχαν περάσει περίπου είκοσι τέσσερις ώρες από τότε και ακόμη δεν είχε δοθεί εξιτήριο στον νεαρό. Η Ελοντί, περνούσε αρκετές ώρες στο νοσοκομείο και άλλες τόσες στο σπίτι, ώσπου αποφάσισε να επικοινωνήσει επιτέλους με την κολλητή της από το Παρίσι, την Σοφί. Για καλή της τύχη, σήμα είχε αρκετό στο διαδίκτυο και στην κάμερα του μικρού της υπολογιστή, εμφανίστηκε η μονίμως χαμογελαστή της φίλη, μονάχα που την Ελοντί την έπιασαν τα κλάματα στη θέα της, σβήνοντας μαζί και το χαμόγελό της.

«Αγάπη μου; Είσαι καλά; Τι έπαθες; Νόμιζα με βάση τα μηνύματά σου, πως περνούσες όμορφα..» ξεκίνησε η φίλη της και η Ελοντί προσπάθησε να σκουπίσει μερικά δάκρυα που κύλησαν αβίαστα στο πρόσωπό της.

«Σοφί, είχα τόσο μεγάλη ανάγκη να σε δω και να σε ακούσω. Να μου εμφυσήσεις λίγη από την θετική σου ενέργεια. Έχουν πραγματικά γίνει τόσα πολλά που δεν ξέρω από πού να αρχίσω» της είπε η Ελοντί προβληματίζοντάς την περισσότερο.

«Ξεκίνα από τα βασικά και εύκολα. Με τον Πιέρ, είναι όλα καλά; Οι δουλειές σας εκεί κάτω αποδίδουν όπως το ονειρευόσασταν;» την ρώτησε η φίλη της.

«Μπορώ να σου πω, πως οι δουλειές μας είναι το μόνο θετικό εδώ κάτω, όπως σου είχα γράψει και στα μηνύματα. Με τον Πιέρ, ειλικρινά δεν ξέρω πώς είμαστε πλέον...» της πέταξε την πρώτη πικρή αλήθεια και ξεκίνησε να της αφηγείται όλη την ιστορία για τον Φιλίπ, για τον μύθο του φαντάσματος που ταλάνιζε το χωριό και που μόνο φάντασμα δεν ήταν και φυσικά για το τελευταίο περιστατικό που διαδραματίστηκε και έφτασε στο σημείο να καταλήξει ο Πιέρ στο νοσοκομείο.

Η Σοφί είχε μείνει στην κυριολεξία άφωνη και με το χέρι της να κρύβει το άνοιγμα του στόματός της από την έκπληξη.

«Δηλαδή, ο Φιλίπ είναι άνθρωπος και μάλιστα ζωντανός, ο οποίος έχει δημιουργήσει ένα σπίτι μέσα στο σπίτι του; Ελοντί, έχω την εντύπωση πως πρέπει να φύγεις από εκεί. Πλέον όλο αυτό το μόνο που σου προσφέρει είναι άλγος στην ψυχή σου και τίποτε περισσότερο. Έχεις σκεφτεί μήπως όλο αυτό το άγχος, οφείλεται και για την απομάκρυνση του Πιέρ από εσένα;» την ρώτησε η Σοφί, η οποία δεν ήξερε στην κυριολεξία τι να σκεφτεί. «Επιπλέον, αυτός ο βιαστής που κυκλοφορεί ελεύθερος και ασύλληπτος, είναι επικίνδυνος...Πιο επικίνδυνος από τον συγκάτοικό σου» ολοκλήρωσε ξεφυσώντας και η Ελοντί προβληματίστηκε ακόμη περισσότερο.

Δίπλα της ακριβώς, υπήρχε η ζωγραφιά που της είχε κάνει δώρο ο νεαρός Φιλίπ. Με διακριτικότητα την πήρε και την έδειξε στη Σοφί μέσω της κάμερας. Η κοπέλα ζάρωσε το μέτωπό της και στένεψε ελαφρώς τα μάτια της στην προσπάθειά της να την δει καθαρά.

«Ομολογώ πως είναι εκπληκτική. Τα χαρακτηριστικά σου απεικονίζονται με απόλυτη σαφήνεια και μάλιστα, σε αντίθεση με την πραγματικότητα του εδώ και τώρα, στην εικόνα φαίνεσαι ευτυχισμένη» ακούστηκε ξανά η φωνή της κοπέλας, μονάχα που για λίγο χάθηκε καθώς η Ελοντί είχε βυθιστεί εκ νέου σε σκέψεις. Πράγματι, εκείνη τη στιγμή είχε νιώσει έπειτα από πολύ καιρό, ένα ψήγμα ευτυχίας να διαπερνά την ψυχή της. Τα συναισθήματά της απέναντι στον Πιέρ, είχαν αλλάξει, είχαν ίσως αλλοιωθεί, ωστόσο δεν μπορούσε ακόμη να συνειδητοποιήσει τον λόγο. Ίσως όλοι αυτοί οι στρεσογόνοι παράγοντες στους οποίους είχαν εκτεθεί, να είχαν διαδραματίσει έναν ρόλο αρνητικό στη σχέση τους. Ωστόσο, υπήρχε κάτι άλλο, πιο βαθύ ίσως, το οποίο η κοπέλα δεν είχε συνειδητοποιήσει. Ήταν ακόμη θολό μέσα της και αυτό την προβλημάτιζε, ωστόσο επανήλθε σύντομα στο εδώ και τώρα, όταν είδε τα μάτια της φίλης της να γουρλώνουν απότομα και να της ψιθυρίζει κάτι δυσνόητες λέξεις. Τότε, έστρεψε το κεφάλι της αργά προς τα πίσω, για να δει τη μορφή του Φιλίπ να στέκεται και να την παρατηρεί.

«Είναι εκείνος;» ψιθύρισε τρομαγμένα η Σοφί και η Ελοντί ένευσε θετικά.

«Θα σε αφήσω τώρα...» είπε στην φίλη της, μα η Σοφί ξεκίνησε να την παρακαλά να την καλέσει ξανά σε περίπτωση που υπήρχε κίνδυνος.

Η Ελοντί φυσικά την καθησύχασε, μα την στιγμή που ήταν έτοιμη να στραφεί ξανά προς την μεριά του Φιλίπ, εκείνος είχε εξαφανιστεί. Ήταν η τελευταία μέρα της δίχως τον Πιέρ στο σπίτι και η κοπέλα ένιωθε παράξενα. Όταν θα επέστρεφε με το καλό από το νοσοκομείο, θα έπρεπε να συζητήσουν. Το αληθινό πρόβλημα του χωριού, ήταν στην ουσία η ύπαρξη εκείνου του παραβατικού στοιχείου, το οποίο ενοχοποιούσε διαρκώς τον νεαρό δίχως λόγο και αιτία. Αν οι χωριανοί μπορούσαν να δουν την αλήθεια του Φιλίπ και να τον αποδεχτούν, τότε τα πράγματα θα ήταν εμφανώς καλύτερα. Θα άγγιζαν το ιδανικό. Η ίδια, πήρε τη ζωγραφιά και την τοποθέτησε στο δικό της δωμάτιο με τα υπόλοιπα σύνεργα της ζωγραφικής. Γύρω της, επικρατούσε απόλυτη ησυχία και η εκείνη άφηνε πάντοτε τα παντζούρια ανοιχτά, παρά την ψύχρα. Αγαπούσε το τραγούδι των πουλιών και τον ήχο των πλασμάτων που συνόδευαν το σούρουπο. Η φύση εξάλλου, είχε δυνάμεις μαγικές σχεδόν όλες τις στιγμές της ημέρας.

Με τον καιρό και έχοντας μάθει καλύτερα τους δρόμους και τα κατατόπια, μπορούσε να απολαμβάνει τις βόλτες της στον ανοιχτό ορίζοντα, προκειμένου να έχει πλήρη θέα και να αποφεύγει τυχόν δυσάρεστα περιστατικά. Θυμόταν λοιπόν, πως η μικρή λίμνη του Λουρμαρέν, βρισκόταν καταμεσής του μυρωδάτου λιβαδιού, λίγο πιο μακριά από το σπίτι της. Αποφάσισε να πάει μία βόλτα προτού σκοτεινιάσει και θέσει τον εαυτό της σε κίνδυνο. Δειλά, φόρεσε την πλεκτή, λευκή της ζακέτα και ξεκίνησε να βαδίζει για τον μικρό παράδεισο. Φτάνοντας λίγα μέτρα πιο πριν, παρατήρησε πως το μέρος ήταν ήδη κατειλημμένο από εκείνον. Καθώς τον παρατηρούσε, αναλογιζόταν με πίκρα πόση μοναξιά κουβαλούσε μέσα του αυτό το ταλαιπωρημένο πλάσμα. Είχε περάσει σχεδόν όλη του τη ζωή βουτηγμένος στις σκιές, ή τις ενοχές για ένα αμάρτημα που δεν ήταν καν δικό του.

Καθώς τον πλησίαζε, ήξερε πως την είχε ήδη αντιληφθεί, ωστόσο είχε αποφασίσει να παραμείνει στην θέση του καλυμμένος πάντοτε από την μαύρη του φορεσιά.

«Σε πειράζει να καθίσω και εγώ για λίγο;» του ψιθύρισε, μα εκείνος εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητος.

«Είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς μονάχη σου Ελοντί, ωστόσο εξακολουθείς να είσαι ξεροκέφαλη» ήταν η μόνη κουβέντα που της είπε και εκείνη ξεφύσησε.

«Ήσουν πάντοτε τόσο σοβαρός στη ζωή σου;» τον ρώτησε παιχνιδιάρικα και βουτώντας το χέρι της στο δροσερό νερό της λίμνης, τον έβρεξε ελαφρώς κάνοντάς τον να στραφεί απότομα προς την μεριά της σε σημείο να αναπηδήσει. Η φιγούρα του, ήταν πάντοτε επιβλητική, γέμιζε τον χώρο όλο, είχε ένα βάρος. Η Ελοντί, είχε κάνει μία αυθόρμητη κίνηση, που την είχε ανάγκη και η ίδια προκειμένου να αλαφρώσει το βαρύ κλίμα, ωστόσο δεν γνώριζε το αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει σε εκείνον, ο οποίος εξακολουθούσε να την κοιτάζει μαρμαρωμένος.

Τότε, στα ξαφνικά μιμήθηκε την κίνησή της και τελικά βρέθηκαν να βρέχουν για ώρα ο ένας τον άλλον, μέχρι που η κουκούλα γλίστρησε από το πρόσωπο του νεαρού αποκαλύπτοντας ξανά τα χαρακτηριστικά του. Η Ελοντί τον είδε άξαφνα να ζαρώνει και να παλεύει να καλυφθεί, μα τον σταμάτησε.

«Σε ικετεύω. Μπροστά μου δεν χρειάζεται να κρύβεσαι, το πρόσωπό σου είναι υπέροχο» του είπε και τον είδε να στέκεται και να κοιτάζει την αντανάκλασή του στο νερό.

«Τερατώδες θα έλεγα» της είπε κρύβοντας τη μισή πλευρά του, μα η Ελοντί στάθηκε από πάνω του και τράβηξε το χέρι του.

«Αυτός είσαι Φιλίπ, ολόκληρος και εγώ σε βρίσκω υπέροχο. Κανείς δεν είναι τέλειος, αυτό ανήκει στον Θεό» του είπε, ωστόσο δεν υπολόγισαν σωστά την κατηφόρα, με αποτέλεσμα να βρεθούν και δύο βουτηγμένοι στο νερό, με τον Φιλίπ να έχει πέσει σχεδόν ολόκληρος και την Ελοντί να έχει βρέξει μονάχα τα πόδια της μέχρι τους αστραγάλους.

Ξαφνιασμένοι και οι δύο, πήδηξαν ευθύς έξω από το παγωμένο νερό και αλληλοκοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα.

«Νομίζω πως το παιχνίδι πρέπει να τελειώσει κάπου εδώ. Έχει κρύο και είσαι βρεγμένη. Πρέπει να επιστρέψουμε στο σπίτι» της είπε ο Φιλίπ και εκείνη του χαμογέλασε πονηρά.

«Δηλαδή, εσύ είσαι στεγνός; » τον ρώτησε, ωστόσο σαν απάντηση πήρε απλώς έναν αναστεναγμό. Οι δυο τους βάδισαν με κατεύθυνση την μονοκατοικία, ωστόσο ένα ζευγάρι μάτια τους παρακολουθούσε από απόσταση.

Πέρασαν το κατώφλι, για να τους καλωσορίσει η ζεστασιά του μικρού αρχοντικού. Στα μάτια της Ελοντί, είχε πάρει πλέον άλλες διαστάσεις. Το ένιωθε πιο πολύ σαν δικό της σπίτι, σαν εκείνη τη μονοκατοικία που είχε δει στο διαδίκτυο, απαλλαγμένη από τους μύθους που έπεφταν επάνω της σαν σάβανο. Τώρα στα δικά της μάτια, φάνταζε σαν εκείνο το σπίτι το ονειρεμένο που υπό άλλες συνθήκες θα φιλοξενούσε τις ευτυχισμένες στιγμές τις δικές της και του Πιέρ.

«Τι σκέφτεσαι; » άκουσε τη φωνή του Φιλίπ ο οποίος βρισκόταν μπροστά από το αναμμένο τζάκι παλεύοντας να ζεσταθεί.

Η Ελοντί τον πλησίασε μηχανικά, αφαιρώντας τα παπούτσια και τις κάλτσες της που ήταν βρεγμένα. Αέρινα έκατσε δίπλα του οκλαδόν, απολαμβάνοντας τη ζεστή ατμόσφαιρα που της πρόσφεραν οι φλόγες.

«Σκέφτομαι πως το σπίτι έχει αλλάξει. Δεν φαντάζει πια απειλητικό. Καμία σκιά δεν παλεύει να μας καταπιεί, όπως στην αρχή» του απάντησε και τον είδε να παραμένει σιωπηλός μην δίνοντας καμία απολύτως απάντηση. Παρά το γεγονός πως δεν κάλυπτε πια το πρόσωπό του, αισθανόταν αμήχανα δίπλα της και αυτό μπορούσε να το νιώσει, καθώς ο νεαρός πάλευε να κρύψει στις σκιές την παραμορφωμένη πλευρά του προσώπου του. Τα βρεγμένα του ρούχα τον έκαναν να τρέμει παρά τη ζέστη που ανέδιδε το τζάκι.

«Μήπως θα ήταν καλύτερα να βάλεις κάτι στεγνό;» πρόφερε η Ελοντί.

«Δεν έχω άλλα ρούχα» της απάντησε.

«Μπορώ να σου δανείσω κάτι του Πιέρ για την ώρα μόνο...» πήγε να του πει για να τον δει να οργίζεται.

«Δεν θέλω τίποτε δικό του. Προτιμώ να μείνω γυμνός μέσα στο χιόνι, παρά να φορέσω ένα ρούχο που του ανήκει» της γρύλισε και πλησιάζοντας πιο κοντά στο τζάκι, ξεκίνησε με αργούς ρυθμούς να αφαιρεί το μαύρο του ένδυμα και να το τοποθετεί κοντά στη φωτιά για να στεγνώσει.

«Θα πάω να σου το πλύνω και θα στο επιστρέψω φρέσκο» του είπε η κοπέλα καλοσυνάτα και εκείνος δέχτηκε.

Για λίγο, τον άφησε μονάχο του να κοιτάζει τις φλόγες που χοροπηδούσαν παιχνιδιάρικα στο τζάκι. Τα συναισθήματά του, ξεκίνησαν να τον πνίγουν και άξαφνα, ο πύρινος χορός τον κατάπιε, γυρίζοντάς τον σε εκείνο το τρομακτικό βράδυ. Θυμόταν το εξαγριωμένο πλήθος να έχει μαζευτεί έξω από την πόρτα του χτυπώντας την μανιασμένα. Άλλοι, είχαν μαζί τους για όπλα τους τις τσουγκράνες και τα σκαλιστήρια του κήπου τους. Προτού εξαφανιστεί μέσα από τους τοίχους, θυμάται τον εαυτό του να αναρωτιέται το γιατί. Τι κακό είχε κάνει τελοσπάντων και αυτός ο κόσμος δεν τον χωρούσε; Ήταν η δυσμορφία του έγκλημα, ή μία κατάρα που βάραινε τους δικούς του μονάχα ώμους; Θυμόταν τις φλόγες να τυλίγουν το εσωτερικό του σπιτιού και τον ίδιο να πνίγεται από τις αναθυμιάσεις στοιβαγμένος σε μία γωνιά του δικού του, σκοτεινού βασιλείου. Έπειτα, το κενό. Μάλλον είχε λιποθυμήσει, ωστόσο και να πέθαινε, δεν θα το καταλάβαινε κανείς. Στον κόσμο ο θάνατός του, θα αποτελούσε για όλους λύτρωση, αφού θα είχαν αποτινάξει από πάνω τους το βάρος της ύπαρξής του.

Στη σκέψη αυτή, δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του και με το χέρι του, ψηλάφισε μηχανικά την ανάγλυφη επιφάνεια του προσώπου του, σκουπίζοντας παράλληλα και εκείνο το δάκρυ, όταν ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο του. Για λίγο ξαφνιάστηκε και οι μύες του σώματός του σφίχτηκαν. Η Ελοντί που είχε μόλις επιστρέψει και τον βρήκε κουλουριασμένο να πενθεί, το αντιλήφθηκε, καθώς είδε την μυϊκή σύσπαση της πλάτης του. Τότε, σαν από μόνο του, το χέρι της κινήθηκε ξεκινώντας να εξερευνά το ημίγυμνο σώμα του άνδρα που είχε μπροστά της. Ήταν όμορφο, καλοσχηματισμένο με δέρμα απαλό. Οι κινήσεις της, ήταν σχεδόν κυκλικές κατά μήκος της πλάτης του και οι δυο τους είχαν μείνει έτσι για αρκετή ώρα. Εκείνος να κοιτάζει τις φλόγες του τζακιού που χόρευαν μπροστά του, απολαμβάνοντας τα χάδια της και εκείνη μηχανικά να συνεχίζει να τον αγγίζει, μην μπορώντας να καταλάβει το γιατί.

Τότε, για πρώτη φορά μετά από αρκετή ώρα, αποφάσισε να την κοιτάξει. Δεν ήξερε από πού είχε αντλήσει αυτό το θάρρος και το κουράγιο. Με αργές κινήσεις, έστρεψε ολόκληρο τον κορμό του, με τα κυανά του μάτια να παραμένουν καρφωμένα στα δικά της. Δειλά σήκωσε το χέρι του και ξεκίνησε να εξερευνά το πρόσωπό της. Η Ελοντί δεν κινήθηκε, δεν ήθελε. Αυτό το χάδι λατρείας, είχε πολύ καιρό να το νιώσει και η ψυχή της το αποζητούσε σαν τρελή. Τα χέρια του Φιλίπ, ξεκίνησαν να κατηφορίζουν στον λαιμό της και εκείνη κλείνοντας τα μάτια της έγειρε ελαφρώς προς το μέρος του, μέχρι που τα μέτωπά τους ενώθηκαν. Ένιωθε την ανάσα του να γίνεται ολοένα και πιο γρήγορη, εξαιτίας του άγχους. Η Ελοντί χαμογέλασε, ώστε να το αισθανθεί και ο ίδιος και να νιώσει καλύτερα. Για λίγο έμειναν με τα πρόσωπά τους ενωμένα, εκείνον να αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν να μην της προκαλεί αποστροφή και εκείνη να φαντασιώνεται πως βρίσκεται στο χείλος ενός γκρεμού. Ένα βήμα θα ήταν αρκετό ώστε να μην υπάρξει ποτέ ξανά επιστροφή και ήταν έτοιμη να το κάνει. Μία αόρατη δύναμη την τραβούσε.

Με τα χέρια της, έκλεισε το πρόσωπό του και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του. Αυτή η κίνηση κυριολεκτικά τον ξάφνιασε, ωστόσο δεν έκανε πίσω ούτε για μισό λεπτό. Δεν ήξερε αν ήταν όνειρο που θα τελείωνε με τις πρώτες πρωινές ηλιαχτίδες, μα ήθελε διακαώς να το ζήσει δίχως τύψεις. Ανταπέδωσε το ζεστό και τρυφερό φιλί της, αφήνοντάς την να τον οδηγήσει μέχρι εκεί που ήθελε. Τα δυο του χέρια, αγκάλιασαν σφιχτά τη μέση της και με απαλές κινήσεις, κινήθηκε προς την μεριά της. Η κοπέλα περνώντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, τον τράβηξε και άλλο προς το μέρος της, ξαπλώνοντας πίσω, με εκείνον να είναι από πάνω της, βαστώντας στα χέρια του τα δικά της. Κανένας από τους δύο δεν έκανε κίνηση να σπάσει το φιλί τους, σαν να ήταν ζωτικής σημασίας. Η Ελοντί, συνέχισε να χαϊδεύει την γυμνή του πλάτη, φτάνοντας μέχρι την μέση του και εκείνος, με το βλέμμα του καρφωμένο στο δικό της, πέρασε τα χέρια του με μαεστρία, κάτω από την μπλούζα που φορούσε, δίχως να της αφαιρεί τα ρούχα.

Η Ελοντί, ένιωθε την καρδιά της να σφυροκοπά, σε σημείο να πονέσει το στήθος της, ωστόσο η πραγματικότητα την καρτερούσε στην γωνία. Έπρεπε να μιλήσει με τον Πιέρ και να του εξηγήσει πως παρά το γεγονός πως η σχέση τους είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προδιαγραφές, τελικά δεν είχε κατορθώσει να αντέξει.

«Τι σκέφτεσαι;» της ψιθύρισε ο Φιλίπ στα χείλη ακουμπώντας κατόπιν το κεφάλι του στο στήθος της.

«Σκέφτομαι πολλά πράγματα. Όλο αυτό, Θεέ μου, μοιάζει σαν να το περίμενα μία ζωή. Δεν είχα φανταστεί ποτέ μου, πως η έλξη θα μπορούσε να είναι τόσο ισχυρή...Τρέμω σχεδόν» του απάντησε χαμηλόφωνα και εκείνος άφησε ακόμη ένα φιλί στα χείλη της.

«Για εμένα, είναι το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει ο Θεός. Αυτό που έζησα, το θεωρώ τόσο απίθανο που σχεδόν με τρομάζει. Ευχαριστώ για την στιγμή που μου χάρισες, δεν γνωρίζω αν την άξιζα. Να ξέρεις, πως από εμένα είσαι ελεύθερη, δεν τολμώ να σου ζητήσω τίποτε, παρά το γεγονός πως κάθε φορά που θα σε βλέπω στην αγκαλιά του, η καρδιά μου θα ραγίζει. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, μα δεν μπορώ να χαλιναγωγήσω αυτά που αισθάνομαι για εσένα»

Ιφιγένεια Μπακογιάννη